Top menu

Έρωτας στον καιρό της ειρωνείας, της Αγγέλας Καστρινάκη

Γράφει ο Θεόδωρος Σούμας

Διαβάζοντας το πολυσύνθετο, ευαίσθητο, περίπλοκο και καλογραμμένο μυθιστόρημα Έρωτας στον καιρό της ειρωνείας (εκδ. Ελληνικά Γράμματα) της Αγγέλας Καστρινάκη, εισπράττουμε πρώτα απ' όλα την κραταιή σκιαγράφηση των πορτρέτων των πέντε πρωταγωνιστικών χαρακτήρων· έχουμε ένα πεντάγωνο, δύο τεμνόμενα τρίγωνα δύο παντρεμένων ζευγαριών, με συνδετικό κρίκο την έγγαμη, κεντρική ηρωίδα, που συνδέεται με δυο άντρες. Το μυθιστόρημα πραγματεύεται τα θέματα του γάμου, του έρωτα, της απιστίας, της ζήλιας, της εξωσυζυγικής σχέσης και τα συναισθήματα ή τις σκέψεις που γεννώνται από αυτές τις καταστάσεις, χαρά, ευδαιμονία, ηδονή, ευφορία, παιχνίδισμα, ειρωνεία, απογοήτευση ή “αποκαρδίωση”, απελπισία και έμμεσα το υπαρξιακό άδειασμα ή κενό. Στο επίκεντρο βρίσκεται αφηγηματικά η Μέλπω, μια σαγηνευτική, βαθύνους και καλλιεργημένη, παντρεμένη γυναίκα, μάλλον κουρασμένη από το γάμο της που στερείται μεγάλης θέρμης, λίγο ρομαντική, λίγο εγωίστρια, ιδιόρρυθμη ή κάπως εκκεντρική, και ταυτοχρόνως σκωπτική, με αυτοσυνείδηση, και η οποία βρίσκει σχεδόν τυχαία, από σύμπτωση, εραστή. Το μυθιστόρημα αναπτύσσει με οξυδέρκεια και διαύγεια τι σημαίνουν και πώς εξηγούνται αυτές οι “θείες συμπτώσεις” στη συνάντηση δύο ανθρώπων έτοιμων και ώριμων για τη μεταξύ τους ερωτική σχέση. Ρόλο παίζει, όμως, μας επεξηγεί η αφηγήτρια-συγγραφέας, η οποία κρατά σημαντικό ρόλο στη δόμηση της αφήγησης, και η συναρμογή της χημείας των δύο ανθρώπων, η σύμπτωση του ταιριάσματός τους, ο συντονισμός τους και η ευρεθείσα χημεία (όπως την περιγράφει και την παραλληλίζει με τις ενώσεις στη χημεία, ο Εδουάρδος, ήρωας των Εκλεκτικών συγγενειών του Γκαίτε).

Η ηρωίδα είναι μια σύγχρονη, δυναμική, εγωκεντρική γυναίκα που διυλίζει τα πάντα, ερωτικές συμπεριφορές, σχέσεις, συναισθήματα, ιδέες και πράξεις, που καλιγώνει τον ψύλλο, (δι)αισθάνεται πολλά πράγματα, σκέφτεται πολύ, είναι θαρραλέα, έξυπνη κι ευαίσθητη, αγαπά τις ψυχολογικές, ανθρώπινες κι υπαρξιακές διερευνήσεις, και τολμά απλά να πάει προς τον έρωτα και το σεξ κατ'αρχήν λόγω της τάσης της προς αναζήτηση του καινούργιου και του πάθους. Αποτελεί ένα ερώτημα, ένα μυστήριο θέμα το τι ακριβώς οδήγησε τους δυο αυτούς διαφορετικούς ανθρώπους στον έντονο έρωτα που γεμίζει τις ζωές τους; Κάποιο υπαρξιακό κενό στις ζωές τους, τα προβλήματα στους γάμους τους, η προγενέστερη ανία, οι ροπές τους προς συνεχή αναζήτηση;

Το ερωτολογικό και ηθικολογικό - περί της ερωτικής ηθικής και των σημερινών ερωτικών ηθών - μυθιστόρημα Έρωτας στον καιρό της ειρωνείας γοητεύει και μαγνητίζει χάρη στο ύφος, στη γραφή του και τα συναισθήματα που αναδεικνύει. Κυρίως τα ερωτικά συναισθήματα δυο ανθρώπων “παράνομα” ερωτευμένων, σε εξωσυζυγική σχέση, που πήρε μπροστά με δυσκολίες και παρά την παρεμβολή άλλων παραγόντων, απόσταση, γάμοι των δύο, διαφορές στην εμφάνιση, στο είδος ζωής και στο επάγγελμα. Η κοινή ιστορία τους δεν τους παρέχει μόνο το κοινό, ενίοτε καυτό, ερωτικό βίωμα, μα και αυτογνωσία και σκέψη σχετικά με τη θέση των δύο φύλλων.

