Top menu

#Το κείμενο της εβδομάδας: "Οι πίνακες" | Μάρα Παυλοπούλου

Darya Sannikova

 

H Κυβέλη τέλειωσε την πρώτη γυμνασίου. Οι γονείς της δεν ήξεραν αν θα ήθελε και φέτος να πάει διακοπές στη γιαγιά, η ίδια, όμως, δεν είχε καλύτερο να περιμένει.

Το σπίτι της γιαγιάς χτισμένο στο τέλος της παραλίας. Διώροφο και διατηρημένο παρ’ όλη την ταλαιπωρία χρόνων, φυτεμένο δέντρα ολόγυρα και με τη θάλασσα να το συντροφεύει με τον κυματισμό της. Τα πρωινά, ο ήλιος έμπαινε απ’ τις βαριές κουρτίνες, παίζοντας με τα χρώματα του σπιτιού, αλλοιώνοντας σχεδόν όποιον πίνακα κρεμόταν στους τοίχους. Τα βράδια, το λιγοστό φως απ’ τον δρόμο τούς σκοτείνιαζε και τους έδινε διαφορετική αίγλη.

Αδυναμία της γιαγιάς οι πίνακες, που, όταν ήταν μικρή η Κυβέλη, τους κοιτούσε με θαυμασμό.

Ένα βράδυ, βλέποντας έναν Χόπερ που κρεμόταν στο κέντρο του σαλονιού απεικονίζοντας ένα ζευγάρι, έβαλε τα κλάματα ζητώντας τους γονείς της. Μικρή καθώς ήταν τότε, νόμιζε πως είναι εκεί και δεν της δίνουν σημασία. Η γιαγιά την πήρε στην αγκαλιά της και την πήγε κοντά. Ξεγέλασε το κλάμα της εγγονής της, βάζοντας την να σκεφτεί ποιος άλλος θα μπο-ρούσε να είναι: οι γονείς της, οι παππούδες της ή κάποιο άλλο ζευγάρι που μπορεί να μη γνώριζαν, αλλά θα είχε ενδιαφέρον να σκεφτούν γιατί βρίσκονταν στη μέση του δωματίου τους;

Η εφευρετικότητα της γιαγιάς ενήργησε άμεσα και κάπως έτσι ξεκίνησε το παιχνίδι τους.

Η Κυβέλη άρχισε να παρατηρεί τους πίνακες, ακούγοντας τη γιαγιά της να λέει «βλέπε πίσω απ’ την εικόνα». Από τότε πέρασαν αρκετά καλοκαίρια κι ενώ για άλλους πίνακες είχαν βρει με ικανοποίηση και οι δυο τους τι απεικόνιζαν, σ’ αυτόν επέστρεφαν συχνά. Καμία απ’ τις ιστορίες που σκεφτόντουσαν δεν τις κάλυπτε. Η Κυβέλη με τη γιαγιά μπορούσε να είναι και παιδί και ενήλικη, κριτικός τέχνης και θεατής. Οι δυο τους κάθονταν με τις ώρες μπροστά στους πίνακες, λέγοντας η μία στην άλλη την ιστορία που φανταζόταν. Ήταν μια ιεροτελεστία. Αναπαυτικά καθισμένες στον καναπέ, σερβιρισμένη λεμονάδα, φρούτα και παρ’ όλη τη διαφορά ηλικίας, ήταν σαν δυο μικρά παιδιά ή σαν δυο μεσήλικες.

Η γιαγιά έλεγε πως το ζευγάρι είχε χάσει την επικοινωνία του και γι’ αυτό ο καθένας ασχολιόταν με κάτι διαφορετικό αντί να μιλάνε, να παίζουν ή να τρώνε μαζί.

Η Κυβέλη έλεγε πως η κοπέλα φαινόταν να ακουμπά με αγάπη τα πλήκτρα του πιάνου. Ίσως να ήταν πιανίστρια και ο άντρας δίπλα της να διάβαζε στην εφημερίδα πότε και πού θα δώσει παράσταση. Ή μήπως της κοπέλας τής αρέσει το πιάνο, αλλά τον άντρα τον αφήνει αδιάφορο;

«Και γιατί να είναι ζευγάρι και όχι αδέρφια;» έλεγε η γιαγιά.

Έβαζαν τα γέλια και συνέχιζαν. Η Κυβέλη θυμήθηκε πως κάπως έτσι ήταν ο προθάλαμος του ιατρείου που πήγαινε με τη μητέρα της, ίσως να είναι άρρωστοι και περιμένουν μέχρι να μπούνε στον γιατρό.

«Είναι ξένοι ή γνωρίζονται;» ρωτούσε η γιαγιά.

«Μοιάζουν ξένοι. Μπορεί, όμως, να είναι και φίλοι».

«Λες να περιμένουν κάποιον; Πότε κάθονται οι άνθρωποι έτσι, Κυβέλη μου;»

«Στο σχολείο, ο δάσκαλος των μαθηματικών και η δασκάλα της μουσικής».

«Άρα είναι δάσκαλοι;»

«Ωχ βρε γιαγιά, βάσανο».

Η Κυβέλη σηκώθηκε και πήγε κοντά. Πατώντας πάνω στο σκαλάκι που δημιουργούσε το τζάκι, άρχισε να χαϊδεύει τον πίνακα. Όταν έβρισκε τα σκούρα, πάντα το έκανε αυτό. Έλεγε πως αγγίζοντας, έβλεπε καλύτερα.

«Γιαγιά, νομίζω πως ακούω τη θάλασσα μέσα απ’ τον πίνακα. Μήπως το ζευγάρι αυτό ήταν φίλοι σου; Μήπως έμεναν κάπου εδώ κοντά και γι’ αυτό πήρες τον πίνακά τους; Αλλά γιατί να τον πάρεις εσύ και γιατί δεν τους γνώρισα ποτέ εγώ»;

Η γιαγιά σηκώθηκε και κρατώντας την Κυβέλη απ’ τους ώμους άρχισε να χαϊδεύει κι αυτή τον πίνακα. Μ’ ένα σβηστό χαμόγελο αγκάλιασε την εγγονή της και την τράβηξε πίσω.

«Αγόρασα αυτόν τον πίνακα, γιατί η γυναίκα που βλέπεις σ’ αυτόν…»

Το πρόσωπο της γιαγιάς χλώμιασε, έβαλε το χέρι μπροστά στο στήθος κι έκατσε στον καναπέ.

Ζήτησε απ’ την Κυβέλη να ειδοποιήσει τους γείτονες και τους γονείς της. Δεν ένιωθε καλά.

Όταν είναι κάτι να χαθεί, γίνεται γρήγορα, αν είσαι παιδί.

Ο πατέρας της κάθεται στο σκεπαστό μπαλκόνι διαβάζοντας εφημερίδα, η μητέρα της με γυρισμένη την πλάτη κλαίει. Η Κυβέλη κάθεται ακόμα στον καναπέ. Κοιτάζει τον πίνακα. Μοιάζει με τους γονείς της. Η γιαγιά έφυγε.

 


 

 

Το διήγημα της Μάρας Παυλοπούλου "Οι πίνακες" περιλαμβάνεται στην συλλογή Διηγήματα παντός καιρού (Συλλογικό - Ανθολόγηση: Χρήστος Αγγελάκος, Διονύσης Μαρίνος - Μάιος 2018) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.