Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [ΖΖ' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Το μεσημέρι της Παρασκευής η Βασιλεία πήρε άδεια από τον προϊστάμενο και σύζυγό της, του ζήτησε τα κλειδιά, πέρασε με το αμάξι της η Νέα Ευδοξία και πήγαν μαζί στο σπίτι του Νέου Ψυχικού.

Άνοιξαν την πόρτα, άνοιξαν τα παράθυρα του χολ, για να αεριστεί το σπίτι, πέρασαν στο σαλόνι και τους υποδέχτηκε η οικοδέσποινα, καθισμένη στην αναπηρική πολυθρόνα.

– Συγγνώμη που δεν σηκώθηκα να σας ανοίξω, τους είπε. Αλλά δεν μπορώ να περπατήσω, μετά από εκείνο το ατύχημα που είχα. 

– Πώς σου φαίνεται για αρχή του βιβλίου μου; ρώτησε η Νέα Ευδοξία τη Βασιλεία.

– Καλό, της απάντησε η άλλη. Εξάλλου είναι κάπου εδώ και μας παρακολουθεί.

– Ήρθε χθες στον ύπνο μου και μου έδωσε οδηγίες για την Ωραία Ελένη μας.

Η Βασιλεία έστησε το τρίποδο και τη μηχανή, καθώς έδινε πληροφορίες η άλλη:

– Ο παππούς της Ευδοξίας και ο δικός μου ήταν αδέλφια. Καμία από τους δύο δεν γνώρισε τον παππού της, πέθαναν νέοι, αφού πρόλαβαν και καλοπαντρεύτηκαν, για να αφήσουν στους πατεράδες μας μια μητέρα με προίκα. Ο δικός μου πατέρας έκανε την τύχη του στην Αμερική, σαν στέλεχος της Ford, ο mister Papanastasi, και ο δικός της στην εφημερίδα σας, ο κάπτεν Παπαναστάσης. Το γονίδιο μάς έκανε όμοιες, σαν δίδυμες.

Στο κεντρικό τραπέζι βρισκόταν η εφημερίδα «Παρόν και Μέλλον», ανοιγμένη στο σαλόνι που φιλοξενούσε το άρθρο του Γραβάνη για τον Κανάρη.

«Κωνσταντίνος Κανάρης». «Του Παναγιώτη Γραβάνη».

Ζήτησε πληροφορίες για τη φωτογράφιση η Νέα Ευδοξία. Η Βασιλεία την τοποθέτησε ανάμεσα στα δύο παράθυρα που πρόσφεραν πλαγιομετωπικό φως. Άναψε και τον μικρό προβολέα.

– Πού κάθομαι, τι κάνω;

– Σ’ αυτόν τον χώρο στέκεσαι όπως σε εκφράζει, και πράττεις αντίστοιχα. Είσαι η Ωραία Ελένη που έχεις στο μυαλό σου.

– Η Ωραία Ελένη που μας δίδαξε εκείνη. Πήρα το ίδιο βιβλίο που ο συγγραφέας την είδε σαν φοιτήτρια και πόρνη. Θα διαβάζω αποσπάσματα, καθώς θα κινούμαι στον χώρο... «Άνασσα Αθάνα». Θέλω να είμαι φωτεινή σαν τον Απόλλωνα και κινούμαι πάνω στο άρμα του, δεν θέλω να σέρνομαι στη γη.

Άφησε το βιβλίο, περπάτησε, κοίταξε το φως και τα χαρακτηριστικά της φωτίστηκαν παράξενα.

Στάθηκε πλάτη στο παράθυρο και το φως τόνιζε τη φιγούρα της, σαν γυναίκα χωρίς πρόσωπο. Φορούσε μακριά πουκαμίσα σε σκούρο μπλε και κοθόρνους στα πόδια της. Ήταν οδηγίες της εξαδέλφης της. Πήρε ξανά το βιβλίο και διάβασε: 

– «Kάνει ‘‘ουά ουά, οϊμέ, οϊμέ’’ και τη βρίσκουνε...» Αισθάνθηκα κάποιες φορές πως εκπορνεύτηκα, για να πετύχω στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία. Δεν πατάω σε πτώματα, τα πτώματα μπερδεύονται στα πόδια μου.

