Top menu

Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν: Οχτώ ποιήματα [Προδημοσίευση]

Μεταφράζει η Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου

 

ΑΡΙΑ Ι

 

Όπου κι αν στραφούμε στην καταιγίδα των ρόδων,

η νύχτα φωτίζεται από αγκάθια, και η βροντή

της φυλλωσιάς, που ήσυχη ήταν στη θαλπωρή των θάμνων,

τώρα μας ακολουθεί πιστά.

 

Όπου σβήνεται, ό,τι πυροδοτούν τα ρόδα,

βροχή μάς πλημμυρίζει στο ποτάμι. Ω, μακρινότερη νύχτα!

Μα ένα φύλλο, που μας βρήκε, πλέει στο κύμα

ώς την εκβολή μας ακολουθεί.

**

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΥΝΟΔΕΙΑ (ΑΡΙΑ ΙΙ)

 

Με πουλιά μεθυσμένα απ’ τον ύπνο

και δέντρα πυροβολημένα απ’ τον άνεμο

σηκώνεται πάνω η μέρα, κι η θάλασσα

αδειάζει πάνω της μια κούπα που αφρίζει.

 

Τα ποτάμια κυματίζουν προς το μέγα ύδωρ,

κι η χώρα βάζει υποσχέσεις αγάπης

στο στόμα του καθάριου αέρα

με φρέσκα λουλούδια.

 

Η γη δε θέλει να φορέσει μανιτάρι από καπνό,

κανένα πλάσμα να το φτύσει μπροστά στον Παράδεισο,

να καταργήσει με βροχή και κεραυνούς οργής

τις ανήκουστες φωνές του ολέθρου.

 

Μαζί μας θέλει να δει τους έγχρωμους αδελφούς

και τις γκρίζες αδελφές να ξυπνάνε,

τον βασιλιά ιχθύ, την υψηλότητα αηδόνι

και τον δούκα της φωτιάς σαλαμάνδρα.

 

Για μας φυτεύει κοράλλια στη θάλασσα.

Προστάζει δάση να τηρήσουν ησυχία,

το μάρμαρο να πρήξει την όμορφη φλέβα,

για μια φορά ακόμα τη δροσιά πάνω στη στάχτη να βαδίσει.

 

Η γη θέλει μιαν ελεύθερη συνοδεία από το σύμπαν,

να έχει κάθε μέρα από τη νύχτα,

ώστε να βγουν άλλα χίλια και ένα πρωινά

από την παλιά ομορφιά νέας χάρης.  

**

ΈΝΑΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΗΓΕΜΟΝΑ ΜΥΣΚΙΝ ΣΧΕΤΙΚΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΝΤΟΜΙΜΑ ΜΠΑΛΕΤΟΥ ‘Ο ΗΛΙΘΙΟΣ’

 

Με βήματα κούκλας βγαίνουν στη σκηνή τα πρόσωπα του έργου – ο Παρφιόν Ρογκόσιν, η Ναστάσια Φιλίποβνα, ο Τότσκι, ο Γκάνγια Ιβόλγκιν, ο Στρατηγός Επάντσιν και η Αγκλάγια. Η παντομίμα κλείνει με τον ρυθμό κλεισίματος της εισαγωγής και ο ηγεμόνας Μύσκιν περνά στη μέση της σκηνής. Απαγγέλει ολόκληρο τον μονόλογο, χωρίς τη συνοδεία μουσικής.

 

Έχω τον λόγο, τον πήρα

από το χέρι του πένθους,

ανάξιος, διότι πώς θα μπορούσα να

ήμουν πιο άξιος από κάποιον ανάμεσα στους άλλους –

ακόμα κι ένα δοχείο για το σύννεφο εκείνο,

που έπεσε από τον ουρανό και βούτηξε μέσα μας,

τρομαχτικό και ξένο

και μερικώς υπεύθυνο για την ομορφιά

και κάθε περιφρονητικότητας τούτου του κόσμου.

 

(Ω βάσανο του φωτός, βάσανο

του πυρετού, κοντινό στους άλλους πυρετούς,

της δίκαιης ασθένειάς μας

κοινό άλγος!) 

 

Άφησε τη βουβή πομπή να διαπεράσει την καρδιά μου,

ώσπου να σκοτεινιάσει

και, ό,τι με φωτίσει,

πάλι ας επιδοθεί

στο έρεβος.

 

Πράγματι, επειδή τούτο το άλγος

είναι μέσα σας, κάνετε,

ό,τι κάνετε για τη ζωή σας

όχι για τη δική σας ζωή,

και ό,τι κάνετε για την τιμή σας,

δεν συμβαίνει προς τιμή δική σας.

 

Στων δαιμόνων το γέλιο πυρακτωμένα,

χωρίς πυθμένα, είναι τα όστρακα

τούτης της άτυχης ζωής,

που ως το χείλος μας αναλογίζεται.

