Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [ΕΕ' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Η ανεπίδοτη επιστολή της Δευτέρας έγραφε:

«Σου εύχομαι κάθε ευτυχία...

»η Ευδοξία σου».

Μαζί με τα συγχαρητήρια, ο αρχισυντάκτης ζήτησε νέο ιστορικό ευθυμογράφημα, και ο Γραβάνης κατέγραψε αναπάντεχα ένα παράπονο, με θέμα τον Κωνσταντίνο Κανάρη:

«Θυμάσαι, Kωνσταντή, όταν διάβαζες τo βίο τoυ Mεγαλέξαντρoυ και τα μάτια σoυ τρέχανε δάκρυα; Eγώ θυμάμαι τo ακίνητo, παγωμένo σoυ πρόσωπό, στo θέαμα της ναυαρχίδας τoυ Kαραλή, πoυ καίγεται λαμπάδα στoυς αιώνες, μόνιμo δακρυσμένo τo πρόσωπό σoυ για τoν Mεγαλέξαντρό σoυ. Nτρoπαλός και ήσυχoς, όλo έκλαιγες, για τo γένoς πoυ στέναζε. Σαλτάριζες, αφρόψαρo πάνω στα νερά, μικρός κι έκλαιγες. Έκλαιγες εσύ πoυ θα φώτιζες τα πέλαγα, o ναύαρχoς, o ήρωας, o πρωθυπoυργός της ελεύθερης Eλλάδας».

«Έκλαιγα τη νύχτα της 6ης πρoς την 7η Ioυνίoυ τoυ 1822, καλoκαίρι στo πέλαγoς, όταν oι Toύρκoι γλεντoύσαν. Γιόρταζαν τo μπαϊράκι εκείνoι κι έλαμπαν τα φώτα στα δακρυσμένα μoυ μάτια και τρεμόπαιζε η φιγoύρα τoυ Aλέξανδρoυ. Nύχτα χωρίς φεγγάρι κι έκλαιγα για τo χαμένo όνειρo, για την Eλλάδα πoυ έφτασε ως την Λυδία, ως την Aίγυπτo. Kόλλησα τo πυρπoλικό στη ναυαρχίδα τoυ εχθρoύ και ζήτησα βoήθεια από τoν Aλέξανδρo, από τoν Aχιλλέα· κι έλαμψε η ναυαρχίδα στα βoυρκωμένα μoυ μάτια. Γέμισε η ασέληνη νύχτα ξύλα και πτώματα Toύρκων και σκλάβων. Eίδα και τις χανoύμισσες να χoρεύoυν ξέμπαρκες και ξεγυμνωμένες στoν αέρα, ωραίες λαχταριστές σάρκες, σαν βάρκες πoυ ταξίδευαν στoν oυρανό. Πετούσε και o Kαραλής στoν αέρα με τα σώβρακα κι έμoιαζε o άθλιoς να πηγαίνει κατά την Aίγυπτo, κατά την Iνδία να λερώσει τη μνήμη τoυ Aλέξανδρoυ».

«Έκλαιγα πoυ έβλεπα αυτά. Kαι υπoυργός των ναυτικών μετά έκλαιγα για τo κατάντημα της Eλλάδας, για τoν άδικo θάνατo τoυ Kαπoδίστρια, έκλαιγα πoυ κατάντησα τόσες φoρές να γίνω πρωθυπoυργός της χώρας... Έκλαψα, πρώτη φoρά, για τη Δέσπoινα των λoγισμών μoυ, πoυ ήθελαν να την παντρέψoυν με τoν αδερφό μoυ τoν Aναγνώστη κι από τότε έκλαιγα πάντα. Έκλαιγα κι όταν με πάντρεψαν με τη Δέσπoινα. Έκλαιγα την πρώτη νύχτα μoυ στo κρεβάτι κι όλo σκεφτόμoυν τoν Aλέξανδρo... Θα κλαίω πάντα για την πατρίδα και τον έρωτα».

Μια μέρα χαρούμενη για όλους, συνέχισε να επικρατεί η σύγχυση στο μυαλό του Γραβάνη. Ο ίδιος, ο Κανάρης, η Δέσποινα, η Βασιλεία, ο Mεγαλέξαντρος, ο τζούνιορ, η Ευδοξία και ο Καραλής είχαν στήσει χορό. Ο αρχισυντάκτης περίμενε το ιστορικό ευθυμογράφημα και ο άλλος του κατέθεσε έναν λυγμό, με στοιχεία παιάνα. Δεν πήρε απάντηση, το είδε τη μεθεπόμενη μέρα στον χώρο της επιφυλλίδας, μισό στην πρώτη σελίδα, μισό στη δεύτερη.

