Top menu

"Νομάδας Β' Εκβάτανα" του Στ. Κωνσταντινίδη -Κριτική Βιβλίου

Γράφει η Ελίζα Χριστοφόρου*

Οφείλω κατ’ αρχάς να ομολογήσω ότι ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου «Εκβάτανα» του Στέφανου Κωνσταντινίδη και ενώ έπρεπε να αρχίσω άμεσα να γράφω την παρουσίαση, βρισκόμουν για αρκετές μέρες σε κατάσταση άρνησης. Στην πορεία άρχισα να καταλαβαίνω πως η άρνηση μου αυτή οφειλόταν μάλλον στο δέος που αισθάνομαι απέναντι στον συγγραφέα και στο ενδεχόμενο να μιλήσω στη παρουσία του..

Συνέβαινε όμως και κάτι άλλο. Τα «Εκβάτανα» με είχαν ήδη μεταφέρει σε μια παράλληλη συμπαντική διάσταση και για να μιλήσω γι αυτά, θα έπρεπε πρώτα να επιστρέψω στη δική μου πεζή πραγματικότητα.

Το μυθιστόρημα «Εκβάτανα» αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Νομάδας». Μιας τριλογίας που επιχειρεί να πορευτεί στους τραχείς και σκοτεινούς δρόμους του ταραγμένου δευτέρου μισού του 20ου αιώνα  και υποθέτω να φτάσει – με τον τρίτο τόμο - στο σήμερα. Να αναψηλαφήσει την ιστορία μέσα από τα γεγονότα και τις κοινωνικοπολιτικές συντεταγμένες που καθόρισαν το σημερινό κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Η πορεία αυτή αναδιπλώνεται γλαφυρά και αρκούντως παραστατικά μέσα από τα προσωπικά βιώματα της περσόνας που δημιούργησε ο Στέφανος Κωνσταντινίδης, δηλαδή του Απόλλωνα Θρασυβουλίδη. Ο Απόλλωνας Θρασυβουλίδης εκ Πενταλιάς ορμώμενος είναι ο Νομάδας. Είναι ο ονειροπόλος και μαχητικός νέος που επιχειρεί τη μεγάλη έξοδο προς τον κόσμο.

Παρ’ όλα αυτά η περσόνα του Στέφανου Κωνσταντινίδη δεν είναι μονοδιάστατη. Δεν παραμένει μονίμως ταυτισμένη με τον Απόλλωνα Θρασυβουλίδη. Μετενσαρκώνεται στην πορεία στον Αλέξανδρο που καταχτά τα Εκβάτανα στον οποίο ο συγγραφέας απευθύνεται, συχνά σε δεύτερο πρόσωπο, ως το alter ego του. Είναι ο Οδυσσέας που θέλει πάντα να επιστρέψει στην Ιθάκη - όχι όμως πριν χορτάσει τις αισθήσεις του «σε λιμένας πρωτοειδωμένους, σ’ εμπορεία Φοινικικά, πριν τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσει, σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι έβενους, και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, πριν αξιωθεί σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πάει….»

Πόλεις σταθμοί, σημεία εκκίνησης και προορισμού, τα Εκβάτανα, τα Σούσα, το κρατίδιο της Κομμαγηνής, η Βαβυλώνα. Σημεία σύμβολα στα σταυροδρόμια της ιστορίας. Εκεί που ο Απόλλωνας ή ο Αλέξανδρος καλείται να επιλέξει «ανάμεσα στην βαρετή στατική ηρεμία και στην περιπέτεια». Τα σταυροδρόμια έτσι κι αλλιώς είναι δύσκολη υπόθεση, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, είναι όμως επιλογή ελευθερίας…

Ο συγγραφέας δίνει και πάλι, όπως και στο πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας «Νομάδας», ως στίγμα της αφετηρίας του το μικρό χωριό Πενταλιά της Πάφου. Και είναι ίσως απρόσμενο αλλά κι εντυπωσιακό ότι ένα τέτοιο μυθιστόρημα, όπου παρουσιάζεται σχεδόν η ιστορία του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, αρχίζει από ένα μικρό και ταπεινό χωριό της επαρχίας της Πάφου, στη μικρή Κύπρο. Έτσι, η Πενταλιά μετατοπίζεται στο κέντρο αλλά και στο όριο του κόσμου. Γύρω της εξαχτινώνεται όλη η δράση, όλα τα γεγονότα, όλες οι μεγάλες αλλαγές. Οι αποστάσεις ορίζονται με βάση την Πενταλιά, ο χρόνος συστέλλεται και διαστέλλεται γύρω της ανάλογα με τη θερμοκρασία των γεγονότων. Ανάμεσα στις ανθισμένες αμυγδαλιές της και την παθκιά του Διγενή που όρισαν τα βήματα του συγγραφέα στον κόσμο. Η Πενταλιά είναι η Ιθάκη αλλά και η Οκτάνα. Είναι η Πόλις του Καβάφη, είναι η μικρογραφία της Πάφου, της Κύπρου αλλά και του κόσμου ολόκληρου. Η αρχή και το τέλος. Η εκκίνηση και ο προορισμός. Το σημείο απ’ όπου ξεκίνησε κάποτε όπως ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει: «η γεωπολιτική του ονείρου».

