Top menu

#Το κείμενο της εβδομάδας: Απόσπασμα από τη νουβέλα "Οι απόκληροι" | Κώστας Γραμματικόπουλος

©Ann H

 

Στην άλλη πλευρά της πόλης, στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη, ανηφόριζε μια ψιλόλιγνη φιγούρα.

Ήταν γύρω στα πενήντα, με λιγοστά μαλλιά, συμμετρικό πρόσωπο και έξυπνα καστανά μάτια. Φορούσε ένα παλιό τριμμένο παντελόνι, με ένα πολύχρωμο καρό πουκάμισο, μαύρο ημίπαλτο, ενώ ένα κασκέτο, που δεν το αποχωριζόταν ποτέ, στρογγυλοκαθόταν στο κεφάλι του. Περπατούσε γρήγορα με μεγάλα βήματα, κρατώντας κάτω από τη μασχάλη του, στο δεξί του χέρι, μια μεγάλη τσάντα.

Ήταν ένας πλανόδιος βιβλιοπώλης. Ένας βιβλιοπώλης του δρόμου, καλλιεργημένος, αυτοδίδακτος, βαθύς γνώστης της λογοτεχνίας και του βιβλίου, αλλοπαρμένος, με έμμονες ιδέες, μια παράταιρη και απόκοσμη φύση, πέρα από τις ανθρώπινες νόρμες και όρια. Το πάθος του για τη λογοτεχνία το απόκτησε σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών, όταν αγόρασε από ένα βιβλιοπωλείο της γειτονιάς του τα διηγήματα του Τσέχωφ. Το πρώτο διήγημα της συλλογής ήταν ο «Θάλαμος 6». Συνταράχθηκε. Ήταν η περιγραφή της ζωής ενός τροφίμου στον εφιαλτικό Θάλαμο 6 και η σχέση του με τον γιατρό του ασύλου, καθώς και οι βαθιές φιλοσοφικές και ανθρώπινες συζητήσεις τους, όπου η Λογική και η Παράνοια, αντιπαλεύονται και πολλές φορές οι όροι του παιχνιδιού ανατρέπονται.

Διαβάζει σε κάποια σελίδα του βιβλίου μία φράση του ήρωα:

«Η ελεύθερη και βαθιά σκέψη που οδηγεί στην κατανόηση της ζωής και η απόλυτη περιφρόνηση για όλη τη βλακεία και τη ματαιότητα του κόσμου, αυτές είναι οι δύο απαραίτητες αρετές για τους καλλιεργημένους ανθρώπους».

Η φράση αυτή θα τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή. Ω! Πόσο λάτρεψε τον Τσέχωφ! Από τα έργα του ξεπηδούν δύο πανύψηλα δένδρα, «λυγερά και σεμνά» σαν τις σημύδες: η καρτερία και η ελπίδα. Καρτερία για όσα ζούμε, ελπίδα για να ζήσουμε αλλιώς. Ανέβαινε τα μεσημέρια, μετά το σχολείο, στην ταράτσα του σπιτιού του και διάβαζε μέχρι αργά το απόγευμα, μέσα σε απόλυτη γαλήνη και ευτυχία. Ο παιδικός του κόσμος απόκτησε εξωπραγματικές διαστάσεις, που, αργότερα με τα χρόνια, όταν ενηλικιώθηκε, γκρεμίστηκε σαν χάρτινος πύργος. Όχι, η ζωή ήταν τελείως διαφορετική από αυτήν των μυθιστορημάτων. Ήταν σκληρή και άδικη. Έκτοτε, η σχέση του με τη λογοτεχνία υπήρξε διαρκής και αδιάλειπτη. Ζούσε μέσα από τους ήρωες των μυθιστορημάτων του. Ήταν αθεράπευτα ονειροπόλος. Αγαπούσε βαθιά τον πρίγκιπα Μίσκιν, συμπονούσε τη Ναστάζια Φιλίπποβνα, αγωνιούσε για την τύχη του Κάππα, του ήρωα του Κάφκα στη «Δίκη» και τον «Πύργο», μισούσε τον Σάιλοκ του Σαίξπηρ. Η σχέση του με τους ανθρώπους ήταν εχθρική. Αντιπαθούσε βαθιά την ανθρώπινη φύση. Έβρισκε τους ανθρώπους ανόητους και αμαθείς. Ήταν ισχυρογνώμων και απόλυτος σ’ αυτήν του τη θέση και αυτό το γεγονός είχε δυσμενείς επιπτώσεις στη μετέπειτα ζωή του. Δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στο κοινωνικό σύνολο. Ένιωθε ξένο σώμα. Ένας απόκληρος απέναντι στην κοινωνία και το αδηφάγο σύστημα. Αλλά, αρκετά φλυάρησα, ας συνεχίσουμε από εκεί που μείναμε.

