Top menu

"Η μέθοδος Καταλανόττι" του Αντρέα Καμιλλέρι

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

Πρόκειται για  το εικοστό έκτο μυθιστόρημα του Αντρέα Καμιλλέρι στη σειρά μυστηρίου με τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο να ερευνά και να βρίσκει τις απαντήσεις σε μια δολοφονία που έλαβε χώρα στους κόλπους μιας θεατρικής ομάδας. Την συγκεκριμένη ιστορία του Καμιλλέρι (Η μέθοδος Καταλανόττι. Μια υπόθεση του επιθεωρητή Μονταλμπάνο, μτφρ: Φωτεινή Ζερβού, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2020), θα μπορούσαμε να την κατατάξουμε στις πιο ενδιαφέρουσες και γοητευτικές αυτής της μακροχρόνιας σειράς. Τοποθετείται γεωγραφικά όπως και οι περισσότερες άλλωστε, στην μικρή φανταστική πόλη Βιγκάτα, στη σύγχρονη βεβαίως Ιταλία και συγκεκριμένα στη μεγαλόνησο της Σικελίας. Πρωταγωνιστής και εδώ ο γνωστός στους αναγνώστες του Καμιλλέρι, επιθεωρητής Σάλβο Μονταλμπάνο. Το βιβλίο γράφτηκε το 2017, αλλά κυκλοφόρησε στην Ιταλία αργότερα, το 2018. Να υπενθυμίσουμε ότι ο συγγραφέας Αντρέα Καμιλλέρι (Andrea Camilleri, 1925-2019) ο οποίος πέθανε σχετικά πρόσφατα, πιθανότατα διαισθανόταν και μάλλον γνώριζε καλά, ότι με την ολοκλήρωση του εν λόγω βιβλίου, ότι ο θάνατος θα γινόταν σύντομα πραγματικότητα. Έτσι, χρησιμοποίησε αυτό το βιβλίο για να δώσει στους πολυπληθείς αναγνώστες του, ένα έξυπνο κείμενο με μυστήριο και ταυτόχρονα με πολύ χιούμορ, νέες ιδέες, αναπάντεχους τρόπους και συμπεριφορές για τον κύριο χαρακτήρα του και μια βαθύτερη κατανόηση του ίδιου του συγγραφέα του κόσμου του θεάτρου που τόσο αγαπούσε και στον οποίο αφιερώνει, στην ουσία, το βιβλίο  του.

Η υπόθεση ανοίγει με τον Μονταλμπάνο να  ξυπνάει από ένα χτύπημα στην πόρτα του στη μέση της νύχτας, το οποίο δυστυχώς, δεν αποδείχτηκε όνειρο. Φαίνεται ότι ο Μιμί Αουτζέλλο, ο βοηθός ντετέκτιβ στην υπηρεσία του και ένας ανίατος εραστής των γυναικών, συνάντησε ένα πτώμα φεύγοντας με επεισοδιακό τρόπο  από το διαμέρισμα της τελευταίας ερωμένης του. Επειδή ο Μιμί  δεν θέλει να το μάθει η γυναίκα του ή ο σύζυγος της ερωμένης του, που εργαζόταν ως γιατρός στο εκεί νοσοκομείο, δεν αναφέρει καθόλου το πτώμα. Αντ’ αυτού, τρέχει στο σπίτι του  επιθεωρητή εξηγώντας του την όλη ιστορία και θέτοντας το πρόβλημα κυριολεκτικά μπροστά  του. Ο πάντα πιστός του φίλος και προϊστάμενος, συλλογίζεται έναν τρόπο να «βρουν» το πτώμα την επόμενη μέρα, ώστε να προχωρήσουν στην εξιχνίαση του εγκλήματος, χωρίς όμως να γίνει η όποια αναφορά στις νυχτερινές ερωτικές δραστηριότητες του Μιμί Αουτζέλλο. Ωστόσο, η κατάσταση γίνεται πιο περίπλοκη όταν το πτώμα εξαφανίζεται και, σαν να μην φτάνει αυτό,  εμφανίζεται ένα δεύτερο. Υπάρχει κάποιου είδους σύνδεση του ενός με το άλλο; Πιθανότατα ναι! Το δεύτερο πτώμα είναι εκείνο  ενός ερασιτέχνη θεατρικού σκηνοθέτη και οικονομικού απατεώνα του οποίου οι μοναδικές μέθοδοι ακρόασης των ντόπιων υποψήφιων ηθοποιών μπορεί να έχουν παρακινήσει τον δολοφόνο του. Ως αντιστάθμισμα των δύο  αυτών υποθέσεων έρχεται μια τρίτη, στην οποία ένας νεαρός άντρας που φεύγει απ’ το σπίτι για τη δουλειά, πυροβολείται στο πόδι από έναν άγνωστο που του επιτίθεται έξω στο δρόμο. Ο Μονταλμπάνο αρχίζει να τοποθετεί τις ιστορίες και των τριών εγκληματικών υποθέσεων σε μια συνεκτική σκέψη. Στους άντρες του  αστυνομικού τμήματος της Βιγκάτα, επικρατεί αναβρασμός και οργασμός, με τον Καταρέλλα να  κάνει το χιούμορ με τα ονόματα και τον Φάτσιο να  φέρνει την κοινή λογική στο προσκήνιο όταν τα πράγματα αρχίζουν να εκτροχιάζονται. Στην πορεία της ανάγνωσης, μάς παρουσιάζεται  πληθώρα πληροφοριών σχετικά με το ιταλικό θέατρο, γεγονός που αποκαλύπτει νέες πλευρές του επιθεωρητή Μονταλμπάνο, ενώ την ίδια στιγμή,  απογυμνώνει την ψυχή του συγγραφέα, ο οποίος ήταν γνωστός τηλεοπτικός σκηνοθέτης στην Ιταλία προτού  αποσυρθεί και αρχίσει να γράφει αυτή την πολύ πετυχημένη  σειρά των αστυνομικών του βιβλίων.

