Top menu

Έξι βιβλιοπροτάσεις για τον μήνα Ιούνιο

H συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει για τον μήνα Ιούνιο:

 

Το μνημόσυνο, μυθιστόρημα, Παναγιώτης Κωνσταντόπουλος, εκδόσεις Βακχικόν 2018

Δεν είμαι κριτικός βιβλίου, δεν είμαι φιλόλογος ή αναλυτής λογοτεχνίας, είμαι απλώς αναγνώστης της. Kι είμαι γραφιάς, σε ένα είδος γραφής, τη δημοσιογραφία που υποτίθεται ότι καλύπτει άλλες ανάγκες, όχι απαραίτητα ψυχαγωγικές. Τον Παναγιώτη δεν τον γνώριζα προσωπικά πριν μού εμπιστευτεί το βιβλίο του για κρίση και παρουσίαση- κολακευτική η πρόταση και τον ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη του-. Ως εκ τούτου, ό,τι πω εδώ, στο πλαίσιο αυτής της παρουσίασης, είναι απλά η αντίδραση ενός αναγνώστη: μού άρεσε ή δεν μού άρεσε αυτό το βιβλίο; Απαντώ εξ αρχής, γιατί αλλιώς δεν θα ήμουν εδώ, για να μην έρθω ούτε εγώ ούτε ο Παναγιώτης σε δύσκολη θέση: Φυσικά μού άρεσε, και δεν είναι ανταπόδοση φιλοφρόνησης αυτό. Το γιατί μας αρέσει ένα βιβλίο, όταν δεν είμαστε ειδικοί και υποχρεωμένοι να το αναλύσουμε, να το κατακερματίσουμε, να το επανασυνθέσουμε, να το κατατάξουμε σε είδος, δεν απαντιέται εύκολα. Έχει σημασία αν είσαι συστηματικός αναγνώστης, πότε το διαβάζεις, σε τι διάθεση είσαι κι αν η αφήγηση έχει κάτι που θα σε αρπάξει, κάτι που δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμο…

Διάβασα ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ δυο φορές, μια αποσπασματικά, στην ηλεκτρονική του εκδοχή, και μια συνεχώς, στην έντυπη μορφή του. Μού είπε ο Παναγιώτης ότι τον ρωτούν «τι λέει αυτό το βιβλίο» κι απαντάει «δεν ξέρω». Σκεφτείτε πόσο πιο δύσκολο είναι ν’ απαντήσουμε εμείς, οι αναγνώστες σ’ αυτό το ερώτημα. Γιατί το «τι λέει» το βιβλίο είναι γραμμένο από τον συγγραφέα. Αλλά το ερώτημα υπονοεί ότι κάθε βιβλίο προορίζεται να υπηρετήσει ένα σκοπό, μια κεντρική ιδέα, ένα συμπέρασμα, κι επομένως η λογοτεχνική παρόρμηση του συγγραφέα είναι υποχρεωμένη να υπηρετήσει ένα αυστηρό σχέδιο. Κι αυτό δεν «παίζει». Η λογοτεχνία αφηγείται τη ζωή, πραγματική ή επινοούμενη, κι επομένως το ερώτημα «τι λέει» κάθε βιβλίο μοιάζει λίγο με το ερώτημα «ποιο είναι το νόημα της ζωής». Ρητορικό, γιατί η ζωή δεν έχει νόημα, τα νοήματα είναι ανθρώπινες κατασκευές.

Από την άλλη πλευρά θα αδικούσαμε τον συγγραφέα αν του αποδίδαμε μια άναρχη κατασκευή, μια αφήγηση ή μια συρραφή αφηγήσεων χωρίς άξονα. Προφανώς οι ιστορίες που εντάσσει σ’ αυτό το μυθιστόρημα – ταξίδι των τεσσάρων ημερών προϋπήρχαν στη μνήμη και στις σημειώσεις του Παναγιώτη. Και θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν αυτοτελή διηγήματα, αλλά η επιλογή του να τις επανασυνθέσει σε μια ενιαία αφήγηση αφενός είναι μια άσκηση πάνω στη λογοτεχνική επινόηση- επιτυχής κατά τη γνώμη μου-, αφετέρου είναι το όχημα και το πρόσχημα για να εκτεθεί στην κρίση μας μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, οι κατ’ επάγγελμα ή ερασιτέχνες διανοούμενοι, που αργοπεθαίνουν μέσα στον πνευματικό ναρκισσισμό τους. Υπάρχουν στο βιβλίο έξι μικροί ή μεγάλοι διάλογοι – ή μονόλογοι- καθώς κι αρκετοί φιλοσοφίζοντες διαλογισμοί του κεντρικού ήρωα, του αφηγητή που είναι χαρακτηριστικοί: Περί μητριαρχίας και καπιταλισμού, περί καπιταλισμού και επανάστασης, περί θανάτου, περί του χρόνου, περί του είναι και του φαίνεσθαι ή της παρενδυσίας και της αντιμετάθεσης και τέλος περί δικαιοσύνης. Διαβάζοντάς τους αναρωτιέσαι: μα, ποιος κανονικός άνθρωπος μιλάει έτσι, μεταξύ τυρού και αχλαδίου, ή πατάτας και πιτόγυρου, σαν να κάνει διάλεξη στους φοιτητές του; Ποιοι είναι αυτοί; Μια καθηγήτρια βιολογίας, οπαδός της μητριστικής κοινωνίας, ένας χασάπης που έγινε διανοούμενος επειδή του έπεσε ένα βιβλίο στο κεφάλι, ένας καθηγητής φιλοσοφίας που λέγεται Φαίδων και μακαρίζει τον θάνατο, ακριβώς όπως κι ο Πλάτωνας στον ομώνυμο διάλογό του, ένας δικαστής που απογυμνώνει τον θεσμό που υπηρετεί πάνω από πιατέλες με κοψίδια διατεταγμένα σαν αίθουσα ποινικού δικαστηρίου, ένας καθηγητής φιλολογίας που απολαμβάνει την τεράστια δημοφιλία του στο facebook, και διάφοροι άλλοι που τους περιβάλλουν, ρεαλιστικοί ή σουρεαλιστικοί χαρακτήρες.