Κάθε ταξίδι και μια αφορμή για στοχασμό, για αναψηλάφηση των γεγονότων, για καταβύθιση στην ιστορία. Στα «Εκβάτανα» η δράση ξεκινά από τη χουντοκρατούμενη Αθήνα απ’ όπου ο συγγραφέας κάνει μια στάση πηγαίνοντας για το Παρίσι. Σε πρώτο πλάνο παρακολουθούμε την έκρυθμη πολιτική κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα αλλά και την Κύπρο. Μια κατάσταση στη οποία οδήγησε το μετεμφυλιακό παρακράτος και τα Ιουλιανά του 65’. Ο συγγραφέας αναφέρεται στα σχέδια και τις επιδιώξεις του χουντικού καθεστώτος, την εμπλοκή των ΗΠΑ αλλά και τις ισορροπίες που καθορίζουν το παιγνίδι της γεωπολιτικής και των συμφερόντων. Η αφήγηση γίνεται άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο χωρίς οποιαδήποτε διαμεσολάβηση κι άλλοτε μέσω μιας συζήτησης, ενός διαλόγου, όπως για παράδειγμα μέσω της συζήτησης που έχει στην Αθήνα με τον Κ.Χ.

Τον συγγραφέα απασχολούν σε αυτό το σημείο θέματα όπως η νέα στρατηγική των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στους εκάστοτε αντιπάλους τους, η αναζήτηση ταυτότητας του νεοέλληνα, το πρίσμα της νεωτερικότητας μέσα από το οποίο παρουσιάζεται η σημερινή Ελλάδα. Παράλληλα όμως τον απασχολεί και η ποίηση. Η μάλλον η ποίηση τον συνοδεύει καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης: «Τι σχέση έχουν αυτά με την πανσέληνο και τους ποιητές; Σκέφτονται τη γεωπολιτική οι ποιητές; Την πανσέληνο, οπωσδήποτε. Και όμως, η ποίηση της γεωπολιτικής επιτρέπει πιο καθαρή θέαση του κόσμου».

Από την Αθήνα μεταφερόμαστε στο Παρίσι όπου ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός της νεότερης γαλλικής ιστορίας με κορύφωση τον Μάη του 68’. Ο συγγραφέας μας μεταφέρει τους κραδασμούς της περιόδου. Μιας μικρής αλλά και ταυτόχρονα μεγάλης επανάστασης που αναμετρήθηκε περισσότερο με την ουτοπία παρά με την εξουσία. Μιας επανάστασης που αν και απέτυχε να αλλάξει τον κόσμο, όπως διακήρυττε, κατάφερε να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο τον αντιλαμβανόμαστε. Αναφέρεται επίσης στις συνθήκες που ευνόησαν το νεολαιίστικο ξέσπασμα αλλά και στην επίδραση του κινήματος του Μάη του 68’ στη γαλλική κοινωνία και την Ευρώπη εν γένει. Τόσο το κείμενο όσο και ο συγγραφέας κουβαλούν τα ανεξίτηλα σημάδια της ιστορικής αυτής περιόδου.

