Top menu

Αδημοσίευτο ποίημα του Γιάννη Τρανού [α' εμφάνιση]

photo © Λήδα Ντόντου

Το θρόισμα των φύλλων από τα ταλαιπωρημένα
Δέντρα που ζούνε στην πόλη
Μια μοβ πετσέτα κρεμασμένη στο απέναντι
Μπαλκόνι
Ο κύριος που πίνει αργά το ούζο και τσιμπάει το μεζέ
Μερακλής με τα όλα του
Μια χούφτα πιτσιρίκια που τρέχουν παίζουν αμέριμνα
Τα μικρά στολίδια της γειτονιάς μας
Ο ουρανός καταγάλανος
Λιγάκι μουτζουρωμένος από τα αφρώδη σύννεφα
Ο ήλιος πελώριος ανοιξιάτικος συγκατανευτικός ανιδιοτελής
Και σήμερα με τους θνητούς
Μια κοπέλα πλένει με το λάστιχο το δρόμο
Ποτίζουν οι γιαγιάδες τα λουλούδια
Οι φιλόζωοι ξεχύθηκαν να ταΐσουν τα αδέσποτα
Δεν τα λες και λίγα μα είναι τόσο χαριτωμένα
Στο παγκάκι κάθονται τρεις κοπέλες
Βγάζουν selfie και σκαρώνουν stories
Τα παιδιά με τα μηχανάκια
Τρέχουν και δε φτάνουν
Μαραθωνοδρόμοι
Έτσι που λες να τους προσφέρεις κάτι για να ξεδιψάσουν
Η καρδερίνα μέσα από το μεταλλικό της κλουβάκι
Γεμίζει με κύματα γαλήνιες εξωκοσμικές νότες τη γειτονιά
Εγώ τώρα, καθισμένος όπως ποτέ άλλοτε
Παρέα με τις λέξεις μου και έναν καφέ
Στο όμορφο μπαλκόνι της οδού Γενναδίου...
Με ακονισμένα τα μαχαίρια του έρωτα
Σε πήρα ψηλά στον γκρεμό
Σε έστησα μισό βήμα πριν το χαμό
Και δειλά δειλά σου ψιθύρισα πήδα
Το κύμα από κάτω έμοιαζε να σε θέλει
Σε πολιορκούσε να σε κάνει δική του
Αφροί γέμιζαν την ακτή
Τα ψάρια κρύφτηκαν
Τα φύκια τυλίγονταν αναμεταξύ τους
Σχηματίζοντας πράσινους μπόγους
Που έμοιαζαν με τεράστιες βλέννες
Ο ωκεανός είχε εκστασιαστεί
Το νερό αναμόχλευε την άμμο
Είχε δημιουργηθεί ένας αχανής βούρκος
Η κοπέλα αφού με φίλησε
Πήδηξε στο κενό και έμεινα να χαζεύω
Με θεϊκή εντολή το τοπίο άλλαξε
Τα πάντα αγαλλίασαν
Το βαθύ γαλάζιο της θάλασσας επήλθε
Ψάρια και πουλιά κολυμπούσαν μονοιασμένα
Το φουρτουνιασμένο και νευρικό κύμα
Χάθηκε πίσω από τις κέρινες αχτίδες του ήλιου
Οι θεοί πήραν αυτό που ήθελαν
Πήραν την κοπέλα και μαζί έχασαν και τον έρωτά μας
Με ακονισμένα μαχαίρια τώρα εγώ
Μένω μόνος
Μερικές στιγμές μόνον, οπότε κάνει τρικυμία
Είναι λες και την ακούω να μου ψιθυρίζει "Δειλά δειλά πήδα και εσύ".
Ένα ερέθισμα ένοιωσε η κοπέλα
Ένα ώριμο στάχυ μπήχτηκε στον αστράγαλο
Έβγαλε με τι χάρη το γοβάκι και
