Top menu

Κριτική Θεάτρου: "Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας" του Δ. Κορομηλά

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Οτιδήποτε και αν κάμωσιν οι συγγραφείς του μέλλοντος,
εις τον Κορομηλάν θα οφείλουν πολλά
και αν ποτέ παραχθή σοβαρά δραματική φιλολογία
εις την Ελλάδα της αύριον, ο Κορομηλάς
θα είναι ο απαραίτητος κρίκος, η ενωτική γραμμή
μεταξύ του τίποτε και του κάτι» (G. Bourdon)

Το θέατρο Περιγιαλίου, σε σκηνοθεσία της απαράμιλλης Πολυξένης Ορκοπούλου-Ξανθάκη, ανέβασε με περισσή υφολογική συνέπεια, τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας», έργο του Δημητρίου Κορομηλά, που πρωτοπαρουσιάστηκε στην Κωνσταντινούπολη και στην Οδησσό το 1891/1892, από τον θίασο «Μένανδρος» των Ταβουλάρηδων. Πρόκειται για ένα κωμειδύλλιο, περιγράφον την αγνή ποιμενική κοινωνία, με παραδοσιακές στολές, γεγονός που ξενίζει τους σύγχρονους αστικής νοοτροπίας θεατές, πλην αναδίδον το πολύτιμο άρωμα της υπαίθρου και βέβαια υπενθυμίζον τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των ημετέρων προγόνων.

Ο Δ. Κορομηλάς (1850-1898), υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας και είχε στο ενεργητικό του 50 θεατρικά έργα. Πολυμαθής, με σπουδές στη Γαλλία, επανήλθε στην Ελλάδα με την απόφαση να παρέμβει δραστικά στην πνευματική ζωή της χώρας, η οποία τότε έκανε τα πρώτα βήματα της· ανέλαβε τη διεύθυνση της «Εφημερίδας», πρώτης ημερήσιας πολιτικής εφημερίδας, ιδιοκτησίας του πατέρα του, στην οποία έγραφε κριτικές θεάτρου ή φιλολογικά θέματα. Μετά την μεταβίβαση της εφημερίδας στον αδελφό του, ασχολήθηκε αποκλειστικά με το θέατρο, όμως εκείνη την εποχή οι θίασοι προτιμούσαν κυρίως γαλλικά έργα. Έγραψε κωμωδίες, μίμους και δράματα· παίχθηκαν ο «Πετεινός» και η «Παγκάστη» (μήλον της έριδος ανάμεσα στον Μεγάλο Αλέξανδρο και τον Σικυώνιο ζωγράφο Απελλή)· ίδρυσε τον «Σύλλογο Συγγραφέων», το 1893, «προς υποστήριξιν των εν τω θεάτρω συγγραφικών δικαιωμάτων αυτών»· υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής ανέγερσης Εθνικού Θεάτρου· σκηνοθέτησε πολλά έργα ανάμεσα στα οποία την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή και τους «Πέρσες» του Αισχύλου, όπως και ένα δικό του, την «Ευρυμέδη»· συγκροτούσε ερασιτεχνικούς θιάσους και συνέδραμε θεατρικές πρωτοβουλίες· διακατεχόταν από αριστοκρατικό πνεύμα και έγραφε στην καθαρεύουσα γλώσσα· αργότερα όμως έγραψε έργα σε στρωτή καθομιλουμένη, γεγονός που υπήρξε αποφασιστικό στην αποδοχή των έργων του από τα λαϊκά στρώματα. Ανήκε στην χορεία των πρωτοπόρων της λογοτεχνίας και του εγχωρίου θεάτρου, ανάμεσα στους Άγγ. Βλάχο («Η κόρη του παντοπώλου»), Τιμ. Αμπελά («Λίνα Δρακά»), Σπ. Βασιλειάδη («Έγγαμος ή αυτόχειρ»), Δ. Βερναρδάκη («Μαρία Δοξαπατρή»), Π. Ζάνο («Ανδρογυναικομαχία»), Ηλ. Καπετανάκη («Ο γενικός γραμματεύς»), Δ. Κόκκο («Ο μπαρμπα Λινάρδος»), Κλ. Ραγκαβή («Του Κουτρούλη ο γάμος»), Σπ. Περεσιάδη («Η Γκόλφω») κ.α.· έγραφε, ότι «αποστολή της Κωμωδίας είναι το να απεικονίσει, φωτίζουσα συγχρόνως ύψοθεν δια του ιδανικού της τέχνης φωτός, τον αληθή κοινωνικόν βίον»· υπηρέτησε ευόρκως το κωμειδύλλιο, ήτοι κωμωδία με έντονα τα ηθογραφικά στοιχεία, συνοδευόμενη με τραγούδια, του οποίου τέκνο απετέλεσε η Οπερέτα. Έτερο χαρακτηριστικό πολλών έργων του ήταν η επακριβής καταγραφή ηθών και εθίμων κυρίως της επαρχίας, αλλά και της αστικής ζωής, γεγονός που προανήγγειλε την ανάπτυξη της επιστημονικής λαογραφίας· ο ρεαλισμός, με παράλληλη παρακμή του ρομαντισμού, είτε υπό τη μορφή της εξιδανίκευσης του βίου του αγροτικού πληθυσμού, είτε ως άκρως ψυχολογική ενδοσκόπηση και επιμελή σκιαγράφηση χαρακτήρων της υπαίθρου, με υποδόρια κριτική προέκταση, είναι διάχυτος στα γραπτά του Δ. Κορομηλά. Πνευματώδης σύνθεση, που προανήγγειλε το υπερρεαλιστικό κίνημα είναι «Ο θάνατος των θανάτων» (1884), στο οποίο ένας μελλοντικός αυτόχειρας συνδιαλέγεται με το φιαλίδιο, το στιλέτο και το πιστόλι. «Η τύχη της Μαρούλας» (1888) εξακολουθεί να παίζεται ακόμη και σήμερα.