Η Βασιλεία αποτύπωνε τις χαρακτηριστικές της εκφράσεις. Στο πρόσωπό της διαγράφονταν σκληρές εκφράσεις, συγκεκριμένες και όχι αινιγματικές, αυτή τη φορά. Κοίταξε στο βιβλίο:  

– «Δεν έχει μαύρα μαλλιά, αλλά ξανθά, είναι φυσική ξανθιά».

Άφησε το βιβλίο και κοίταξε προς τη Βασιλεία. Μετά έκανε την αναμενόμενη κίνηση. Αφαίρεσε την πουκαμίσα και έμεινε γυμνή. Ήταν φυσική ξανθιά και άρχισε να κινείται με άνεση πάνω-κάτω. Κάποιες στιγμές τρόμαζε τη Βασιλεία.

– Και τώρα, μικρή Βασιλεία, που τα άκουσες και τα είδες όλα, μπορείς να φύγεις και να τρέξεις στον καθηγητή σου να τα αποκρυπτογραφήσετε...

– Το έπαιξες τέλεια, σχολίασε η Βασιλεία.

– Δεν θέλω σχόλια, τη διέκοψε. Μάζεψε τα πράγματά σου και φύγε...

– Έτσι το είπε κι εκείνη.

– Έτσι το λέω κι εγώ, και το εννοώ...

Τα χρειάστηκε η άλλη. Έβλεπε απέναντί της ένα πλάσμα που βρισκόταν αλλού, ίσως κοντά στην εξαδέλφη της.

Σε μια ώρα η Βασιλεία βρέθηκε στο σπίτι, που είχε φτάσει και την περίμενε ο άντρας της. Του τα είπε όλα, και έβαλαν την κάρτα της κάμερας στον υπολογιστή του. Σύγκριναν τις υπέροχες φωτογραφίες που είχε τραβήξει η Βασιλεία και ήταν οι ίδιες πόζες με την ίδια έκφραση από το ίδιο σώμα, όπως αυτές της εξαδέλφης της.

Εμφανίστηκε και το μοντέλο μετά από μία ώρα να φέρει τα κλειδιά. Έμεινε πίσω γιατί ήθελε να βιώσει το κλίμα του σπιτιού εκείνης. Έφερε και ένα σημείωμά της με ημερομηνία την ημέρα του χαμού της:

«Κι αν φύγω, θα ξανάρθω, αγαπημένοι μου...

»Ευδοξία...»

– Ξανάρθα, λοιπόν, είπε η Νέα Ευδοξία...

– Η νεκροφιλία μας δεν έχει όρια, ζώντων και τεθνεώτων, σχολίασε ο Γραβάνης.

– Συγγνώμη, τον έκοψε η Νέα Ευδοξία, αλλά εγώ δεν είμαι νεκρόφιλη. Μπήκα στην ιστορία αυτή που μου προκαλεί αφηγηματικό ενδιαφέρον και μπορεί να καταλήξει σε ένα ωραίο βιβλίο, κοντά στην αφήγηση του Πόε. Βρήκα το σόι μου, ερωτεύθηκα ένα αγόρι που μου αρέσει, βρήκα γύρω του ωραίους ανθρώπους, αισθάνομαι να επικοινωνώ με την εξαδέλφη μου, παίζω με τις φαντασιώσεις τις δικές μου και τις δικές σας, και τελικά είμαι ένα ορθολογικά σκεπτόμενο ελληνοαμερικανάκι.

Έμοιαζε να είναι ο άνθρωπος που χρειαζόταν, για το ζεύγος της Δαφνομήλη. Θα αναλάμβανε τις ιδιοτροπίες της Ευδοξίας, θα τις έκανε βιβλίο και θα τις μετέφερε πέραν του Ατλαντικού, όποτε θα ηρεμούσε η ψυχή εκείνης, που πήγε να συναντήσει την ψυχή του Πόε.

