Top menu

#Το κείμενο της εβδομάδας: "Γεμιστά με ρύζι και αναμνήσεις" | Τριαντάφυλλη Πολίτη

 

Γεμιστά με ρύζι και αναμνήσεις

 

Πρώτη Αυγούστου και μία ημέρα πριν από την πανσέληνο. Έχει συννεφιά μετά από πολλές ημέρες έντονης ζέστης. Σηκώθηκε με τη σκέψη της για ακόμη μια φορά. Την έβλεπε στον ύπνο της ξανθιά, χαρούμενη, όπως παλιότερα. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα για να μπει φως και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα για να φτιάξει πρωινό.

Τι να μαγειρέψω σήμερα; σκέφτηκε. Άνοιξε τα ντουλάπια και κοίταξε για λίγα λεπτά τα τρόφιμα που στέκονταν στα ράφια, λες και περίμενε να της μιλήσουν. Είδε τα σακουλάκια με το ρύζι και τα πήρε. Ύστερα άνοιξε το ψυγείο. Πέντε πράσινες πιπεριές, μία πορτοκαλί και μία κόκκινη. Τέλεια. Θα φτιάξει γεμιστά! Πρώτα όμως έπρεπε να καθαρίσει το ρύζι.

Συνήθως αγόραζε τις συσκευασίες του σουπερμάρκετ, αυτήν τη φορά όμως είχε παρασυρθεί και εκείνη από το κίνημα «Χωρίς μεσάζοντες» και είχε αγοράσει χύμα από ένα φορτηγό που μοίραζε το ρύζι σε πεντόκιλα σακιά στην κεντρική πλατεία. Ξεσφράγισε ένα από τα πολλά σακουλάκια που είχε φτιάξει και έριξε το μισό στην άκρη μιας μακρόστενης πιατέλας. «Κοριτσάκι μου, έλα να με βοηθήσεις να καθαρίσουμε το ρύζι» η φωνή της μαμάς της τρύπωσε πάλι στο μυαλό της. Άρχισε να ξεχωρίζει με το δάχτυλό της ένα ένα τα σποράκια.

Κάθε φορά που έβρισκε ένα μαύρο στίγμα στον κόκκο του ρυζιού, άκουγε να της λέει: «Να! Κι αυτό! Να τα κοιτάς καλά, να μη σπάσουμε κανένα δόντι». Πρέπει να ήταν δώδεκα χρονών τότε, ίσως και μικρότερη, που της άρεσε να τη βοηθάει στη μαγειρική. Τα γεμιστά τα έφτιαχναν καλοκαίρι, γιατί, όπως έλεγε η μαμά της, ήταν καλοκαιρινό φαγητό. Στεκόταν όρθια πλάι στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας. Με το ένα χέρι της στερέωνε το κεφάλι της και με το άλλο ξεχώριζε τους άχρηστους κόκκους. Η μητέρα με την ποδιά δεμένη στη μέση της, μισοκαθισμένη στην καρέκλα, ήταν έτοιμη ανά πάσα στιγμή να πεταχτεί έως το μάτι της κουζίνας για να ελέγξει ό,τι άλλο ετοίμαζε παράλληλα. Πάντα έκανε πολλές δουλειές ταυτόχρονα. Δεν ήθελε να χάνει χρόνο.

Συνέχισε να καθαρίζει το ρύζι μαζεύοντάς το στην άλλη άκρη του οβάλ πιάτου. Η κίνηση γινόταν μηχανικά. Κοίταξε τα δάχτυλά της. Μικρά και λεπτά όπως της μαμάς της. Αναμενόμενο, σκέφτηκε, αφού τα έχει πάρει από εκείνη. Φαντάστηκε το χέρι της μητέρας της στην απέναντι πλευρά της πιατέλας όπως τότε που ήταν δώδεκα. Μικροκαμωμένο και ροδαλό από το κρύο νερό του νεροχύτη, με τα νύχια της βαμμένα σε χρώμα λευκό, περλέ, όχι πολύ μακριά, αλλά τόσο όσο χρειαζόταν για να τσιμπούν τα σπυράκια του ρυζιού. Στον παράμεσο φορούσε τη χρυσή της βέρα, που δεν την αποχωριζόταν ποτέ.

«Να μαθαίνεις σιγά σιγά. Μεθαύριο θα παντρευτείς» της έλεγε.

Εκείνη την κορόιδευε και διαμαρτυρόταν: «Τι μεθαύριο, ρε μαμά; Ακόμα είμαι δώδεκα!».

«Μεθαύριο που θα παντρευτείς, θα με θυμηθείς… Μεθαύριο που θα βγάλεις τα δικά σου λεφτά… που θα γίνεις μάνα… Μεθαύριο που θα πεθάνω και δεν θα με έχεις».

Φαίνεται ότι ζει στο μεθαύριο. Έτσι γρήγορα πέρασε ο χρόνος. Σαν να ήταν χθες που τα συζητούσαν –ή μάλλον προχθές– και που καθάριζαν μαζί το ρύζι στην κουζίνα.

Η σκέψη της έτρεχε ακόμα στο παρελθόν όταν ξεχώρισε και τον τελευταίο σπόρο. Έτοιμο το ρύζι.

«Λοιπόν, μαμά; Δεν έχεις παράπονο, ακολούθησα όλες σου τις συμβουλές. Ώρα να φτιάξω τα γεμιστά» είπε σαν να την είχε ακόμα απέναντί της.

Ήταν στην τελευταία τάξη του Λυκείου όταν είχε αρχίσει πια να παρατηρεί τον τρόπο που μαγείρευε. Κοιτούσε τα χέρια της μητέρας της, τον τρόπο που κρατούσε το μαχαίρι, το μεθοδευμένο άνοιγμα της ντομάτας, τις τρύπες που άνοιγε με το πιρούνι στις καμπύλες της κάθε πιπεριάς, για να ψηθούν καλύτερα, το στριφογυριστό σκάψιμο των κολοκυθιών. Στη μαμά της άρεσαν πολύ οι ντομάτες και οι μελιτζάνες, και μετά το άνοιγμα των λαχανικών, κρατούσε την ψίχα της ντομάτας για να φτιάξει εκείνη την υπέροχη χωριάτικη σαλάτα.

Τα δικά της τα γεμιστά δεν θα έχουν ποικιλία λαχανικών, αλλά και μόνες τους οι πιπεριές κάνουν καλή δουλειά. Βέβαια, δεν θα είναι και το ίδιο νόστιμα με της μαμάς της. Όχι γιατί δεν έβαλε ντομάτες ή μελιτζάνες. Ούτε γιατί δεν έμαθε να καθαρίζει καλά το ρύζι· αλλά επειδή θα τα φτιάξει μόνη της, χωρίς τη βοήθειά της. Χωρίς το χέρι της στην άλλη άκρη της πιατέλας.

 


 

 

Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Βραδιές τζαζ και άλλες ιστορίες με θέα το παρελθόν της Τριαντάφυλλης Πολίτη (Ιούλιος 2021), εκδόσεις Βακχικόν.