Αν το ένα το άλλο συναντήσει, τότε δεν

ηχούν, διότι σταματημό

τα δάκρυα δεν έχουν, βουβά

καταρρέουν, από άβυσσο

σε άβυσσο, και η τελευταία,

στην οποία περνούν, αρνείται

πάντα να μας εισακουστεί.

Ω σιωπή της αγάπης!

 

Τώρα παίρνει από το χέρι κάθε πρόσωπο, που κατονομάζει.

 

Ο Παρφιόν Ρογκόσιν, ο γιος του εμπόρου,

δεν ξέρει τίποτα από το εκατομμύριο.

Τις νύχτες του χειμώνα η άμαξά του σταματά

μπροστά στις εξαγοράσιμες οδούς του κόσμου

και δεν μπορεί να τις διανύσει.

Ρίχνει το χρήμα του στο χιόνι,

γιατί το χιόνι είναι το κριτήριο

 

των ζυγωματικών σου, Ναστάσια Φιλίποβνα,

το όνομά σου είναι μια επικίνδυνη καμπύλη

στα στόματα όλων, λέγεται, πως στο χιόνι

παίρνεις μέτρα για τα μάγουλά σου,

πως στα μαλλιά σου αέρηδες κατοικούν,

(δε λέω: είναι κυκλοθυμικοί),

το μάτι σου λένε πως είναι κούφιο μονοπάτι,

μέσα στο οποίο καταρρέουν οι άμαξές τους,

τους μετράει το χιόνι, κι απ’ το χιόνι

λαμβάνεις τον βαθμό

για τα ζυγωματικά σου.

 

Τότσκι – αυτό μάλλον παραπάει,

προτού να πας να ησυχάσεις: ενός παιδιού στιγμή

στην αγκαλιά ήταν το παρελθόν, και τώρα

έφτασε η ώρα των βλεμμάτων, η ώρα

των χειλιών και για τους δυο σας.

 

Γκάνγια Ιβόλγκιν, αν μεταξύ όλων δεσμά

έχουν υφανθεί,

τότε τα χέρια σου θα είναι οι κόμποι,

που τα τεντώνουν,

γιατί δεν χαμογελάς καλά.

Απαιτείς πολλά για σένα

και απαιτείς πολύ λίγα από σένα.

Σε κινητοποιεί μοναχά ένας πόθος:

να δεις τις άμαξες να πέφτουν,

στις οποίες μέσα ταξιδεύουν οι άλλοι,

προτού ψοφήσεις ο ίδιος κάτω από τροχούς.

 

Σταρτηγέ Επάντσιν – δεν είναι συμπτώσεις,

που μας οδηγούν κοντά σε κείνους, που αποφεύγουμε.

όπως ξεγλιστράμε μέσα στα παιδιά,

γλιστράμε πίσω από ανομολόγητες επιθυμίες

και μπροστά σε ξένους κρατά με πόρτες ως φύλακες,

από τις οποίες τους εαυτούς μας είμαστε ελάχιστα σε θέση να φυλάξουμε.

 

Τι όμως ξεγλίστρησε; Το λευκό,

ψυχραμένο όνειρο μιας νιότης,

που δεν απαιτεί επιείκεια;

 

Το ολοκληρωμένο λοιπόν; Και ομορφιά

σε τέτοια μορφή, που ικανοποιούμαστε

με τον γρίφο της; Αγκλάγια,

τότε δεν θα δω τίποτα σε σένα

παρά το μήνυμα ενός κόσμου,

στον οποίο να εισέλθω δεν μπορώ,

μιαν υπόσχεση, που να τηρήσω δεν μπορώ

και μια ιδιοκτησία, που να διατηρήσω δεν μπορώ.

 

Γυρίζει και στέκεται με το πρόσωπο προς το κοινό.

 

Αναστημένος στη λάμψη,

ξελογιασμένος από πλανήτες,

που απαιτούν από μας να εκφραζόμαστε

κοιτάζω στην ατέλειωτη μουσική

την κίνηση των βουβών.

 

Εδώ τα λόγια του καταλήγουν σε έναν άκαμπτο χορό τύπου μαριονέτας.

 

Τα βήματά μας είναι μόνο τα λίγο

ακριβή χτυπήματα λίγων ήχων,

που φθάνουν σε μας.

 

Σε έναν χορό, που αποσκοπεί στο να εκφράσει τη μοναξιά του καθενός,

συμπαρασύρεται και ο Μύσκιν.