«Ο Αγαπητικός της βοσκοπούλας» (1891), που διδάχθηκε από τον θίασο του θεατρικού ομίλου Περιγιαλίου, έχει διαχρονική αξία· αξίζει να αναφερθεί ότι στις αρχές του εικοστού αιώνα διασκευάσθηκε σε μυθιστόρημα, από τον Δρόσο Έλατο. Μεταφέρθηκε στην οθόνη, με τέσσερα κινηματογραφικά έργα: το 1932 (στην πρώτη ομιλούσα Ελληνική ταινία, σε σκηνοθεσία του Δ. Τσακίρη, με ηθοποιούς τους Ντ. Αφεντάκη, Δ. Τσακίρη, Μ. Κατράκη, Σ. Ντοριβάλ κ.α.), το 1955 (με σκηνοθέτη τον Ντ. Δημόπουλο και ηθοποιούς τους Χρ. Σύλβα, Γ. Φούντα, Κ. Κακαβά, Αλ. Κατσέλη, Π. Ζερβό, Γ. Βασιλειάδου, Χρ. Καλογερίκου, Γ. Δαμασιώτη κ.α.), το 1956 (με σκηνοθέτη τον Ντ. Δαδήρα και ηθοποιούς τους Αλ. Βουγιουκλάκη, Θ. Κωτσόπουλο, Ανδρ. Ζησιμάτο, Ελ. Χατζηαργύρη, Χρ. Ευθυμίου, Αθ. Μουστάκα, Κ. Χατζηχρήστο κ.α.) και το 1956 (στην πρώτη έγχρωμη στην Ελλάδα ταινία, σε σκηνοθεσία Ηλ. Παρασκευά και ηθοποιούς τους Κ. Λαμπροπούλου, Δ. Παπαμιχαήλ, Ανδρ. Φιλιππίδη, Στ. Γεωργιάδη, Χρ. Νέζερ, Μ. Ροζάν, Μ. Μπούχλη κ.α.).