Σε πρώτο πλάνο ο αναβρασμός, το πολιτικό παρασκήνιο που προηγήθηκε του κυπριακού πραξικοπήματος του 1974. Η παράθεση που επιχειρεί στηρίζεται περισσότερο στα συμφραζόμενα της εποχής και λιγότερο σε μια υστερόχρονη ανάλυση. Αυτό ακριβώς είναι που κάνει την αφήγηση ρέουσα και παραστατική σαν να συντελείται σε πραγματικό χρόνο. Στον χρόνο των γεγονότων. Ο αναγνώστης γίνεται αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας. Βιώνει τα γεγονότα και κινείται μαζί τους στον τόπο και τον χρόνο. Η χουντοκρατούμενη Ελλάδα, οι ισορροπίες στην Κύπρο, οι κλυδωνισμοί του Μακαρίου, ο ρόλος του Κίσινγκερ, οι ψίθυροι αλλά και οι κραυγές αγωνίας συνθέτουν ή μάλλον ανασυνθέτουν το κλίμα της εποχής. Ξαφνικά ανοίγει μια πόρτα στη ρωγμή του χρόνου και ο αναγνώστης εισέρχεται στη συγκεκριμένη χωροχρονική διάσταση και «συμμετέχει» στη συντέλεια των γεγονότων. Παρακολουθεί τις ψηφίδες της ιστορίας την ώρα ακριβώς που τοποθετούνται στο κάδρο. Αυτή είναι μόνο η μία διάσταση του μυθιστορήματος.

Η Κύπρος ένα καζάνι που βράζει. Ο αναγνώστης ζει μέσα από το βιβλίο τόσο το πολιτικό σκηνικό όσο και το σκοτεινό παρασκήνιο που εξυφαίνει τον τελικό προσχεδιασμένο στόχο. Τη ζωντάνια αφήγησης ενισχύει η συζήτηση με την Ανδρομάχη, το έτερον ερωτικό αλλά και υπαρξιακό ήμισυ του αφηγητή.. Οι συζητήσεις αυτές θα αποτελέσουν και στη συνέχεια του βιβλίου το πρόσχημα για την ανάδειξη θέσεων, απόψεων αλλά προβληματισμών του συγγραφέα. Η Ανδρομάχη θα συνεχίσει να «ανδρώνεται» ως η «άλλη» φωνή στις εσωτερικές συγκρούσεις του αφηγητή.

Συνεχίζοντας την ανάγνωση αυτό που διαπιστώνει σταδιακά ο αναγνώστης, είναι την άνεση και την μαεστρία του συγγραφέα να παρεμβάλλει εμβόλιμα και εντελώς φυσικά, ιστορικές αναδρομές, περιόδους και καθοριστικά γεγονότα. Και δεν μιλάμε για απλούς εγκιβωτισμούς αλλά για την ανασύσταση μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου ή της ατμόσφαιρας και του κλίματος που την περιβάλλουν ενώ ταυτόχρονα αναλύονται στοχαστικά αίτια, συνθήκες, αποτελέσματα. Την ίδια στιγμή, η παράθεση διατρέχεται από στοχασμό, προβληματισμό αλλά και έντονη αυτοαναφορικότητα..

«…Στον γυρισμό για το Παρίσι, στριφογύριζαν στο μυαλό μου το Λονδίνο, η βρετανική αποικιακή πολιτική, ο Μακάριος, ο Γρίβας, η χούντα της Αθήνας, ο Μαρξ, ο Ηράκλειτος, ο Θουκυδίδης, η ζωή μου που έφευγε ανάμεσα σε ατέρμονες αναλύσεις· ένα αδιάκοπο πανηγύρι πληροφοριών, ένας ατέλειωτος ακτιβισμός που δεν άφηνε χρόνο ούτε για τη συναισθηματική ζωή, ούτε για το γράψιμο και τη μελέτη.

Για να καταφέρεις να γράψεις πρέπει να επεξεργαστεί ο εγκέφαλός τις πληροφορίες. Πράγμα αδύνατον, γιατί έχει μπλοκάρει με τα άχρηστα και εφήμερα στοιχεία, με τα οποία βομβαρδίζεται. Υπερχειλισμένο το γραφείο ανάλυσης, πώς να δουλέψει;

Είπα πληροφορίες; Και αυτό ακόμα θέλει επεξήγηση. Οι ίδιες ακριβώς πληροφορίες μάς δίνονται επαναληπτικά. Ανακυκλώνονται. Και φαντάζουν σαν άλλες πληροφορίες, διαφορετικές, ενώ είναι οι ίδιες. Σου εμφυτεύουν έναν πομπό που μεταδίδει τα ίδια και τα ίδια, σε αποβλακώνουν κι εσύ νομίζεις πως είσαι καλά πληροφορημένος. Καλά πληροφορημένος σημαίνει να μπορείς να επεξεργάζεσαι τις πληροφορίες, να τις αξιολογείς. Αλλά σου έχουν κάνει λοβοτομή της κρίσης. Έχεις ξεχάσει να αντιδράς. Αντέχεις σε δοσολογία που συνεχώς αυξάνει, ενώ παράλληλα ελαφρώνει το όλον μέχρι που σου γίνεται οικείο. Σου σακατεύουν την κρίση. Δύσκολοι καιροί για τον προσγειωμένο στοχασμό. Στιγμές-στιγμές σκέφτεσαι πόσο διαφέρει η μυθοπλασία από την πραγματικότητα. Νομίζω η διαφορά είναι πως τη μυθοπλασία τη δημιουργείς εσύ ανάλογα με το ταλέντο σου, ενώ την πραγματικότητα σού την επιβάλλουν άλλοι. Όχι απόλυτα, υπάρχει ένα κομμάτι της ελευθερίας σου που κανείς δεν μπορεί να το απαλλοτριώσει, εκτός κι αν του το παραχωρήσεις.

