Top menu

Για το βιβλίο "e-Manuzio" του Δημοσθένη Αγραφιώτη

photo © Χριστίνα Τζαμάλα

Γράφει η Κατερίνα Γούλα

Ένα πρώτο σημείο της παρέμβασης αυτής για το βιβλίο του Δημοσθένη Αγραφιώτη πάνω στο έργο του Aldo Manuzio και την κουβέντα που προκύπτει γύρω από το τι επιφυλάσσεται στο βιβλίο στη χαρτώα του μορφή έχει να κάνει με την θεσμοθετημένη άποψη των πανεπιστημιακών σχολών πάνω στο ζήτημα αυτό σε χώρες όπου γίνονται σπουδές με θέμα το βιβλίο και τις εκδόσεις. Μη έχοντας στη διάθεσή μας κανένα εξαντλητικό στοιχείο πέραν λίγων παραδειγμάτων από σχολές της Γαλλίας, θα αναφερθούμε μόνο σε αυτά επιφυλασσόμενοι φυσικά για την αντιπροσωπευτικότητά τους.

Είναι λοιπόν αλήθεια ότι ενώ πολλές φορές οι τίτλοι των πτυχιακών ή μεταπτυχιακών προγραμμάτων, αναφερόμενοι πολλές φορές σε «αλλαγές» και «επαναστάσεις» στον χώρο του βιβλίου, προϊδεάζουν για σπουδές αν όχι αποκλειστικά πάντως σίγουρα προσανατολισμένες και στο ηλεκτρονικό βιβλίο, η στάση τελεικά απέναντι σε αυτό το τελευταίο είναι τουλάχιστον αμήχανη και η συμπερίληψή του στο πρόγραμμα σπουδών μοιάζει μάλλον αποτροπαϊκή. Κυριαρχεί επομένως η άποψη ότι το ηλεκτρονικό βιβλίο απευθύνεται σε α) ευκαιριακούς αγοραστές, β) μανιακούς αναγνώστες, γ) άτομα με περιορισμένη κινητικότητα, δ) άτομα που γοητεύονται γενικώς από τις καινούργιες τεχνολογίες και ε) ερευνητές, φοιτητές, με λίγα λόγια ειδικές κατηγορίες. Έντονη είναι η ρητορική ότι το βιβλίο όπως το γνωρίζουμε δεν πρόκειται φυσικά να χαθεί, απλά θα αλλάξει μορφή όπως όταν από το χειρόγραφο περάσαμε στο τυπωμένο βιβλίο-εμπόρευμα. Η χρήση του ηλεκτρονικού βιβλίου προοικονομείται δηλαδή συμπληρωματική. Από τη σκοπιά των ίδιων των επαγγελματιών του e-book, υποστηρίζεται επίσης ότι οι επαγγελματίες του παραδοσιακού εκδοτικού χώρου είναι καλύτερα καταρτισμένοι και κατέχουν βαθύτερη τεχνογνωσία ενώ η ίδια η παραγωγή του ηλεκτρονικού βιβλίου περιγράφεται ως μια δειλή καινοτομία η οποία περιγράφεται με όρους ψηφιοποίησης του ήδη υπάρχοντος βιβλίου και όχι ως δημιουργία ενός εντελώς νέου μέσου.

Το δεύτερο σημείο έχει να κάνει με το επιστημονικό βιβλίο το οποίο ήδη κατέχει μεγάλο μερίδιο του ηλεκτρονικού βιβλίου και το οποίο αναμένεται να κυριαρχήσει στην καινούργια μοιρασιά της αγοράς του βιβλίου. Συζητιούνται εκτενώς οι όροι διακίνησης, οι πάροχοι των νέων υπηρεσιών, οι νομικές ρήτρες που θα ορίζουν αυτή τη νέα κατάσταση. Υφέρπει όμως και μια άλλη ανησυχία: φαντάζει αρχικά εξαιρετικό για έναν νέο επιστήμονα να μπορεί να έχει στη διάθεσή του μια πλήρως ενημερωμένη βιβλιοθήκη και να μπορεί να διεισδύει σε πηγές που λίγα μόλις χρόνια πριν ήταν εξ ορισμού απρόσιτες. Ανάγεται όμως έτσι σε κριτήριο επιστημοσύνης η εξαντλητικότητα: η κατάρτιση ατέρμονων βιβλιογραφικών καταλόγων και η συρραφή ετερόκλητων στοιχείων που αντανακλούν πρόσφατες εξελίξεις σε ένα ζήτημα. Δεν είναι δυνατόν να μην έχει όλο αυτό κάποια επίπτωση στην ουσία της επιστημονικής εργασίας. Η εποπτεία ενός παγκόσμιου επιστημονικού πληροφοριακού πεδίου ακούγεται σίγουρα ωραία ιδέα, αλλά ποιο είναι το νόημά της αν ο εκάστοτε ερευνητής ή ερευνητική ομάδα δεν δύναται αντικειμενικά σε τελική ανάλυση να ελέγξει το πεδίο αυτό; Και ποια είναι η επίπτωση του ανταγωνιστικού αυτού κυνηγιού της τελευταίας βιβλιογραφικής αναφοράς στην προσωπική εμπλοκή και στον ενθουσιασμό του ερευνητή, στην αναζήτηση της καινοτομίας, στην αμφισβήτηση της θεσπισμένης γνώσης; Βέβαια, το επιστημονικό έργο δεν αξιοποιεί αυτές τις πηγές επειδή αυτές είναι οι δυνατότητες που του προσφέρονται. Αυτό είναι ταυτολογία και δεν μας μαθαίνει τίποτε. Το επιστημονικό έργο είναι τόσο κατευθυνόμενο, οι προσανατολισμοί, τα ρεύματα, τα θέματα και τα αντικείμενα ενδιαφέροντος είναι τόσο σαφώς ορισμένα που δεν μπορεί να γίνει με διαφορετικά μέσα, απεμπλεγμένο από αυτή την ψηφιακή βιβλιοθήκη που εμπλουτίζεται ιλιγγιωδώς.

