Top menu

"Δανεική ευτυχία". Ένα διήγημα της Αντωνίας Σκανδάλη

 
 
Ξέχασα πως είναι να χαμογελάς, ξέχασα πώς έφθασε η ώρα τα μάτια σου να σκοτεινιάσουν, ξέχασα πως μου έδωσε μια παρουσία δανεική. Μια παρουσία που με έφερε αντιμέτωπη με τις επιλογές του εαυτού μου, αντιμέτωπη με το εγώ μου. Ξέχασα πως μια νύχτα τη στιγμή που σε βρήκα σε έχασα. Ξέχασα. Είχες τόσα να κάνεις που δεν είχαν ουσία, όπου ήσουν πήγαινα και γω, μέσα στο πλήθος σου χανόμουν μήπως νιώσω την παρουσία σου ξανά. Κάποιες μέρες ακούω μέσα στους βουβούς τοίχους, στα άδεια σεντόνια, μέσα σε μια ατέρμονη σιωπή, τη φωνή σου. Λείπεις και όμως είσαι ακόμα μαζί μου, πνιγμένη στις αναμνήσεις μιας δανεικής ευτυχίας.
 
Σε δρόμους γεμάτους κόσμο και αυτοκίνητα τις νύχτες έβρισκα παρηγοριά στα άγνωστα πρόσωπα, περπατούσα μόνη και αναζητούσα το ανάμεσα στους χίλιους να βρω εκείνο το χαμόγελο, άλλοι ήταν χαμένοι στις σκέψεις τους , άλλοι σκυφτοί κουβαλούσαν τις δικές τους σκιές, αδιάφοροι και κουρασμένοι. Και γω αναζητούσα εκείνα τα μάτια έψαχνα να σε βρω έστω για λίγο. Μου αρκούσε και αυτό το λίγο. Τίποτα δε γέμιζε το κενό σου και τα σπασμένα κομμάτια που άφησες προσπαθούσα να μαζέψω σαν κάτι πολύτιμο τα φυλούσα στη χούφτα μου μα το φορτίο μου ήταν αβάσταχτο και ασήκωτο.
 
Κάποιες νύχτες από κεινες που σε έβρισκα, τη δανεική σου παρουσία τυχαία καθισμένη στον καναπέ παρατηρούσα τις χαραμάδες του προσώπου σου και τις λακούβες που κάποτε σχημάτιζαν ένα αμυδρό χαμόγελο, πάντα κουρασμένος εστεκες τα χείλη σου ερμητικά κλειστά μια ευθεία γραμμή δεν αντιδρούσαν ούτε στη βουή της φωνής μου. Σε ρωτούσα τι έχεις και ένα χάδι σιωπηλό η απάντηση σου, σιωπή σαν να με τιμωρούσες επειδή σε αγάπησα. Και εσύ έτρεχες δεν μπορούσες να περιμένεις να σε φτάσω και όταν τελικά σε έβρισκα σε είχαν ξανά και ξανά. Με τιμωρήσες γιατί πίστεψα σε μας πίστεψα στα μελαγχολικά σου μάτια, στο σύντομο χαμόγελο που με ταξίδευε. Όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε το χαμόγελο σου ήταν ζωντανό, τα μάτια σου θύμιζαν το λαμπερό ήλιο του καλοκαιριού και όχι τα θλιμμένα χειμωνιάτικα πρωινά μαραζωμενα από τη μουντάδα του ουρανού. Τα βράδια μας ήταν αξημέρωτα  η θάλασσα έπαιζε τη δική της μελωδία ήρεμη και σιγανή, απαλή και γλυκιά και ο ουρανός με τα αμέτρητα αστέρια έγινε η ξενοδοχείο της αγάπης μας, μάρτυρας της ευτυχίας μας. Το χάραμα μας έβρισκε αγκαλιά, τα χέρια σου έγιναν πάπλωμα που με σκέπαζαν από την πρωινή καλοκαίριατικη ψυχρά. Και όσο ο ήλιος παράβαλε την παρουσία του τα φιλιά σου είχαν μια γεύση από την αλμύρα της θάλασσας τα χέρια μου γλιστρούσαν στα μαλλιά σου και δεν χορταινες να απολαμβάνεις τις στιγμές μας. Σαν κουβάρι κουλουριασμένοι, σαν δυο ταυτόσημα κομμάτια του παζλ έτσι μας έβρισκε το πρωί. Ρουφούσες σαν σφουγγάρι ότι πιο όμορφο είχα να σου δώσω και έγινα η σταθερότητα μέσα στην αταξία της ζωής σου, έγινα το σπίτι σου, το όνομα σου. Σου έδωσα τους φόβους μου και τους έκανες θρύψαλλα, με κοιτούσες στα μάτια και ήξερα τι θέλω να σου πω και ξεκίνησα ένα ταξίδι με εισιτήριο που έγραφε πάνω σ' αγαπώ.
 
Μα οι σκιές είναι εκεί και παραμονεύουν να σου κλέψουν την ευτυχία ακόμα και αν ήταν δανεική. Τα φαντάσματα που κουβαλούσε πήραν τώρα μορφή και σε έριξαν στα σκοτάδια τους και χάθηκες. Το βράδυ τσιγάρο έγινε η συντροφιά σου, κρύφτηκες στα βαριά φουστάνια του χειμώνα. Σε κοιτούσα να τραβάς το τσιγάρο με μια δόση θυμού βασανισμένος πια ραγιάδες τον κόσμο μου που για χάρη είχες χτίσει και πήρες πίσω ότι πιο γλυκό είχα, την παρουσία θέλοντας να μου θυμίσεις πως ήταν για λίγο μόνο.
 
Κλείδωσα σε ένα συρτάρι μια ανόητη ανάμνηση και ξέχασα. Πάγωσα στο μυαλό μου το χρόνο σε εκείνο το καλοκαίρι, έκρυψα τα λόγια σου καλά να μην τα βρεις και τα πάρεις και αυτά και μέσα στις αναθυμιάσεις του χρόνου κράτησα ζωντανό το χαμόγελο. Έμεινα στο τίποτα και γέμισα τις νύχτες μου με άχρηστες ουσίες δεν είχαν όνομα μα ούτε και νόημα, έντυσαν τη ψυχή μου με φορεμένα ρούχα φθαρμένα στα γόνατα και στους αγκώνες και έμεινα να σε θυμάμαι και να πονάω κάθε φορά γιατί κάποτε το ξέρω έζησα μια αληθινή δανεική αγάπη. Και περνάνε οι ζωές μας και εγώ περιμένω εσένα έστω ξανά για λίγο.