Η εμφάνιση ενός νέου γυναικείου χαρακτήρα, η εξαιρετικά ελκυστική και ικανή αρχηγός της Σήμανσης, Αντόνια Νικολέττι, περιπλέκει κάπως την προσωπική κατάσταση του Μονταλμπάνο αλλά βοηθά στην επίλυση των προαναφερθέντων εγκλημάτων. Η Αντόνια, έρχεται στο προσκήνιο και στη ζωή του Μονταλμπάνο, όταν η σχέση του τελευταίου με την γνωστή μας Λίβια, από τη Γένοβα, διέρχεται μια δύσκολη περίοδο και καμπή. Η γυναίκα αστυνομικός  μοιράζεται την αγάπη του Σάλβο  για φαγητό, απολαμβάνει να συζητά την υπόθεση έξω από το γραφείο και πολλές άλλες δραστηριότητες μαζί του. Η διαπροσωπική τους σχέση εμπνέει στον Μονταλμπάνο την επιθυμία να ανακαλύψει εκ νέου κάποιες ξεχασμένες πτυχές του εαυτού του και προσθέτει μια στρέβλωση στην όλη υπόθεση, στο τέλος του μυθιστορήματος, η οποία φυσικά δεν επηρεάζει το συνολικό αποτέλεσμα. Διαβάζοντας τη ‘Μέθοδο Καταλανόττι’, οι αφοσιωμένοι αναγνώστες του πολυδιαβασμένου Σικελού συγγραφέα, παρατηρούν τον  αγαπημένο ντετέκτιβ του Αντρέα Καμιλλέρι, να λύνει ένα περίπλοκο, συναρπαστικό μυστήριο μέσα στο μαγικό τοπίο της Σικελίας. Για τον Σάλβο Μονταλμπάνο,  ολόκληρο το επεισόδιο είναι τόσο δραματικό όσο μια ανάλογη ταινία, αλλά  θα γίνει πολύ πιο εξωπραγματικό όταν εντοπίσει και ακολουθήσει τα ίχνη και την πορεία ενός  θύματος, του εξωφρενικού, αποτρόπαιου και προκλητικού  σκηνοθέτη Καρμέλο Καταλανόττι. Ο τελευταίος ήταν καλλιεργημένος αναγνώστης, ευκατάστατος επιχειρηματίας με σεβαστή ακίνητη περιουσία, τοκογλύφος που δάνειζε χρήματα με σχετικά χαμηλό τόκο, αλλά παράλληλα   ενδιαφερόταν αφάνταστα για τον χαρακτήρα και την ψυχή των άλλων, κάτι που αποτελούσε και το πλέον μυστηριώδες χαρακτηριστικό του. Ένας από τους συντρόφους του στην θεατρική τους πορεία, προσπαθώντας να δώσει πληροφορίες στον αστυνομικό, είπε, «…ο Καρμέλο ήθελε κάθε ηθοποιός για να ερμηνεύσει το ρόλο του, να ωθείται από κάτι βαθιά προσωπικό… ένα τραύμα, μια δυσκολία  της ζωής,  μια αποτυχημένη ερωτική σχέση, μια βαθιά προσωπική εμπειρία, που κατά κάποιο τρόπο θα εξυπηρετούσε τις απαιτήσεις του κειμένου…». 

