Top menu

Τρία αδημοσίευτα ποιήματα του Ιωάννη Τσιβουράκη

photo © Quang Nguyen Vinh

Τσιτσάνης

Οι χωμάτινοι δρόμοι δεν ήταν ασχήμια τα χρόνια εκείνα.
Ούτε τα χαλάσματα από πέτρες, τα συντρίμμια.
Η βροχή και το διάβα των ανθρώπων τα ομόρφαιναν.
Τα έλουζαν, τα μύριζαν.

Τα κουτούκια του πολέμου και του εμφυλίου ανέπνεαν.
Ένιωθες το χνώτο τους αν στεκόσουν απ' έξω.
Το κρασί γλυκό και ο λεπτός μεζές ιδανικός, στα μέσα.
Κάποτε και το τσιγάρο γλυκομύριζε.
Η κάπα στους ώμους για ώρα ριγμένη, ενθύμιο βάρους.

Άδικη φτώχεια, σκληρή κοινωνία, καθώς κι οι καρδιές,
μα μαλακώνανε με τις πυθαγόρειες πενιές του μπουζουκιού
και πιο πολύ με τους τραγικούς στίχους του ρεμπέτικου
είτε ορχήστρα τρίτη βάρδια είτε γραμμόφωνο στα μαγαζιά,
αναδυόταν μια μεταποίηση γεμάτη σιωπές και αντιθέσεις.
Αρχόντισσα και αχάριστη μαζί.

 

Θέρος 

Λίγοι στον κόσμο οι ανθρώποι. Μείναμε κι εμείς οι δυο.
Έχουμε πρόγραμμα, ωστόσο, εδώ στην ακροθαλασσιά.

Στο πρώτο φως περιποιούμαστε τα ζώα,
έπειτα το μποστάνι,
την ετοιμασία του φούρνου, το ψωμί, το φαγητό.
Την αλμυρή τη θάλασσα γευόμαστε το μεσημέρι.
Γλυκό ύπνο, έπειτα, γυμνοί, στα δροσερά σεντόνια.
Με ελαφρύ αεράκι και τον ασβέστη γύρω μας και πάνω.
Την εσπέρα, τα διαλεχτά τα φρούτα έχουν σειρά,
στις απανταχού σκιές, με έρωτα απρόσμενο για συντροφιά.

Καλοκαιράκι και μείναμε οι δυο μας.
Λίγοι και οι τουρίστες. Στην κρήνη για το βασιλικό.
Οι δυο μας τελικά μοιάζουμε ιδανικοί.
Χάλασε ο κόσμος από τον πληθωρισμό.
Χαλάσανε κι οι ανθρώποι από τη ματαιοδοξία.

 

Πεταλούδες

Δεν είναι έλλειψη, ούτε αστοχιά.
Λίγες ημέρες, είναι ζωή αρκετή για μια πεταλούδα.

Δεν είναι μικρό πράγμα, να προλάβεις ολάκερο
τον τρύγο του Εσπερινού.

Έπειτα δε γνωρίζουμε τι ακούν οι πεταλούδες
ίσως, για το αιθέριο χορευτικό τους πέταγμα,
να συντείνουν οι μουσικές των αγγέλων του ουρανού.