 

Το εσωτερικό ενός χώρου που δημιουργεί την ατμόσφαιρα αρένας τσίρκου. Η Ναστάσια τραβάει τον Τότσκι, τον Γκάνγια και τον Στρατηγό με λευκές κορδέλες και χρησιμοποιεί στα πλαίσια ενός τραγικού, τολμηρού, επικίνδυνου χορού την εξουσία της πάνω στους τρεις άντρες. Μετά εμφανίζεται ο Ρογκόσιν, και η Νατάσια περιστρέφεται φεύγοντας από τους τρεις άντρες. Η στολή της πέφτει από το κορμί της κομμάτι-κομμάτι, έτσι ώστε στο τέλος στέκεται κάτω από μια χρυσή σφαίρα, φορώντας μονάχα μια κίτρινη αθλητική φανέλα. Σηκώνει το ένα χέρι προς την μπάλα και δίνει το άλλο στο Ρογκόσιν, που περιμένοντας στεκόταν στο περιθώριο. Εκείνη την ώρα την πλησιάζει ο Μύσκιν.

 

Περίμενε! Σε εξορκίζω,

Πρόσωπο του μοναδικού έρωτα,

μείνε φωτεινό και σφάλισε με τις βλεφαρίδες

το μάτι προς τον κόσμο, μείνε όμορφο,

πρόσωπο της μοναδικής αγάπης,

και σήκωσε το μέτωπο από τις μακρινές αστραπές των αμφιβολιών.

Τα φιλιά σου θα σού κόψουν στα δύο,

θα σε παραμορφώσουν στον ύπνο σου,

σαν θα κοιτάζεις ψάχνοντας καθρέφτες,

μέσα στους οποίους ανήκεις στον καθένα!

 

Ο Μύσκιν οδηγεί τη Ναστάσια στο μπροστινό μέρος της σκηνής και ανεβαίνει μαζί της σε μια τραπεζοειδή κατασκευή για ακροβατικά, που βρίσκεται στο έδαφος κι έχει βγει από το πάλκο. Ενώ οι δυο τους ανεβαίνουν σιγά-σιγά στον αέρα, αντηχούν μόνο λίγοι τόνοι μιας πολύ απαλής μουσικής.

 

Να είσαι αληθινή και δώσε στο χιόνι πίσω τα χρόνια,

γίνε εσύ το μέτρο του εαυτού σου και άφησε τις νιφάδες

να σε αγγίξουν μόνο στο περίπου.

 

Και τούτο είναι ο κόσμος:

ένας πρώιμος πλανήτης, που ως παιδιά

κατοικούμε∙ μοιρασμένος στα πηγάδια

ως περιεχόμενο και βροχή των ωρών,

ως προμήθεια εύθυμων εποχών.

Ακόμα και τούτο είναι ήδη πνεύμα, ενός είδους

χαρούμενου παιχνιδιού, η κούνια

στον άνεμο και ένα χαμόγελο πάνω και κάτω∙

τούτος είναι ο στόχος, να μην πωρωθούμε

με τον εαυτό μας

και να χάσουμε κάθε στόχο∙

και ακόμα και τούτο είναι μουσική,

με έναν παράλογο ήχο,

πάντα τον ίδιο,

να ακολουθείς ένα τραγούδι,

που μας υπόσχεται ένα μεταγενέστερο.

 

Μην πέσεις στη φασαρία της ορχήστρας,

στην οποίο φαλτσάρει ο κόσμος.

Θα γκρεμιστείς, αν τώρα παραδώσεις το δοξάρι

σου, και θα μιλήσεις με τη σάρκα σου

μια παροδική γλώσσα.

 

Μα η Νατάσια γλιστράει από το αιώρημα στην αγκαλιά του Ρογκόσιν.

Μπροστά σε μια τεράστια εικόνα στέκεται μια σκάλα, όπου κάθεται ο Μύσκιν. Ο Ρογκόσιν κείται ανάσκελα στο ξυλοκρέβατο, ακούει με αυξανόμενη αγωνία τη διήγηση του Μύσκιν και παρακολουθεί ταραγμένος τον Μύσκιν να κατεβαίνει αργά από τη σκάλα.

 

Σε καθεμιά από τις στιγμές μου προσθέτω μια ξένη

στιγμή, τη στιγμή ενός ανθρώπου,

που κουβαλάω κρυμμένο μέσα μου την κάθε στιγμή,

και το πρόσωπό του τούτη τη στιγμή,

που ποτέ μου δεν θα ξεχάσω, σε όλη μου τη ζωή.

 

(Κανένα πρόσωπο, που το βράδυ να ωριμάζει από μέσα!)

Καλυμμένο από την πάχνη μιας νύχτας στο μπουντρούμι

και πράσινο από παγωνιά, προϋπαντεί το πρωί χαιρετώντας το,

με τα κάγκελα πάνω από το βλέμμα, που πάντως κάποτε

ατένιζε τον ουρανό.

 

Μέσα από τους κρύους διαδρόμους των άκρων εγκαταλείπει τον αιχμάλωτο ο ύπνος.

Τα βήματα τού φύλακα αντηχούν στο στήθος του.

Ένα κλειδί ξεκλειδώνει τους αναστεναγμούς του.

