Top menu

Ζωγραφίζοντας λυρικά τη σκληρή πραγματικότητα

 

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

Πρόκειται για την τρίτη ποιητική συλλογή (Ανάταση, 2021) της Σοφιάνας Παρασκευοπούλου, μετά από τις γνωστές Όσα κι αν πιάσω άστρα το φεγγάρι θα θρηνεί (2019) και Έβδομος ουρανός σε τέσσερις δαγκάνες (2020), όλες από τις ζωντανές και υπερδραστήριες εκδόσεις Βακχικόν. Σε περισσότερες από ογδόντα σελίδες από τις οποίες αποτελείται ετούτη η συλλογή η ποιήτρια ξεδιπλώνει τις βαθύτερες σκέψεις, απόψεις και συναισθήματά της για όσα την περιβάλλουν και την επηρεάζουν ποικιλοτρόπως σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής της ζωής. Επαγγελματική, προσωπική και ερωτική, ευρύτερα κοινωνική. Ένα λιτό ασπρόμαυρο σχήμα κοσμεί το εξώφυλλο της συλλογής, όπως άλλωστε και εκείνα των δύο προηγούμενων.

Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής (Ανάταση) αποτελεί και τον τίτλο ενός ποιήματος που παραπέμπει σε φλεγμονή νευρώνων και έκρηξη ενδορφινών οι οποίες με τη σειρά τους παραπέμπουν σε γενικότερη, σωματική και ψυχική, ανάταση και τροποποίηση της συνολικής συμπεριφοράς. Αν κρίνουμε από τα πρώτα ποιήματα της συλλογής, το περιεχόμενο των στίχων παραπέμπουν σε μια καταγραφή και μερική παραδοχή, σε μεγάλο βαθμό, των κοινωνικών ανισοτήτων, όπως αυτές παρατηρούνται διάχυτα στους καιρούς μας, την κατάσταση και τη θέση των εργαζομένων, καθώς και τη σχέση τους με την όποια εξουσία:

Η απεξάρτηση δεν είναι τίποτα άλλο/ παρά μια νέα εξάρτηση στη ρουτίνα της λάντζας/Να ξυπνάς, να δουλεύεις/Να τρως, να μαζεύεις/Να παίζεις και να κοιμάσαι…/ Μη σκέφτεσαι πολλά/Χαμογέλα σαν ηλίθιος/και μη σκέφτεσαι πως φαίνεσαι/ στους άλλους/Απλά κάνε αυτό που είναι η δουλειά σου να κάνεις/και μη σκοτίζεσαι και πολύ/Είμαστε όλοι αναλώσιμοι/Και όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα.

Σαφώς διαφαίνεται μια μορφή ηττοπάθειας ή έστω υφέρποντος πεσιμισμού, ειδικά στους τελευταίους στίχους του ποιήματος Αναλώσιμοι, η οποία ίσως χάνεται μέσα στην ευρύτερη περιοχή όπου ξεχειλίζει η απώλεια, η συνήθεια και η εξάρτηση, κάτι όμως που έρχεται σε αντίθεση με το νόημα του επόμενου ποιήματος (Λάντζα) όπου η αφηγήτρια πέρα από τιμές, χαρτονομίσματα και υστεροφημία, εξομολογείται πως, «…Ποθήσαμε μονάχα ένα δείλι/στη θάλασσα να κυματίζουν τα μαλλιά/καθώς το αλάτι θρέφει τις πληγές μας».

Στα ποιήματα Ρεαλισμός και Επανάληψη μήτηρ μαθήσεως τα θέματα της ζοφερής σημερινής κατάστασης των εργαζόμενων και των ισορροπιών επανέρχονται. «…Το μεγάλο ψάρι θα φάει το μικρό/Αλλά αν το μικρό ξέρει να ελίσσεται, εξελίσσεται/Η μόνη δύναμη ισχύος που έχουμε/Είναι αυτή που μας αφήνουν οι ισχυροί/να πιστεύουμε ότι έχουμε…», λέει στο πρώτο, και στο δεύτερο με περισσότερο επαναστατικό και δηκτικό τρόπο, δηλώνει κατασταλαγμένα πως «…Τα κράτη δεν είναι τίποτα άλλο παρά μάσκες/ που από κάτω βρίσκεται/Η βία και ο πόνος/Τα κράτη δεν είναι τίποτα άλλο παρά άνθρωποι/ Δίποδα ζώα αγέλης/Ο νόμος της ζούγκλας επικρατεί/ Το μεγάλο ψάρι θα φάει το μικρό/Εκτός αν το μικρό ψάρι γίνει σμήνος», αφήνοντας έτσι μια μικρή πιθανότητα διαφυγής από την περιρρέουσα κατάσταση του διεθνούς συστήματος που προσπαθεί να χειραγωγήσει ανθρώπους και κοινωνίες. Κατακρίνει την εξουσία οποιασδήποτε μορφής, την αλαζονεία, και γενικότερα τη φύση του ανθρώπινου είδους σε αρκετά άλλα ποιήματα. Ίσως και το ποίημα Υπερρεαλισμός της συλλογής να εντάσσεται σε αυτό το σημείο εστίασης της ποιήτριας όπου όμως εμπλέκεται και ο παράγων της διέλευσης του χρόνου, όπως απεικονίζεται με τις υπερρεαλιστικές πινελιές των στίχων του.

