Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [ΗΗ' μέρος] - Μυθ.σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Το κοράκι χτύπησε στα μέσα του Μάρτη, ημέρα Τρίτη. Το «ορθολογικά σκεπτόμενο ελληνοαμερικανάκι» εκτροχίασε ένα τρένο που είχε πετύχει την αλλόκοτη ισορροπία του ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα:

Ο τζούνιορ ήρθε στο γραφείο του Γραβάνη και έπεσε στο καναπεδάκι αποκαμωμένος. Η Βασιλεία έτρεξε κοντά του και τον άκουσε να ψελλίζει:

– Δεν με θέλει πια... Βαρέθηκε, μου είπε, έτσι απλά.

Τινάχτηκε ο Γραβάνης και ήρθε κοντά στον απογοητευμένο.

– Τι έγινε; τον ρώτησε.

– Αυτό που άκουσες, γάμησέ τα.

– Τη γαμήσαμε όλοι, αν συμβεί αυτό. Η αδελφή σου τι λέει;

– Δεν μου απαντάει, δεν εμφανίζεται ούτε στα όνειρά μου.

– Ούτε κι εμένα.

– Το Αμερικανάκι μού έκλεψε την αδελφή, μου έκλεψε τη χαρά και τώρα με εγκαταλείπει. Με βαρέθηκε είπε, με είπε και λούμπεν... Όλα τα κακά από την Αμερική μάς έρχονται...

– Θα της μιλήσω εγώ...

– Σε παρακαλώ, θρύλε, κάνε κάτι.

Ο Γραβάνης τηλεφώνησε στη Νέα Ευδοξία και έκλεισαν ραντεβού για το απόγευμα, στο Φίλιον.

– Τι τρέχει; την ρώτησε.

– Δεν τρέχει τίποτε, του απάντησε. Είναι ένα όρθιο βόδι που ξέρει μόνο να κλωτσάει την μπάλα, να γράφει για την μπάλα και να πηδάει τις γκόμενες που γουστάρει, όσο τον γουστάρουνε.

– Τον αδικείς.

– Μου είναι αδιάφορο αν τον αδικώ, ο ίδιος δεν μου λέει τίποτε. Τον έσπρωξε στην αγκαλιά μου η αδελφή του, αλλά εγώ πήρα τώρα τη θέση της και θέλω να πάω την ιστορία εκεί που ήθελε εκείνη.

– Δηλαδή;

– Κάποια στιγμή τον άφησε και στράφηκε σ’ εσένα. Δεν ήταν τυχαίο, ήταν μοιραίο. Είμαι, λοιπόν, ερωτευμένη μαζί σου.

– Θα με τρελάνεις...

– Έχω τρελαθεί εγώ μέσα σ’ αυτή την ιστορία... Τι περιμένεις; Την Ευδοξία σου. Ήρθε, λοιπόν, η Ευδοξία και σου προσφέρει εκείνα που δεν σου πρόσφερε την πρώτη φορά. Ποίηση και πραγματικότητα και όχι χάος. Προσγειωθείτε όλοι σας.

Κάτι έπαθε ο Γραβάνης. Άφησε την άλλη να ορθολογικοποιεί και να ισοπεδώνει τα πάντα, για ώρα πολλή, σε αυτόν που κάποτε σκεπτόταν με παρόμοια λογική και μετά δραπέτευσε στον χώρο της φαντασίας. Του διάλυσε το μυαλό και το κορμί. Την άφησε να τον παρασύρει στο διαμέρισμά της, στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Τον οδήγησε στην αρωματισμένη κρεβατοκάμαρη και άρχισε να γδύνεται αργά, βασανιστικά, για τον επισκέπτη της. Αυτή είχε σώμα όλο ζωή, πέρα από τα κοινά μέτρα, η άλλη ήταν οπτασία και δεν την είχε δει ποτέ ολόγυμνη εκ του φυσικού. Τα στήθη της νέας και της παλιάς Ευδοξίας έλαμψαν στο ολόφωτο δωμάτιο, ένα γλυπτό που τα κρατούσε ακίνητα για να θαυμάζει ο άλλος. Δεν φοβόταν το φως, δεν χρειαζόταν να κρύψει τίποτε. Ήταν κι αυτή φυσική ξανθιά, το παρατήρησε εκείνος όταν του πρόσφερε την ήβη της και στη συνέχεια έναν έρωτα που δεν είχε αισθανθεί ποτέ, αυτόν που ονειρεύτηκε πριν τέσσερις μήνες και έμεινε ανεκπλήρωτος, εκεί που τελείωνε η ζωή, στο επικίνδυνο σημείο της ύπαρξης και της ανυπαρξίας. Ο οπτασία και η πραγματικότητα ενώθηκαν σε ένα, και τότε ήρθε το τέλος του δικού του κόσμου.

