Top menu

Έρση Σωτηροπούλου: "Το διάβασμα είναι προϋπόθεση ερωτική"

swthropoulou

Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου

Συνομιλήσαμε με την συγγραφέα Έρση Σωτηροπούλου με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της Τι μένει από τη νύχτα (εκδόσεις Πατάκη 2015).

Αλήθεια με ποια αφορμή αρχίσατε να διεισδύετε στη ζωή του Καβάφη, να τον ακολουθείτε στο διαφορετικό ταξίδι του αυτό;
Με ενδιέφερε ο Καβάφης νέος, ποιητής ακόμη ατελής και ανώριμος που τρέφει όμως μεγάλες φιλοδοξίες, που εντυπωσιάζεται και μιμείται τους διάσημους ποιητές της εποχής του, που απογοητεύεται, αγωνιά και πασχίζει να βρει τη δική του φωνή. Η εικόνα που έχουμε γι’ αυτόν είναι ενός ποιητή ήδη γερασμένου, αποφθεγματικού, σαν να μην γνώρισε ποτέ νεανική ηλικία. Το 1984 είχα διοργανώσει για λογαριασμό της Ελληνικής πρεσβείας στη Ρώμη μια μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στον Καβάφη στο Palazzo Venezia. Μου έκανε εντύπωση ότι εκτός από λίγα ενθύμια, δεν υπήρχε κάποια σημείωση, καμμιά προσωπική αναφορά σ’ αυτό το ταξίδι του 1897 που ήταν το μοναδικό ταξίδι αναψυχής της ζωής του.

Θα πρέπει να ξοδέψατε ατέλειωτες ώρες, χρόνια ίσως για να ολοκληρώσετε το βιβλίο αυτό; Και πόσους ανθρώπους να εμπλέξετε….
Το βιβλίο πήρε έξι χρόνια περίπου. Εκτός από την πρόσβαση στο Αρχείο Καβάφη και τη βιβλιογραφία που συσσωρευόταν και ξεχείλωνε όσο περνούσε ο καιρός, διάφοροι φίλοι και γνωστοί με βοήθησαν αυτό το διάστημα και τους χρωστάω ευγνωμοσύνη. Μπορεί για παράδειγμα κάποια στιγμή να είχα ανάγκη από μια οπτική λεπτομέρεια ενός δρόμου του Παρισιού ή να μην ήμουν σίγουρη για το πώς πέφτει το φως μια συγκεκριμένη ώρα σε κάποιο κτίριο, ζητούσα λοιπόν από έναν φίλο μου εκεί να πάει να τραβήξει φωτογραφίες και να μου στείλει.

Πού γράφτηκε το μεγαλύτερο μέρος του «Τι μένει από την νύχτα». Στο σπίτι σας, σε χώρους όπως το Σπίτι Λογοτεχνίας στην Πάρο; Και πώς γράφετε συνήθως; Με πρόγραμμα; Προτιμάτε χειμώνα, καλοκαίρι; Με μουσική, σε πλήρη ησυχία;
Έγραφα κάθε μέρα, το πρωί, ένα πρωί που πήγαινε όλο και πιο βαθιά προς τη νύχτα. Ξεκινούσα γύρω στις 3:30 π.μ. Καμμιά φορά με μουσική, πάντα το ίδιο κομμάτι, που λειτουργούσε όμως ως τείχος σιωπής για να με απομονώνει από τον έξω κόσμο. Το βιβλίο γράφτηκε σε πολλούς τόπους, στη Βραζιλία, στην Πάρο, στη Βαλτική, στη Γένοβα, στο Παρίσι, στην Αλεξάνδρεια και αλλού.

Διαβάζοντας το μυθιστόρημά σας μας αποκαλύπτονται άλλες πτυχές του ποιητή, μια κοσμοπολίτικη πλευρά του, ιπποδρομίες, τσάγια, δεξιώσεις, ρεστοράν πολυτελείας… Αλλάζουν λιγάκι την εικόνα του μονήρους που είχαμε για εκείνον… δεν συμφωνείτε;
Πάντα του άρεσαν οι απολαύσεις, το καλό φαγητό, τα ρεστοράν πολυτελείας. Δεν είχε τη δυνατότητα να τα απολαμβάνει, αλλά ήταν και σφιχτός... Τον τιμούσε να τον καλούν, ιδιαίτερα στα μεγάλα σπίτια της Αλεξάνδρειας. Ήθελε πάντα να πιστεύει ότι αποτελούσε μέρος αυτού του κόσμου άσχετα από την χρεωκοπία της οικογένειας Καβάφη.