Διασκορπισμένα ανάμεσα σε υπνοδωμάτια και σε σκηνές της φανταστικής πόλης της Βιγκάτα, στη Σικελία, τα εγκλήματα που ερευνά εδώ ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο,  είναι επίσης πολύ έξυπνα, προφανώς το προϊόν ενός διεστραμμένου μυαλού που εμπλέκεται με την τέχνη και την παράσταση. Η ιδιαίτερα εξωφρενική πτυχή του Καταλανόττι είναι ίσως αυτό που εξωθεί ποικιλοτρόπως τους ερμηνευτές του. Εκείνος περιεργάζεται και πλέει στα ψυχολογικά τους τραύματα και μετά τους αναγκάζει να επιστρέψουν σε καταστάσεις που τους τραυματίζουν και ταπεινώνουν με τον ίδιο τρόπο, με τη δικαιολογία ότι ο σκηνοθέτης μέσα απ’ αυτό  δημιουργεί δυνατούς και πετυχημένους  ηθοποιούς. Σε ένα φάκελο που βρίσκει ο επιθεωρητής μέσα στο σπίτι του Καταλανόττι, διαβάζει: «… μόλις προσπαθώ να ξεπεράσω αυτό το πρώτο εμπόδιο και να μάθω πληροφορίες πιο προσωπικές για  τη ζωή της, κλείνεται σαν στρείδι. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για στοιχείο του χαρακτήρα της, μάλλον έχει ζήσει κάποια αρνητική εμπειρία που έχει επηρεάσει τη συμπεριφορά της. Αυτό ακριβώς με ενδιαφέρει. Νομίζω ότι είναι ακόμα παρθένα. Είναι ηθοποιός ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει και ίσως το κλειδί που θα την ξεκλειδώσει  είναι πραγματικά το θέατρο. Στην ερώτησή μου μέχρι πιο σημείο θα μπορούσε να φτάσει για να υπερασπιστεί τον εαυτό της από μια σεξουαλική επίθεση, απάντησε συγκεχυμένα. Τότε τη ρώτησα πιο ξεκάθαρα: Θα ήταν ικανή να σκοτώσει το δράστη; Δε μου απάντησε, μόνο με κοιτούσε…».

Κεντρικό μοτίβο και υπόβαθρο όλων αυτών των καταστάσεων είναι η ψυχολογική βία που ασκούν, ηθελημένα ή μη,  οι σκηνοθέτες πάνω στους ηθοποιούς και η αντίδραση των τελευταίων, ένα τόσο μα τόσο επίκαιρο θέμα και στη χώρα μας  τον τελευταίο καιρό. Όμως το έξυπνο χιούμορ του Καμιλλέρι στοχεύει και σε άλλα πράγματα τα οποία ο συγγραφέας δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αφήσει ανέπαφα και ασχολίαστα. Η σύγχρονη πολιτική επικαιρότητα για τον επίσης πληττόμενο από την οικονομική κρίση ευρωπαϊκό Νότο, εν προκειμένω τον ιταλικό, δεν άφησε ανεπηρέαστο τον αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων και υπερήλικα  Σικελό συγγραφέα. Έρχομαι σε αυτό το εστιατόριο γιατί μου έχουν πιπιλήσει το μυαλό ότι σερβίρει «… ζυμαρικά με εντόσθια, και τώρα μου λέτε ότι η Ευρώπη αποφάσισε πως απαγορεύεται να μου σερβίρετε», ρωτάει απογοητευμένος και εκνευρισμένος ένας πελάτης εστιατορίου!  Και όταν κάποια στιγμή στη μικρή και φανταστική πόλη όπου διαδραματίζεται η υπόθεση κλείσουν οι δρόμοι της από αποφασιστικούς διαδηλωτές  και εμφανιστούν οι γνωστοί καραμπινιέροι, εκείνος σχολιάζει δηκτικά, μέσω του κύριου χαρακτήρα του, του Μονταλμπάνο, «Ένιωθε αηδία για τον ίδιο και για τη δουλειά που έκανε. Αηδία για τους καραμπινιέρους, για τους νόμους, για την κυβέρνηση. Αηδία για τον κόσμο, για το σύμπαν. Τι κόσμος ήταν αυτός που στερούσε από τους ανθρώπους το δικαίωμα στην εργασία και τους αφαιρούσε τη δυνατότητα να κερδίσουν τίμια το ψωμί  τους; Και η απάντηση του κράτους, όταν  αυτοί οι δυστυχισμένοι τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν, ήταν χτυπήματα με κλομπ, δακρυγόνα, συλλήψεις, κρατήσεις;».  Και κάπου αλλού, επανέρχεται δριμύτερος  με τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «…Η Ουγγαρία και η Πολωνία  αρνούνταν να δεχτούν το ποσοστό μεταναστών που τους αναλογούσε και επίσης είχαν αρχίσει να κατασκευάζουν τείχη που θ’ απέτρεπαν την είσοδό τους. Στο μεταξύ σκάνδαλα παιδοφιλίας καταγράφονταν στα στρατόπεδα προσφύγων. Στην Ιταλία ευτυχώς εκείνη τη μέρα είχαν κλείσει μόνον επτά εργοστάσια…».

