Top menu

«Το γήρασμα του σώματος και της Μορφής…» : Τρεις Ισπανοί ποιητές

Μεταφράζει ο Θεοδόσης Κοντάκης

Leopoldo María Panero

The End

Τη ζωή μου κάπνισα κι απ’ τη φλόγα της
την αναπάντεχη απέμειναν
στη μνήμη μου γελοία κατακάθια:
πλάσματα που δε μ’ έβλεπαν, γυναικών αχνός,
καπνός στα στόματα και σιωπή
να σκεπάζει σα μανδύας
κείνο που δε θέλησα να ’μαι - και ήμουν
πάχνη ή ίχνος από πετούμενο πάνω σε κύματα ράθυμα, αγόρια
με τα ναυτικά που στο σχολειό μαθαίνανε το Λάθος.
Κανένανε δεν είχα σε κείνο το υπόγειο, ήταν
άδειο το μπουντρούμι, σκέφτομαι καθώς
- ανοίγοντας πια την πύλη και σπάζοντας
επιτέλους την αμπάρα που μ’ έδενε
μάταια με τους αητούς, που μ’ έκανε
τα νησιά ν’ αγαπώ, το μηδέν να λατρεύω -
ανακαλύπτω

Ο Leopoldo María Panero (Μαδρίτη, 1948 - Λας Πάλμας, 2014) είναι μια από τις πιο ιδιόμορφες φωνές της σύγχρονης ισπανικής ποίησης. Προερχόμενος από οικογένεια λογοτεχνών (ο πατέρας του, που επίσης λεγόταν Λεοπόλδο Πανέρο, ήταν αξιόλογος ποιητής), εμφανίστηκε στο λογοτεχνικό στερέωμα στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Ανήκει στη γενιά των Νovísimos (Νεότατοι), όπως αποκλήθηκαν οι ποιητές που εμφανίστηκαν την εποχή εκείνη στην Ισπανία. Εθισμένος στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά, ο Πανέρο έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του σε ψυχιατρείο, όπου και πέθανε. Το ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «The End» απηχεί την εσωτερική πάλη του ποιητή και, παράλληλα, τις επιρροές του από τον χώρο του underground και την ποίηση του Jim Morrison…

**

José Ángel Valente

Ο Κεραυνός, ποίημα 34ο

Τι ξέρεις, σώμα, εσύ για μένα
καθώς έτσι με κοιτάς
τούτη τη μελαγχολική βραδιά,
με εξετάζεις, στοχάζεσαι, σαλεύεις
το κεφάλι κατά κει που αναπάντεχα διαρκεί
ο άνεμος
της νιότης μας εκείνης.
Και τώρα
που το ταξίδι μακρό αναγγέλλεται και τίποτα
δε μοιάζει ν’ απομένει που να μην το ’χουμε σκοτώσει,
σώμα γυμνό, πες μου,
τι ξέρεις τάχα εσύ για μένα καθώς έτσι με κοιτάς
στην όχθη τη θολή και σκοτεινή της θάλασσας ετούτης.

Γεννημένος την ίδια χρονιά με τον de Biedma, ο José Ángel Valente ανήκει και αυτός στην ποιητική «Γενιά του ’50». Έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Ελβετία και στη Γαλλία, ενώ δίδαξε και Ισπανική φιλολογία στην Οξφόρδη. Εμφανίζεται στην ποίηση το 1954. Σταδιακά, και υπό την επίδραση της ιδιόμορφης μεταφυσικής φιλοσοφίας της María Zambrano, το έργο του αποκτά μυστικιστικό χαρακτήρα. Υπήρξε, επίσης, αξιόλογος δοκιμιογράφος και κριτικός, αλλά και μεταφραστής ξένων ποιητών. Σε συνεργασία με την E. Vidal, εκπόνησε την πρώτη μετάφραση σε τόμο ποιημάτων του Καβάφη στα ισπανικά (1964). Την επαφή του με τον Αλεξανδρινό μαρτυρεί, προφανώς, το ποίημα που μεταφράζουμε εδώ.

