Μέρι Όλιβερ: Έξι ποιήματα
Τα ποιήματα της Mary Oliver αποτελούν έναν βαθύ διαλογισμό πάνω στη ζωή και εκφράζουν την ευγνωμοσύνη για την χάρη που μας δίνεται, να είμαστε μέρος του θαυμαστού αυτού σχεδίου. Πόση ομορφιά, πόση χαρά μπορεί να περιβάλλει την ανθρώπινη ζωή, όταν συγκεντρώνεται κανείς στο «εδώ και τώρα», στην παρατήρηση του τι είναι αυτό για το οποίο έχουμε κληθεί σε αυτόν τον τόπο; Η Mary Oliver, με όλον τον ρομαντισμό που δωρίζει απλόχερα με τα ποιήματά της, μας δίνει την απλή απάντηση: Αγάπη.
[Ο Αγγελιοφόρος]
Η δουλειά μου είναι να αγαπώ τον κόσμο.
Εδώ τα ηλιοτρόπια, εκεί το κολιμπρί – ίσοι αναζητητές της γλυκύτητας.
Εδώ η ζωοποιούσα μαγιά• εκεί τα μπλε δαμάσκηνα.
Εδώ η αχιβάδα, βαθιά στη διάστικτη άμμο.
Είναι οι μπότες μου παλιές; Είναι το παλτό μου σκισμένο;
Δεν είμαι πια νέα, και ακόμα, ούτε κατά το ήμισυ τέλεια;
Αφήστε με να κρατήσω το μυαλό μου στο τι έχει σημασία – που είναι και η δουλειά μου–
που, κατά κύριο λόγο, στέκεται ακίνητο και μαθαίνει να εκπλήσσεται.
Η φοίβη (1), το δελφίνιο (2). Τα πρόβατα στη βοσκή, και ο βοσκότοπος.
Που είναι κυρίως πηγές χαράς, εφόσον όλα τα συστατικά είναι εδώ,
ήτοι η ευγνωμοσύνη, για το ότι σου δόθηκε ένα μυαλό και μια καρδιά
και αυτά τα σάρκινα ρούχα, ένα στόμα με το οποίο θα κραυγάσεις από χαρά στη νυχτοποεταλούδα
και στον τρωγλοδύτη, στη νυσταγμένη, ξεθαμμένη αχιβάδα, λέγοντας σε όλους,
ξανά και ξανά, πώς γίνεται να ζούμε για πάντα.
[Το Ταξίδι]
Μια μέρα ήξερες επιτέλους
τι έπρεπε να κάνεις, και ξεκίνησες,
αν και οι φωνές γύρω σου
φώναζαν συνεχώς τις
κακές συμβουλές τους
αν και το όλο το σπίτι
άρχισε να τρέμει
και αισθάνθηκες το παλιό δυνατό τράβηγμα
στους αστραγάλους σου.
«Βελτίωσε τη ζωή μου!»
κάθε φωνή φώναζε.
Μα δεν σταμάτησες.
Ήξερες τι έπρεπε να κάνεις,
αν και ο άνεμος εξέταζε
με τα σκληρά του δάχτυλα
τα ίδια αυτά θεμέλια
αν και η μελαγχολία τους
ήταν τρομερή. Ήταν ήδη αρκετά
αργά, και ήταν μια άγρια νύχτα,
και ο δρόμος γεμάτος πεσμένα
κλαδιά και πέτρες.
Μα, σιγά-σιγά,
καθώς άφηνες τις φωνές τους πίσω,
τα αστέρια άρχισαν να καίνε
μέσα από τα φύλλα των νεφών,
και υπήρχε μια νέα φωνή,
την οποία σιγά-σιγά
αναγνώρισες ως δική σου,
που σε κράτησε συντροφιά
καθώς βημάτιζες όλο και βαθύτερα
στον κόσμο,
αποφασισμένος να κάνεις
το μόνο πράγμα που μπορούσες να κάνεις
– αποφασισμένος να σώσεις
τη μόνη ζωή που μπορούσες να σώσεις.
[Αγριόχηνες]
Δεν χρειάζεται να είσαι καλός.
Δεν χρειάζεται να περπατήσεις στα γόνατα
για εκατό μίλια μέσα από την έρημο, μετανοώντας.
Μονάχα πρέπει να αφήσεις το μαλακό ζώο του σώματός σου
να αγαπά αυτό που αγαπά.
Μίλησέ μου για την απελπισία, τη δική σου, κι εγώ θα σου μιλήσω για τη δική μου.
Παράλληλα, ο κόσμος συνεχίζει.
Παράλληλα, ο ήλιος και τα καθαρά βότσαλα της βροχής
κινούνται κατά μήκος των τοπίων,
πάνω από τα λιβάδια και τα βαθιά δέντρα,
τα βουνά και τα ποτάμια.
Παράλληλα, οι αγριόχηνες, ψηλά στον καθαρό μπλε αέρα,
οδεύουν προς το σπίτι και πάλι.