Μυθιστόρημα πολύ ειλικρινές και αληθινό, ουσιαστικά τολμηρό, μα και αποκαλυπτικό σχετικά με το πώς βιώνουν οι γυναίκες τον έρωτα (πρέπει να αρέσει πολύ στις γυναίκες, ιδίως στις παντρεμένες). Συλλαμβάνει πολύ καλά το πάθος και την "αρρώστια" του έρωτα, το πώς αυτός περνά μέσα κι απ'τις πιο μικρές κι ασήμαντες λεπτομέρειες, το πώς τις σηματοδοτεί διαφορετικά. Ο εθισμός στον άλλον, στον έρωτα και στην αγάπη του (τον γεύονται σαν δυο διψασμένοι ναρκομανείς), η ασθένεια του τρελού έρωτα... Η εμμονική ψευδαίσθηση πως “είμαι μαζί σου κάθε στιγμή”. Και κατόπιν, η εμφάνιση της αμφιβολίας, του σκεπτικισμού και της (αυτο)αμφισβήτησης. Η Μέλπω χρειάζεται σε τελική ανάλυση περισσότερο χιούμορ και σκωπτική ματιά στη ζωή και λιγότερο πάθος. Σημειωτέον πως, σε γενικές γραμμές, μοιάζει σαν το alter ego της Ειρήνης, της νεαρής ηρωίδας των δυο βιωματικών μυθιστορημάτων - αυτομυθοπλασιών της Αγγέλας Καστρινάκη, Και βέβαια αλλάζει! και Κάτι ν' αλλάξει! Μα πώς; -, μεγαλωμένης πλέον και παντρεμένης.

Η μορφή και η γραφή του μυθιστορήματος αναδεικνύονται τόσο καλά, πέρα από την εξαιρετική, γλαφυρή πένα του, και από το ότι η ερωτική σχέση υπάρχει, στην αρχή, κυρίως διαμεσολαβημένη, μέσω των κομπιούτερς και των μέιλ, εξ αποστάσεως. Το μέσο αυτό αναδεικνύει την ελλειπτικότητα στη διήγηση, τα χάσματα και τα κενά στις ζωές. Αυτός ζει στη Θεσσαλονίκη και αυτή στην Αθήνα, με τις οικογένειές τους και τα παιδιά τους αμφότεροι. Όλη αυτή η τεχνολογική διαμεσολάβηση κι η εμμεσότητα αναδεικνύουν την ιδεοληψία και την τρέλα του πάθους τους, αλλά και τις ελλείψεις στο στυλ γραψίματος. Η μονομανία των δυο εραστών, η εμμονή στον έρωτά τους εκφράζεται και μέσω του παιχνιδιού, της τάσης τους να γράφουν σε μέιλ όλα όσα βιώνουν, να περιγράφουν την πεζή και άνοστη καθημερινότητά τους στο έτερο ήμισυ που ζει μακριά (το κάνει κυρίως ο ρομαντικός Μάριος, πιο εξαρτημένος, γιατί στη γυναίκα η διάσταση της αποστασιοποίησης και ειρωνείας υπάρχει εντονότερη μέσα της). Η ιδεοληψία τους εκφράζεται ακόμη στο ότι ο καθένας θεωρεί και φαντάζεται πως κουβαλάει μαζί του παντού και πάντα, τον άλλον μέσα του (ξανά κυρίως ο εραστής).