 

Επειδή δεν έχει λέξεις,

επειδή κανείς δεν τον καταλαβαίνει,

του φέρνουν ψάρι και κρασί

κι εφαρμόζουν πάνω του την αγάπη προς τον πλησίον.

 

Εκείνος όμως, βυθισμένος

στις τελετουργίες της ένδυσης,

δεν μπορεί να κατανοήσει αγαθοεργίες,

ούτε και κάτι από την αλαζονεία

όσων προστάζονται.

 

Αφού θα ξεκινήσει μακρύς βίος,

σαν ανοίξει η πόρτα και παραμείνει ανοιχτή,

όταν οι δρόμοι καταλήξουν σε

δρόμους και η διαφορά των φωνών

όλου του λαού τον κουβαλήσει κάτω

στην ακτή της θάλασσας του αίματος,

που γευματίζεται από εγκληματικά

δικαστήρια του κόσμου όλου

με θανατικές ποινές.

 

Τώρα όμως υπάρχει ένα κοινό  ανάμεσα σε μας

και στην καταδικαστική απόφαση, που λέει ακόμα, πως τούτος ο άνθρωπος

με ένα ολοκληρωτικά αληθινό πρόσωπο στη μία και μοναδική

αλήθεια φτάνει, προτού το κεφάλι

ακριβώς στη σανίδα αποθέσει

(παρόλο που το πρόσωπό του

είναι άσπρο και ακίνητο,

και οι σκέψεις, που θε να συλλογιέται,

ίσως είναι άνευ ουσίας, βλέπει μονάχα

το σκουριασμένο κουμπί στο πανωφόρι

του δήμιου).

 

Τώρα όμως υπάρχει ένα κοινό ανάμεσα σε μας

και τα μοιρασμένα, εφόσον είναι σε θέση να μας πείσει,

ότι της δολοφονίας, που ετοιμάζουμε,

και της δολοφονίας, που μας ετοιμάζουν,

προηγείται η αλήθεια.

Και κάποιος κείται εμπρός μου,

κι εγώ στέκομαι μπροστά σε κάποιον

με όλες τις δυνατότητες για αυτήν την αλήθεια

και με το θάρρος της ζωής της

και του θανάτου μας.

 

Μα στη θνητότητά μου μέσα

τίποτε να διδάξω δεν μπορώ

κι αν ακόμα θα μπορούσα, τότε ακόμα

μονάχα τη στιγμή εκείνη, για την οποία μιλάω,

και εκείνη τη στιγμή δεν

θα είχα τίποτε πια να πω.

 

Τώρα ο Ρογκόσιν σηκώνεται πάνω μ’ ένα άλμα και πετάει τον Μύσκιν, που προς το τέλος έχει φθάσει το τελευταίο σκαλοπάτι, στο πάτωμα. Πάλι αντηχεί η ίδια πολύ απαλή μουσική. Μεταμορφωμένος ο Ρογκόσιν πηγαίνει προς το μέρος του Μύσκιν, τον σηκώνει από το έδαφος και τον αγκαλιάζει. (Αντ)αλλάζουν τους σταυρούς τους.

Πάνω στην άδεια μαύρη σκηνή είναι κατασκευασμένο σε πολύ λεπτά, λευκά περιγράμματα ένα σπίτι σε σχήμα παλατιού. Το σπίτι επίσης διαπερνά μια λεπτή μπάρα μπαλέτου, στην οποία στέκεται η Αγκλάγια φορώντας μια εκτυφλωτικά λευκή τουτού. Ο Μύσκιν, που απαγγέλλει στραμμένος προς το κοινό στην μπροστινή σκηνή την παραλλαγή στην μπαλάντα του Πούσκιν για τον φτωχό ιππότη, δνε γυρίζει ούτε μία φορά προς την Αγκλάγια, η οποία, κάθε φορά που το κείμενο διακόπτεται από τη μουσική –ένα ρεφραίν– πραγματοποιεί στην μπάρα μπαλέτου μια άμεμπτη άσκηση μπαλέτου. Η σκηνή ξεκινά με μουσική.

 

Εγγυητής μπαίνω για έναν,

που ζούσε σε αυτόν τον κόσμο πριν πολύν καιρό

και θεωρούνταν ξεχωριστός, έναν ιππότη,

μα πώς να τον ονομάσω σήμερα

που δεν αποτελεί επίτευγμα, στη

φτώχια να ζεις κι όχι σε παλάτια;

 

Χωρίς έγνοια φορούσε τις ημέρες,

μέχρι που μια ξέφτισε γύρω από τους

ώμους του και ένα φως

τον φόρτωσε, στου οποίου το περιβάλλον

η ντροπή δεν επιτρεπόταν

και η τελειωτική ειρήνη της μακροθυμίας.

 

Όσοι καταριούνται τον πόλεμο, είναι επιλεγμένοι,

να πολεμήσουν σε τούτο το φως.

