Top menu

"Νιάου" του Μπ. Π. Γκαλντός -Προδημοσίευση

Νιάου, μυθιστόρημα, Μπενίτο Πέρεθ Γκαλντός, μτφρ. Τάσος Ψάρρης, εκδόσεις Βακχικόν 2018

 

Στις τέσσερις το απόγευμα το παιδομάνι του δημόσιου σχολείου της πλατείας Λιμόν βγήκε του σκοτωμού από την τάξη μέσα σε πραγματικό πανδαιμόνιο. Κανένας εθνικός ύμνος -από τους πολλούς που υπάρχουν- δεν είναι τόσο ωραίος όσο αυτός που τραγουδάνε οι καταπιεσμένοι λαοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, όταν απαλλάσσονται από τον χαλκά της σχολικής πειθαρχίας και ξεχύνονται στον δρόμο αλαλάζοντας και πηδώντας. Η υστερική φρενίτιδα με την οποία επιδίδονται στις πιο παράτολμες ακροβασίες, οι σπρωξιές που είθισται να δίνουν στους φιλήσυχους διαβάτες, το ντελίριο της ατομικής ανεξαρτησίας που μερικές φορές καταλήγει σε καρούμπαλα, δάκρυα και μώλωπες, όλα αυτά φαντάζουν ως ένα προοίμιο των επαναστατικών θριάμβων που θα πανηγυρίσουν, άντρες πια, σε μια λιγότερο ευτυχισμένη ηλικία. Βγήκαν, όπως είπα, μπουλουκηδόν. Ο τελευταίος ήθελε να είναι πρώτος, και τα μικρά στρίγκλιζαν περισσότερο από τους μεγάλους. Ανάμεσά τους υπήρχε ένα παιδί με μέτριο ανάστημα που αποσπάστηκε από την αγέλη, συνεχίζοντας μόνο και σιωπηλό για το σπίτι. Μόλις οι σύντροφοί του το αντιλήφθηκαν, μόλις το είδαν όχι να φεύγει αλλά να δραπετεύει, το πήραν από πίσω και άρχισαν να το πειράζουν και να του κάνουν φοβερή καζούρα, αμφιλεγόμενου επιπέδου. Ο ένας το τράβαγε από το μπράτσο, ο άλλος τού έχωνε στο πρόσωπο τα αθώα χέρια του, που βρομοκοπούσαν στην κυριολεξία. Εκείνο, όμως, κατάφερε να ξεφύγει και… τρεχάτε ποδαράκια μου. Και τότε, δυο τρεις από την παρέα -από τους πιο ξεδιάντροπους-, του πετάξαν πέτρες φωνάζοντας: «Νιάου». Κι όλη η παρέα επανέλαβε με σατανική διάθεση: «Νιάου, νιάου».