Βαθμιαία εισάγουν και τον σύζυγο και τη σύζυγο στο παιχνίδι, ενημερώνοντάς τους λίγο, ακροθιγώς. Eίναι και οι τέσσερις ανοιχτοί, φιλελεύθεροι και ανοιχτόμυαλοι σχετικά με τα ερωτικά ήθη. Η Μέλπω φτάνει στο σημείο να φαντασιώνεται μια από κοινού συμβίωση των δύο ζευγαριών, αναδιατασσόμενων σε νέο σχηματισμό, έστω σε διπλανά σπίτια, δηλαδή να επιθυμεί να διευρύνει με θάρρος κι αυτοσχεδιαστική επινοητικότητα την παραδοσιακή πυρηνική οικογένεια· ή να φαντάζεται, έστω, μια τετραπλή καλή φιλία και συντροφική σχέση... Κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, ο Στέφανος, ο σύζυγος της Μέλπως συνδέεται και κάνει έρωτα με μια άλλη, μια συμπαθέστατη, γλυκιά φοιτήτριά του με έφεση στη μάθηση. Η Μέλπω φαντασιώνεται νέα ιδανικά κι ουτοπικά σχήματα χειραφετημένης, προοδευτικής ιδεολογικά συμβίωσης. Η ηρωίδα είναι ευχαριστημένη (αφελώς;) που συμβάλλει στη δημιουργία ενός νέου, πιο ελεύθερου, προοδευμένου και χειραφετημένου είδους ανθρώπου.

Αλλάζει η άποψη και η σχέση των δύο εραστών με τον κόσμο, γιατί συνδέουν τα πάντα, όλα τα δεδομένα της ζωής, τους κοινούς γνωστούς, τα παιδιά, τις δουλειές τους, τους τόπους κ.τ.λ. με τον έρωτά τους και τη σχέση τους. Η Α. Καστρινάκη μας εκθέτει μια σχέση βουτηγμένη στον ενθουσιασμό και παράλληλα στον ζόφο. Όταν παντρεύεται κανείς κάποιον, παντρεύεται όχι μόνο αυτόν αλλά και την οικογένειά του, που η Μέλπω αισθάνεται να προδίδει. Δεν αργούν οι δισταγμοί και οι αμφιταλαντεύσεις, οι δεύτερες σκέψεις. Το μυθιστόρημα αφηγείται με δύναμη, πειστικότητα και έντονο σασπένς το άλμα των δύο εραστών προς τα εμπρός (μήπως στο κενό; πολλά από τα διαδραματιζόμενα μοιάζουν μάλλον με ψευδαίσθησή τους). Έχουμε άρα να κάνουμε με τον τρελό (;) έρωτα δυο παγιδευμένων (;) στον γάμο, στο επάγγελμα και στον τόπο τους, έγγαμων ενηλίκων. Οι πέντε ήρωες μετασχηματίζονται σε οικείους, αληθινούς και πολύ ενδιαφέροντες για τον αναγνώστη χαρακτήρες.

Ενώ σε πρώτη προσέγγιση μπορούμε να σκεφτούμε πως έχουμε να κάνουμε με μια συνηθισμένη ιστορία μοιχείας, συν τω χρόνω αντιλαμβανόμαστε πως τα πράγματα δεν είναι απλά. Κατ'αρχάς οι μοιχείες είναι τρεις, δύο των εραστών, της Μέλπως και του Μάριου, συν αυτή του συζύγου Στέφανου. Επί πλέον, όλα τα χρωματίζει διαφορετικά, ποικιλότροπα η κριτική ματιά και η ελαφριά ειρωνεία της ηρωίδας που ρέπει προς την περίσκεψη, το ζύγιασμα όλων των καταστάσεων και τον αναστοχασμό.