αυτοί ρίχνουν τους σπόρους

στους νεκρούς αγρούς της γης,

κείνται στις γραμμές του πυρός

επί ένα καλοκαίρι,

δένουν για μας τις δέσμες του άχυρου

και πεθαίνουν στον αγέρα.

 

Η Αγκλάγια επαναλαμβάνει την παραλλαγή της για το πρώτο μέρος του ρεφραίν.

 

Την εποχή της προετοιμασίας απέφευγα τις πόλεις

και ζούσα επικίνδυνα, όπως κάνεις, όταν αγαπάς.

 

Αργότερα έμπλεξα με βραδινές παρέες

και διηγήθηκα ιστορίες για μιαν εκτέλεση. Έτσι έλειψα πάλι.

 

Τον πρώτο μου θάνατο τον δέχτηκα από το χέρι μιας καταιγίδας

και σκέφτηκα: τόσο φωτεινός είναι ο κόσμος και τόσο έξαλλος,

 

όπου σκοτεινιάζω τα λιβάδια, σκάβει ο άνεμος τη γη

πάνω από έναν σταυρό, αφήστε με ξαπλωμένο με το πρόσωπο προς τα κάτω!

 

Μπλε πέτρες έπεφταν καταπάνω μου και με ξύπνησαν από τον θάνατο.

Προέρχονταν από ένα πρόσωπο από άστρα, που ράγισε.

 

Η Αγκλάγια επαναλαμβάνει την παραλλαγή της για το πρώτο μέρος του ρεφραίν.

 

Και αποκλεισμένος από το τάγμα των ιπποτών,

απελασμένος από τις μπαλάντες,

ακολουθώ έναν δρόμο μέσα από το παρόν,

προς τον ορίζοντα, όπου οι σχισμένοι

ήλιοι κείνται στη σκόνη,

όπου τα θέατρα σκιών

πάνω στον ανήκουστο τοίχο του ουρανού

καταφεύγουν σε μεταμορφώσεις και του

φαντάζονται μία ουσία

από την παλιά πίστη

της παιδικής μου προσευχής.

 

Κι αν  ακόμα τα στέφανα κόπηκαν στα δύο,

κι αν πετάχτηκαν από πάνω τα μαργαριτάρια, όταν το φιλί

στις μπλε ρυτίδες των Θεοτόκων,

δοκιμασμένο μετά τις εκστάσεις

τόσων νυκτών, σβήσει με την πρώτη πνοή

το φως μέσα στις γωνιές,

θα βγω από το μαύρο

αίμα των απίστων και θα μπω στο δικό μου

και θ’ ακούσω την τελευταία στροφή

του τραγουδιού μιας ιστορίας,

που περιφρονεί τις θυσίες μας.  

 

Η Αγκλάγια επαναλαμβάνει την παραλλαγή της για το πρώτο μέρος του ρεφραίν.

 

Μια αδυναμία θέλει, η τρέλα

καλοδεχούμενη, να μου στραμπουλήσει

το δρόμο μου και να με στερήσει στην ελευθερία. 

 

Πειθήνια στην αναρρόφηση, η σάρκα μου απέφυγε

χωρίς τα μαχαίρια, που σήκωσα

για να την ξεσχίσω. Με την πνοή,

που την περιβάλλει, θέλει να κατέβει,

με την ανάσα μου, που θα την επιστρέψω

ως απόδειξη, πως το στόμα μου

δεν ρώτησε για τη ζωή μου

και τις προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες

πρέπει να τεκνοποιήσουμε

για την Κτίση.

 

Με το δεύτερο μέρος του ρεφραίν τελειώνει η σκηνή, και η Αγκλάγια «παγώνει» πάνω στη μύτη του ποδιού της, στην τελευταία της στάση.

 

Βλέπουμε ένα δεντροφυτεμένο δρόμο για περίπατο σε χώρο θεραπείας με έναν ναΐσκο για ορχήστρες στο πίσω μέρος. Μια κοινωνία από πουλιά έχει συγκεντρωθεί εδώ πέρα –εννοείται η υψηλή κοινωνία της Αγίας Πετρούπολης. Όταν ανοίξει η αυλαία, ο μαέστρος του μικρού παρεκκλησιού ανασηκώνει την πακέτα. Η κοινωνία από πουλιά στέκει ακίνητη. Καθένας έχει «παγώσει» στην πόζα του, ώστε η σκηνή να δίνει την εντύπωση έγχρωμης εκτύπωσης. Στο προσκήνιο στέκεται ο Μύσκιν, που αισθάνεται πολύ ξένος σε τούτο το περιβάλλον.  

 

Αυτούς που πετούν εύκολα, δε θα τους

ζηλέψω, την παρέα των πουλιών,

που αγγίζει πολλά μέρη

και ακόμα και στην πιο γρήγορη πτήση

είναι γεμάτη κορεσμό.