Προσπαθούσε να απομακρύνει το ενοχλητικό
Ξυλαράκι από το κορμί της
Ο αστράγαλος της γαλατένιος
Η γραμμή του ποδιού λες και σχημάτιζε θαυμαστικό
Το στάχυ ήταν ο έρωτας που...
Έκανε σημάδι το όμορφο πόδι
Προσπαθούσε η νέα να το βρει
Μα ήταν αόρατο
Ήταν το βέλος του έρωτα
Που κάποιος άυλος θεός
Σφήνωσε εκεί πέρα
Για δικός του λόγους δεν έχει σημασία
Η κοπέλα την προηγούμενη νύχτα
Γνώρισε κάποιον και σκίρτησε η καρδιά
Το όνομά του έρωτας
Δεν γνωρίζουμε τίποτα για δαύτον
Παρά μόνον πως είχε κυριέψει
Την ψυχή και το σώμα της
Το στάχυ ήταν ο νέος έρωτας
Ο καιρός περνούσε σαν πρελούδιο
Ωρίμαζε η νεαρή
Μαζί της και η ενόχληση
Ενοχλητικό τερτίπι αναλογιζόταν
Τον νέο δε τον ξαναείδε
Παρά μόνον όταν εμφανιζόταν στα όνειρα
Η μορφή του όμως χανόταν
Με το που έφευγε και το όνειρο
Έτσι πέρασαν τα χρόνια
Η νέα μεγάλωσε
Και η ψυχή της πέταξε διψασμένη...
Με τα δυο μικρά δάχτυλα ακουμπά νωχελικά
Την νωπή υγρή του μύτη σαν πινέλα
Ύστερα τα τοποθετεί κάτω από τα πράσινα του μάτια
Σαν δάκρυα τώρα ο ιδρώτας μοιάζει λυγμός
Με τα δυο μικρά δάχτυλα ακουμπά σαθρά
Τον ουρανό τον μεμψίμοιρο συννεφιασμένος
Έτοιμος να γυρίσει την κάνουλα
Να γιομίσει τον κόσμο νερό και κεχριμπάρι
Με τα δυο μικρά δάχτυλα ακουμπά μελωδικά
Του ραδιοφώνου τον δείκτη
Έτοιμος να γυρίσει σταθμό ευτυχισμένος
Να γεμίσει νότες ηχητικές ευωδιές το σπιτικό
Με τα δυο δάχτυλα ακουμπά ψιθυριστά
Το λευκό αυτάκι της αγαπημένης
Έτοιμος να της προτείνει σε χορό
Πάνε δύο μήνες που κάνει μαθήματα τανγκό
Για τούτο και μόνον το σκοπό
Με τα δυο δάχτυλα ακουμπά φοβισμένα
Τον βασιλιά ήλιο λέγοντας του φανερά διστακτικός:
Απόψε σχόλασε λιγάκι πιο νωρίς
Δώσε σειρά στον έναστρο ουρανό
Και στο καημένο το φεγγάρι Θέλω να χορέψω την καλή μου
Υπό το παιχνιδιάρικο θαμπό του φως
Με τα δυο δάχτυλα ακουμπά τα δέντρα τα λουλούδια
Τα χιλιοπαρακαλάει απόψε να δουλέψουν υπερωρία
Είναι για καλό σκοπό
Να, βλέπετε λέω απόψε την καλή μου
Να ζητήσω σε ρομαντικό περίπατο. Ευωδιάστε το χώμα που θα πατήσουμε
Τον αέρα που θα αναπνέουμε
Το γρασίδι που θα κυλιστούμε
Με τα δυο δάχτυλα ακουμπά τη ζωή
Αναπολεί τα παιδικά χρόνια
Τώρα, ενήλικας πια
Αναπολεί εκείνη που του διέρρηξε το πουκάμισο
Βρήκε στόχο στην καρδιά
Και της την χαρίζει απλόχερα.