Η πρόθεση του Παναγιώτη Κωνσταντόπουλου είναι να σαρκάσει αυτή την ιδιαίτερη ομάδα ανθρώπων, των διανοουμένων, που έχουν πέσει θύματα της παρενδυσίας και της αντιμετάθεσης που διδάσκουν στους φοιτητές τους. Η πρόθεσή του είναι σατιρική, σαρκαστική, χιουμοριστική, αλλά ταυτόχρονα μελαγχολική. Γιατί το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να σού προκαλούν αποστροφή απόψεις με τις οποίες μπορεί και να συμφωνείς, όταν διαπιστώνεις τον στόμφο, την πόζα, την επιτήδευση, το στυλ με το οποίο εκφέρονται. Είναι αυτό που λέμε «το είπε το ποιηματάκι του». Είναι η μορφή που καταβροχθίζει και ακυρώνει το περιεχόμενο, είναι το φαίνεσθαι που αποκρύπτει ένα απογοητευτικό είναι. Ίσως απ’ αυτό προκύπτει ένα πικρόχολο συμπέρασμα: τα χρόνια της κρίσης – κι είναι πια μια σχεδόν πλήρης δεκαετία- η ελληνική κοινωνία υποβλήθηκε σε ένα πνευματικό σοκ, μια έκρηξη πληροφοριών και ερμηνειών της κρίσης. Κι οι διανοούμενοι είχαν να παίξουν έναν ρόλο σ’ αυτό, να γίνουν συντελεστές μιας αφύπνισης- ιδιαίτερα οι προοδευτικοί διανοούμενοι-, να βοηθήσουν σ’ αυτό που ο Βέμπερ αποκαλεί απομάγευση του κόσμου. Αλλά προφανώς έκαναν ακριβώς το αντίθετο, απορροφημένοι στον ναρκισσισμό τους.

Και ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο αφηγητής του τετραήμερου ταξιδιού που διασταυρώνεται με δεκάδες άλλους χαρακτήρες, φίλους και αγνώστους, είναι θύμα μιας ανάλογης μαγείας: είναι μαγεμένος από το παρελθόν, μόνο σ’ αυτό αισθάνεται ασφάλεια. «Η ζωή μπορεί να μεταβάλλεται, να περνά, αλλά κάποια πράγματα θα παραμένουν σταθερά και ασάλευτα. Πόσο υπέροχο συναίσθημα- σου ζεσταίνει την καρδιά», λέει σ’ ένα σημείο (σελ. 25) και σ’ ένα άλλο: «Σκέφτομαι πως εδώ στο χωριό μου το παρελθόν εξακολουθεί να με τρέφει» ( 163). Και απογοητεύεται όταν διαταράσσεται η ασφάλεια του παρελθόντος. Κι αυτός θύμα της αντιμετάθεσης, της αντίθεσης του είναι με το φαίνεσθαι, είναι ένας μαρξιστής, ένας αριστερός που στο βάθος είναι βαθιά συντηρητικός. Ίσως αυτό δίνει μια εξήγηση και μια απάντηση στην εκτίμηση του διανοούμενου χασάπη ότι «δεν υπάρχει αριστερά σήμερα. Πιθανόν όμως να υπάρχουν αριστεροί». Μήπως τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, όμως; Μήπως αριστερά δεν υπάρχει γιατί δεν υπάρχουν αριστεροί, πρόθυμοι να ξεβολευτούν από την ασφάλεια του παρελθόντος;

Δεν ξέρω αν συμφωνεί ο Παναγιώτης, αλλά έχω την εντύπωση ότι αυτή τη βαθιά συντηρητική στάση του κεντρικού ήρωα, που ρητορικά υπερασπίζεται την προοδευτικότητά του, τη θεωρεί κιόλας ένα είδος θανάτου. Πνευματικού, πολιτικού, κοινωνικού; Ίσως όλα αυτά. Άλλωστε, για ποιου το μνημόσυνο πρόκειται; Είναι πράγματι το μνημόσυνο του Ηλία προς τιμή του οποίου μαζεύονται στην Καλαμάτα, ή μήπως πρόκειται για το Μνημόσυνο του αφηγητή του βιβλίου, που αν δεν κάνω λάθος το όνομά του δεν αναφέρεται πουθενά; Σ’ αυτό δεν μας αφήνει αμφιβολία ο συγγραφέας: ο ήρωας του βιβλίου θα πάει στο μνημόσυνο με το κοστούμι του τιμώμενου νεκρού, αλλά το βράδυ πριν το μνημόσυνο ονειρεύεται τον δικό του θάνατο και το δικό του μνημόσυνο. (σελ. 127).

Όμως, με όλα όσα είπα μέχρι τώρα, νομίζω πως αδικώ το βιβλίο ως προς την κυριότερη αρετή του. Το χιούμορ του, που διακυμαίνεται από υποδόρειο και διακριτικό, μέχρι ανελέητο και κατεδαφιστικό. Υπάρχει μια κλιμάκωση στην αφήγηση- στην αρχή η σοβαροφάνεια και η πόζα των χαρακτήρων υπονομεύεται από τον ίδιο τους τον λόγο ή από μικρές εμβόλιμες παρατηρήσεις και αντιστοίξεις του συγγραφέα - γιατί ένας άνθρωπος να ονοματίσει το παιδί του Μάριο Σύλλα, γιατί μια φανατική φεμινίστρια να είναι παντρεμένη με έναν νεότερο macho γυμναστή; -. Και καταλήγουμε σε ένα σουρεαλιστικό κρεσέντο, στην περιγραφή του ίδιου του μνημοσύνου και του τραπεζιού που το ακολουθεί και καταλήγει κανονικότατο γλέντι με ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια. Υπάρχει μια πραγματικά ξεκαρδιστική περιγραφή της πιατέλας με τα εδέσματα του επιμνημόσυνου τραπεζιού (σελ. 149) που έχουν διάταξη ποινικού δικαστηρίου!

Είναι ένα χιούμορ που μού θυμίζει κάπως Βασιλικό, - δεν ξέρω αν τον εκτιμά ο Παναγιώτης, εγώ τον θεωρώ σημαντικό- αν και σάρκασε μια άλλη εποχή και μια άλλη διανόηση.