Ξύπνησε το πρωί στο διαμέρισμά της Ευδοξίας του. Βγήκε στη βεράντα. Κάτω από τα πόδια του υπήρχαν άλλοι έξι όροφοι. Ανέβηκε στην κουπαστή και πέταξε στους επτά ουρανούς.

Άφησε πίσω του την πεζή πραγματικότητα, κι εκείνη που διέπραξε την ύβρι, στην προσπάθειά της να καταστρέψει τη φαντασία, όταν την ένωσε με την πραγματικότητα. Ήταν σαράντα χρονών, όσο ο Πόε, όταν πέταξε να βρει τις δικές του αγαπημένες.

Το «ορθολογικά σκεπτόμενο ελληνοαμερικανάκι» κάλεσε τους αρμόδιους να συμμαζέψουν το πτώμα του αυτόχειρα, από το πεζοδρόμιο.

Είδε στην ελεύθερη πτώση προς την άσφαλτο την Ευδοξία να του χαμογελά και τον περίμενε... Του χαμογελούσε και ο σκοτεινός δικτάτορας. Σε έναν μήνα θα απολάμβανε τη βιογραφία του από την πιο έγκριτη εφημερίδα της χώρας που αγάπησε με τον δικό του τρόπο. Δεν πέθανε ο Γραβάνης για να δικαιώσει τον Ιωαννίδη, ο άλλος πέθανε στη φυλακή για να δικαιώσει τον βιογράφο του: Η φαντασία λείπει από την εξουσία, και για να τη βρεις, πρέπει να φύγεις σε άλλους κόσμους...   

Μπροστά στο γραφείο του Γραβάνη καθόταν η Νέα Ευδοξία που του διάβασε τις δύο παραπάνω σελίδες από το βιβλίο της. 

– Ποίηση και πραγματικότητα και όχι το χάος, σχολίασε ο καθηγητής.

– Το τελευταίο άφησέ το για το βιβλίο μου.

– Είσαι ακόμη στην αρχή και σκοτώνεις έναν από τους δύο βασικούς σου ήρωες; 

– Και στην ιστορία που ψάχνω, εκείνη έφυγε νωρίς, αλλά συνέχισε να υπάρχει.

– Θα τριγυρνώ, δηλαδή κι εγώ, άλλοτε να σας βασανίζω και άλλοτε να σας προστατεύω; Αν συναντήσω εκείνη στους ουρανούς και σας ξεχάσουμε;

– Ο συγγραφέας ορίζει τις τύχες των ηρώων του.

– Ανυπομονώ για την τύχη μου. Θέτεις όμως πράγματα και κρίνεις, με τρόπο που θα αναστατώσουν τις ισορροπίες ανάμεσά μας.

– Αυτό θέλω. Το «ορθολογικά σκεπτόμενο ελληνοαμερικανάκι» προβάλλει τον ορθολογισμό στην καθημερινότητα των σχέσεων και όχι στο φαντασιακό επίπεδο. Ορθολογικοποιώ και ισοπεδώνω την καθημερινότητά μου.