Πιο κάτω παρακολουθούμε τον συγγραφέα να πληροφορείται εν μέσω διαβάσματος και κλασικής μουσικής τα θλιβερά τεκταινόμενα στην Κύπρο. Τις κινητοποιήσεις, τις συναντήσεις, τις συζητήσεις, τις ιδέες για αγώνα

«Συζητούσαμε σχεδόν φιλοσοφικά το θέμα και ψάχναμε αναφορές στον Θουκυδίδη για να καταλάβουμε τι συνέβαινε. Αλλά κατά βάθος μάς διακατείχε μια αγωνία που παρέλυε το είναι μας. Και η συζήτηση, όπως και το τσιγάρο, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από απλή ασπιρίνη εκείνη την ώρα. Μα όταν δεν έχεις αντιβιοτικά, καταφεύγεις στην ασπιρίνη».

Εν μέσω προβληματισμών, βασανιστικών ερωτημάτων και απέλπιδων προσπαθειών για κινητοποίηση κατά του πραξικοπήματος, η τουρκική εισβολή. Οι συζητήσεις παίρνουν πλέον δραματικό τόνο, η σκέψη κινείται σε όλα τα επίπεδα αναζητώντας απαντήσεις. Απαντήσεις που δόθηκαν στην πορεία μέσα από τις ίδιες τις εξελίξεις αλλά και απαντήσεις που αναζητούνται ακόμα και σήμερα: ο ρόλος της Βρετανίας, η στάση της Σοβιετικής Ένωσης, τα πρόσωπα, ο Κίσινγκερ, ο Κληρίδης, ο Καραμανλής και πάλι τα γεγονότα που τρέχουν και προλαβαίνουν τις αναλύσεις. Το ναυάγιο της διάσκεψης της Γενεύης, ο Αττίλας 2, η απέραντη μοναξιά της Κύπρου. Η πικρή ειρωνεία που εμποτίζει τις σελίδες του βιβλίου.

 Οι Ελληνοκύπριοι έμειναν μόνοι να αντιμετωπίζουν τις ορδές των Τούρκων εισβολέων, αφού βοήθεια από την Ελλάδα δεν ερχόταν. Η Κύπρος κείται μακράν, ήταν η γνωστή επωδός. Και ύστερα, στο διονυσιακό κλίμα της «αποκατάστασης» της δημοκρατίας, για Λακεδαιμονίους θα νοιάζονταν τώρα; Ποιος ξέρει και ποιες δεσμεύσεις ανέλαβε ο Καραμανλής απέναντι στη κραταιά Ρώμη.

Στα κεφάλαια που ακολουθούν μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τις πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες της τουρκικής εισβολής μέσα από μια ασυνήθιστη (για το θέμα) πολυπρισματική οπτική. Ο συγγραφέας δεν αναλώνεται ούτε σε αναθέματα ούτε σε θρηνητικά ξεσπάσματα. Προσπαθεί να αγγίξει την άκρη του νήματος, να μεταδώσει με νηφαλιότητα τη θερμοκρασία των γεγονότων, να εντοπίσει τις αντιστίξεις, να αναζητήσει το αίτιο σε συνάρτηση με το αιτιατό. Δεν καταφεύγει στην τυφλή απόδοση ευθυνών. Σκιαγραφεί γλαφυρά το ιστορικό τοπίο μέσα από τις γεωπολιτικές συντεταγμένες της εποχής αλλά και μέσα από τις θεμελιώδεις αρχές της ιστορικής επιστήμης. Ταυτόχρονα αναπαριστά την εποχή και το κλίμα της, μέσω των επιμέρους συζητήσεων, των περιστατικών, των εγκιβωτισμένων αφηγήσεων, των στιγμών που καθόριζαν παράλληλα τη νέα καθημερινότητα του αφηγητή στο Παρίσι. Όλων αυτών δηλαδή των στοιχείων που ενισχύουν τη μυθιστορηματική πλοκή του έργου χωρίς να υποσκάπτουν τον δοκιμιακό και στοχαστικό χαρακτήρα του:

Ρωτούσαμε για το ηθικό του κόσμου. Τι να μας έλεγε η κυρία Αρετή; Ότι ήταν υψηλό, όπως προσπαθούσαν να πείσουν τους ίδιους τους ανθρώπους τα επίσημα ανακοινωθέντα;

– Ο κόσμος προσπαθεί να ζήσει. Να συνέλθει. Πολλοί ψάχνουν τους δικούς τους. Άλλοι μπορεί να είναι ακόμη στις περιοχές που απέκοψε ο τουρκικός στρατός, ποιος ξέρει. Άλλους μπορεί να τους σκότωσαν, τρέχουν στα Ηνωμένα Έθνη, αλλά πού να προλάβουν και αυτοί. Ο κόσμος προσπαθεί να καταλάβει τι είναι αυτό το κεραμίδι που του έπεσε στο κεφάλι. Δεν είναι εύκολο.

– Υπάρχει οργή, υπάρχει θυμός;

 – Υπάρχει, αλλά δεν εκφράζεται δυνατά. Είναι περισσότερο ένα υπόκωφο βουητό. Ο κόσμος φοβάται ακόμη. Κυκλοφορούν ένοπλοι, υπάρχουν και απειλές, το κράτος δεν υπάρχει.

Η κυρία Αρετή μιλούσε λίγο. Λίγες κουβέντες, αλλά κοφτές. Καταλάβαινες πως ήταν και η ίδια βαθιά πληγωμένη. Κάποια στιγμή είπε και το εξής:

– Λένε πως ξένοι πράκτορες έχουν διεισδύσει παντού, πράκτορες της CIA, πράκτορες των Τούρκων, πράκτορες δεν ξέρω από πού, και διαδίδουν ψεύτικες ειδήσεις και τρομοκρατούν τον κόσμο. Δεν ξέρω τι είναι αλήθεια και τι ψέμα από όλα αυτά. Άλλωστε, τι είναι ψέμα και τι είναι αλήθεια; Και τι τ’ ανάμεσό τους; Πώς να τα ξεχωρίσει ο κόσμος; Το πραγματικό και το φαντασιακό γίνονται ένα. Σε τέτοιες στιγμές η λογική υποχωρεί και κάθε διάδοση παίρνει τη  θέση της αλήθειας. Δεν μπορείς να απαιτείς από κάποιον που έχασε προσφιλή του πρόσωπα, που έχασε το σπίτι του και βρίσκεται έρημος σαν καλαμιά στον κάμπο να σκέφτεται λογικά, να αποβάλει τον φόβο και τους εφιάλτες που τον κατατρύχουν.

Την ίδια προσέγγιση παρακολουθούμε και στα επόμενα κεφάλαια. Οι απρόσμενες συναντήσεις στα φοιτητικά στέκια του Παρισιού, οι μικρές και μεγάλες ανατροπές που διακόπτουν την καθημερινότητα και αξιοποιούνται ως αφορμές για να αναδείξουν στάσεις, απόψεις, αναλύσεις αλλά και ιστορικές αναδρομές. Για παράδειγμα ο Κύπριος φοιτητής από τη Μόσχα που ξεμένει στο Παρίσι στην προσπάθεια του να πάει στην Κύπρο, δίνει την αφορμή για μια συζήτηση περί των σχέσεων Σοβιετικής Ένωσης και ΑΚΕΛ. Μια συζήτηση που θα συνεχιστεί και αργότερα υπό άλλη οπτική γωνία με αφορμή τη συνάντηση του συγγραφέα με τον Πλουτή Σέρβα.