 

Ο Μύσκιν φεύγει. Ο μαέστρος της μικρής ορχήστρας κουνάει την πακέτα του στο ρυθμό της μουσικής, και η παγωμένη κοινωνία των πουλιών διαλύεται σε ένα «δενδροφυτευμένο δρόμο για περίπατο σε χώρο θεραπείας». Όταν η μουσική τελειώνει, όλοι στρέφονται προς τον μαέστρο και χειροκροτούν. Λίγο πριν το τέλος του χορού, εμφανίζονται ο Μύσκιν και η Αγκλάγια. Συμμετέχουν στο δρώμενο και πηγαίνουν έπειτα στην μπροστινή σκηνή. Και ο Μύσκιν εξηγείται στην Αγκλάγια.

 

Όπου ήρθα, βρέθηκα ανάμεσα σε πέτρες,

ασπρισμένες καθώς ήταν και προκατειλημμένες από εμπιστοσύνη.

 

Είμαι βέβαιος, πως και το δικό σου πρόσωπο

έπεσε κάτω τόσο ηλικιωμένο και πλάγιασε δίπλα μου

κάτω από το λευκό σαν πάγο καταρράκτη,

κάτω από τον οποίο για πρώτη φορά άνοιξα το κρεβάτι μου

και κάτω από τον οποίο στον θάνατό μου

θα κείμαι, με την πτώση

της αγνότητας μπροστά στα μάτια μου.

 

Ο Μύσκιν και η Αγκλάγια φεύγουν. Βραδιάζει. Μερικά λαμπιόνια φωτίζουν, η ορχήστρα σταματά να παίζει, η παρέα μαζεύεται σε ζευγάρια και εγκαταλείπει τη σκηνή. Μπλε σκηνικά κατεβαίνουν από πάνω, και η σκηνή πλημμυρίζει από ένα καθάριο μπλε. Μετά η Αγκλάγια πετάγεται μέσα, την ακολουθούν λευκοί χορευτές, και ο Μύσκιν της εμφανίζεται ως φανταστική εικόνα μέσα σε μιαν άσπρη στολή. Μα η παρουσία της Ναστάσιας μπαίνει ανάμεσα στους εραστές και τους χωρίζει. Τα μπλε σκηνικά αφαιρούνται. Μόνη στο νυχτερινό κήπο η Αγλάγια κοιτάζει γειωμένη γύρω της και ρίχνεται κλαίγοντας σε ένα παγκάκι. Ο Μύσκιν, στην πραγματική του μορφή, έρχεται και γονατίζει μπροστά της.

 

Παραχώρησα εμπιστοσύνη στην παραίτηση.

Κλαις που σε προτιμώ από τις επιθυμίες μου;

Επιλέγεις τύχη δίχως διάρκεια: τον χρόνο μου, κι εγώ θέλω

την καταστροφή όλων των ονείρων, με τα οποία

κοιμάσαι και προεξέχεις από τον κόσμο.

 

Για σένα δεν έχω παρηγοριά.

Θα ξαπλώσουμε μαζί,

όταν συμβεί η κίνηση των βουνών,

με μιαν αίσθηση βράχου, δίχως ηλικία,

στο έδαφος του φόβου της νύχτας

και στο ξεκίνημα μιας μεγάλης σύγχυσης.

 

Μια φορά μονάχα το φεγγάρι είχε τη ματιά.

Στις διακλαδώσεις της καρδιάς μας

έπεσε το μοναχικότερο

φως της αγάπης.

Πόσο κρύος ο κόσμος

και πόσο γρήγορα οι σκιές

απλώνονται στις ρίζες μας!

 

Η Αγκλάγια ακούει τον Μύσκιν, χωρίς να τον καταλαβαίνει∙ οι προσδοκίες της απογοητεύτηκαν, πετάγεται απάνω και παρατάει τον Μύσκιν ταραγμένο. Τα πουλιά επιστρέφουν στο νυχτερινό κήπο, αυτή τη φορά συγκεντρωμένα γύρω από τη Ναστάσια Φιλίποβνα, η οποία έχει κόψει την ανάσα όλων με την εκπληκτική ομορφιά της σε έναν προκλητικό χορό. Μετά οι δυο γυναίκες στέκονται η μία μπροστά στην άλλη. Η Ναστάσια προσβάλλει την Αγκλάγια και προσβάλλεται πάλι από έναν από τους συνοδούς της Αγκλάγιας. Ο Μύσκιν φεύγει και η ενοχλημένη παρέα των πουλιών τρέπεται σε φυγή. Το φως είναι στραμμένο στο μπροστινό μέρος, ενώ τα σκηνικά απομακρύνονται∙ μόνο μια εξέδρα, καλυμμένη με μαύρο ύφασμα, με δύο σκάλες στο πλάι παραμένει στη σκηνή, και η Αγκλαγια και η Ναστάσια χορεύουν με μαυροφορεμένους παρτενέρ την παραλλαγή τους, σαν να μάχονται με αόρατα ξίφη για ζήτημα ζωής και θανάτου. Όταν ο Μύσκιν επιστρέφει, ανεβαίνουν οι δύο γυναίκες σε μία από τις σκάλες αντίστοιχα και του υποδηλώνουν πως απαιτούν τις εξηγήσεις του. Η Αγκλάγια βλέπει τον δισταγμό του Μύσκιν, πετάγεται κάτω από την εξέδρα και απομακρύνεται κουβαλητή από τον παρτενέρ της. Προτού ο Μύσκιν προλάβει να την ακολουθήσει, η Ναστάσια καταρρέει σαν άψυχη μπροστά του. Τη σηκώνει από το πάτωμα και την αγκαλιάζει.

