Top menu

Andro II - Πάνθεον: Κάποιες πρώτες σκέψεις πριν την παρουσίαση

Γράφει ο Θάνος Γιαννούδης (ποιητής)

Αναμφίβολα όσοι ποιητές και ποιήτριες επιλέγουν να εκδώσουν ποιητικές συλλογές μεσούσης της ισχύουσας πανδημίας μπορούν να χαρακτηριστούν τουλάχιστον ως τολμηροί, επιμένοντας μέσα σε συνθήκες αυστηρού εγκλεισμού και πειθαναγκασμού σε έναν εναλλακτικό κι ανθρωπιστικό δρόμο. Για τον Ανδρέα Αντωνίου, βέβαια, δεν χρειαζόταν προφανώς κάτι τέτοιο για να γίνει σαφής η τόλμη του. Η όλη του ως τώρα ποιητική πορεία αποτελεί ένα συνειδητό αντίβαρο κόντρα στο δρόμο που η ύστερη νεωτερικότητα παρουσιάζει ψευδώς ως το μοναδικό προσβάσιμο και διαθέσιμο για τις έρημες λεωφόρους του 21ου μας αιώνα. Έμμετρος κόντρα στην πεζολογία, οραματικός κόντρα στην πεζότητα, με την καθολική κι από τα ψηλά εποπτεία κόντρα στο κοντόφθαλμο «πεζικό» του καιρού μας, επιμένει να προσθέτει ψηφίδες στο ευρύτερό του όραμα, με το κάθε επόμενο βιβλίο του να συνεισφέρει ως ένα ακόμα σκαλοπάτι στην πορεία που ο ίδιος έχει ήδη χαράξει. Μιας και κάποια εκ του σύνεγγυς παρουσίαση, οπότε, της νέας του συλλογής (Andro II - Πάνθεον, Βακχικόν, 2020) φαίνεται προς ώρας εξαιτίας των περιορισμών να αργεί, ας εστιάσουμε σ’ αυτή τη φάση μονάχα σε ορισμένα σημεία που γεννά η πρώτη επαφή με το νέο του έργο, τα οποία σε δεύτερο χρόνο μπορούν να αναλυθούν και να επεκταθούν στην έκταση που τους αρμόζει:

Ο Ανδρέας Αντωνίου αγαπά πολύ τις ποιητικές συλλογές με αρχή, μέση και τέλος, με συγκεκριμένη δομή, αυτές που δεν αποτελούν απλά την τυχαία συρραφή ποιημάτων που συμβαίνει να γειτνιάζουν χρονικά, αλλά συντείνουν προς ένα σκοπό. Υπό τον γενικό τίτλο An Dro που «οι Κέλτες [του] ‘μαθαν πως πάει να πει Στροφή»  όπως γράφει χαρακτηριστικά και που έχει πλέον επιλέξει ως βασικό τίτλο της κάθε ποιητικής του προσπάθειας, ο Αντωνίου εντάσσει τα οράματά του σε συνεκτικές ενότητες, με συγκεκριμένη θέση στην κάθε του συλλογή. Σ’ αυτή τη δεύτερη κατάθεσή του με τον ίδιο τίτλο (που αποτελεί συνολικά την τέταρτή του συλλογή), ακόμα αρτιότερη και μεστότερη τεχνικά και συνθετικά σε σχέση με την πρώτη, ο ποιητής κάνει μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία όλων σχεδόν των Μυθολογιών, θρησκευτικών και «λογοτεχνικών», από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, oι οποίες και παρουσιάζονται ιδωμένες τόσο μέσα από τη δική του ματιά και φωνή όσο κι από το αποτύπωμα που άφησαν στο χρόνο και στο σώμα της τέχνης. Εκκινώντας από την γέννηση των αρχαίων θεών, επεκτείνεται στους μεσαιωνικούς και πρώιμους νεωτερικούς ήρωες, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τρίτη ενότητα της συλλογής, όπου ο Αντωνίου συνομιλεί ποιητικά με επιφανείς εκπροσώπους σχεδόν όλων των ποιητικών σχολών του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού, επιδιώκοντας συνειδητά να τους εντάξει μέσα σε ένα κοινό αφήγημα, ξεπερνώντας τη «Θεία Τραγωδία» που εγγενώς φέρουν μέσα τους.

Πιστότατος στην ποίηση του μέτρου και της ρίμας και συχνά, μάλιστα, πάροχος θεωρητικής υποστήριξης μέσω της τακτικής του αρθρογραφίας, ο Ανδρέας Αντωνίου δομεί τα δύο πρώτα τμήματα της συλλογής του στη βάση του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου και σε τετράστιχες στροφές, με ορισμένες μόνο αποκλίσεις για ενδεκασύλλαβο, κάποιους δεκαπεντασύλλαβους με ζευγαρωτή ρίμα, αλλά και αξιοποιώντας και το μεσοτονικό στίχο που δείχνει πως κατέχει εξίσου καλά. Η προσπάθειά του είναι συνειδητή, μιας και επιδιώκει να εντάξει τα ποιήματά του μέσα σε ένα ευρύτερο ποτάμι της παράδοσης και των εποχών, μ’ αυτόν να αποτελεί μόνο έναν απλό χρονικά τοποθετημένο εκπρόσωπο μιας συγκεκριμένης στιγμής στον αέναο κύκλο. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον και κομβικό για την ποίηση του Αντωνίου αποδεικνύεται το τρίτο τμήμα της συλλογής, όπου ο ποιητής μιμείται, μεταφράζει και επεκτείνει σημαντικά ονόματα της Λογοτεχνίας του τελευταίου ενάμιση αιώνα, του «αντεπαναστατικού» σύμφωνα με τη λογική του Αντωνίου (που και ο γράφων ασπάζεται). Αποδεικνύοντας πως είναι πλήρης γνώστης και ικανός «μιμητής» κι «επίγονος» της κάθε οπτικής και προοπτικής που έχει παρουσιαστεί, ο νεοφορμαλιστής ποιητής δείχνει πως ξέρει τι απορρίπτει και γιατί πράττει κάτι τέτοιο κι επανέρχεται εντέλει ακόμα πιο δυναμικά στην παραμυθία και τον έμμετρο, «κανονικό» λόγο, με τα ήδη γνωστά από προηγούμενες δουλειές χαρακτηριστικά του (κουβεντιαστός τόνος, σχετικά εκτεταμένα σε μέγεθος ποιήματα, απλό λεκτικό με επαφή με το παραμύθι και το ταξίδι, συνειδητές κορυφώσεις στο τέλος κάθε ποιήματος, τμήματα της σύνθεσης που απογειώνονται ώστε να δρουν σχεδόν ως αυθύπαρκτα κι αυτόνομα γνωμικά) να είναι και σ’ αυτή τη συλλογή παρόντα.