Όπως είπα και στην αρχή, τον αναγνώστη δεν τον ενδιαφέρει η ανάλυση ενός βιβλίου ή η κατάταξη ενός συγγραφέα σε σχολές και ρεύματα. Τον ενδιαφέρει αν του αρέσει ή όχι, αν θα περάσει καλά διαβάζοντάς το. Εγώ πέρασα καλά, έστω κι αν η ανάγνωση ήταν διατεταγμένη. Έχει ένα στοιχείο σασπένς, την αφηγητική γραμμή ενός νωχελικού road movie, έχει χιούμορ, επιμελημένη γραφή, πολλά ευρήματα, αλλά και μια μελαγχολική επίγευση: γιατί οι περισσότεροι από μας, τους ρέκτες της ανάγνωσης και της γραφής, τους ψαγμένους, τους χαμένους στα μονοπάτια της σκέψης και της ερμηνείας του κόσμου, χωρίς πολύ διάθεση να ξοβολευτούμε για να τον αλλάξουμε, μάλλον είμαστε εγκλωβισμένοι στην ίδια κατάσταση με τον ήρωα του βιβλίου: είμαστε παρατηρητές των μνημοσύνων μας.

Γιάννης Κιμπουρόπουλος

*

Το τελευταίο σήμερα, νουβέλα, Κωστής Μαλούτας, εκδόσεις Εκάτη 2017

Ένα από τα πιο συνηθισμένα θέματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας είναι ο χρόνος. Πολλοί λογοτέχνες ασχολούνται με το πώς αντιμετωπίζει ο άνθρωπος το χρόνο, ή πως τον αντιμετωπίζουν οι ίδιοι και έτσι έχουμε άλλοτε πολύ πετυχημένα και ευρηματικά έργα, με θέμα το χρόνο και άλλοτε έργα, που παρά την ευφάνταστη σύλληψη, που μπορεί να περιέχουν δεν καταφέρνουν να μαγέψουν τον αναγνώστη.

Ένα από τα βιβλία, που μας έκανε εντύπωση για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το χρόνο είναι η νουβέλα του Κωστή Μαλούτα «Το τελευταίο σήμερα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εκάτη». Η υπόθεση έχει ως εξής: Όλα αρχίζουν το 1858, όταν ο βασιλιάς ενός μικρού έθνους αποφασίζει να φτιάξει τη δική του μέτρηση του χρόνου. Έτσι, όταν ο βασιλιάς κοιμάται είναι νύχτα και όταν ξυπνάει είναι μέρα. Επειδή, ο βασιλιάς ορίζει πότε είναι μέρα και πότε είναι νύχτα παίρνει τον τίτλο του Ημεροποιού, αξίωμα, που θα διατηρήσει και μετά την κατάργηση της βασιλείας. Οι διάδοχοί του αποκτούν μόνο τον τίτλο του Ημεροποιού (δεύτερο Ημεροποιός, τρίτος κλπ.), όμως, τι γίνεται, όταν ένας Ημεροποιός έχει αϋπνίες και αντίστοιχα τι, όταν ένας Ημεροποιός κοιμάται για περισσότερες από 24 ώρες;

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συγκεκριμένη νουβέλα είναι ένα εύπεπτο παραμύθι, που διαβάζεται ευχάριστα, όμως, δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο παραμύθι, ούτε για κάποια ξεπερασμένη ιστορία με βασιλιάδες. Είναι ένα παραμύθι για μεγάλους, που τα βάζει με την έννοια του χρόνου και την ανατρέπει. Ξεκινάει από το συμβατικό 1858, που θα μπορούσε να είναι και ένα άλλο έτος και φτάνει στο αόριστο σήμερα, που θα μπορούσε να είναι οποτεδήποτε αφού η 14 Ιουλίου 2014 τελειώνει μετά από 383 εικοσιτετράωρα! Επίσης, σε κάθε χρονολογική αναφορά υπάρχει υποσημείωση, που αναφέρει ποια χρονιά θα ήταν σύμφωνα με ένα διαφορετικό ημερολόγιο: Γρηγοριανό, Κινέζικο, Ασσυριακό κλπ. Πχ.: Το 1886 είναι το 2430 σύμφωνα με το Βουδιστικό ημερολόγιο. Τι υποδηλώνουν οι διαφορετικές χρονολογήσεις; Ο χρόνος είναι σχετικός. Μετράμε το χρόνο με συμβατικούς όρους, που θα μπορούσαν να αλλάξουν. Αν ταξιδέψουμε σε μια άλλη χώρα, που ανήκει σε άλλη ζώνη ώρας, θα χρειαστεί να γυρίσουμε τα ρολόγια μας μπροστά ή πίσω ανάλογα με το προς τα που έχουμε ταξιδέψει, ενώ ακόμα και να μην ταξιδέψουμε αλλάζουμε την ώρα στα ρολόγια μας σύμφωνα με τη θερινή ή την χειμερινή ισημερία. Αλλά και οι μέρες δεν είναι απαραίτητα το ίδιο για όλους αφού αρκεί να σκεφτούμε ότι στο Βόρειο Πόλο υπάρχει έξι μήνες μέρα και έξι μήνες νύχτα.

Η αφήγηση στο «Τελευταίο σήμερα» του Κωστή Μαλούτα είναι στρωτή, η πλοκή είναι ρέουσα και το ενδιαφέρον του αναγνώστη κρατιέται ως το τέλος. Η υπόθεση δεν κάνει πουθενά κοιλιά και η γλώσσα είναι απλή και λιτή. Στις υποσημειώσεις φαίνονται οι γνώσεις του συγγραφέα, αλλά και η έρευνα, που χρειάστηκε για να μας δώσει τόσες πληροφορίες για τα παραδοσιακά ημερολόγια, που υπάρχουν σε όλες τις γωνιές της γης.

Συμπερασματικά, το βιβλίο του Κωστή Μαλούτα «Το τελευταίο σήμερα» είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα νουβέλα, που ανατρέπει τη σχέση του ανθρώπου με το χρόνο γιατί, όπως αναφέρει και ο ίδιος στο απόσπασμα, που υπάρχει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του: «Σήμερα θα μπορούσε να είναι μία άλλη μέρα».