Όταν έφθασε ακριβώς κάτω από το Ηρώδειο, ο Ιάσονας – συγνώμη που ξέχασα να σας τον συστήσω – έβγαλε από την τσάντα του ένα μεγάλο πράσινο πανί και αφού το άπλωσε κάτω στο πλακόστρωτο, άρχισε να τακτοποιεί τα βιβλία του. Τα τοποθετούσε με σχολαστικότητα και προσοχή, ανάλογα με τη θεματολογία και το εξώφυλλό τους. Στην πρώτη σειρά έβαζε συνήθως τα λογοτεχνικά βιβλία, στη δεύτερη σειρά δοκίμια και αναλύσεις πολιτικού, κυρίως αριστερού και αναρχικού περιεχομένου, στην τρίτη τα ιστορικά και ούτω καθ’ εξής.

Ήταν Κυριακή πρωί και ένας χειμωνιάτικος ήλιος ξεπρόβαλλε κατακόκκινος και μεγάλος όσο ποτέ άλλοτε. Άπλωσε τις ακτίνες του πάνω στην πόλη και η ζεστασιά και θαλπωρή πήρε τη θέση της στην πρότερη μουντάδα και παγωνιά. Η φύση γιόρταζε. Μαζί της και οι άνθρωποι που βγήκαν στο σεργιάνι. Του άρεσε να βλέπει όλον αυτόν τον κόσμο να πηγαινοέρχεται αδιάκοπα, με τα ζεστά πρόσωπα και τα τεράστια χαμόγελα.

Δεν είχε καλά-καλά προλάβει να τακτοποιήσει τα βιβλία του, όταν με την άκρη του ματιού του διέκρινε μια νέα κοπέλα να προχωράει προς το μέρος του. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Πρόσεξε τα πράσινα στρογγυλά της μάτια και το κοντό καρέ, σχεδόν αγορίστικο, μαλλί της, που του έκανε εντύπωση. Το δέρμα της ήταν λευκό και λείο, το πρόσωπό της οβάλ και όμορφο, η μυτούλα της μικρή, χαριτωμένη, το ανάστημά της μέτριο. Φορούσε ένα λευκό φόρεμα με κόκκινα τριαντάφυλλα, λίγο πιο κάτω από το γόνατο, με μια κεντητή ζακέτα, ριχτή στους ώμους, ενώ στο χέρι της κρατούσε μια μικρή μπεζ τσάντα.

Τον προσπέρασε κι αυτός ασυναίσθητα γύρισε προς το μέρος της. Άξαφνα, ένα δυνατό, απρόσμενο αεράκι της πήρε τη μεταξωτή μαντήλα, που είχε περασμένη στον λαιμό και, σαν διαβολική σύμπτωση, προσγειώθηκε με χάρη ακριβώς δίπλα στα πόδια του. Ξαφνιάστηκε για μια στιγμή, αλλά αμέσως μετά έσκυψε, την πήρε και της την πρόσφερε. Τα ακροδάχτυλά τους ενώθηκαν κι αυτή η ανεπαίσθητη αφή του μούδιασε όλο το σώμα. Εκείνη χαμογέλασε πλατιά και τον ευχαρίστησε ευγενικά. Το πρόσωπό της έλαμπε, αναδεικνύοντας στο πολλαπλάσιο, όλα τα γλυκά χαρακτηριστικά της.