Μήπως στον έρωτα των δυο παντρεμένων πολλά απετέλεσαν ψευδαίσθηση ή απλά μια εντελώς τυχαία συνάντηση / συνεύρεση δυο ανθρώπων; Πρόκειται για υπέροχη σύμπτωση, για μοιραία συνάντηση δυο ανθρώπων με έντονη χημεία, με “εκλεκτικές συγγένειες” όπως στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γκαίτε, με συμπληρωματικούς χαρακτήρες και κοινό πεπρωμένο; Ή μήπως μια απλά τυχαία συνεύρεση σωμάτων; (Και δευτερευόντως ψυχών. Oι δυο εραστές, σε τελευταία ανάλυση, δεν ταιριάζουν και τόσο πολύ ως χαρακτήρες). Πολύ αργότερα, όμως, η ηρωίδα αλλάζει, δικαίως θα λέγαμε, άποψη για τα περί “χημείας” στη σχέση τους και μονολογεί με διαυγή κι οξεία αυτογνωσία, ακόμη και γνωσιολογική οξυδέρκεια: “Μα πού ήταν επιτέλους αυτή η «χημεία», ο αυτοματισμός της έλξης; Η μαγική ανταπόκριση και στο πιο απλό άγγιγμα, ό,τι είχε οριστεί προηγουμένως ως καθαρά προσδιορισμένο από φυσικούς νόμους: θερμοκρασία, πίεση, βαρύτητα… Τρομακτικό είναι το να μπορεί ο νους να στήνει τέτοιες κατασκευές που να μοιάζουν τόσο φυσικές, τόσο αληθινές. Να μας πείθει για την αντικειμενική ύπαρξη, για την επιστημονική υπόσταση καταστάσεων που ο ίδιος δημιούργησε. Τρομακτικό να μην υπάρχει ούτε κόκκος έξωθεν αλήθειας, έξωθεν αναγκαιότητας… Η χημεία να αποδεικνύεται αλχημεία. Από την άλλη, ναι, είναι μια ελευθερία η αποδέσμευση από τους νόμους του υλικού κόσμου… το να ξέρεις πως μόνο με το μυαλό χτίζεις, με το μυαλό γκρεμίζεις”! Η αφηγήτρια-συγγραφέας συμπληρώνει στον επίλογό της “όλα είναι αποτέλεσμα απείρως πιο πολύπλοκων διεργασιών (από τη “χημεία”), από τις οποίες καθόλου δεν λείπει το μυαλό, η βούληση, η κατασκευαστική ροπή”· η ανάγκη και η επιθυμία να ερωτευτείς. Ο Ρολάν Μπαρτ έγραψε “το δέλεαρ είναι περιστασιακό, αλλά η δομή βαθιά”. Βεβαίως αυτοί οι προβληματισμοί μπορούν να ισχύσουν και για τη σχέση με τον σύζυγό της αλλά και για κάθε ανθρώπινη ερωτική σχέση (*). Γιατί η Μέλπω κάποια στιγμή προτίμησε τον εραστή της από τον σύζυγο; Έκαναν ηδονικότερα έρωτα, γιατί το πάθος στην έγγαμη σχέση εξέλειπε; Ο πόθος της Μέλπως για τον εραστή της Μάριο υπήρξε μια “πτήση σε εκείνο το λαμπερό πρωινό φως του πάθους”. Ο εραστής είναι συμπαθητικότερος στα μάτια της, επειδή φέρνει την πνοή του καινούργιου και διαφορετικού, καθώς και μια συναισθηματική αμεσότητα; Της έφερε τη “γλυκιά κοινοτοπία” στην έκφραση που της έλειπε; Ίσως η εξήγηση είναι απλούστερη και αφορά μόνο την ίδια, την ψυχολογία και τη στάση της, πως με τον Μάριο «για πρώτη φορά ανοίχτηκα τόσο στη ζωή μου, για πρώτη φορά εκφράστηκα, χαλάρωσα, δόθηκα. Ποτέ άλλοτε δεν έχω νιώσει τέτοιον ενθουσιασμό». Το κυριότερο που της προσέφερε ο εραστής της ήταν πιθανά πως την εξιδανίκευσε, την αγάπησε άνευ όρων χωρίς να της προσδίδει ελαττώματα, την έπλασε στο νου του τέλεια και συνεχώς της το έδειχνε και της το επαναλάμβανε (σε αντίθεση με τον σύζυγο).

Δεν θα αργήσουν να δημιουργηθούν κάποιες ενοχές στην ψυχή της Μέλπως. Η “παράνομη”, αρχικά μυστική σχέση των δύο ερωτευμένων εραστών, θα βοηθήσει αργότερα την ηρωίδα να δει διαφορετικά τον γάμο και τον σύζυγό της, με καινούργιο, πιο φρέσκο βλέμμα, από νέο πρίσμα· θα βοηθήσει τον γάμο και τη σχέση τους να γίνουν πιο ειλικρινείς. Οι δυο σύζυγοι διαθέτουν την ιδιότητα της αυτοπαρατήρησης και της αυτεπίγνωσης, ως συνδετικό κρίκο μεταξύ τους. Στον γάμο τους δίνεται μια νέα ευκαιρία και γίνεται μια νέα αρχή. Σκέφτεται: “μια ιστορία που παραλίγο θα με έκανε να αναποδογυρίσω τον κόσμο, κι όμως απότομα θάμπωσε. Δυσκολεύομαι να το καταλάβω”.