 

Πάνω στην άδεια σκηνή στέκονται, μαυροντυμένοι, με την πλάτη προς το κοινό, άνθρωποι με κηροπήγια, ενώ ο Μύσκιν, στραμμένος προς το κοινό, μιλάει.

 

Με μια λέξη δανεική ήρθα,

και όχι με τη φωτιά

και φταίω για όλα, ω Θεέ!

Οι σταυροί ανταλλάχθηκαν

κι ο ένας δε φοριέται.

Αδύναμος εξάρω την αυστηρότητα

της Κρίσης σου και συλλογιέμαι

ήδη τη συγχώρεση, προτού την αποδώσεις.

 

Όπου ο φόβος ξεπηδάει μέσα μου

και τινάζει φως μπροστά μου, ανακαλύπτω

φρικτά πράγματα και το φταίξιμό μου

σε όλα, στο έγκλημα,

με το οποίο ακόμα τη νύχτα τούτη

πρέπει να έρθω στη νύχτα σου,

και την τρομερή μου γνώση δεν θέλω

να μαρτυρήσω στη συνείδησή μου.

 

Να είσαι Εσύ η αγάπη, εγώ μόνο σε αθόρυβο

πυρετό ξεπήδησα από μέσα Σου

κι ανάμεσα σε όσους επιθυμούν αδύναμος

έγινα. Την τύφλωσή Σου αναγνωρίζοντας,

μπροστά στην οποία είμαστε ένα στο σκοτάδι,

ομολογώ, πως είμαι ένοχος

για όλα, διότι Εσύ, από τότε που πια

δεν μας βλέπεις, μετράς σε έναν λόγο.

 

Ένα κόκκινο χαλί απλώνεται προς τα έξω. Ο Μύσκιν γυρίζει και στέκεται τώρα επίσης με την πλάτη προς το κοινό. Η Ναστάσια εμφανίζεται και προσπαθεί, να πλησιάσει τον Μύσκιν στην μπροστινή σκηνή, μα ο Ρογκόσιν χοροπηδάει μερικές φορές ανάμεσά τους με ένα μαχαίρι στο χέρι. Οι μαύρες μορφές πραγματοποιούν επί τόπου τα αντίστοιχα βήματα για το μπολερό. Τελικά ο Ρογκόσιν αρπάζει τη Ναστάσια και την κατεβάζει από τη σκηνή κουβαλώντας τη, με την πλάτη προς το κοινό. Και οι μαύρες μορφές φεύγουν. Η εικόνα βυθίζεται μέσα στο πάλκο. Ο Μύσκιν στέκεται ανήμπορος μπροστά σε όλα.

 

Άνοιξέ μου!

όλες οι πύλες έκλεισαν, είναι νύχτα,

κι ό,τι ήταν να ειπωθεί, δεν ειπώθηκε ακόμα.

Άνοιξέ μου!

Διαβάζω ήδη στις γραμμές της παλάμης σου, πνεύμα μου,

που μου αγγίζεις το μέτωπο και να με πάρεις μαζί σου θέλεις.

Άνοιξέ μου!

 

Επιτέλους προβάλλει ο Ρογκόσιν, ο Μύσκιν πηγαίνει προς το μέρος του.

 

Κρυφό είναι το στόμα, με το οποίο θα μιλώ αύριο. Τούτη τη νύχτα

θέλω να ξαγρυπνήσω μαζί σου και δεν θα σε προδώσω.

 

Προσεκτικά ο Ρογκόσιν οδηγεί τον Μύσκιν πίσω από την εικόνα. Η σκηνή γίνεται κατασκότεινη, και στο σκοτάδι ο Μύσκιν απαγγέλει τα δύο τρίστιχα.

 

Στα σχοινιά της σιωπής κρέμονται τα σήμαντρα

και του ύπνου την έναρξη ανακοινώνουν,

λοιπόν κοιμήσου, του ύπνου την έναρξη ανακοινώνουν.

 

Στα σχοινιά της σιωπής τα σήμαντρα

ηρεμούν, ο θάνατος θα μπορούσε να είναι,

λοιπόν έλα, ησυχία πρέπει να γενεί.