«Είχε μείνει καρφωμένος στη θέση του ακούγοντας τα αναφιλητά [του αγοριού] διακοπτόμενα από μικρές εισπνοές. Για κάποιο λόγο το κλάμα στους άνδρες, τον ερέθιζε- το γυναικείο κλάμα το σιχαινόταν- αυτά τα αντρίκεια δάκρυα που σπάνια κυλάνε, που βγαίνουν με δυσκολία, με ντροπή», γράφετε κάπου στην ιστορία σας. Τον φανταστήκατε έτσι τρυφερό τον ποιητή, ή κάπου από την έρευνα βγήκε αυτή η απίθανη σκηνή;
Είναι μια τρυφερότητα που συνδέεται με την ερωτική έλξη, σύμφυτη μαζί της.

Αλλάζοντας λιγάκι και πηγαίνοντας πίσω δυο βιβλία σας το –συγκλονιστικό για μένα– «Ζικ ζακ στις νεραντζιές» αλλά και το «Να νοιώθεις μπλε να ντύνεσαι κόκκινα» έχουν βραβευτεί με Κρατικό Βραβείο και όχι μόνο. Τι λένε για σας οι βραβεύσεις; Σας «τονώνουν» ή απλά προσπερνάτε;
Φυσικά τα βραβεία τονώνουν. Μακάρι να υπήρχαν περισσότερα. Γράφεις ένα βιβλίο για χρόνια και το αντίκρισμα, αν υπάρχει, είναι τελείως εικονικό, απομακρυσμένο από σένα στον χρόνο. Ένα βιβλίο από τη στιγμή που εκδίδεται δεν σου ανήκει, η περιπέτεια μαζί του έχει τελειώσει. Τα βραβεία χρειάζονται. Βέβαια πρόκειται για σύντομη χαρά.

Τελειώνοντας τον Καβάφη, πώς νιώσατε ανακούφιση μετά από τόση δουλειά; Έχετε κάτι επόμενο στα σκαριά;
Ανακούφιση και λύπη. Συμβαίνει κάτι σαν επιλόχειος μελαγχολία όταν τελειώνει ένα βιβλίο. Καμμιά φορά το ζω σαν πένθος. Ευτυχώς όχι πάντα. Αλλά για καιρό συνεχίζω να ξυπνάω τις ίδιες ώρες, μέσα στα άγρια χαράματα, γιατί ο βιορυθμός κρατάει ακόμα ενώ εγώ δεν έχω πια αντικείμενο. Όσο για το επόμενο υπάρχει στα σκαριά από καιρό, στην περίπτωσή μου η επώαση κρατάει χρόνια.

Έργα σας έχουν μεταφραστεί στα σουηδικά, ιταλικά, ισπανικά, γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά. Που σημαίνει ότι ανεξαρτήτως διαφορετικών ψυχοσυνθέσεων κ.λπ. η τέχνη έχει τον δικό της τρόπο να «ενώνει»;
Η μουσική, η λογοτεχνία, η τέχνη γενικότερα, είναι ένα υπόγειο ρεύμα που ξεπερνάει τα σύνορα. Είχα πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις με ξένους αναγνώστες μετά από κάποια παρουσίαση και συχνά έχουν δημοσιευτεί κριτικές σε ξένα έντυπα που προσεγγίζουν τα βιβλία μου με οξύνοια και ευαισθησία, ενώ ο κριτικός που γράφει μπορεί να μην επισκέφθηκε ποτέ την Ελλάδα. Αυτό δεν έχει καμμιά σημασία. Κι έχει πλάκα – μου έχει συμβεί δυο τρεις φορές – μετά από συνέντευξη που έδωσα, ο δημοσιογράφος να αποφασίσει να ταξιδέψει στη χώρα μας για πρώτη φορά.

Τις προάλλες ο Παντελής Βούλγαρης έκλεισε την πρες κόνφερανς σχετικά με το Φεστιβάλ Άνδρου στην οποία έχει την καλλιτεχνική επιμέλεια με μια φράση «Η Τέχνη σε όλες της τις εκφάνσεις λειτουργεί σαν ψυχοφάρμακο». Κάπως έτσι δεν έχουν τα πράγματα ιδιαίτερα στους παράδοξους καιρούς που ζούμε;
Ναι και όχι. Γιατί τα ψυχοφάρμακα αποβλακώνουν κιόλας. Το να βυθίζεσαι σ’ ένα βιβλίο δημιουργεί μια προϋπόθεση ερωτική. Ενώ διαβάζεις γεννιούνται συνειρμοί ανεξέλεγκτοι, επανέρχονται θραύσματα αναμνήσεων που θεωρούσες σβησμένα, ανακαλύπτεις πτυχές του εαυτού σου που αγνοούσες ή που ήθελες να αγνοήσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει όταν βρίσκεσαι σε μια ερωτική κατάσταση που σ’ ευχαριστεί αλλά δεν την ελέγχεις απόλυτα. Ο έρωτας αφυπνίζει δεν απονεκρώνει.