Η συγγραφέας, απευθυνόμενη σε εμάς τους αναγνώστες, γράφει ενώπιον της νέας στροφής της αφήγησής της, της επιστροφής της ερωμένης στο σπίτι της: «Αχ, αναγνώστη, μη βαράς! Χαίρομαι που εσύ είσαι τόσο προοδευτικός. Σε έχω προβλέψει. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έχω ετοιμάσει ένα Μέρος Δ' όπου οι καταστάσεις μπερδεύονται και πάλι. Μην περιμένεις καθαρές λύσεις. Συμβουλές δεν έχει. Τα πάντα είναι μια δύσκολα κερδισμένη (ή χαμένη) ισορροπία. Που αξίζει να τη ζεις. Ελπίζω και να τη διαβάζεις». Βρίσκουμε, λοιπόν, στο μυθιστόρημα την πολύ ενδιαφέρουσα πλευρά της σκέψης πάνω στη γραφή και στη γλώσσα (χαρακτηριστικό και των δυο άλλων αυτοβιογραφικών μυθιστορημάτων της Α.Καστρινάκη, Και βέβαια αλλάζει! και Κάτι ν' αλλάξει! Μα πώς;), ένα είδος αναστοχασμού και αναζήτησης μιας ενδεδειγμένης μεταγλώσσας που σχολιάζει, κυρίως μέσα από τη φωνή της συγγραφέως-αφηγήτριας, επαναπλαισιώνει και επανεγγράφει, επανασηματοδοτεί το κυρίως μυθοπλαστικό υλικό του μυθιστορήματος, την ιστορία των δύο έγγαμων ζευγαριών.

Στο ύφος, στην τέχνη και στην τεχνική της γραφής του μυθιστορήματος εντοπίζεται η επιλογή της ετερογένειας, η οικοδόμηση της μυθιστορηματικής αφήγησης με πολλά και διάφορα υλικά: σκέψεις σε πρώτο πρόσωπο, συναισθήματα και των δύο εραστών, ανταλλασσόμενα e-mail, κομμάτια όπου εκδηλώνεται η σκέψη του κάθε χαρακτήρα από τους πέντε για τα γεγονότα, ποιήματα, αναφορές σε λογοτεχνικά έργα (του Γκαίτε, του Λώρενς, κ.α.) και στην ταινία Απιστία των Ίνγκμαρ Μπέργκμαν – Λιβ Ούλμαν, παραλληλισμούς με την ιστορία και το τρίγωνο Πηνελόπη Δέλτα / Ίων Δραγούμης / Στέφανος Δέλτα, άμεσος διάλογος των ηρώων, η άποψη των άλλων δύο, απατημένων συζύγων, το φλερτ κι η σχέση του Στέφανου με μια φοιτήτρια που τον θαυμάζει, στιγμές της καθημερινότητας, όνειρα, φαντασιώσεις, ημερολόγιο μιας γυναίκας, ένα παραμύθι για τα δίδυμα παιδιά της Μέλπως, οι σκέψεις της συγγραφέως για το έργο, κ.λπ.



(*) Στο πεζογράφημά μου Το ημερολόγιο ενός αδέξιου εραστή (εκδ.Βακχικόν) έβαζα έναν κυνικό, αμοραλιστή και σκεπτικιστή χαρακτήρα να εκφράζεται ως εξής: “Να ξέρεις, συνέχισε ο Γιώργος, πως οι άνθρωποι έχουν την τάση να μυθοποιούν και να μεγεθύνουν τον έρωτα που νιώθουν. Ερωτεύονται μια γυναίκα ή έναν άντρα που γνώρισαν στη δουλειά τους και μετά ισχυρίζονται πως ανακάλυψαν, ω του θαύματος, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους, την αδελφή ψυχή τους! Στην πραγματικότητα είχαν ανάγκη να ερωτευτούν έστω όποιον θα έπεφταν λόγω σύμπτωσης επάνω του, όποιον ή όποια ταλαίπωρη θα είχαν τυχαία δίπλα τους, παραδείγματος χάριν στο γραφείο που δουλεύουν. Οποιαδήποτε χαρακτηριστικά κι αν είχε… Και ονομάζουν αυτή την αναγκαστική, λόγω στέρησης και πείνας, βολική επιλογή, θαύμα και εξαιρετική συνάντηση με την αδελφή ψυχή, ενώ απλά θα ερωτευόντουσαν οποιονδήποτε θα τύχαινε να βρεθεί κοντά τους, λόγω ανάγκης και μοναξιάς. Τα ρομαντικά, εκπληκτικά θαύματα του έρωτα…”