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

*

Τετραλόγια της Νάπολης, μυθιστορήματα, Έλενα Φερράντε, εκδόσεις Πατάκη, 2016-17

Διαβάζοντας το έργο της Έλενα Φερράντε, μπορεί να αναρωτηθείς πού κατατάσσεται ή πού έγκειται η γοητεία του. Μου τέθηκαν όμως και άλλα ερωτήματα: Μπορεί να υπάρξει άραγε φιλία σταθερή, μεταξύ γυναικών; Ή ακόμα, αν η ιδεολογική τριβή με την αριστερά και το φεμινισμό, άλλαξαν κάτι στην ουσία μιας γυναίκας «δυτικής» όταν αναμετρήθηκε με τα βασικά της δεδομένα: Τον έρωτα και την καταγωγή, την καριέρα μαζί με τη μητρότητα∙ πώς διαμορφώνεται εν τέλει ένας άνθρωπος και πώς πορεύεται στη ζωή όταν τον έχει φέρει στη ζωή και αναθρέψει μια μητέρα ανάπηρη;

Εντόπισα έναν άξονα που γύρω του περιστρέφεται το τετράτομο έπος της Έλενα Φερράντε. Ενώ οι προβολείς παραμένουν στραμμένοι στην ίδια την πρωταγωνίστρια αλλά και σε μια ισόβια φιλία, ενώ οι εικόνες της Ναπολιτάνικης φτωχογειτονιάς ζωντανεύουν και πλαισιώνουν τις φαμίλιες, τους επαγγελματίες και τους μαφιόζους που την κατοικούν, ενώ η ιστορία διαγράφει τους κύκλους της ακουμπώντας σε γεγονότα πολιτικά, σε γεννήσεις και θανάτους που φέρνουν και παίρνουν πρόσωπα από το προσκήνιο, διαβάζει κανείς και για μία σχέση που είναι ικανή να φωτίσει και να ερμηνεύσει όλες σχεδόν τις υπόλοιπες. Και δεν είναι το προφανές, η σχέση με τη φίλη:

Ήταν κουτσή κι αλλοίθωρη η μάνα. Κι όσο η αφηγήτρια κόρη, προικισμένη με τη διεισδυτική ματιά της συγγραφέως, έκανε βήματα μπροστά στη ζωή, η πρόγονος έμενε πίσω να την κοιτάει στραβά. Θα φύγει γεωγραφικά η νεότερη, θα ταξιδέψει κυριολεκτικά, θα διαφοροποιηθεί με τις σπουδές, τους έρωτες και τη γραφή, αλλά δεν θα πάψει να στοιχειώνεται από τον ήχο του κουτσού βηματισμού, από τη λοξή ματιά όπου η φυσική ανημποριά μπερδευόταν με την αδιαφορία. Η μάνα που την «κοίταξε» -την είδε ή την φρόντισε- έβλεπε αλλού…

Διάβασα απνευστί τους ισάριθμους -και ευμεγέθεις- τόμους της Τετραλογίας της Νάπολης μέσα σε ένα μήνα μόλις. Παρακολούθησα με κομμένη ανάσα τις ανατροπές, μπήκα στο βάθος και παρακολούθησα τη συνεπή όσο και ανατρεπτική ανάπτυξη των χαρακτήρων, διένυσα τα πενήντα και παραπάνω χρόνια μιας γυναίκας «ανδρειωμένης». Που θα σταθεί από τη μια ενεργητικά απέναντι στις καταβολές και τα στερεότυπα τόσο της καταγωγής όσο και των κοινωνικών κινημάτων της εποχής της. Ενώ από την άλλη θα παραδοθεί στα πιο καλά κρυμμένα πάθη, ανομολόγητα και εμμονικά.

Η «Έλενα» (Γκρέκο) που είτε κατασκεύασε είτε (όσο) αυτοβιογραφικά ξεδίπλωσε η συνονόματή της συγγραφέας ‘Ελενα Φερράντε είναι ένα πρόσωπο απτό και τρισδιάστατο, μία φιγούρα συμπύκνωσης της εποχής της. Με τις συναρπαστικές καταστάσεις που μπλέκεται και ζει, ούτε αναμενόμενες αλλά ούτε και ξεκάρφωτες, να συνάδουν απόλυτα με τις διακυμάνσεις της συμπεριφοράς, του ψυχισμού της. Θρυλείται ότι πίσω από το ψευδώνυμο «Φερράντε» κρύβεται άντρας ή περισσότερα του ενός άτομα. Εντελώς αδιάφορο αφού το αποτέλεσμα δικαιώνει οποιοδήποτε ενδεχόμενο!

Το μοτίβο της σχέσης γυναίκας με γυναίκα που επανέρχεται αποτελείται από σιωπηλή αδιαφορία και εκρήξεις οδυνηρής απόρριψης. Οι διαφορετικές αλλά συνεπείς εκφάνσεις της προσωπικότητας τόσο της μητέρας όσο και της φίλης σημαδεύουν τη συγγραφέα. Όσο η ηρωίδα παραμένει πιστή τόσο στο παρελθόν όσο και στη μοίρα που της επεφύλαξε η Φερράντε, θα συνδεθεί με διάφορα άτομα. Καθόλου άσχετα με τις ανεξίτηλες εικόνες βίας και φόβου, τις κάθε άλλο παρά αρμονικές ή τρυφερές σχέσεις της παιδικής της ηλικίας. Φίλοι και σύντροφοι, ερωτικοί ή ιδεολογικοί, περνούν από το προσκήνιο αλλά η συναισθηματική αφετηρία, συμπυκνωμένη εν πολλοίς στο πρόσωπο της παιδικής φίλης δεν χάνεται σχεδόν ποτέ. Από τα πρώιμα ακόμα χρόνια, όχι τυχαία, από το ίδιο το παιχνίδι τους το σημαδεμένο από ζόφο, η Λίλα θα καταστεί μυστήριο και πρότυπο, καθρέφτης και ενίοτε, φανταστική ή όχι, συνοδοιπόρος. Η γοητευτική, διαταραγμένη και ιδιοφυής κόρη του τσαγκάρη συμπρωταγωνιστεί ακόμα και διά της απουσίας της. Η χωρίς ίχνη εξαφάνισή της -θεματική που θα επαναληφθεί ποικιλοτρόπως- θα ανοίξει τη τετραλογία.

Κατά τη διάρκεια της πολυετούς αφήγησης, εωσότου ο κύκλος κλείσει με αφορμή το ίδιο γεγονός, η Φερράντε συνδιαλέγεται με άπαντα τα στερεότυπα της ταραγμένης εποχής της∙ και τα καταρρίπτει. Η γυναίκα της «διπλανής μας χώρας» ανοίγει έναν γιγάντιο κύκλο που κλείνει στο τέλος του τέταρτου τόμου με αφορμή το alter ego της, την επιστήθια φίλη (ή ίσως και δεύτερη φύση της). Το ολοζώντανο σκηνικό που πλαισιώνει τους χαρακτήρες όμως αναδεικνύει και τη σκοτεινή πλευρά της σχέσης μεταξύ γυναικών, που σπαράσσονται από πάθη και ανταγωνισμό δίπλα στη αφοσίωση και την επικοινωνία. Με την εξάρτηση να φυτρώνει και να ευδοκιμεί εκεί που ο πρωταρχικός δεσμός, το πρότυπο και η στοργή μάνας και κόρης, πάσχει.