Εμβληματικές θεατρικές παραστάσεις με τίτλο «Ο Αγαπητικός της βοσκοπούλας» παίχτηκαν, ανάμεσα σε άλλες, στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, το 1974 (με σκηνοθέτη τον Κ. Μιχαηλίδη και ηθοποιούς τους Α. Ιωαννίδου Γ. Μαλλούχο, Α. Ζησιμάτο, Δ. Καράλη κ.α.), στο θέατρο Παλλάς, το 2014 (με σκηνοθέτη τον Π. Ζούλια και ηθοποιούς την Ρ. Πιττακή, Μ. Πρωτόπαππα, Ε. Δημητροπούλου, Β. Μπισμπίκη, Π. Βλάχο, κ.α.), στο Βασιλικό θέατρο Θεσσαλονίκης, το 2016 (με σκηνοθέτη τον Στ. Φασουλή και ηθοποιούς τους Τ. Χάνο, Ορ. Χαλκιά, Δ. Κολοβό, Εφ. Σταμούλη, Στ. Αραμπατζόγλου, κ.α.).

Ο Δ. Κορομηλάς εμπνεύσθηκε το έργο του από το ποίημα «Το φίλημα» (1851) του ηπειρώτη λογοτέχνη Γεωργίου Ζαλοκώστα (1805-1858), που ενορχηστρώθηκε από τον Γ. Λαμπίρη ή τον Π. Καρρέρ και τραγουδιέται εκφραστικά στην παράσταση από τον Χρ. Πετρόπουλο: «Μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη,/ Και την αγάπησα πολύ,/ Ήμουν αλάλητο πουλί,/ Δέκα χρονών αγόρι. / Μια μέρα που καθόμασθε στα χόρτα τ’ ανθισμένα,/ Μάρω, ένα λόγο θα σου πω,/ Μάρω, της είπα, σε αγαπώ,/ Τρελαίνομαι για σένα./ Από τη μέση με άρπαξε, με φίλησε στο στόμα/ Και μούπε· για αναστεναγμούς,/ για της αγάπης τους καϋμούς/ Είσαι μικρός ακόμα./ Μεγάλωσα και την ζητώ…άλλον ζητά η καρδιά της/ Και με ξεχνάει τ’ ορφανό…/ Εγώ όμως δε λησμονώ/ Ποτέ το φίλημά της».

Έπρεπε, όμως να ξεπεράσει μια εγγενή δυσκολία: Καθαρός αστός, με αριστοκρατική νοοτροπία, ζούσε στην πόλη και δεν σχετιζόταν καθόλου με την ύπαιθρο χώρα. Ο γιός του Γ. Κορομηλάς είναι διαφωτιστικός: «για να συνθέσει το έργο αυτό γύρισε τη Ρούμελη και τον Μορηά επαρχία-επαρχία. Εγέμισεν την ψυχή του εντυπώσεις. Κατά εκατοντάδες εμάζεψε τα ελληνικά μοτίβα. Και γεμάτος από φως ελληνικό εξαναγύρισε στας Αθήνας ενθουσιασμένος. Η φουστανέλλα και το γιορντάνι τον είχαν αιχμαλωτίσει. Έπλεξε ένα ποιμενικό ειδύλλιο γύρω από το αριστοτεχνικό ποιηματάκι του Ζαλοκώστα, τη «βοσκοπούλα», που θαρρείς πως βγαίνει από τα κατάβαθα της ελληνικής ψυχής. Ποτέ δεν φάνηκε ευτυχέστερος στη ζωή του ο Κορομηλάς όσο τις είκοσι μέρες που έγραφε τον «αγαπητικό της βοσκοπούλας». Όρθιος, αντικρύζοντας τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, απήγγειλε και έγραφε επάνω στο ορθό του γραφείο, τον κάθε δεκαπεντασύλλαβο».