Η περιήγηση του Νομάδα θα συνεχιστεί και στο Λονδίνο όπου καλείται να αναλάβει τη διεύθυνση της παροικιακής εφημερίδας Ελεύθερη Κύπρος. Το Λονδίνο θα αποτελέσει ένα νέο τοπίο αναζητήσεων, συναντήσεων και εμπειριών. Ο συγγραφέας θα μας κάνει κοινωνούς μιας άλλης πραγματικότητας. Αυτής της κυπριακής παροικίας, των δικών μας οικονομικών μεταναστών που κυνηγούσαν την καθημερινή επιβίωση με τα αυτοσχέδια «φάκτορις» και τις δουλειές του ποδαριού. Παράλληλα και μια πρώτη παρουσία της ΕΔΕΚ που μόλις είχε ιδρυθεί και προσπαθούσε να καθιερωθεί στα πολιτικά πράγματα του τόπου αλλά και εκτός. Τα κεφάλαια που ακολουθούν είναι άκρως διαφωτιστικά τόσο για τον παροικιακό τύπο και τους κομματικούς συσχετισμούς όσο και για τους συμπατριώτες μας που έγραψαν τη δική τους παράλληλη ιστορία στη Γηραιά Αλβιόνα. Δίνονται επίσης σημαντικές πληροφορίες για την ιστορία αλλά και το προφίλ της κυπριακής παροικίας μέσα από αναφορά στο έργο του Ιερόθεου Κυκκώτη. Η συγκεκριμένη αναφορά θα μπορούσε από μόνη της να αποτελέσει μια μονογραφία για την κυπριακή μετανάστευση στη Βρετανία.

Ταυτόχρονα την αφήγηση διατρέχουν οι φλογερές συζητήσεις, οι σχεδιασμοί για τους αγώνες που ονειρεύονταν, για τις επαναστάσεις που στοίχειωναν τη νεολαία της εποχής:

 Οι συζητήσεις μαζί τους ήταν ενδιαφέρουσες. Οι δυο τους ήταν οικονομολόγοι, αλλά είχαν ευρύτερα ενδιαφέροντα. Ήταν φιλοσοφημένοι. Μιλούσαν για πολιτική, αλλά και για ποίηση. Για τον Καβάφη, για τον Έλιοτ.

Και αυτοί ήταν της γνώμης πως έπρεπε να αναλάβω τη Γραμματεία της ΕΔΕΚ Βρετανίας. Έπρεπε, έλεγαν, να δημιουργηθεί στη Βρετανία ένα κομματικό παράρτημα, υπόδειγμα για την Κύπρο. Με ανθρώπους βαθιά πολιτικοποιημένους, καταρτισμένους ιδεολογικά, έτοιμους να επιφέρουν τομές στην κοινωνία. Διαπίστωνα πως ήταν επηρεασμένοι από την τροτσκιστική αντίληψη του μαρξισμού, αν και σε κάποια θέματα δεν έλειπε και η επίδραση της μαοϊκής σκέψης για ένοπλο αγώνα, ειδικά στις τωρινές συνθήκες της Κύπρου. Οι συζητήσεις μαζί τους μου θύμιζαν παρόμοιες με τον Φάνη Ελενόπουλο σε άλλες εποχές. Τότε θέλαμε να οργανώσουμε ένοπλο αγώνα εναντίον της χούντας. Τώρα συζητούσαμε για αντάρτικο ενάντια στον Τούρκο εισβολέα. Στα πανεπιστήμια υπήρχε ακόμη η ιερή φλόγα της αμφισβήτησης. Εντάξει, μπορεί τα βλέμματα να ήταν στραμμένα στο Πεκίνο, στην Αβάνα και στο Αλγέρι ή στον Μάη του Παρισιού, μα κάτι ήταν και αυτό μέσα στην ξηρασία που έδερνε την πολιτισμένη Δύση. Τα βράδια περνούσαμε ώρες συζητώντας για την Κύπρο, την Ελλάδα, τον κόσμο. Φτιάχναμε και ξαναφτιάχναμε τον κόσμο, αναδημιουργούσαμε την Ελλάδα και απελευθερώναμε την Κύπρο. Όνειρα και όνειρα που ήρθαν στη γιορτή των λουλουδιών. Και όμως οι συζητήσεις αυτές δεν ήταν εντελώς μάταιες. Επέτρεπαν να δούμε τον κόσμο διαφορετικά.

Ο αφηγητής ωστόσο παραμένει πάντα μοιρασμένος.. Ανάμεσα στο Λονδίνο και το Παρίσι, ανάμεσα στην επανάσταση και την Ανδρομάχη, ανάμεσα στη σταθερότητα και τη διαρκή περιπλάνηση, ανάμεσα στο μικρόκοσμο και τον κόσμο.. Διχασμοί που θα τον στοιχειώνουν συνέχεια και θα τον ακολουθούν σε κάθε του βήμα.

Με την επιστροφή του στο Παρίσι ο αφηγητής έρχεται εκ νέου αντιμέτωπος με τους δαίμονες του. Καταφεύγει ξανά σε μια νοερή συζήτηση με τη μάνα του στη Πενταλιά, τη μάνα του την οποία θεωρεί πιο άξια να κυβερνήσει τον κόσμο απ’ όλους όσους τον κυβερνούν. Τα νοερά γράμματα στη μάνα του παρεμβάλλονται σε όλα τα κρίσιμα σημεία της αφήγησης. Γράμματα στη μάνα, που θα έλεγε κανείς, πως συνομιλούν κατά κάποιο τρόπο με τα γράμματα του Μόντη και του Μηχανικού προς τις δικές τους μητέρες.