Η «υπέροχη φίλη» επινοήθηκε ως τέτοια από τη θυγατέρα της ανάπηρης κι αλλοίθωρης. Παρόμοια ασταθής βηματισμός, παρόμοια στρεβλό το βλέμμα: μια λεπτοδουλεμένη υπονόμευση που δύναται να επινοήσει μία γυναίκα κατά κάποιας άλλης όταν την ανταγωνίζεται, ίσως και να τη φθονεί…

Τέσσερις τόμοι και η Έλενα Γκρέκο φαίνεται ότι έπαψε να ψάχνει εναγώνια συνοδοιπόρο με γερά πόδια, να την κοιτάει ίσια στα μάτια, συντροφιά στο συναρπαστικό ταξίδι της στη ζωή, όταν εν τέλει το μοιράστηκε μαζί μας.

Μαρία Ιωαννίδου

*

Το κουμπί, διηγήματα, Τασούλα Τσιλιμένη, εκδόσεις Καστανιώτη 2017

13 σύντομα κείμενα συναποτελούν τη συλλογή διηγημάτων της Τασούλας Τσιλιμένη, Το κουμπί, η οποία δανείζεται το όνομά της από το εναρκτήριο ομότιτλο κείμενο. Το πρώτο αυτό διήγημα φέρει πολλά από τα γνωρίσματα που θα διακρίνουν το σύνολο του σύντομου αυτού βιβλίου: στροφή στα περασμένα, μέσα από μια ματιά που ανήκει στο αφηγηματικό παρόν, «επισκέπτεται» όμως ξανά τον γενέθλιο τόπο, «ένα χωριό στη μασχάλη του Ολύμπου», με την έννοια όχι μόνο της μετάβασης εκεί, και μάλιστα με το σύνηθες σύγχρονο μέσο, το ιδιωτικό αυτοκίνητο – σε δρόμους που κάποτε διαβαίνονταν με το λεωφορείο, ή όπου ακούγεται ακόμη το ποδοβολητό αλόγων - αλλά και της εξέτασης, σχεδόν της επανεπίσκεψης τόπων, εμπειριών, χώρων, με κυρίαρχο πάντα ανάμεσά τους το χώρο του σπιτιού, που πολλές φορές αποκτά ξεχωριστή σημασία, μια και αυτό είναι εκεί, έστω με τα σημάδια της φθοράς πάνω του, ενώ οι άνθρωποι έχουν προ πολλού φύγει/αποδημήσει. Μια επιστροφή/ επανεπίσκεψη θα είναι το διαρκές μοτίβο, η σταθερή κίνηση που θα διαγράφεται σε καθένα από τα κείμενα. Μια αναζήτηση ανθρώπων κι αισθήσεων που χάθηκαν, χαράχτηκαν όμως με τον πιο εντυπωτικό και βαθύ τρόπο όπως μόνο η οικογένεια, το σπίτι, οι «δικοί» μπορούν να βιωθούν, παραμένοντας ψυχικά ανεξάλειπτοι, φύσει αλλά και θέσει αναντικατάστατοι. Σε πολλά από τα κείμενα ουσιαστικός πρωταγωνιστής είναι σχεδόν το ίδιο το σπίτι, αυτό αποθυμεί η αφηγήτρια, αυτό επιθυμεί να περιποιηθεί, να αερίσει, συγυρίσει, ξαραχνιάσει, και μαζί του να υποστυλώσει ό,τι από την πρότερή της ζωή εμμένει στο χρόνο. Μέσα από εκείνο αντιστέκεται στην αυτοδυναμία της φθοράς, στο μοιραίο της επικράτησής της. Άλλοτε του μιλάει, άλλοτε το κανακεύει και πλένοντας και φροντίζοντάς το αισθάνεται πως κι εκείνο την ξαναβρίσκει σαν μπανιαρισμένο, ευχαριστημένο πλέον μωρό. Η αποκατάσταση ενός διαλόγου με πρόσωπα και πράγματα δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση, στο βιβλίο όμως αυτό γίνεται ήσυχα, μη σπασμωδικά, με μια σταθερότητα, με αλλεπάλληλες και στέρεες προσεγγίσεις σαν κι αυτές που επιτρέπουν τα συνήθη ανοίγματα χρόνου της σύγχρονης ζωής: καλοκαιρινές διακοπές ή τοπικά γλέντια όπου λίγη ντόπια κίνηση βιώνεται ξανά, προτού όλα επιστρέψουν στους συνήθεις ρυθμούς τους, με την ανθρώπινη αποψίλωση και τις λιγοστές, επαναλαμβανόμενες ενασχολήσεις του μικρόκοσμου ενός χωριού. Το θετικό είναι ότι δεν λυγίζει κανείς από το βάρος του συναισθήματος εδώ, νοσταλγεί αλλά δεν αφήνεται να παρασυρθεί, μια γλυκύτητα επικάθεται πάνω από ανθρώπους και πράγματα, κάποτε μια ηθελημένη παιδικότητα, μέσα στην οποία το αφηγηματικό υποκείμενο μοιάζει να χουχουλιάζει, καθώς είναι αναπαυτική, περίπου σαν πολυθρόνα των προτιμώμενων αναμνήσεων. Μαζί με εκείνες ένας κόσμος παλιός αναδύεται, αισθητά πλέον διακριτός από τη σύγχρονη συνθήκη, όπου τα παιδιά παίζανε μήλα μαζί στη γειτονιά, ένα κουλούρι μπορούσε να είναι κάτι το ποθητό γιατί το παιδί δεν το γευόταν ποτέ, το σουσάμι κάτι το μαγικό, ένα ψεύτικο χρυσό δακτυλίδι στην προθήκη του παντοπωλείου του χωριού προνομιακό αντικείμενο, κι η φτώχεια εντέλει κάτι διάφορο από την ανέχεια λόγω ανεργίας, σαν κι εκείνη που μαστίζει το σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο χωριό, μια που η μικρή κοινότητα παρέμενε δεμένη παρά τις όποιες εσωτερικές μικροεντάσεις της: ένα ιδιωτικό δράμα για παράδειγμα όπως το πένθος ήταν αυτόχρημα περίπου συλλογική υπόθεση που υπέβαλλε το δικό της εθιμοτυπικό, άρρητο σεβασμό όπως φαίνεται στο κείμενο «Τα κάλαντα στο κουτί του Καλγκόν», όπου η μικρή ηρωίδα ανησυχεί αν θα της φτάσουν τα ψιλά που της άφησε η μητέρα της για τα παιδιά που θα πουν τα κάλαντα, μέχρι που αντιλαμβάνεται, όταν φτάνει το μεσημέρι και κανείς δεν κοπιάζει, ότι κάλαντα δεν λέγονται σε σπίτι που το έχει πρόσφατα χτυπήσει ο θάνατος. Ένα από τα πιο δυνατά νομίζω κείμενα του βιβλίου, είναι αυτό όπου η αφηγήτρια μπαίνει μόνη της στο πατρικό, πολύ πριν την προγραμματισμένη συνάντηση με τις αδερφές της, για να απολαύσει λίγο χρόνο μόνη της με το σπίτι, προτού εκείνο παραδοθεί προς ενοικίαση. Στην «Αποκαθήλωση», όπως ονομάζεται το εν λόγω κείμενο, η αφηγήτρια (παί)ζει το δικό της μικρό ιδιωτικό ψυχόδραμα πριν τη στιγμή του αποχωρισμού από την οικογενειακή εστία: όπως ακριβώς το ψυχόδραμα ως θεραπευτική μέθοδος της ψυχανάλυσης έχει να κάνει με την υπόδυση κάποιων ρόλων, συνηθέστατα γονεϊκών ή άλλων που συνάπτονται με τη σχέση γονέα-παιδιού, ώστε να αναβιώσει ο πάσχων μέσα από τη δραματοποίηση κάποια σκηνή ή τραύμα, έτσι περίπου κι εδώ η αφηγήτρια αποδύεται σε μία άλλη προσομοίωση αποχωρισμού πηγαίνοντας να καθίσει μια στη θέση που συνήθιζε να πιάνει η ίδια στο δωμάτιο, μια στην καρέκλα του πατέρα της και μετά στην αγαπημένη πολυθρόνα της μάνας της, σε μια ύστατη προσπάθεια να ξαναβρεί κάτι από τις θέσεις, τα χνάρια τους:

«Έβγαλε τις γόβες και αναποφάσιστη στη μέση του δωματίου αναρωτιόταν πού να καθίσει. Τράβηξε στη δική της θέση, αυτή που κάθε Τρίτη βράδυ, που ερχόταν να τους δει, τη φιλοξενούσε: στην άκρη του καναπέ. Σηκώθηκε σχεδόν αμέσως. Έκανε τρία βήματα μπροστά και κάθισε στην καρέκλα όπου καθόταν πάντα ο πατέρας της. «Πάντα», δηλ. μέχρι πριν από ενάμιση χρόνο που στα ενενήντα τους αποχαιρέτησε. Το σώμα της βρήκε τα χνάρια του δικού του σώματος, που ήταν ανεξίτηλα στο πράσινο βελούδο της καρέκλας. Το βλέμμα της ακολούθησε τη διαδρομή του δικού του. Στον απέναντι τοίχο, η σκοτεινή οθόνη της τηλεόρασης. Όχι ότι την παρακολουθούσε και πολύ. Δεν ήταν του καθισιού. Μόνο τις ειδήσεις, κι αυτές μισές. Προτιμούσε πάντα να σκαλίζει και να ασχολείται με κάτι. Δεξιά και σχεδόν κολλητά στην καρέκλα, η πολυθρόνα της μάνας της. Καφέ, με μια φαρδιά πορτοκαλιά ρίγα στο κέντρο. Άλλαξε και πάλι θέση. Λύγισε τα γόνατα και κάθισε αργά, όπως έκανε εκείνη τα τελευταία χρόνια. Σπασμένα και τα δύο ισχία. Στον απέναντι τοίχο, το ρολόι. Είχε σταματήσει εδώ και πενήντα μέρες να μετρά το χρόνο. Το ίδιο και το ημερολόγιο δίπλα απ’το ψυγείο. 7 Ιανουαρίου. Μέρα που έστειλαν με τη μάνα τους χαιρετίσματα κι ένα κομπολόι στον πατέρα τους. Ο κόμπος, που τόση ώρα έκανε μικρές διαδρομές πάνω κάτω, έσπασε το σκοινί κι έφερε δάκρυα. Όταν το βλέμμα καθάρισε, στάθηκε στις κορνίζες του τοίχου»

Αυτός ο τρόπος του περάσματος από το κομπολόι στον κόμπο που σχηματίζουν τα δάκρυα, είναι χαρακτηριστικός των μετωνυμικών περασμάτων που απαντούν συχνά στη γραφή της Τσιλιμένη. Τον ξαναβρίσκουμε για παράδειγμα λίγο παρακάτω, στην έξοδο του σύντομου, αλλά υψηλής συναισθηματικής θερμοκρασίας αυτού κειμένου:

«Οι ρίζες μου», ψυθίρισε κοιτάζοντας τα πρόσωπα στις φωτογραφίες. Κι όπως προσπαθούσε να βρει σκοινί να ισορροπήσει στο «πριν» και το «μετά», άκουσε το κλειδί στην εξώπορτα.

