Top menu

Ένα μικρό κενό στον μεγάλο κύκλο. Της Νικολέτας Κουτή

photo © Johannes Rapprich

Ξύπνησε ιδρωμένος. Ειδικά οι τιράντες της φανέλας του ήταν μούσκεμα. Σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο σκοντάφτοντας στα πεταμένα ρούχα και αντικείμενα στο δωμάτιό του. Ένα μεγάλο δωμάτιο ήταν όλο και όλο. Αλλά αρκετό για να συμβούν πολλά πράγματα. Αυτό το ξύπνημα κατά τις 4 το βράδυ δεν ήταν σαν τα υπόλοιπα. Είχε κάτι ιδιαίτερο από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε. Προσπάθησε να αγνοήσει αυτήν την αύρα που τον ακολουθούσε μέχρι να ξαναγυρίσει στο κρεβάτι του, αλλά δεν πρόλαβε. Ήρθε. Μην με ρωτήσετε ποιος. Ήταν θεός; Ήταν αναταραχή; Ήταν ο εαυτός του που μεγάλωνε μέσα του; Σίγουρα ήταν μία κρίση που τράνταξε ολόκληρο το σώμα του. Τα χέρια του μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ένιωθαν αιωρούμενα μέσα στην εφίδρωσή τους. Δεν μπορούσε ούτε να σύρει τα πόδια του ως το δωμάτιο πίσω. Έμεινε στο μπάνιο γονατιστός, το κεφάλι του ξαφνικά σαν να έφυγε και ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει. Δεν τον κρατούσε τίποτα από το σώμα που ένιωθε να λιώνει τόσο γρήγορα σαν κερί που χύνεται στο πάτωμα. Δεν υπήρχαν σκέψεις, ήταν ένα κενό, φόβου, ένα κενό μέσα στην συνεχόμενη ροή. ‘Έψαχνε, μία σκέψη να κρατηθεί, που θα ήταν λίγο πιο φυσιολογική από τις άλλες, μία σκέψη στιβαρή που θα τον επανέφερε στο μικρό εκείνο σπιτάκι του. Με τα δυσκολίας γύρισε στο δωμάτιο, έψαχνε να βράσει ένα τσάι αλλά δεν τα κατάφερε, αρκέστηκε σε λίγο νερό. Βγήκε στο μπαλκόνι να πάρει λίγο αέρα, να δει τον κόσμο να κινείται, έστω και τα μεσάνυχτα. Υπήρχαν κάποια αμάξια που περνούσαν αραιά και που στην μεγάλη λεωφόρο κάτω ακριβώς από το σπίτι του. Ένιωσε μία περίεργη ασφάλεια, ένιωσε σαν να τινάχτηκε κάπου στο σύμπαν και να γύρισε με αστραπιαία ταχύτητα. Αυτά τα κάποια λεπτά, ίσως και μισή ώρα, ήταν ένα μεγάλο κενό στην πραγματικότητα ή το αντίθετο; Σκέφτηκε. Πάντως, φοβήθηκε όσο ποτέ άλλοτε στην ζωή του, ήταν η πρώτη φορά που έχασε απόλυτα τον έλεγχο του σώματός του. Δεν μπορούσε με τίποτα να δώσει μία λογική εξήγηση σ’ αυτό που του συνέβη, πάντως ήταν κάτι που τον ακολούθησε για πολύ καιρό ακόμη. Αυτές οι μεταμεσονύχτιες κρίσεις έγιναν συνήθειο της ζωής του, σαν να επαναλαμβάνονταν για να θυμίζουν την πρώτη. Ίσως όλα αποτελούσαν σύμβολα που το ένα οδηγούσε στην άλλη. Ίσως απλά να ήταν ένα σημάδι από τον Άλλο. Σε πολλές μορφές τον αναζήτησε αυτόν τον Άλλο, σε πολλές γραφές προσπάθησε να τον αποκωδικοποιήσει. Όμως τίποτε, ήταν κάτι που εγγραφόταν μόνο στο σώμα, και άρα μόνο μέσω του σώματος μπορούσε να πάρει την απάντηση. Δυστυχώς, ως εκείνη την στιγμή το σώμα ήταν κάτι που του περνούσε απαρατήρητο, κάτι που απλά έσερνε μαζί του, αλλά ποτέ δεν γύριζε να το κοιτάξει. Ίσως και το σώμα να τον εκδικήθηκε, σκέφτηκε. Να προσπάθησε να του φωνάζει, πως υπάρχει κι αυτό, ή μάλλον πως υπάρχει ο ίδιος χάρη σ’ αυτό. Έπειτα από πολλές φορές, άγρυπνες, γεμάτες ιδρώτα και αγωνία, άρχιζε να του ρίχνει κλεφτές ματιές, αλλά τον φόβιζε το ανοίκειο που κουβαλούσε μέσα του. Σκεφτόταν αν ήταν άραγε το σώμα του δικό του, ή τελοσπάντων τι σημαίνει να έχεις δικό σου σώμα. Βέβαια δεν έδωσε απάντηση, αλλά τουλάχιστον το ανακάλυψε. Άρχισε να το αγγίζει, να του μιλάει όταν δεν φοβόταν, να το κοιτάει στον καθρέπτη όταν δεν του προκαλούσε τρόμο. Μα τι άθλια εφεύρεση ο καθρέπτης σκέφτηκε. Γιατί πρέπει να ερχόμαστε αντιμέτωποι με την εικόνα μας, γιατί πρέπει να βλέπουμε κάτι που δεν ξέρουμε τι είναι. Προσπαθούσε να αποφεύγει τον καθρέπτη, αλλά δεν ήταν πάντα εφικτό, περνούσε από μπροστά του καθημερινά το πρωί αναγκαστικά. Έκανε πως δεν τον κοιτούσε, όμως το πλάι του ματιού του δεν μπορούσε να ξεφύγει. Έμαθε να ζει τις μέρες του με τις σκιές του φόβου να αλωνίζουν γύρω του, μήπως και έτσι καταφέρουν να φύγουν. Κάθε φορά κατέληγε, πως κάποιος ήρθε να τον επισκεφτεί γιατί είχε κάτι να του πει και επειδή δεν τον άκουγε έπρεπε να ξανάρχεται. Ένιωθε πως προσπαθούσε να συνδιαλλαχθεί μαζί του, αλλά ήταν ένα κενό στην επικοινωνία τους αδιαπέραστο. Έτσι το άφηνε να ζει μαζί του, άλλοτε να έρχεται, άλλοτε να φεύγει, αλλά πάντα να υπάρχει εκεί. Σαν στον κύκλο της ζωής του που στροβιλιζόταν κάθε μέρα κάνοντας μια ροή πραγμάτων, να έμπαιναν αυτά τα μικρά κενά, γεμάτα όμως με συναίσθημα και με σκέψεις. Ίσως αυτό που έμενε ήταν να σταματήσει να τα βλέπει σαν κενά, αλλά σαν μια άλλου είδους πραγματικότητα, μια άλλου είδους ζωής μέσα στην άλλη. Έναν κύκλο μέσα σ’ έναν άλλο κύκλο, να μεγαλώνουν προς το άπειρο. Αλλά γι’ αυτό είχε ακόμη πολύ δρόμο…