 

Πέφτει λίγο φως. Μέσα από το πάλκο κατεβαίνουν λευκές θηλιές ως συνοδεία των ήχων της αποθέωσης. Ο Μύσκιν στέκεται ακίνητος, κι ενώ καταδύονται ολοένα και περισσότερες θηλιές, εμφανίζονται χορευτές, που με συγκρατημένες, πανηγυρικές κινήσεις αναπαριστούν το ξέσπασμα της παραφροσύνης.

 

Χορογραφία: Τατιάνα Γκζόφσκι

Μουσική: Χαντς Βέρνερ Έντσε

**

ΦΡΑΓΜΑ ΗΧΟΥ

 

Το χαλί του θορύβου, πλατύ και δυνατό,

ξοπίσω σου σέρνεται,

ό,τι πιο πολύ θόρυβο κάνει, όλα

θορυβούν και δυνατά θορυβούν,

τρέμουν

τα σπίτια σου όλα,

κάθε πλάτος ποδιού

στο μυαλό σου

όλα σου τα κτήματα

σκέψεις, αναμνήσεις

αυτό διατρέχει

με μία ταχύτητα

που ποτέ δεν ήταν η δική σου

αυτή η παράνοια, αυτό δεν υπάρχει

πια, τίποτε δεν υπάρχει πια, και

δεν είναι πια μακριά

ώσπου με το μεγάλο μπαμ

κάτω από το οποίο σκύβεις για να φυλαχτείς

από πάνω σου, πάνω,

ανοίγεις το φράγμα του ήχου

προς τα πάνω.

Σκύβεις, είσαι ήδη

πάνω και ξεκινάς το ταξίδι σου

με κουρέλια που σπινθηρίζουν και ζάντες

με ξεσκισμένες ραφές και μια

τρελή δύναμη, για της οποίας

το αντίγραφο ο ουρανός πάντα θα είναι πολύ μαλακός

και η γη πολύ σκληρή.

**

ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ.

 

Είσαι στα χέρια του εχθρού,

ήδη αλέθουν τα κόκαλά

σου, απαιτούν

το βλέμμα Σου

σού βγάζουν τα βλέμματα

κλωτσώντας σε με τα πόδια

σού σφυρίζουν στο αφτί

με τις σφυρίχτρες συναγερμού

συναγερμό

**

ΕΒΡΑΪΚΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ

 

Πέτρινο δάσος, καθόλου έξοχοι τάφοι, τίποτε για να γονατίσεις

και για τα λουλούδια τίποτε. Τόσο στενή είναι εκεί μία πέτρα, σαν τον

λαιμό των άλλων να αγκαλιάζει, κανείς χωρίς τον άλλον να νοείται,

και επιτρέποντας για τους ζωντανούς μια χαραμάδα πλάτος για να περνάνε,

χωρίς πένθος, Όποιος φθάσει στην έξοδο, δεν έχει τον θάνατο,

αλλά τη μέρα στην καρδιά.

**

ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ ΠΡΑΓΑΣ

 

Εκεί όλα είναι δωρεάν. Τίποτε πια δεν κοστίζει κάτι.

Μόνο όσοι είναι άρρωστοι, Ούτε πλουσιοκομείο, ούτε φτωχοκομείο,

ένα νοσοκομείο μονάχα για τους αρρώστους, δεν κοστίζει τίποτα,

όλα δωρεάν, καμιά προτεραιότητα και καθόλου προνόμια,

εκεί όλοι είναι άρρωστοι και χτυπάνε την πόρτα όπως στον Παράδεισο

και τρικλίζουν όπως μπροστά στον Παράδεισο και σχεδόν δεν αναπνέουν

**

ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΠΟΛΗΣ[1]

 

Όχι πολλά να δεις, αχνάρια πάγου, βουνά χιονιού

καπνίζουν από το κρύο τα στόματα, πάνω και

κάτω σα σμήνη ψαριών από σπίτι σε σπίτι

άνθρωποι. Όχι πολλά για να καταλάβεις.

μαζί και εμπόδιο

 

Καπνός μόνο, συννεφιά, συλλογισμοί

του καθενός, τίποτε δε συλλογιούνται. Προς τι άλλωστε

και γιατί εδώ.

 

Η Πλατεία, από όπου όμως βρίσκω τον δρόμο για το σπιτικό μου, επίσης έτσι λέγεται,

είναι μία και απαράλλαχτη. Έχω το μικρό μου καπνό

μπροστά στο στόμα και στρίβω και φθάνω ζωντανή

σε ένα σοκάκι, που πέρα κάτω στο παρελθόν μου τελειώνει

στο οποίο είναι η καταγωγή μου.

[1] ΣτΜ: Αναφέρεται στην Πλατεία της Παλιάς Πόλης της Πράγας.