Και μπαίνουν μέσα οι αδερφές της. Μια τέτοια συνάντηση με την απουσία επιφυλάσσουν τα περισσότερα κείμενα της Τσιλιμένη, σε μια προσπάθεια να ανοίξουν δρόμο, τρόπο για μια συνέχεια. Άλλο στοιχείο που επανέρχεται στα διηγήματα, πέρα από αυτό του εσωτερικού χώρου, του σπιτιού, είναι σε ό,τι αφορά το εξωτερικό, το νερό, ως ποτάμι ή λίμνη. Συχνά συνάπτεται με το μοτίβο της απόσυρσης, της απουσίας ή και του θανάτου που μπορεί όμως να γίνει λίπασμα για νέα οργανική ζωή, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με την από χρόνια αποστραγγισμένη λίμνη του χωριού, που στην επιφάνειά της φυτρώνουν πλέον πατάτες και φασόλια. Κοντά σε όλη αυτήν τη μικρή ανθρωπογεωγραφία, περίπου ως ήσυχη και πάλι υπόμνησή της, κυκλοφορούν στα πεζά αυτά και κάποιες, λίγες, λέξεις της ντοπιολαλιάς, τα «κάτσαρα» για παράδειγμα, τα κόκκινα κρίνα της περιοχής, τα λεγόμενα και λουλούδια του Μαγιού ή λουλούδια του Χριστού ή τα «καβάκια» που φυτρώνουν κοντά στη λίμνη, σχηματίζοντας τα όριά της, οι μαύρες λεύκες δηλαδή που μοιάζουν με κυπαρίσσια. Τέλος, πολλαπλές είναι οι υπόγειες διασταυρώσεις αυτών των κειμένων με γνωστά άλλα της ελληνικής γραμματείας. Δύσκολα δεν θα πήγαινε το μυαλό στον τρόπο που πρωταγωνιστούν για παράδειγμα το σπίτι, τα έπιπλα, τα αντικείμενα στις Δύσκολες νύχτες της Μ. Αξιώτη, ενώ ένα από τα περισσότερο αιχμηρά κείμενα του τόμου, «Ο λύκος», όπου η γλυκύτητα της προστατευμένης παιδικής ηλικίας ενός κοριτσιού απειλείται από έναν εισβολέα που αμέσως βρίσκει την ευκαιρία να την παρενοχλήσει, θυμίζει αρκετά μια από τις εναρκτήριες σκηνές του μυθιστορήματος της Μ. Καραπάνου Η Κασσάνδρα κ ο λύκος, όπου η μικρή ηρωίδα διαβάζοντας υποτίθεται ένα βιβλίο στα γόνατα του υπηρέτη μετατρέπεται ερήμην της από αναγνωστικό υποκείμενο σε ερωτικό του αντικείμενο. Αλλά κ η λογοτεχνία πάντα θα συναντάται, εκούσια ή ακούσια με το δικό της σπίτι, τη δική της οικογένεια, τους/τις εν προκειμένω άλλες μεγάλες συγγραφείς.

Σοφία Ιακωβίδου

*

Ουρανός δωματίου, ποίηση, Θοδωρής Τσαπακίδης, εκδόσεις Σοκόλη 2017

Δεν ξέρω αν κλείνονται τα όνειρα σε ένα δωμάτιο· ίσως όχι. Υπάρχουν όμως δωμάτια, με κλειστά ή ανοιχτά παράθυρα, που γίνονται χώροι δημιουργίας, που αναλόγως του ύφους αλλά και του πάθους/παθήματος βάφονται με γκρίζα ή πιο φωτεινά χρώματα, που καταργούν τις πιθανές διεξόδους/εξόδους ή που εφευρίσκουν μικρές χαραματιές για να περάσεις και να σωθείς. Εσύ επιλέγεις πώς θα δεις τον χώρο που σε περικλείει. Εσύ, με τη θέα που επιτρέπεις στον εαυτό σου, επιλέγεις και αν θα σωθείς.

Ο Θοδωρής Τσαπακίδης έκλεισε μέσα σε 47 μικρά ποιήματα την προσωπική του θέα στον έρωτα, στη μνήμη, στη μοναξιά, με τα τρία αυτά στην ουσία να συνυπάρχουν, πότε αγγίζοντας το ύψος ενός ουρανού και πότε συντρίβοντας το είναι τους στο όριο ενός δωματίου.

Πλησιάζω στο παράθυρο
να έχω καλύτερο σήμα
και τότε γίνεσαι ουρανός
και μπαίνεις με φόρα στο δωμάτιο

Ναι, έτσι ο έρωτας, μια παρουσία εν απουσία, ισχυρή δόνηση της σκέψης, ικανός να παρασύρει χτισμένους τοίχους, να καταργήσει ψεύτικα σύνορα και να καταπιεί αποστάσεις. Με την ίδια δύναμη, ωστόσο, ισοπεδώνει τα ζωντανά κάποτε αισθήματα, παίρνει το άδειο βλέμμα, το κενό της απουσίας εν παρουσία.
Με κοιτάζεις σαν φωτογραφία που δεν θυμάσαι
γιατί την τράβηξες.

Η ποίηση του Τσαπακίδη μιλά για την ερωτική σχέση, όμως αποφεύγει προσεκτικά όλες τις παγίδες που ποιητικά συνήθως στήνονται και απειλούν να διασύρουν -είτε με ωραιοποίηση είτε με επιφανειακή και απλουστευτική προσέγγιση- τον έρωτα που παρών ή απών, ζωντανός ή καταργημένος, κατορθώνει να είναι ορμητικός και -κυρίως- ρεαλιστικός, γήινος και απτός στις αισθήσεις. Στο αυτοαναφορικό ποίημα «Ποίηση» ο Τσαπακίδης ξεκαθαρίζει το τοπίο γενικότερα για τη γραφή δίνοντας έτσι στους ομότεχνους ένα υπόδειγμα λιτότητας και ουσίας – προϋποθέσεις για την αληθινή δημιουργία:

Δεν αντέχω άλλο τη γαλήνη
αυτή τη θάλασσα
αυτές τις λίμνες
τα δέντρα
και τα ελάφια
Ήρθα
στον ζωολογικό κήπο των αισθημάτων μου
μ’ ένα περίστροφο στην τσέπη
και δυο κομμένα χέρια

Είναι η θλίψη που γεννά τον λόγο, τη γραφή, είναι η επίγνωση της απώλειας ως άφευκτης συνθήκης που σε κάνει ποιητή· το στερεό υπόβαθρο, γεμάτο από μικρές συντριβές, ικανές να σου δείξουν το άγνωστο και εύκολα μεταποιήσιμο τοπίο του ανθρώπινου βίου. Αυτό σε κάνει να εκτιμήσεις με όλο της το αληθινό βάρος μια μετατροπή των συνθηκών, μια αισιόδοξη θεά, έστω και για λίγο. Το τελευταίο ποίημα της συλλογής μοιάζει να ανοίγει το παράθυρο του κλειστού δωματίου και να απελευθερώνει μια σπίθα φωτεινή.

