Top menu

"Μεσοτοιχία" της Νάντιας Δουλαβέρα -Κριτική Βιβλίου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Πενήντα ανομοιοκατάληκτα ποιήματα συγκροτούν τη συλλογή της Νάντιας Δουλαβέρα, όπου απαντώνται περίτεχνα λεκτικά διαμάντια, συλλεγμένα με φροντίδα και ενταγμένα επιμελώς στους στίχους. Απεικονίζονται οι πρωταγωνιστές αέναης βιοπάλης, συχνά εξομολογούμενοι ή αναθεματίζοντες ή διερωτώμενοι ή περιγράφοντες με γλαφυρότητα τα βάσανά τους, αλλά και την εσωτερική δύναμη να ανταπεξέλθουν στη σκληρότητα του βίου. Περιέχεται λαϊκή σοφία, που καθιστά το ανάγνωσμα πρωτότυπο και αποδεικνύει ότι απαιτήθηκε κοπιαστική προσπάθεια.

Το ελάχιστο και μηδαμινό προβάλλεται εν είδει αποκάλυψης, εντασσόμενο άφοβα δίπλα σε ηρωισμούς, που τελούνται από αγωνιστές, πρωτοπόρους, άρχοντες, σημαιοφόρους. Το επιλεγέν ταπεινό ανυψώθηκε σε περίοπτη θέση, δείγμα ικανότητας και ταλέντου. H εξύμνηση του ασήμαντου χρειάζεται ικανή γραφίδα για να ανέλθει τον Γολγοθά της καταξίωσης.

Πέραν αυτών η «Μεσοτοιχία» βρίθει πολύσημων εννοιών, τεκμήρια στοχαστικής εμβρίθειας. Επιπλέον, διασώζονται ιδιωματικές φράσεις, που, ως γνωστόν, αποτελούσαν εμφανή χαρακτηριστικά πολλών κοινωνικών ομάδων και εξέφραζαν ευκρινώς, αλλά με τον τρόπο τους, καημούς, στενοχώριες, ελπίδες, συναισθήματα, αντιδράσεις: «Δεν ξέρεις Εσύ ποιοι είναι οι ζωντανοί/ και ποιοι οι πεθαμένοι;/ Αφού Εσύ τα κανόνισες» (Τα Ψυχοχάρτια, σελ. 12). Νοηματική υπέρβαση, που θέτει τον τύπον επί των ήλων, εκφράζουσα τη ματαιότητα των εγκόσμιων και τα αδιέξοδα των θνητών. Το ερώτημα προς τον Θεό δείχνει ξεκάθαρα, την αδυναμία ανεύρεσης στοιχειωδών αληθειών, που θα οδηγούσαν τους πεισιθάνατους σε αιώνια γαλήνη. Ακολουθεί μια εκλεπτυσμένη παρατήρηση, που διεισδύει αθόρυβα στα έγκατα της ανθρώπινης ευαισθησίας. «Ούτε ένας πολεοδόμος/ να προβλέψει λωρίδα/ γι’ αυτούς που προσεύχονται;» (Αστικό, σελ. 55). Παράλληλα, μια υποδειγματική σύλληψη, που παραπέμπει σε αγωνιώδη ελεγεία πάνω στον τάφο, με μια έκκληση στους κλέφτες ιερών ειδών, να μην αφαιρέσουν από τα κτερίσματα τους κρίκους με τους οποίους ανασηκώνονται τα μάρμαρα. «Οι Κρίκοι» (σελ. 21) καταγράφουν με σαρκασμό την υποκρυπτόμενη διαλεκτική γύρω από τη μετά θάνατον ζωή και βεβαίως τη φθαρτότητα των επίγειων. «Αφήστε μου τους κρίκους/ πες μετάνιωσε μια μέρα/ μπούχτισε εκεί κάτω/ θέλει να βγεί/ πως θα του ανοίξω;».