Η ανεπίδοτη επιστολή της Τετάρτης έγραφε:

«Ήταν ένα κείμενο αντάξιό σου...

»η Ευδοξία σου».

Του ανακοίνωσαν από το λογιστήριο πως ανέβηκε στη μισθολογική κλίμακα. Του ζήτησαν να μπει στη συντακτική επιτροπή στη θέση της Ευδοξίας, θέση που δεν είχε ακόμη συμπληρωθεί. Η Βασιλεία θα ακολουθούσε τη δική του ανέλιξη.

 To απόγευμα πέρασε από το σπίτι τους ο τζούνιορ, απρόσκλητος, αφού είχε το ελεύθερο να μπαινοβγαίνει. Ήρθε να τους κάνει τη μεγάλη έκπληξη και να τους παρουσιάσει την αγαπημένη του, όπως τους είχε υποσχεθεί. Ο άνθρωπος που μέσα σε μία δεκαετία πήγε, κατά τεκμήριο, με τις μισές γυναίκες της Αθήνας, έμεινε προσκολλημένος σε μία: την αδελφή του. Η γυναίκα που έφερε εκείνο το απόγευμα στη Δαφνομήλη, λεγόταν Ευδοξία Παπαναστασίου και ήταν δεύτερη εξαδέλφη του. Είχε ίδιο ύψος, ίδια χαρακτηριστικά, ίδιο σωματότυπο, ίδια χρώματα με τη χαμένη εξαδέλφη της. Είχε ακόμη την ίδια ηλικία και είχαν γενέθλια την ίδια μέρα. Γεννήθηκε στην Αμερική από έλληνα μετανάστη πατέρα και αμερικανίδα μητέρα, είχε αμερικανική υπηκοότητα, μιλούσε τα ελληνικά και ήλθε στην Ελλάδα, σαν μορφωτική ακόλουθος της Αμερικάνικης Πρεσβείας, στις 7 Δεκεμβρίου την ημέρα θανάτου της εξαδέλφης της. Είδε την είδηση στην τηλεόραση και προσπάθησε να βρει τα ίχνη των συγγενών της. Συνάντησε τον τζούνιορ με το τέλος του χρόνου, στην εφημερίδα του. Η τελευταία ερωμένη του ήταν η Αναστασία και μετά φλέρταρε με τη γάτα της Ευανθίας. Η συνέχεια της δικής του πορείας ήταν γνωστή στο ζευγάρι, που έβλεπε και άκουγε, χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά και τα μάτια του. Η νέα Ευδοξία είχε μαύρα μαλλιά, όπως η άλλη, αλλά ήταν και αυτή φυσική ξανθιά, όπως μαρτύρησε ο τζούνιορ και δεν το διέψευσε εκείνη.

– Την αποκαλώ Νέα Ευδοξία, είπε ο τζούνιορ. Όπως λέμε Νέα Φιλαδέλφεια, Νέα Σμύρνη, Νέα Ιωνία, για να μην μπερδεύομαι με τις χαμένες πατρίδες.

Η Νέα Ευδοξία έμαθε, στον προηγούμενο ενάμιση μήνα, τα πάντα για όλους. Είδε φωτογραφίες της εξαδέλφης και της κινήθηκε το ενδιαφέρον να γράψει μυθιστόρημα με θέμα την ιστορία που συνάντησε στην πρώτη της πατρίδα και λάβαινε χώρα ανάμεσα σε συγγενικά της πρόσωπα. Είχε σπουδάσει φιλολογία και είχε επιχορηγηθεί πριν πέντε χρόνια από το Πρόγραμμα Ελληνιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Κολούμπια. Το Πρόγραμμα της έδωσε την ευκαιρία να μελετήσει τη χώρα της καταγωγής της, και τώρα, που οι ισχυρές διασυνδέσεις του πατέρα της την οδήγησαν στην αμερικανική πρεσβεία της Ελλάδας, της δινόταν μια καλή ευκαιρία να προχωρήσει τη μελέτη της. Ήταν θαυμάστρια του αμερικανού συγγραφέα Έντγκαρ Άλαν Πόε και είχε επισκεφτεί το σπίτι του στη Βοστώνη. Ο Γραβάνης ήταν σίγουρος πως κοιμόταν και είχε δεχτεί επίσκεψη της Ευδοξίας στον ύπνο του. Την ίδια σιγουριά είχε και η Βασιλεία και περίμενε να ξυπνήσουν και να το συζητήσουν. Όμως η συζήτηση εξελισσόταν με λογικούς όρους και ο τζούνιορ δεν τους άφηνε να ξυπνήσουν. Συμπλήρωσε πως οδηγούσε συχνά την Νέα Ευδοξία στο Φίλιον και στου Ψυρρή, την είχε πάει στο σπίτι του που την καλοδέχτηκαν σαν κόρη τους και η υπόθεση τραβούσε μακριά, τόσο που το νέο μέλος της παρέας ζήτησε να παρακολουθήσει το μάθημα του Γραβάνη την επομένη το απόγευμα στις έξι. Η ιστορία επαναλαμβανόταν ως φάρσα των θεών απέναντι στον άνθρωπο.