Αλλά φυσικά, με όλα αυτά που πραγματικά γίνονται, ο σκηνοθέτης Καταλανόττι αποκτά ενοχλημένους και πικραμένους εχθρούς, ενώ ο επιθεωρητής Σάλβο Μονταλμπάνο να βρίσκεται μπροστά σε ένα ευρύ φάσμα πιθανών υπόπτων, και το χειρότερο απ’ όλα, με μια προσωπική σύγκρουση σε ένα νέο ρομαντισμό με την νέα αστυνομικό με την οποία είχαν αναπτύξει  ερωτική σχέση. Κι’ όταν αρχίζει να κάνει σχέδια για το κοινό  τους μέλλον και να της ανακοινώνει ότι μαζί της νιώθει ζωντανός, ότι θέλει να βρίσκεται δίπλα της κάθε στιγμή και είναι ευτυχισμένος με αυτήν, εκείνη τον επαναφέρει στη σκληρή πραγματικότητα: «Αναρωτήθηκες, έστω για μια στιγμή τι θέλω εγώ; Αν θέλω να ζήσω μαζί σου, αν τα συναισθήματά σου έχουν ανταπόκριση, αν επιθυμώ να ζήσω πλάι σου στο μέλλον;». Και μετά από λίγο σε ένα δραματικό διάλογο μεταξύ τους, «… Δεν έχει περάσει από το μυαλό σου η σκέψη ότι είναι επιλογή μου να είμαι μόνη; Και  όχι γιατί μισώ τους άντρες ή είμαι λεσβία, ούτε γιατί ο πατέρας μου ήταν βίαιος, ή γιατί είμαι γεροντοκόρη στην ψυχή, ή γιατί μ’ έχουν απογοητεύσει οι άντρες, αλλά απλώς γιατί νιώθω καλά έτσι… χωρίς υποχρεώσεις απέναντι σε άλλους, ένα σύζυγο, ένα παιδί. Είμαι καλά με τον εαυτό μου…. Τελεία». Και ο δυστυχής και αφόρητα ερωτευμένος και παθιασμένος, με την Αντόνια, Μονταλμπάνο να αρχίζει να συνειδητοποιεί «ότι μπροστά του υπήρχε ένας άλλος άνθρωπος που είχε διαφορετική άποψη για τα πράγματα»!  Και φυσικά επανακάμπτει το νου του στη μακρυνή Λίβια, και το πιθανό μέλλον μαζί της, στη δουλειά του που πάντα θεωρούσε σημαντικότερη από την μακροχρόνια  σχέση τους, αναρωτιέται αν ήταν αγάπη όλο εκείνο με αυτή, κι’ αρχίζει να μην αμφιβάλλει καθόλου πως, «… Ναι, ήταν αγάπη. Γερασμένη, κουρασμένη, σαν πολυφορεμένο  παλιό ρούχο, με τρύπες εδώ κι’ εκεί, ραμμένες προσεκτικά, ταλαιπωρημένη, αλλά πάντα αγάπη….». Ενώ με την Αντόνια, στην οποία είχε εξομολογηθεί ότι ήθελε να είναι για πάντα μαζί της, και θα την ακολουθούσε έως την άκρη του κόσμου, «… τίποτα δεν ήταν δεδομένο… η σχέση τους ήταν αβέβαιη στο   έλεος των καταστάσεων…».  

Ο Καμιλλέρι φροντίζει στο τέλος να μας δώσει μια λύση στο ερώτημα του φόνου που ταλαιπωρούσε τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο, έστω με τις όποιες υπερβολές που αφορούν την υπόθεση και την εξέλιξή της, αλλά φέρνει στο προσκήνιο και τις βασικές συναισθηματικές ανάγκες  του επιθεωρητή, ο οποίος παρατηρεί τα χρόνια να περνούν κι’ εκείνος να βρίσκεται αλλού, παρακάμπτοντας τον εαυτό του και τις στοιχειώδεις απαιτήσεις του είναι του!  Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι το βιβλίο γράφτηκε το 2017, κυκλοφόρησε το 2018, κι’ ο συγγραφέας πέθανε ένα χρόνο μετά, το 2019, σε ηλικία ενενήντα τριών ετών!