– Αυτό έκανα κι εγώ, αλλά μετά δραπέτευσα στη φαντασία.

– Εννοείς πως δραπετεύεις κάποιες ώρες, γιατί εδώ μέσα και στο μάθημά, σου δουλεύεις με τους κανόνες των φυσικών επιστημών.

 – Θα επιχειρήσεις να μου διαλύσεις το μυαλό και στην πραγματικότητα, όπως στο γραπτό σου;

– Μάταιος κόπος, κύριε καθηγητά, ούτε το κορμί, ακόμα και αν σου προσφέρω τον ανεκπλήρωτο έρωτά σου μ’ εκείνη, θα είναι για λίγες ώρες. Δεν θα πηδήξεις στο κενό. Θα γυρίσεις στη Βασιλεία και την Αναστασία, σ’ αυτές είναι η θέση σου.

Ο Γραβάνης ένιωσε την επίθεση του κορακιού πιο άγρια από ποτέ, είδε τα νύχια του. Η πρώτη Ευδοξία μπήκε σαν καταιγίδα, τον αναστάτωσε, έφυγε, και συνδιαλέγεται μαζί του με τη μεταφυσική της όψη. Η Νέα Ευδοξία, ψυχρή και αδίστακτη, είχε βαλθεί να του ξηλώσει το μηχανάκι του μυαλού. Γι’ αυτό τον πέταξε στο κενό από τις πρώτες σελίδες, για να τον μετατρέψει σε εύκολο αντίπαλο. Πάλι οι ίδιοι θεατές στη δεύτερη πράξη του έργου. Δύο πρωταγωνιστές, τρεις δεύτεροι ρόλοι, κάποιοι τρίτοι κι ένα παιδί που ερχόταν. Δεν είχε ιδιαίτερο νόημα να συζητήσει αυτά που άκουσε με τους άλλους, ούτε η συγγραφέας το θεώρησε άξιο λόγου. Φαντασιώσεις της θα τις θεωρούσαν, όπως και ήταν, και δεν θα κατανοούσαν τη σχέση της με αυτές, δεν την είχε ξεκαθαρίσει ούτε και η ίδια. Είχε τη συγγραφική άδεια να γεμίζει τις σελίδες της όπως ήθελε. Στο ρινγκ βρίσκονταν δύο παλαιστές ελληνορωμαϊκής πάλης.

– Οι δυο μας, λοιπόν, του είπε.

– Ελληνορωμαϊκή πάλη, για πρώτη φορά μεταξύ άνδρα και γυναίκας, και χωρίς να έχουμε το ίδιο σωματικό βάρος.

– Ίσως έχουμε το ανάλογο ειδικό βάρος.

– Ο αγώνας διαρκεί δύο γύρους.

– Δεν θα βάλουμε διάρκεια, μέχρις τελικής εξάντλησης. Νικητής θα είναι αυτός που θα ρίξει τον αντίπαλο με την πλάτη στο έδαφος.

– Στην ελληνορωμαϊκή πάλη απαγορεύονται τα χτυπήματα και τα κρατήματα κάτω από τη μέση, όπως και οι τρικλοποδιές. Δεν ξέρω αν στην Αμερική σέβεστε αυτούς τους κανόνες.

– Να με προσέχεις, έχω φάει πολλά χτυπήματα κάτω από τη μέση και μου έχουν βάλει πολλές τρικλοποδιές. Το απόγευμα με περιμένει ο Ηλίας να ποζάρω ως Νέα Τζοκόντα, με το αινιγματικό μου χαμόγελο. Ο νεαρός έχει προπόνηση με την Αστροφεγγιά του. Πρότεινα κάτι σύνθετο: Καθώς με ζωγραφίζει ο Ηλίας, να τον φωτογραφίζει η Βασιλεία σαν έφηβο των Αντικυθήρων, όπως είπαμε την άλλη φορά. Άκου και τον τίτλο που επέλεξε ο μέλλων πεθερός μου, και θείος μου, για το αστυνομικό του μυθιστόρημα, που έχει να κάνει με τη δολοφονία της κόρης του: «Ποιος σκότωσε τον άγγελο».