 

Πριν το μάθημα του Γραβάνη, η Βασιλεία είχε στηθεί στην είσοδο, όπως πριν τρεις μήνες και περίμενε, αυτή τη φορά, την εμφάνιση της Νέας Ευδοξίας. Ήρθε εκείνη ντυμένη σαν ντίβα του μεσοπολέμου, όπως ακριβώς η εξαδέλφη της, και η Βασιλεία με το τζιν και ένα άσπρο μακό, έμοιαζαν και η δύο φωτοκόπια μιας προηγούμενης συνάντησης, από άλλο κόσμο. Της χαμογέλασε η Βασιλεία, την αγκάλιασε η άλλη και τη φίλησε με οικειότητα.

– Πότε θα μου ποζάρεις σαν Ωραία Ελένη; τη ρώτησε.

– Με θεωρείς τόσο ωραία;

– Με εξιτάρει η ιδέα να σε δω να ποζάρεις σαν την Ωραία Ελένη, όπως η εξαδέλφη σου.

Μπήκαν στην αίθουσα. Κάθισε η Βασιλεία στη θέση της και η Νέα Ευδοξία στη θέση της παλιάς. Δεν πίστευαν στα μάτια τους οι άλλοι φοιτητές. Ο Γραβάνης ανέβηκε στην έδρα και ξεκίνησε το μάθημα:

– Θέμα μας, ο ρόλος των Αμερικανών στα πολιτικά πράγματα της χώρας από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.

Όταν τελείωσε το μάθημα, έφυγε βιαστικά η Νέα Ευδοξία, για να συναντήσει τον τζούνιορ στο Φίλιον. Κάλεσε και τους άλλους δύο στην παρέα τους και την επομένη το απόγευμα θα γινόταν η φωτογράφιση. Τους είχε ξεπεράσει όλους σε ακροβατισμούς και πρότεινε να γίνει η φωτογράφιση στο σπίτι του Νέου Ψυχικού. Είχε τα κλειδιά ο Γραβάνης και κανένας δεν μπήκε στο σπίτι μετά τον θάνατο εκείνης. Απέφυγε η οικογένεια την έρευνα της αστυνομίας, δεν μπήκε ούτε η μητέρα της για τα ρούχα της κηδείας. Υπήρχαν αρκετά στο πατρικό σπίτι.

Ο Γραβάνης και η Βασιλεία έφτασαν στο Φίλιον και κοντοστάθηκαν σοκαρισμένοι στο πεζοδρόμιο της Σκουφά. Η Ευδοξία καθόταν πλάτη στην πόρτα, όπως τότε με έναν άνδρα, που αυτή τη φορά δεν ήταν άγνωστος στον Γραβάνη, ήταν ο Πετράκος τζούνιορ, όπως τότε. Τους είδε εκείνος και τους κάλεσε μέσα. Η Νέα Ευδοξία είχε αρχίσει την έρευνα για το βιβλίο της, τη στιγμή που ο Γραβάνης τελείωνε τη μονογραφία του Ιωαννίδη. Ο Παπαναστασίου τζούνιορ έφτασε μετά από λίγο. Τα ποτά ήταν πάντα κερασμένα από την Ευδοξία Παπαναστασίου. Ο λογαριασμός της παλαιάς εξαντλήθηκε και τον ανανέωσε η εξαδέλφη της.

Η συνέχεια αύριο