Σχετικά με την υπόθεση: Ένας τσέλιγγας, χήρος (Μήτρος), βρίσκεται σε ένα χωριό, διασώζει από πνιγμό τον μπιστικό του Γκέρλα Λιάκο, ερωτευμένο με την Κρουστάλλω, θυγατέρα της Μάρως, χήρας και αυτής· στη συνέχεια τον ευεργετεί, δίνοντας προς χάριν του στον συμφεροντολόγο Γκέρλα 13 πρόβατα, ορέγεται την μικρή Κρουστάλλω, αλλά εκείνη αγαπάει τον Λιάκο, ο οποίος επιτίθεται στον Μήτρο. Αυτός ζητάει σε γάμο την Κρουστάλλω από τη μητέρα της και ενώ ετοιμάζονται για τον γάμο, η μητέρα του Λιάκου Γιάνναινα καταριέται την Μάρω και τους μελλόνυμφους, εμφανίζεται ξαφνικά ο Λιάκος, για να ζητήσει συγγνώμη από τον Μήτρο και ακολουθεί ευτυχές τέλος, αφού οι δύο νέοι σμίγουν και ο Μήτρος αναγνωρίζει στο πρόσωπο της Μάρως την παλιά του αγαπημένη, νοιώθοντας ευτυχής.

Σε όλο το έργο επικρατεί μια νοσταλγική ισορροπία, μέσα σε γιορτινή ελευθερία· αυτόνομοι χαρακτήρες με ευαίσθητες χορδές, υπό την κυριαρχία της θεότητας, αλλά και της δεισιδαιμονίας· μαεστρικός λυρισμός, στολισμένος με ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο· ποιητική θητεία στις λαϊκές ανησυχίες· νοήματα υποφώσκοντα, καλυμμένα στην απλοϊκή αφέλεια των ηρώων· ανθρώπινες μικρότητες, κυνισμός, αλλά παράλληλα λεβεντιά, αντριοσύνη, τήρηση ηθικών κανόνων· οι άνθρωποι υπακούουν στη μοίρα· θρίαμβος του δικαίου· εύστροφοι υπαινιγμοί· μουσικά ξαφνιάσματα σε ήπιους τόνους· απαγγελίες σταθερές, με στιβαρό λόγο.

Ο θίασος του θεάτρου Περιγιαλίου, την 28η Σεπτεμβρίου 2020, με άκρα συναισθηματική φόρτιση, ως ώφειλε, απέδωσε το έργο με ενάργεια, απλότητα και ιδιάζουσα ταχύτητα στην εναλλαγή των σκηνών·· λεπτές χορδές του ψυχισμού ανθρώπων, που έζησαν πριν από πολλά χρόνια, φορώντας φουστανέλες και σεγκούνια, κατά τα κρατούντα στην εποχή τους.