Το κενό οράματος αποτελεί έναν από τους προβληματισμούς που επανέρχονται. Το κενό εξουσίας, το κενό οράματος, οι ανοικτοί λογαριασμοί που άφησε ο γαλλικός Μάης με την κοινωνία. Με τη νέα κοινωνία που προέκυψε. Σκέψεις που οδηγούν τον αφηγητή στην καταφυγή των μετέωρων συνθημάτων του Μάη τα οποία και παραθέτει στο βιβλίο. Κι ύστερα… η προσγείωση, η συνειδητοποίηση της ουτοπίας και της αδυσώπητης πορείας των πραγμάτων που γέρνουν την πλάστιγγα προς τη μεριά των δυνατών. Κι όμως οι επαναστάσεις ακόμα κι όταν δεν καταφέρνουν να αλλάξουν τον κόσμο, καταφέρνουν να δώσουν ελπίδα:

 «Κι επαναστάτες δεν ήταν μόνο αυτοί που ανέτρεψαν καθεστώτα, αλλά και αυτοί που ανακάλυψαν πράγματα, αυτοί που σκέφτηκαν διαφορετικά τον κόσμο, αυτοί που δημιούργησαν πολιτισμό και τέχνη, αυτοί που φιλοσόφησαν τον κόσμο και άνοιξαν τους δρόμους της ελπίδας.»

Ο αφηγητής αναζητά διακαώς απαντήσεις, αναζητά τον κόσμο που δεν σταματά να αποκαλύπτεται κάθε φορά μπροστά του, αναζητά την αλήθεια μέσα από όλες τις πιθανές εκδοχές της. Άλλοτε καταφεύγει στον Θουκυδίδη, στον διάλογο Αθηναίων – Μηλίων ενώ την ίδια στιγμή συνδιαλέγεται με την Ζακλίν ντε Ρομιγί, τον Μαρξ, τον Ραϋμόν Αρόν.. Άλλοτε αναζητά απαντήσεις μέσα από την υλιστική θεώρηση της ιστορίας.

Οι στοχασμοί εναλλάσσονται με την καθημερινότητα. Από τον κόσμο του συλλογικού, στον κόσμο του πραγματικού. Ο κόσμος του «ατομικού» έτσι κι αλλιώς δεν περιλαμβάνεται στις συζητήσεις. Το ατομικό είναι και πάλι συλλογικό σε μια μικρότερη κλίμακα. Είναι ο κόσμος που ο αφηγητής μοιράζεται με την Ανδρομάχη και με τον γιο τους Ιάσονα. Ο Ιάσονας μεγαλώνει, η Ανδρομάχη όπως πάντα η άλλη φωνή της συνείδησης του Νομάδα. Η σιγουριά της σταθερότητας ή η συνέχιση του ταξιδιού, η διαρκής κίνηση. Η Ανδρομάχη που, κατά μία έννοια, μάχεται τους άνδρες, θα μπορούσε να είναι η Καλυψώ αλλά και η Πηνελόπη. Η Καλυψώ που καλεί τον Οδυσσέα να αναβάλει επ’ αόριστον το ταξίδι, ή η Πηνελόπη που παραμένει και περιμένει στωικά την επιστροφή.. Οι συζητήσεις με την Ανδρομάχη αποτελούν τις πιο ενδιαφέρουσες αφορμές για εκτενείς συζητήσεις γύρω από τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της εποχής αλλά και για προσωπικότητες όπως τον Σαρτρ και την Σιμόν ντε Μποβουάρ ή ακόμα και για την κυπριακή περιπέτεια του Αρθούρου Ρεμπώ.

