Top menu

Ξένια Ψαρρού: Δύο ποιήματα

© Kat Smith

Σήψη

Κανένα φτερούγισμα στο βάλτο, μόνο ομίχλη
εκκωφαντική του ασάλευτου η σιωπή
και μια σκισμένη πολυθρόνα από παλιά,
ολομόναχη, κι εκείνη
στο αναπηρικό καροτσάκι της εξάρτησης,
μ’ ένα αόρατο χέρι να τη σπρώχνει-
εκεί, όπου η σήψη δεν ήταν η αρχή μιας νέας άνοιξης,
μα η αρχή μιας νέας σήψης

Δρόμος δεν υπήρχε, μήτε ουρανός, πυξίδα καμμιά -
μονάχα ο βάλτος, και τα υπόκωφα συρσίματα αρχαίων ερπετών.
Αμυδρά τότε την είδετην άδεια πολυθρόνα-
εκεί καθόταν ο πατέρας: αγέρωχος, αόρατος, ορατός.
Η λάσπη την οδήγησε εκεί, απέναντί του-
γύρισε να φύγει∙ βουβά τα μάτια όμως, χέρια και πόδια ακίνητα,
ατροφικά. Χρόνια έκανε κύκλους γύρω της,χωρίς να τη βλέπει.
Άκουσε όμως
ίσως για πρώτη φορά
την άδηλη ανάσα των φυτών.

Στάθηκε τότε απέναντί του:
«Την Άνοιξη την έχω σε κλουβί, όπως μου είπες…»,
«Κι εκείνο το  ζεστό καλοκαίρι, το έκανα χειμώνα, όπως μου είπες…»
«Και τους πρόδωσα όλους για σένα…»
«Μ’ αγαπάς;…»

 


 

Χειραψία

Χρόνια στέκεται στον προθάλαμο της χειραψίας
μ’ ένα παραλήρημα βημάτων
-γύρω απ’ τον εαυτό του

Αυτός ο παντοδύναμος, ο αδύναμος
ήξερε  του καθενός την κερκόπορτα
-κι η άλωση ήταν σίγουρη

Έμπαινεσαν κατακτητής
-ακόμα και σε φρούρια ερειπωμένα-
με τα παιδικά του λουστρίνια πάντα γυαλισμένα

Οι μόνες του αποσκευές, σ’ αυτό το επιτόπιο ταξίδι,
ένα εδώλιο κι ένα βάθρο: να δικάζει η να χειροκροτεί 
-χωρίς  κανέναν να χαιρετά

Εξουθενώνει, εξουθενώνεται
στην επιθυμία του για παράδεισο επίγειο

Απογυμνωτική η απουσία του Θεού.