**

Jaime Gil de Biedma

Κατά του Jaime Gil de Biedma

Τι ωφελεί, ήθελα να ’ξερα, ν’ αλλάξω πάτωμα,
ν’ αφήσω πίσω ένα υπόγειο πιο μαύρο
και από τη φήμη μου -κι αυτό τα λέει όλα-,
να βάλω κουρτινάκια λευκά
και να πάρω υπηρετριούλα,
αν είναι να ’ρθεις μετά εσύ, κουραστικέ,
οχληρέ μουστερή, ένας βλάξ ντυμένος τα δικά μου κοστούμια,
κηφήνας, άχρηστος κόπανος,
με τα καθαρά σου τα χεράκια,
να τρως απ’ το πιάτο μου και να λερώνεις το σπίτι;

Σε συνοδεύουν οι μπάρες και τα μπαρ
της νύχτας τα τελευταία, νταβατζήδες, λουλουδούδες,
του ξημερώματος δρόμοι πεθαμένοι
και μισοφωτισμένα ασανσέρ,
καθώς γυρνάς, τύφλα, και σταματάς
για να στραφείς στον καθρέφτη,
να δεις τη φάτσα σου τη φθαρμένη,
με μάτια ακόμα γεμάτα οργή
που δε θες να κλείσεις. Κι άμα σε πάρω απ’ τα μούτρα
γελάς μαζί μου, μου θυμίζεις το παρελθόν
και λες πώς γερνάω.

Θα μπορούσα να σου θυμίσω πως δεν έχεις πια χάρη.
Πως το άνετό σου στυλ κι η ανεμελιά σου
σε δείχνουνε γελοίο,
αν παρατείνονται μετά τα τριάντα,
κι ότι το γοητευτικό σου
το χαμόγελο αγοριού ονειροπόλου
-γεμάτο αυτοπεποίθηση- λείψανο είναι θλιβερό,
απόπειρα απελπισμένη.
Στο μεταξύ, με κοιτάς με ματιά
στ’ αλήθεια ορφανεμένη, και μου κλαψουρίζεις
και μου υπόσχεσαι να μην το ξανακάνεις πια.

Ας μην ήσουνα τέτοια πουτάνα!
Κι ας μην το ’ξερα δα, τόσον καιρό πια,
ότι δυναμώνεις όταν εγώ είμ’ αδύναμος
κι ότι μοιάζεις αδύναμος άμα φουρκιστώ…
Απ’ τις επιστροφές σου μου μένει εντύπωση μπερδεμένη
από πανικό, πόνο, δυσαρέσκεια∙
κι η απελπισία
κι η ανυπομονησία κι η μνησικακία
πως ξαναγυρνώ στο βάσανο, για μια φορά ακόμα∙
η ταπείνωση η ασυχώρετη
της υπερβολικής οικειότητας.

Με βαριά καρδιά θα σε βάλω στο κρεβάτι
όπως πάει κανείς στην κόλαση
για να κοιμηθώ μαζί σου.
Πεθαίνοντας σε κάθε βήμα από αδυναμία,
σκουντουφλώντας στα έπιπλα
μες στο σκοτάδι, θα διασχίσουμε τρεκλίζοντας το σπίτι,
νωθρά αγκαλιασμένοι, διστακτικά
από τ’ αλκοόλ και τους πνιγμένους λυγμούς.
Ω βάναυση δουλοπρέπεια, ν’ αγαπάς όντα ανθρώπινα
και το πιο βάναυσο
να ’σαι ερωτευμένος με τον εαυτό σου.

Ο Jaime Gil de Biedma (Βαρκελώνη, 1929-1990) είναι ένας από τους πιο σημαντικούς Ισπανούς ποιητές του 20ού αιώνα. Μαζί με τον Francisco Brines, είναι ο πιο γνωστός εκπρόσωπος της «Γενιάς του 1950». Θεωρείται ο ποιητής που κράτησε, ίσως περισσότερο από όλους, στο ύψος της την ποίηση της χώρας του κατά τη μακρά, άγονη περίοδο του φρανκισμού. Επηρεάστηκε, κατά κύριο λόγο, από την αγγλοσαξονική ποίηση - και από τον Καβάφη. Το συγκεκριμένο ποίημα, που περιέχεται στη συλλογή με τον εύγλωττο όσο και ειρωνικό τίτλο Poemas póstumos (Μεταθανάτια ποιήματα, 1968), θεωρείται κομβικό για την ποητική του Biedma: στο ώριμο έργο του ο ποιητής τονίζει το διχασμό του ανάμεσα στον αληθινό εαυτό και στη λογοτεχνική του «περσόνα». Από το 1980 ο Biedma σταμάτησε οριστικά, με δική του απόφαση, να γράφει ποιήματα, προτού πεθάνει από AIDS, ακριβώς μια δεκαετία αργότερα…