– Πολύ σασπένς έχει πέσει.

Παρόντες στη φωτογράφιση και την κατασκευή του πίνακα, εκτός από τους πρωταγωνιστές, ήταν ο Παναγιώτης, η Αναστασία, και μετά την προπόνηση θα εμφανιζόταν και ο τζούνιορ. Ο Ηλίας σαν ειδικός στα εικαστικά εξήγησε στους άλλους:

– Ο έφηβος των Αντικυθήρων έχει ύψος 1,94, ενώ εγώ 1,80, άρα ανεβαίνω στη μικρή εξέδρα, να δεσπόζω στον χώρο. Είμαι νέος άνδρας, όρθιος και γυμνός. Αυτά είναι τα εύκολα και δεν μας προσφέρουν το ειδικό βάρος που αναζητά η Βασιλεία. Επικεντρώνουμε στο δεξί του χέρι, που είναι υψωμένο και προτεταμένο. Κάτι κρατούσε εκείνος και το οποίο χάθηκε. Εγώ κρατάω το πινέλο και ζωγραφίζω τη Νέα Τζοκόντα. Ας πούμε πως είμαι ο Πάρης, που θα πάρω το μήλο της Έριδος, ή ο Περσέας που κρατάω το κεφάλι της Μέδ≠ουσας. Ο Περσέας, βέβαια κρατούσε το κεφάλι με το αριστερό, ενώ με το δεξί κρατούσε το σπαθί. Πρέπει να υπάρξει διαφορά στην έκφραση, ανάλογα με το ποιος από τους δύο είμαι. Ο ανδριάντας στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο έχει έκφραση που τα εμπεριέχει όλα, όπως όλα τα εμπεριέχει και η έκφραση της «Τζοκόντας» του Ντα Βίντσι. Αν έπαιρνε το μήλο της έριδος θα είχε σαφή ερωτική διάθεση, ενώ αν κρατούσε το κεφάλι της Μέδουσας, ως Περσέας, θα ήταν ο ήρωας θριαμβευτής. Ο Περσέας του Τσελίνι έχει αυτή την έκφραση. Εγώ τι είμαι;

– Ο Πάρης, είπε Αναστασία.

– Ο Περσέας, είπε ο Παναγιώτης.

Άκουσε και τους δύο ο Ηλίας, έβγαλε τα ρούχα του και πόζαρε σαν φιγούρα μεταξύ Πάρη και Περσέα και περίμενε το απρόοπτο που θα του έδινε ταυτότητα. Η Νέα Ευδοξία τον κοίταζε σαν Νέα Τζοκόντα. Κοιτάχτηκαν για λίγο στα μάτια και μετά εκείνος την πλησίασε με μαύρη μπογιά στο πινέλο και της ζωγράφισε ένα μουστάκι, σαν τον πίνακα του Ντισάν. Γύρισε στο καβαλέτο του και άρχισε να ζωγραφίζει.

– Ο Πικάσο πολλές φορές ζωγράφιζε γυμνός ένα ντυμένο μοντέλο. Προς το παρόν είμαι ο Πάρης, σαν τον πίνακα του Νταβίντ. Ο Πάρης είναι γυμνός και η Ελένη ντυμένη, μόνο που εκείνος κρατάει τη λύρα. Στον πίνακα του Meyner, η Ελένη είναι γυμνή και ο Πάρης γονατίζει μπροστά της ντυμένος. Ο Περσέας στους περισσότερους πίνακες ή αδριάντες είναι γυμνός και η Ανδρομέδα ημίγυμνη. Ημίγυμνη είναι και η Μέδουσα, χωρίς κεφάλι, στο γλυπτό του Τσελίνι.

– Ιστορία της τέχνης μας παραδίδεις; τον ρώτησε η Νέα Ευδοξία.