Η σκηνοθέτης, εμβριθής μελετητής του κειμένου, σκαπανέας της τραγικής ειρωνείας, τιθάσευσε την μη επαγγελματική, άρα απειθάρχητη, πληθώρα των υποκριτών και έφθασε σε ιδιαίτερα θετικό αποτέλεσμα, ευφραντικό και εν τέλει διδακτικό. Χωρίς πλούσια σκηνικά, χωρίς μεγαλειώδη φωτισμό, υπό τους ήχους μελωδικών ακουσμάτων, ανέδειξε διαχρονικά δρώμενα, που πλέκουν στους ιστούς τους, ως αράχνη, τα μικρά και ανθρώπινα· οι βουκολικές σκηνές θα μπορούσαν να λειτουργήσουν με διαφορετικά προσωπεία, στα σημερινά χρονικά πλαίσια· καμία διαφορά: πονηριές, σχόλια, κουτσομπολιά, φαιδρότητες, ζήλιες, μύχιες σκέψεις, ανισότητες, αποξένωση, αφόρητες πιέσεις, υποταγή, φόβοι, στομφώδης υπεροψία, οργή, ανασφάλεια, διενέξεις, ατομικές ήττες, αλλά αμφίδρομα φλογερός πόθος, σφυρηλάτηση των σχέσεων, ιπποτισμός, αγνός ρομαντισμός, ωραιολογίες εύστοχες, αμεσότητα αισθήσεων, διεισδυτικές ματιές, αφοσίωση, δοξαστικά άλματα, τιμιότητα, συγχώρεση, ευρηματικά τεχνάσματα, δωρικότητα, οδυνηρές δοκιμασίες. Όλα αυτά δεν θα είχαν νόημα, αν δεν παρεμβαλλόταν η συγγραφική ιδιοφυία του Δ. Κορομηλά, που ταξινόμησε με αφηγηματική ζωντάνια μαγευτικές καρικατούρες και αν η Πολυξένη Ορκοπούλου-Ξανθάκη δεν ιχνηλατούσε την αληθή φύση και την αναδιδόμενη λαϊκή σοφία του πρωτοπόρου θεατρικού συγγραφέα, αποτυπώνοντας με προφανή ευκρίνεια τις προλήψεις παλαιοτέρων κοινωνιών, τις δοξασίες, τον κριτικό διασυρμό των ολίγιστων, τη διάσπαση της ανθρώπινης φύσης, την ελπιζόμενη ουτοπία, την αβάστακτη υποταγή της ελεύθερης συνείδησης· επέβαλλε ερμηνευτική σφαιρικότητα και τραγουδιστή ρυθμικότητα, πέτυχε να παρουσιάσει μια ευπρόσωπη αναπαράσταση ενός θεατρικού έργου εκατόν τριάντα ετών και να συγκινήσει τους αστούς θεατές παρόλη την ποιμενική του μορφή.

Η ίδια υποδύθηκε ένα γραΐδιο, την Γιάνναινα, που μόνο αποκούμπι είχε τον γιό της Λιάκο. Κορυφαία σκηνή ήταν οι κατάρες που εκτόξευσε κατά της Μάρως.

Ο Χρήστος Πετρόπουλος (Μήτρος) ήταν πραγματική αποκάλυψη. Χωρίς να χάσει ούτε στιγμή τον ειρμό, που επέβαλλε ο ρόλος του, υποδύθηκε άψογα έναν άντρα περήφανο, έντιμο, πράο, φιλέσπλαχνο, αγέρωχο, νηφάλιο, εγκρατή, ανεπιτήδευτο, εσωστρεφή, κατατρυχόμενο από αφόρητη μοναξιά, προσαρμοσμένο στο περιβάλλον του· έφερε εις πέρας την αποστολή του· ως πεπειραμένος ραβδοσκόπος, εφοδιασμένος πειστικότητα και με ικανή ρητορική ευφράδεια· με επαρκή αίσθηση του ρυθμού και του μέτρου, απέδωσε χωρίς κομπασμό, αλλά με τη δέουσα γλωσσική δεινότητα, το αναφερθέν μελοποιημένο ποίημα «Το φίλημα», δεχθείς την ένθερμη επιβράβευση του κοινού.

Ο Άρης Κατσαβριάς (Γκέρλας) είχε μελετήσει προσεκτικά την ψυχοσύνθεση ενός πανούργου τσέλιγκα και αφέθηκε υπάκουα στις σκηνοθετικές οδηγίες. Φαινομενικά υπερβολικός αποτύπωσε τον τύπο του συμφεροντολόγου, του προκλητικού, του είρωνα, του χλευαστή, του τσιγκούνη, του ιοβόλου, του καυστικού, του σκωπτικού, του φλύαρου, του χιουμορίστα, του ελισσόμενου, του γκρινιάρη, του ασυμφιλίωτου, του αλλοτριωμένου, του κομπαστή. Με ανάλαφρες κινήσεις και έντονη διατύπωση των συλλογισμών του υλοποίησε με διηθητική ευχέρεια, όσα του είχαν εμπιστευθεί.