Έχοντας επισημάνει στο παρελθόν κάποιες μορφικές ατέλειες προηγούμενων συλλογών του Αντωνίου, μπορούμε με χαρά να δηλώσουμε πως στο ANDRO II: Πάνθεον αυτές έχουν σχεδόν εξανεμιστεί προς όφελος ενός λόγου που κυλά κυματιστά και μουσικά (αν και με μια ελαφριά κατάχρηση του ιάμβου). Ιδιαίτερη και κομβική στιγμή στο εν γένει έργο του Αντωνίου αποτελεί το τρίτο τμήμα της συλλογής, όπου ο ποιητής κινείται σε πλήθος μέτρων και «μη-μέτρων», επανερχόμενος εντέλει ακόμα πιο μαχητικά στο τέλος στη συνέχεια, στο παραμύθι, στο θρύλο. Σίγουρα η υπερπληθώρα παραθεμάτων, ονομάτων ηρώων και θεών, αλλά και η απειροελάχιστη «γυναικεία» συμμετοχή στον κανόνα που ο ποιητής δομεί αξίζουν να τεθούν στο τραπέζι, το αισθητικό αποτέλεσμα, ωστόσο, διασώζεται, ακόμα και μέσα σε ορισμένες στιγμές παλινωδίας.

Κλείνοντας αυτή τη μικρή μας επαφή με μια συλλογή τόσο πολυδιάστατη που αναμφίβολα θα την πιάσει κάποιος ξανά και ξανά στα χέρια του, για να ανακαλύψει μια αναφορά που σε πρώτο χρόνο του διέφυγε, κάποια ενδεχομένως κρυμμένη εξακτίνωσή της, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε το ευρύτερο όραμα και τη στόχευση που συνέχει την ποίηση και την εν γένει πνευματική παρουσία του Ανδρέα Αντωνίου, παρά τις όποιες επιμέρους αστοχίες ή υπερβολές. Κι ο Ίκαρος εξάλλου, κάηκε, πολεμώντας να πετάξει ακόμα πιο ψηλά: προς τα εκεί κοιτά κι ο Ελληνοκύπριος ποιητής δομώντας το δικό του ιδιότυπο «Πάνθεον» και δεν «καίγεται», μιας και η βελτίωσή του από συλλογή σε συλλογή είναι εμφανής (γνωρίζει, ωστόσο, και τα πάθη του αλλά και το δρόμο που έχει ακόμα να διανύσει). Ζώντας για το ολιστικό του όραμα συνοχής των αντιθέτων κι επαναμάγευσης του ποιητικού λόγου, λαμβάνοντας την έμπνευσή του ακατάπαυστα από «τα μάτια της Aelún», της σταθερής περσόνας της γραφής του που δρα ως Μούσα του και συνεχίζοντας να γράφει συνεχώς και να μεταφράζει με μια πληθώρα που εκπλήσσει θετικά, δεδομένου, μάλιστα, του σταθερού επιπέδου του λεκτικού της, ο Ανδρέας Αντωνίου αναδεικνύεται αναμφίβολα στον πιο δημιουργικό και παραγωγικό ποιητή των τελευταίων ετών της νέας γενιάς των λεγόμενων «νεοφορμαλιστών». Του ευχόμαστε να συνεχίσει στον ίδιο ανηφορικό δρόμο…

Κι ένα σονέτο από τη συλλογή:

CANTO XXXIX: LAURA (FLORE CORONATA)

Giovene donna sotto un verde lauro
vidi pi
ù biancha et piú fredda che neve
non percossa dal sol molti et molt’anni;

Francesco Petraca, Il Canzoniere, 30

Στο άγγιγμά της έβγαλε η γη κρίνα
Ανθίζει το λουλούδι και γελάει
Τα χέρια της ευλαβικά φιλάει
Και πάνω της κοιμάται η καρδερίνα

Επάνω στα μαλλιά της κάθε ακτίνα
Σαν χρυσαφένιος ποταμός κυλάει
Και έγειρε το σώμα της στο πλάι
Μέσα στην αγκαλιά της Prosperina

Λιτή, μα τόσο μαγική, εικόνα
Σαν μια αναλαμπή του Παραδείσου
Κι αλκυονίδα μέρα του χειμώνα

Σα να ‘χω βρει, καρδιά μου, το κλειδί σου
Και να ‘πια απ’ την πηγή σου μια σταγόνα
Που γέννησε τον κόσμο απ’ τη μορφή σου