– Το κάνει πάντα, όταν ζωγραφίζει, διευκρίνισε η Αναστασία. Μου παραδίδει μαθήματα κάθε φορά που με ζωγραφίζει. Κάποιοι άλλοι το περνάνε στη μούγκα.

– Εγώ όμως δεν έχω τραβήξει, ούτε μία φωτογραφία, παραπονέθηκε η Βασιλεία.

– Κι εγώ τι φταίω; την έκοψε ο Ηλίας.

– Δεν βλέπω ούτε έφηβο των Αντικυθήρων, ούτε Πάρη, ούτε Περσέα, μονάχα την Τζοκόντα με μουστάκι.

– Η Ευδοξία έχει φωτογένεια, παρατήρησε η Αναστασία.

Προστέθηκε στην παρέα ο τζούνιορ, και βλέποντας το θέαμα ήρθε στο κέφι προκαλώντας το ανάλογο στην παρέα. Η βραδιά εξελισσόταν σε κλίμα ευφορίας, μέχρι τη στιγμή που χτύπησε το κοράκι στο τζάμι.

Το μοντέλο του Ηλία, μεταξύ παλαιάς και νέας Ευδοξίας, Τζοκόντα του Ντα Βίντσι και του Ντισάν, πάντα με το αινιγματικό χαμόγελο, και με μικρές κινήσεις, για να μη χαλάσει τη σύνθεση του κάδρου της, έβγαλε από την τσάντα μία σελίδα.

– Ακούστε κάτι που μού έδωσε ο θείος μου, είναι μια σελίδα από το αστυνομικό του μυθιστόρημα:

Ο θάνατος της Ευδοξίας αποδόθηκε σε τροχαίο. Η νεκροψία δεν έδειξε χρήση αλκοόλ ή κατάχρηση άλλων ουσιών από την οδηγό. Όμως ο ντετέκτιβ Γιώργος Παππάς που ανέλαβε να διερευνήσει την υπόθεση για λογαριασμό της οικογένειας του θύματος, συνέλεξε μια καίρια πληροφορία από το συνεργείο που μεταφέρθηκε το κατεστραμένο αμάξι. Ανιχνεύθηκε σοβαρή δολιοφθορά στα φρένα του οχήματος. Κάποιος είχε κόψει με μαχαίρι το σωληνάκι που μετέφερε το υγρό φρένων κοντά στον έναν τροχό, και άδειασε σιγά-σιγά το υγρό.

Η έρευνα του Παππά στράφηκε προς τους ανθρώπους του περιβάλλοντος του θύματος, που θα αποκόμιζαν οφέλη από τον θάνατο της Ευδοξίας, ακόμα και σε αυτούς που η παρουσία της είχε αρχίσει να γίνεται αφόρητα ενοχλητική, λόγω της προσπάθειάς της να τους αποφύγει. Ακόμη και σε έρωτες που δεν ενέδωσε.

Η Νέα Ευδοξία κοίταξε στα μάτια τον Γραβάνη:

– Τι εννοεί άραγε; 

– Σου ζήτησα να αποφύγεις τα χτυπήματα κάτω από τη μέση, και τις τρικλοποδιές.

– Σου είπα να προσέχεις... Δεν προήλθε από μένα το χτύπημα.

– Το αναπαράγεις.

Οι υπόλοιποι κατάλαβαν ελάχιστα από αυτά που άκουσαν, αλλά ήταν σίγουροι πως κάτι κακό προμήνυαν. Τουλάχιστον αυτό έδειχνε η έκφραση του Παναγιώτη, ενώ η αινιγματική στάση της άλλης δεν έριχνε φως στα παρασκήνια που γνώριζαν οι δύο πρωταγωνιστές. Εκείνη έσβησε με υγρό χαρτομάντιλο το ψεύτικο μουστάκι, ο Ηλίας ντύθηκε και η Βασιλεία μάζεψε τα φωτογραφικά της σύνεργα.  

Η συνέχεια αύριο