Ο Νίκος Κουσουλός (μπάρμπα Χρόνης) επωμίσθηκε τον χαρακτήρα ενός θυμόσοφου γέροντα, που παρενέβαινε ακροποδητί στα δρώμενα· ευρισκόμενος πλησίον γνώριζε τα πάντα· σχολίαζε πικρόχολα τα τεκταινόμενα· συνομιλούσε άνετα με τους θεατές· έκρινε με σοφία τις εξελίξεις· προφήτευε· απομακρυνόταν εγκαίρως όταν μύριζε μπαρούτη· παρήγαγε γέλωτα αυθόρμητο· περιφερόταν στη σκηνή, ως κλόουν, με υπερεκχειλίζοντα ήθος και ιλαρότητα· φιλοτέχνησε επιτυχώς έναν αριστοφανικό τύπο. Θύμισε έντονα τον αείμνηστο Χριστόφορο Νέζερ. Συνειρμικά ήλθε στον νου των μυημένων το «¨Ενας ήρωας με παντούφλες», όπου έδωσε ρεσιτάλ ηθοποιίας.

Όμως κανείς ηθοποιός δεν υστέρησε· όλοι έδωσαν το κατά δύναμιν με σθένος και αυτοπεποίθηση, καθοδηγούμενοι αριστοτεχνικά από την πανταχού παρούσα σκηνοθέτη· δεν υπέπεσαν σε εμφανή λάθη· οι διάλογοι ήταν σταθεροί· δεν παρατηρήθηκαν χάσματα και επιπόλαιες ανορθογραφίες, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ο ερασιτεχνικός χαρακτήρας του θιάσου, όπως ήδη σημειώθηκε. Μετείχαν εκτός από τους αναφερθέντες, οι εξής: Κωνσταντίνα Παπαδά, Χρυσαυγή Κατσαβριά, Δήμητρα Κατσαβριά, Συμεών Κατσαβριάς (παιδιά), Πόπη Καράδημα (Τασούλα), Κατερίνα Σταμάτη (Δέσπω), Κατερίνα Σκούρτη (Ειρήνη), Δήμητρα Κελλάρη (Φρόσω), Λιάνα Σπηλιοπούλου (Κατέρω), Φανή Σκορδά (Αγγέλω), Βενετία Μπαλάφα (Κυρά Χρόναινα), Δήμος Μποτσίνης (Γιάννος), Δημήτρης Κουτάντζης (Πανάγος), Άγγελος Παπαδάς (Γιώτης), Θοδωρής Νταλιάρδος (Λιάκος), Γωγώ Ξανθάκη (Κρουστάλλω), Ελένη Χαζάπη (Μάρω) και ο ιεροψάλτης Παναγιώτης Σταθακόπουλος (Κώστας), που τραγούδησε παραδοσιακά άσματα.

Ο Γιάννης Χριστοφορίδης, που είχε τη μουσική επιμέλεια, ο Χρήστος Πετρόπουλος, που επιμελήθηκε των σκηνικών, οι Ελένη Χαζάπη και Δημητρούλα Σταμάτη, που πρωτοστάτησαν στην κατασκευή των έξοχων παραδοσιακών ενδυμασιών και ο Γιάννης Καντούνης, που χειρίστηκε τον φωτισμό και τον ήχο, έδωσαν την δική τους συνδρομή σε μια επιτυχημένη παράσταση.

Το θέατρο Περιγιαλίου επιτελεί ευόρκως μια αποστολή: να ωθήσει στον συγχρωτισμό με το Θέατρο, έναν καθαρά ελληνικό θεσμό, ιστορούμενο τουλάχιστον εδώ και 2.700 χρόνια. Με έργα πρώτης επιλογής έχει καταφέρει να εισαγάγει στη θεατρική εμπειρία πολλούς απλούς ανθρώπους, που μεταλαβαίνουν ευλαβικά στα άδυτα της υποκριτικής τέχνης. «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» βρήκε ερμηνευτές, που επανέφεραν ευόρκως το λησμονημένο βουκολικό ειδύλλιο και τον εύρωστο δεκαπεντασύλλαβο.