Παρά τις όποιες αντιδράσεις της ποιήτριας, τις επαναστατημένες ιδέες της και τη ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, το θέμα του έρωτα ξεχειλίζει σε αρκετά από αυτά. Το πιο αντιπροσωπευτικό, Οι άνθρωποι θα γράφουνε πάντοτε για τον έρωτα. Εδώ οι επιθυμίες της ποιήτριας παρουσιάζονται με λυρικό περιγραφικό τρόπο, με μεγαλειώδεις και ελκυστικούς στίχους, αναγνωρίζοντας παράλληλα την γνωστή ταπεινότητα των εραστών, παρά το τέλος του όπου επικυρώνει τις όποιες αδυναμίες και το φθαρτό ανθρώπων και σχέσεων:

«Θέλω να σου κρατώ το χέρι και να περπατήσουμε στην άκρη της θάλασσας μέσα στο καταχείμωνο…/ Θέλω να σου κρατώ το πρόσωπο και να κοιτάμε ο ένας τα μάτια του άλλου/ Σαν να μην είμαστε εμείς, αλλά κάποιες αρχαίες θεότητες που κατοικούν στα σώματά μας/ Να κοιταζόμαστε βαθιά/Τόσο βαθιά που θα διαπερνάει το βλέμμα σαν ξυράφι το μυαλό σκοτώνοντας τη σκέψη… / Θέλω να μου πιάσεις τον σβέρκο κάνοντας στην άκρη τα μαλλιά μου/και να με τραβήξεις δυνατά πάνω στο πρόσωπό σου σφίγγοντας τα χείλη σου επάνω στα δικά μου…/ Θέλω να με αγκαλιάζεις τόσο δυνατά /όχι για να μη σπάσουν τα κομμάτια/ούτε όμως για να τα κολλήσεις, μα για να δείξεις/Την κτητικότητα που τόσο ανάγκη έχω να νιώσω…Θέλω/ Να σου κρατώ το χέρι καθώς θα χειμωνιάζει…/ Θέλω να αδειάσεις το είναι σου μέσα στο δικό μου, στη σιωπή…».

Όμορφα γραμμένοι στίχοι για να δώσουν γρήγορα τη θέση τους στη σκληρή πραγματικότητα, «…Κι’ ύστερα να κλάψουμε παρέα/Κι έτσι κατευνασμένοι/Να κοιμηθούμε χωριστά/ Για να ’χει ο καθένας χώρο/Για τα όνειρά του…», υπενθυμίζοντας από μια σκοπιά τον γνωστό στίχο «Τότε κατάλαβα πως πέρασε πια η εποχή της συγκομιδής. Και πως ό,τι μπορούσαμε να δώσουμε το είχαμε σχεδόν σκορπίσει», από τα Εκκοκκιστήρια Β’ του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου.

Είναι αξιοσημείωτο και παρήγορο ότι οι εκδόσεις Βακχικόν παραμένουν εστιασμένες και στο χώρο των νέων ποιητών. Η συγκεκριμένη συλλογή της Σοφιάνας Παρασκευοπούλου, έρχεται να προστεθεί στις δύο προηγούμενες της ποιήτριες και φυσικά προοιωνίζουν και την επόμενη, στη συνέχεια. Αν θέλαμε να εστιάσουμε με μονολεκτικά στο περιεχόμενό της θα λέγαμε πως τονίζει τα πολυποίκιλα προβλήματα του καιρού μας σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο, με στίχους που άλλοτε αγγίζουν τη βαρβαρότητα, τη σκληρότητα και την απανθρωπιά, και άλλοτε τον έντονο λυρισμό με την ανάλογη εκφραστικότητα.