Όποιος κι αν είσαι, όση μοναξιά κι αν νιώθεις,
ο κόσμος ο ίδιος προσφέρεται στη φαντασία σου,
σε καλεί, όπως οι αγριόχηνες, σκληρά και συναρπαστικά
ξανά και ξανά ανακοινώνοντάς σου τη θέση σου
στην οικογένεια των πραγμάτων.
Το είδες το πρωί, να υψώνεται στον ασημί αέρα –
Μια αγκαλιά λευκά άνθη,
Μια τέλεια αναταραχή από μετάξι και λινό, καθώς έσκυψε
στα δεσμά των φτερών του; Ένας σωρός από χιόνι, από κρίνα,
Το δάγκωμα του αέρα με τα μαύρα ράμφη του;
Το άκουσες, να λαλεί μελωδικά και να σφυρίζει
Μια διαπεραστική σκοτεινή μουσική – όπως η βροχή γδέρνει τα δέντρα – όπως ένας καταρράκτης
Μαχαιρώνει τις μαύρες άκρες;
Και τον είδες, τέλος, ακριβώς κάτω από τα σύννεφα –
Έναν λευκό σταυρό να διασχίζει τον ουρανό, τα πόδια του
σαν μαύρα φύλλα, τα φτερά του σαν την έκταση του φωτός στο ποτάμι;
Και το αισθάνθηκες, στην καρδιά σου, πώς σχετιζόταν με τα πάντα;
Και, τελικά, κατάλαβες κι εσύ περί τίνος πρόκειται η ομορφιά;
Και έχεις αλλάξει τη ζωή σου;[Η Λευκή Κουκουβάγια πετάει μέσα και έξω από την πεδιάδα]
Κατεβαίνοντας από τον παγωμένο ουρανό
με το βάθος του φωτός,
σαν άγγελος, ή Βούδας με φτερά,
ήταν όμορφη, και ακριβής,
προσκρούοντας στο χιόνι και σε ό, τι άλλο υπήρχε εκεί
με μια δύναμη που άφησε το αποτύπωμα
από τις άκρες των φτερών της – ενάμιση μέτρο μακριά –
και η αρπακτική ώθηση των ποδιών της,
και η εσοχή από ό,τι έτρεχε
μέσα στις λευκές κοιλάδες του χιονιού –
και στη συνέχεια εγέρθη, με χάρη,
και πέταξε πίσω στις παγωμένες λίμνες
να κρυφτεί εκεί, σαν μικρός φάρος,
στις κυανές σκιές –
έτσι σκέφτηκα:
ίσως ο θάνατος δεν είναι το σκοτάδι, τελικά,
μα το τόσο πολύ φως που μας τυλίγει –
απαλό σαν φτερά –
που είμαστε σε μια στιγμή κουρασμένοι να κοιτάμε και να κοιτάμε,
και κλείνουμε τα μάτια, όχι χωρίς έκπληξη,
και αφηνόμαστε να παρασυρθούμε,
σαν μέσα από τη διαύγεια ενός κρυστάλλου,
στο ποτάμι που δεν έχει το παραμικρό στίγμα ή σκιά,
που δεν είναι τίποτα παρά φως – ζεματιστό, πηγαίο φως –
στο οποίο καθαριζόμαστε και καθαριζόμαστε
από τα οστά μας.
[Η τελευταία οδηγία του Βούδα]
«Άναψε για σένα ένα φως»,
είπε ο Βούδας,
πριν πεθάνει.
Το σκέφτομαι κάθε πρωί
καθώς ξεκινά η ανατολή
να σκίζει τα πολλυάριθμα σύννεφα
του σκότους, να στείλει το πρώτο
σινιάλο – μια λευκή πεταλούδα
με ροζ και βιολετί πιτσιλιές,
ακόμα και πράσινες.
Ηλικιωμένος, ξάπλωσε κάτω
από δυο δένδρα Σάλα (3),
και θα μπορούσε να είχε πει ο,τιδήποτε,
γνωρίζοντας πως ήταν η έσχατη στιγμή του.
Το φως καίει προς τα πάνω
συμπυκνώνεται και σταθεροποιείται πάνω από τους αγρούς.
Γύρω του, μαζεύτηκαν οι χωρικοί
και τεντώθηκαν ν' ακούσουν.
Πριν καλά-καλά βγει ο ήλιος,
μετέωρος, στον κυανό αέρα,
Έχω αγγιχτεί παντού
από τον ωκεανό των κίτρινων κυμάτων του.
Χωρίς αμφιβολία, τα σκέφτηκε όλα
όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της δύσκολης ζωής του.
Κι έπειτα αισθάνομαι τον ήλιο τον ίδιο,
καθώς φλέγεται πάνω από τους λόφους,
σαν ένα εκατομμύριο πύρινα άνθη –
σαφώς δεν είμαι αναγκαία,
ωστόσο αισθάνομαι τον εαυτό μου να
μετατρέπεται σε κάτι ανεκτίμητο.
Αργά, κάτω από τα κλαδιά,
Ύψωσε το κεφάλι του.
Κοίταξε τα πρόσωπα αυτού του φοβισμένου πλήθους.