Συνάντησαν τον τζούνιορ στου Ψυρρή και πέρασαν καλά και το βράδυ είδαν όνειρα γλυκά.   

 

Το πρωί του Σαββάτου η Βασιλεία τύπωσε μία φωτογραφία της Νέας Ευδοξίας και την τοποθέτησε δίπλα στη φωτογραφία της παλιάς, με την Αναστασία ανάμεσά τους. Το όλο σκηνικό έμοιαζε με αντικατοπτρισμό.

– Λείπει η δικιά σου, της είπε ο Παναγιώτης.

Έστησε εκείνη τη μηχανή της, πόζαρε γυμνή, τράβηξε ο άνδρας τη φωτογραφία, την τύπωσε η Βασιλεία και το τρίο έγινε κουαρτέτο.

 

Την Κυριακή πήγαν στη Χαλκίδα, τη Δευτέρα στην εφημερίδα και τα πράγματα μπήκαν σε ομαλή πορεία, μέχρι το τέλος του Φεβρουαρίου. Η Νέα Ευδοξία καταγινόταν με το γράψιμο του βιβλίου της και η ψυχή της πρώτης είχε ηρεμήσει. Παρέμενε ο προστάτης άγιος των δικών της ανθρώπων, που την τιμούσαν όπως της άξιζε.

Ο Γραβάνης περίμενε το κοράκι να χτυπήσει κάποια στιγμή το τζάμι. Ως τότε επικρατούσε ηρεμία και η παρέα απολάμβανε τις ωραίες συναντήσεις τους, κυρίως στη Δαφνομήλη, τις εξόδους τους, βασικά στο Φίλιον και στου Ψυρρή, τις εκδρομές στη Χαλκίδα, αλλά και τις επισκέψεις στην οικία Παπαναστασίου, εκεί όπου ο τζούνιορ και η Νέα Ευδοξία είχαν επιφέρει τη νέα ισορροπία.

Η Αναστασία είχε γίνει περιζήτητο μοντέλο, και πολύ σύντομα οι εκθέσεις των ζωγράφων και των φωτογράφων της θα έκαναν την εμφάνισή τους στις αθηναϊκές γκαλερί και ίδια θα φιγουράριζε στα σαλόνια των εφημερίδων και των αστικών σπιτιών. Η Μυρτώ επιλέχτηκε να παίξει ένα καλό ρόλο στο Θέατρο Τέχνης και ο Άρης έκλεισε έναν ανάλογο στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ο Ηλίας σκάρωνε τον πίνακα της Νέας Τζοκόντας και δέχτηκε να του ποζάρει, με αινιγματικό της χαμόγελο, η Νέα Ευδοξία, ενώ προχωρούσε και τον πίνακα του γέρο-Μητσοτάκη, όταν εκείνος είχε όρεξη. Ο Παπαναστασίου τζούνιορ, που άλλαζε ομάδες σαν τα πουκάμισα, ανέλαβε την προπόνηση της Αστροφεγγιάς Γκύζη. Η Ευανθία υιοθέτησε ένα ακόμη στρουμπουλό γατάκι που το ονόμασε Μουσίτσα, στη θέση της Μαφάλντας που την πάτησε ένα ταξί. Η Βασιλεία σκόπευε να φωτογραφίσει τον Ηλία σαν έφηβο των Αντικυθήρων. Ο Γραβάνης δεν σκόπευε τίποτε, γιατί είχε ηρεμήσει από τους μεταφυσικούς εφιάλτες. Ο κάπτεν Παπαναστάσης ξεκίνησε να γράφει αστυνομικό μυθιστόρημα και η σύζυγός του έκανε όνειρα με τον τζούνιορ γαμπρό, και τη Νέα Ευδοξία να μπαίνει στο σπίτι τους και να αναπληρώνει το κενό που άφησε η κόρη της.

Η συνέχεια αύριο