Ώσπου ένα πρωί
κάποιος καθάρισε τους ουρανούς στο παρμπρίζ μου

Δεκατέσσερα σκίτσα της Λιάνας Μελισσαράτου συνομιλούν με τα ποιήματα. Για συνομιλία πρόκειται και όχι για απλή διακόσμηση των σελίδων, αφού τα σχέδια αυτά όχι μόνο θεματικά δένουν με τον ποιητικό λόγο αλλά δίνουν τον ασπρόμαυρο και τον γκρίζο τόνο που απαιτείται για να προσεγγιστεί αυτός. Κάποια μάλιστα (το ένα απ’ αυτά και στο εξώφυλλο) δίνουν την εντύπωση, όπως έχουν αγκαλιάσει τον λόγο, ότι τον εμπεριέχουν. Υπέροχη, λοιπόν, συνομιλία λογοτεχνική και εικαστική. Τη συνομιλία επιλέγει και η Παυλίνα Παμπούδη στη σύντομη εισαγωγή της, εν είδει κρίσης-ανάκρισης στα ποιήματα του Θοδωρή Τσαπακίδη. Στο σύνολό της μια έκδοση ενδιαφέρουσα και για τη θεματική της και για την αισθητική της.

Διώνη Δημητριάδου

*

Δέκα ποιήματα, Γουίλλιαμ Γουέρτζγουορθ, μτφρ. Κώστας Λιννός, εκδόσεις Φιλύρα 2016

Έχει υποστηριχθεί από πολλούς κριτικούς λογοτεχνίας, ότι ένα λογοτεχνικό έργο, πρέπει να τοποθετείται στην εποχή του, δηλαδή, στην εποχή, που γράφτηκε, έτσι ώστε να το δει ο αναγνώστης σε συνάρτηση με το τι γραφόταν την ίδια εποχή και αν συμβαδίζει με τις τάσεις της. Ο λόγος, που ένα λογοτεχνικό έργο τοποθετείται στην εποχή του, είναι ότι μπορεί σήμερα να θεωρείται ξεπερασμένο, αλλά ότι σήμερα θεωρείται τέτοιο, δεν σημαίνει ότι δεν έχει αξία. Αν γραφόταν σήμερα θα το θεωρούσαμε αφελές. Όμως, την εποχή, που γράφτηκε; Μήπως, τότε, ήταν σπουδαίο;

Στην εποχή της θα πρέπει να εντάξουμε και την ποιητική συλλογή του Γουίλλιαμ Γουέρτζγουορθ, που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις «Φιλύρα», με τον απλό και ταπεινό τίτλο: «Δέκα ποιήματα». Όπως, λέει και ο τίτλος της συλλογής πρόκειται για 10 ποιήματα ενός από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του κινήματος του ρομαντισμού. Ποιήματα, που περιγράφουν τη φύση, τα όμορφα τοπία και τα γαλήνια και ήρεμα συναισθήματα, που μπορούν να γεννηθούν. Τα ποιήματα του Γουέρτζγουορθ δίνουν την αίσθηση της απόλυτης απεραντοσύνης, και της ψυχικής γαλήνης, την αίσθηση της μεγαλειώδους αρχιτεκτονικής της φύσης. Σήμερα, τα ποιήματα του Γουέρτζγουορθ μπορεί να μας ξενίσουν με το φυσιολατρικό τους περιεχόμενο. Σήμερα, η ποίηση αποκτά όλο και περισσότερο κοινωνικό περιεχόμενο αν και τα κοινωνικά αδιέξοδα οδήγησαν αρκετά σύγχρονα κινήματα να υιοθετήσουν ως ένα σημείο την επιστροφή στη φύση και άρα γιατί όχι και επιστροφή της τέχνης σε πιο ρομαντικά μονοπάτια; Αν και η παραπάνω κοινωνική αντιμετώπιση δεν μας βρίσκει σύμφωνους, αυτό δεν σημαίνει το ότι δεν εκτιμούμε την ποίηση του Γουέρτζγουορθ και ότι δεν τη θεωρούμε σπουδαία για την εποχή της.

Από την ποιητική συλλογή «Δέκα ποιήματα» του Γουίλλιαμ Γουέρτζγουορθ ξεχωρίσαμε κυρίως τα ποιήματα: «Γραμμένο στην γέφυρα Γουέστμινστερ», «Η μοναχική θερίστρια» και «Ασφόδελοι». Ιδιαίτερα το ποίημα «Ασφόδελοι» στον Γουέρτζγουορθ δεν έχει την θλιβερή σημασία των αρχαίων Ελλήνων, όπου περιέγραφαν τον Άδη γεμάτο με λιβάδια από ασφόδελους, αλλά περιγράφει ένα τοπίο, όπου το αντίκρισμα των ασφόδελων δημιουργεί ευχάριστους ρεμβασμούς και μια μάλλον γιορτινή διάθεση.

Μια αρετή της έκδοσης, είναι ότι είναι δίγλωσση, δηλαδή, τα ποιήματα παραθέτονται πρώτα στα αγγλικά και ύστερα στα ελληνικά, έτσι ώστε κάποιος, που γνωρίζει την αγγλική γλώσσα να μπορεί να δει το πρωτότυπο και να κάνει συγκρίσεις. Η μετάφραση του Κώστα Λιννού είναι πολύ προσεχτική και καταφέρνει να αποδώσει το νόημα με ποιητικότητα και γλαφυρότητα. Το μόνο αρνητικό της μετάφρασης είναι ότι εκτός από το τελευταίο ποίημα όλα τα άλλα είναι γραμμένα στην αγγλική γλώσσα με ομοιοκαταληξία, ενώ στην ελληνική μετάφραση, η ομοιοκαταληξία απουσιάζει. Βέβαια, το να μεταφραστεί ένα ποίημα διατηρώντας την ομοιοκαταληξία του, παρουσιάζει μεγάλη δυσκολία και μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι το μέτρο των ποιημάτων έχει διατηρηθεί. Στην αρχή της ποιητικής συλλογής, υπάρχει μια εκτενής εισαγωγή από τον γνωστό ποιητή και διανοητή Ηλία Κεφάλα, όπου διαβάζουμε τόσο για τον Γουέρτζγουορθ, όσο και για τον κίνημα του ρομαντισμού και αυτό μας βοηθά να εντάξουμε το έργο στην εποχή του.

Συμπερασματικά, η έκδοση της ποιητικής συλλογής «Δέκα ποιήματα» του Γουίλλιαμ Γουέρτζγουορθ είναι μια σπουδαία εκδοτική προσπάθεια, όπου, όπως τονίζει και ο Ηλίας Κεφάλας: «έρχεται να καλύψει ένα πραγματικά μεγάλο και αδικαιολόγητο για τα γράμματά μας κενό».

Θεοχάρης Παπαδόπουλος