Η διδακτορική διατριβή του συγγραφέα και οι συναντήσεις του με τον ιστορικό και ακαδημαϊκό Νίκο Σβορώνο αποτελούν ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα κεφάλαια. Οι μεταξύ τους συζητήσεις είναι, σε αρκετές περιπτώσεις, το πρόσχημα για μια μακρά και ενδιαφέρουσα συζήτηση περί τεκμηρίωσης της ιστορίας. Ο συγγραφέας αναλύει τις προσλαμβάνουσες μέσα από τις οποίες περνά η ιστορική αποτίμηση, η μεθοδολογία της καταγραφής αλλά και τις πολιτικές μεθοδεύσεις που επιβάλλουν σε αρκετές περιπτώσεις την αλλοίωση και την παραχάραξη της ιστορίας. Άλλοτε δε η σκέψη του αφηγητή επικεντρώνεται στη σημασία των προσώπων που καθορίζουν τα γεγονότα, που στιγματίζουν την εποχή τους και τελικά συνδέουν το όνομά τους με ολόκληρες σελίδες ιστορίας. Τον τελικό λόγο όμως έχει πάντα ο ιστορικός. Η ίδια η στάση του ιστορικού ως διαμεσολαβητή της αλήθειας. Ποιας αλήθειας όμως; Ένα άλλο ζήτημα που φανερά απασχολεί τον συγγραφέα σε όλη τη διάρκεια του έργου. Η υποκειμενικότητα της αφήγησης, η ρευστότητας της αλήθειας όταν μετατοπίζεται από τη μία όχθη της ιστορίας, στην άλλη.

Μεγάλο ενδιαφέρον προκαλεί επίσης ως προς τη δομή του έργου, η παρεμβολή, σε καίρια σημεία, ενός… παράλληλου μυθιστορήματος. Τα αρχικά Λ.Ζ είναι τα μόνα στοιχεία που μας δίνονται, ως προς την ταυτότητα της συγγραφέως. Η παράλληλη αυτή αφήγηση φέρει πολλά κοινά σημεία με τα συμβάντα στη ζωή του αφηγητή. Το εγχείρημα μοιάζει με ένα παιγνίδι κρυφτού ανάμεσα στον ίδιο τον αφηγητή και τον συγγραφέα ή ακόμα και με τον αναγνώστη. Ένα παιγνίδι στο οποίο ο αναγνώστης καλείται να αποκρυπτογραφήσει τους κανόνες της συγγραφής ή ακόμα και τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας.

Διαβάζοντας κανείς το μυθιστόρημα Εκβάτανα, ξεκινά στην πραγματικότητα, ένα μεγάλο περιπετειώδες ταξίδι. Μέσα στις 390 σελίδες του συμπυκνώνεται όχι μόνο η ιστορία του δευτέρου μισού του 20ου αιώνα στην Ευρώπη αλλά και οι ιδέες που καθόρισαν και άλλαξαν τον τρόπο σκέψης της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Αν και μέρος τριλογίας, δεν παύει να είναι ένα αυτοτελές και αυθύπαρκτο έργο. Ένα έργο όμως που στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να εντάξει κάποιος σε μια μεμονωμένη κατηγορία μυθιστορήματος. Πρόκειται για ένα κείμενο που συνδυάζει τη δοκιμιακή σκέψη, την αφήγηση, τον ποιητικό λόγο. Περιλαμβάνει πλήθος πληροφοριών για τον τόπο αλλά και τον χρόνο. Για τα μέρη όπου ταξίδεψε ο συγγραφέας. Για τα μέρη όπου γαλουχήθηκε ιδεολογικά και πολιτικά αλλά και ως προσωπικότητα. Για το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Μαδρίτη, τη Λισαβόνα, τη Νέα Υόρκη, ακόμα και για την ταπεινή Πενταλιά απ’ όπου ξεκίνησε η γεωπολιτική του ονείρου. Περιέχει επίσης πλήθος πληροφοριών για τα κινήματα και τη θεωρητική σκέψη της εποχής. Άλλωστε το σύγχρονο μυθιστόρημα όπως ο ίδιος ο συγγραφέας επισημαίνει, οφείλει να είναι πολυσύνθετο. Και τα Εκβάτανα, είναι ένα καθόλα σύγχρονο και ως εκ τούτου πολυσύνθετο μυθιστόρημα. Ένα μυθιστόρημα άκρως λογοτεχνικό, άκρως ποιητικό, άκρως παθιασμένο. Ο δοκιμιακός χαρακτήρας του είναι την ίδια στιγμή και βαθιά ποιητικός, είναι την ίδια στιγμή αρκούντως λυρικός και την ίδια στιγμή άκρως και βαθιά ερωτικός. Τα Εκβάτανα είναι στην ουσία η καταγεγραμμένη συνεχής και ατελεύτητη επιθυμία του Στέφανου Κωνσταντινίδη για έναν καλύτερο κόσμο…

Εύχομαι τα Εκβάτανα να είναι καλοτάξιδα και να γεννήσουν την ελπίδα…

 

Η Ελίζα Χριστοφόρου είναι φιλόλογος