Στο έργο αυτό σμιλεύεται το σύμπαν της ποιήτριας, που μελωδεί τις μορφές, με υπαινιγμούς, μεταφορές και εσωστρέφεια. Αιφνίδιες αναλαμπές μετέχουν σε ένα άρτιο εκφραστικό άθλημα, μέσα στο οποίο κυοφορούνται ανεκπλήρωτα όνειρα. Το μέτρο, με ιδιότυπο μηχανισμό, μετέχει σε ένα είδος απόσταξης, αγωνιώδους ερμηνείας και αποδόμησης: Με το «μέχρι Χριστό ανέστησα» (Κυριακή, σελ. 19), η ημέρα ανάπαυσης Κυριακή διαμαρτύρεται με αλληγορικό τρόπο, αλλά και ο στίχος «και κατεβάζουν κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα», στο ίδιο ποίημα, φανερώνει έντονη αντίδραση σε ένα άσχημο άκουσμα ή το «όσο τσακωμένος με το νερό» (η λάτρα, σελ. 10) υπενθυμίζει την εν ζωή απλυσιά του θανόντος πεφιλημένου συντρόφου, ενώ η επιζώσα σύζυγος το βράδυ αφού έχει περιποιηθεί τον τάφο του «πτώμα γυρίζει στο σπίτι/ πέφτει στο κρεβάτι/ ακουμπά τα γάντια/ προκλητικό πορτοκαλί στο μαξιλάρι του» (έκφραση απεριόριστης αγάπης για το χαμένο πρόσωπο), ή στη «Μίζα», σελ. 40, «τα στρέμματα που θα έμεναν στέρφα» (γη που δεν παράγει τίποτα, όπως η στείρα θηλυκιά) ή η άκρως ρεαλιστική σκηνή που περιγράφεται στους στίχους «έβαζαν όλες μαζί οι γυναίκες ένα χέρι/ έσταζαν αίματα τα αλώνια» (Θηλαστικά, σελ. 53), ήτοι αναφορά στις γέννες των γυναικών στα χωράφια, χωρίς ιατρική φροντίδα, ή «τη θέρισε» (της αφαίρεσε τη ζωή), αλλά και «ζαχαρώνει η μια την τύχη της άλλης/ (ποια πέθανε τη ζωή της καλύτερα)» (Κορίτσια, σελ. 8), όπου αναβλύζεται με ορμή ένας περίχυτος πεσιμισμός, ή το «να πιάσεις να δουλέψεις» (προτροπή προς αποφυγή της οκνηρίας) , ή το «να μην το δέσει σκοινί κορδόνι η διακονιάρα» (να ξαναλέει τα ίδια και τα ίδια η ζητιάνα), ή «το βρήκαμε τώρα» (ευκαιρία για επανάληψη) ή το συγκινητικό «όσο της έσουρνε και της γέμιζε/ σαν να κράταγε σιγόντο στον εξάψαλμο» (ξεχύλισμα αλτρουισμού) (Καλοσύνη, σελ. 15), ή η διαμαρτυρία για τον τεχνικό πολιτισμό «άσε με χάμω με τις χύτρες σας/ αυτές είναι για τις εργαζόμενες», «τεμπέλικα το άφηνε να δέσει στον τέτζερη/ χαμήλωνε τη φωτιά στο πετρογκάζ μην της πιάσει» (Η κατσαρόλα, σελ. 38), ή το «μια περιπέτεια να πας στο κρεβάτι» (Το κρεβάτι, σελ. 25), όπου διεκτραγωγείται η κατάντια του ανθρώπου λόγω ηλικίας ή στη «Φοβέρα» (σελ. 18) «είδαν και αποείδαν» (απελπίστηκαν) ή στο «Χτεσινό ψωμί» (σελ. 20) «μη με συνερίζεσαι» (λαμβάνεις σοβαρά υπόψη) ή στη «Νύ-χτα» (σελ. 22) «τα μάσαγαν» (τους κορόιδευαν), ή στο «το κρεβάτι» (σελ.25) «και τώρα τα γυρίζει» (υποστηρίζει τα αντίθετα) ή στα «Ναύλα» (σελ. 26) «άφησε στην μπάντα (παράμερα) τους τύπους» ή στο «Παζάρι» (σελ. 44) «έφτανε μπιρ παρά (εξευτελιστική τιμή) και το παζάρευε ακόμα» ή στο «Ρεύμα» (σελ. 50) «έβγαζε μάτι η γύμνια μας» (εξόφθαλμα).

Η «Μεσοτοιχία» αποτελεί ένα επίτευγμα του Λόγου, στο οποίο κάθε φράση είναι ρυθμικός στίχος, κάθε παράγραφος αναδίδει άφατη λύπη, κάθε λέξη παραπέμπει σε αληθή συναισθήματα, κάθε εικόνα περιέχει ευλύγιστους ανθρώπινους μονόλογους. Ιδεώδης κορύφωση, μαγικός ρεαλισμός, αρμόζοντες συνειρμοί, εύληπτοι στοχασμοί, κατεργασμένες λέξεις, ενδοκειμενικές ανατροπές, συγκροτούν νοηματικές εμπνεύσεις, προσδίδουσες συχνά ουτοπική δυναμική. Οι σκέψεις συστοιχούνται προκειμένου να αντικρίσουν προσωπικά αδιέξοδα.

Δεν πρέπει να παραλειφθεί η έντεχνη δραματοποίηση της καθημερινότητας, στην οποία εμφανή βιώματα αναμοχλεύουν μνήμες, αναπαριστώσες κάποιο θέατρο του παράλογου με συχνές αναφορές σε κοινωνικές προεκτάσεις.

Η επιμελημένη αυτή ποιητική σύνθεση διεισδύει στο εσωτερικό της συνείδησης, για να συναντήσει τον αδύναμο ή τον κυρίαρχο, που μάχονται για όσα γίνονται αντιληπτά δια των αισθήσεων με τη συνδρομή αφηρημένων εννοιών. Ακριβέστερος ο κυνηγός του αλλόκοτου Charles Baudelaire αγωνιά για την υπέρβαση των εφήμερων: «Να εγκλωβί-σω το διηνεκές μέσα από τις φευγαλέες όψεις του προσωρινού».