Ένα ερώτημα που τίθεται σε ασθενέστερη ίσως απόχρωση από τα υπόλοιπα αν και τα διατρέχει σε όλη τους την ανάπτυξη, είναι ωστόσο κεντρικό: δεν μπορούμε να απαντήσουμε στο τι θα είναι αυτό το νέο βιβλίο αν δεν απαντήσουμε στο σε ποιον άνθρωπο θα απευθύνεται, ποιο θα είναι με άλλα λόγια το περιεχόμενο και η χρήση του. Αν πάρουμε τα πράγματα από αρκετά παλιότερα, το βιβλίο ήταν κάποτε κείμενο ιερό, φυλασσόταν στα μοναστήρια και η ανάγνωσή του έπαιρνε χαρακτήρα τελετουργίας, είχε τέλος πάντων χαρακτήρα μυητικό και εξόχως κοινωνικό. Αργότερα, το βιβλίο πέρασε στο ευρύ κοινό, εκδημοκρατίστηκε και έγινε εμπόρευμα, απευθυνόταν στο άτομο γεννώντας έτσι μια ολόκληρη κοινωνική πρακτική, με αυστηρά ταξικά κριτήρια, την πρακτική της ανάγνωσης. Παρότι το βιβλίο δεν είχε πλέον κοινωνικό χαρακτήρα, εξακολουθούσε ωστόσο να απευθύνεται σε ένα άτομο – κοινωνικό υποκείμενο το οποίο βρισκόταν στο κέντρο της κοινωνίας και έπρεπε να έχει μια θεώρηση για τον κόσμο, όποια κι αν ήταν αυτή, για να μπορεί να πετύχει μέσα σε αυτόν. Το άτομο με τη σημερινή του μορφή, αποδιωγμένο από έναν κοινωνικό ιστό που αδιαφορεί παντελώς για τις ανάγκες του και το χρησιμοποιεί μόνο ως εξάρτημα, δεν θα πρέπει λογικά να έχει καμία απολύτως ανάγκη το βιβλίο. Ο σύγχρονος άνθρωπος, που βαθμολογείται αδιαλείπτως με όρους προσαρμοστικότητας δεν έχει ανάγκη τη γνώση, έχει ανάγκη μόνο από διεκπεραιωτικές πληροφορίες. Δεν χρειάζεται να μαθαίνει, πρέπει να ξέρει να κάνει πράγματα. Το βιβλίο αυτό που δεν θα είναι απλά ψηφιοποιημένο αλλά εξαρχής κατασκευασμένο για να εκδοθεί ηλεκτρονικά θα εξυπηρετεί άραγε αυτή τη μορφή ανθρώπου που θα πρέπει διαρκώς να είναι αποδοτικός και να προσαρμόζεται; Ένα τέτοιο βιβλίο δεν καταλύει εξ ορισμού την ιδέα του βιβλίου των περασμένων αιώνων, αφ’ ης στιγμής καταλύεται η χρήση του και το περιεχόμενό του; Το βιβλίο που δεν θα περιέχει γνώσεις αλλά πληροφορίες και θα «διευκολύνει» τη ζωή του εργαλειακού ανθρώπου, μας νοιάζει τάχα αν θα κυκλοφορεί σε χαρτί ή ηλεκτρονικά;

Στην αναφορά στον Manuzio, το βιβλίο θεωρήθηκε μέσο εξυγίανσης μιας παρηκμασμένης κατάστασης, θεωρήθηκε μέσο μετάβασης σε μια νέα εποχή, με περιεχόμενο ωστόσο κόντρα στην εποχή του, ανατρεπτικό. Το δικό μας νέο βιβλίο, το ηλεκτρονικό, θα μπορέσει να μεταδώσει περιεχόμενα και χρήσεις μη απολογητικά της ισχύουσας κατάστασης ή θα λειτουργήσει απαρέγκλιτα στην υπηρεσία της προσαρμογής και της κοινωνίας της πληροφορίας και όχι της γνώσης. Υπονοείται άραγε ότι το βιβλίο, όπως τότε κλήθηκε «ως αίτημα, ως λύση, ως πρόκληση για την πολλαπλή κρίση», θα μπορέσει και τώρα να παίξει αναμορφωτικό ρόλο στην εποχή της πληροφοριακής «βαρβαρότητας»;