- Βλέπω πουλάτε βιβλία, του είπε ξαφνικά.
- Ναι, απάντησε ο Ιάσονας με χαρά. Αν θέλετε μπορώ να σας προτείνω κάποιο.
- Αλήθεια, και ποιο θα μου προτείνατε;
- Τη «Σονάτα του Κρόυτσερ», του Τολστόι.
- Και γιατί ειδικά αυτό; ρώτησε με περιέργεια.
- Μα, γιατί είναι ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Θα το καταλάβετε όταν το διαβάσετε.
- Μου εξάψατε τη φαντασία. Θα το αγοράσω και θα περάσω μία από αυτές τις μέρες να σας πω τη γνώμη μου.

Ο Ιάσονας, τη ρώτησε ευγενικά πως τη λένε.

- Φρύνη, απάντησε εκείνη.
- Φρύνη… μα η Φρύνη ήταν εταίρα στην αρχαία Ελλάδα. Μια πανέμορφη εταίρα.
- Ναι… ήταν εταίρα, απάντησε η Φρύνη με ένα αινιγματικό ύφος.

Του έδωσε το αντίτιμο του βιβλίου και χάθηκε μέσα στο ανώνυμο πλήθος, ενώ ο Ιάσονας την ακολουθούσε με το βλέμμα του.

Την επόμενη μέρα δεν φάνηκε η Φρύνη. Ούτε τη μεθεπόμενη. Πέρασε μια ολόκληρη βδομάδα χωρίς να φανεί. Ώσπου μια μέρα έκανε την εμφάνισή της. Ο Ιάσονας, όταν την είδε, έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Τον χαιρέτισε ευγενικά.

- Ω! Τι υπέροχο βιβλίο, του είπε με ενθουσιασμό. Το διάβασα μονορούφι μέσα σε μια νύχτα. Τι ιστορία! Και τι περιγραφή! Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μπορεί να υπάρχουν τέτοια βιβλία.

Ο Ιάσονας χαμογέλασε και της πρότεινε μια ερωτική νουβέλα του Τουργκένιεφ. Ήξερε ότι αυτό το βιβλίο θα κατακτούσε τον βαθύ συναισθηματικό κόσμο της Φρύνης και το γεγονός αυτό, τον ικανοποιούσε και τον γοήτευε συνάμα. Ήθελε να την κατακτήσει μέσα από έναν ιδεατό λογοτεχνικό κόσμο.

Η Φρύνη ήταν μια άδολη ψυχή και μια ευαίσθητη καρδιά. Είχε όλη τη δροσιά των νιάτων και της ομορφιάς της. Παράδοξο για μια νέα, συνδύαζε την αθωότητα με την ωριμότητα. Είχε μια έμφυτη ευγένεια που την έκανε ακαταμάχητη, χωρίς να προσπαθεί διόλου. Η ανέλπιστη αυτή σμίξη της ευγένειας με την αθωότητα, την έκανε ένα τέλειο πλάσμα. Αγαπούσε βαθιά τη ζωή και τους ανθρώπους με έναν αγνό και ανυστερόβουλο τρόπο. Ήταν πάντα χαμογελαστή και χαρούμενη, μα υπήρχαν κάποιες φορές – σπάνιες θα έλεγα – που την κυρίευε μια μελαγχολία αβάσταχτη. Τότε κλεινόταν στον εαυτό της. Λάτρευε τη μουσική και τους μοναχικούς περιπάτους.

Αυτό που γοήτευε αφάνταστα τον Ιάσονα στη Φρύνη, ήταν η αφέλειά της. Ήταν τόσο αθώα. Είχε βαθύ και στοχαστικό βλέμμα όταν της μιλούσε και αυτό την μάγευε. Ο λόγος του ήταν χειμαρρώδης και η φωνή του βαθιά και μπάσα.

Εκείνη ήταν πανέμορφη. Μια απαράμιλλη ομορφιά. Ο γυμνός, λευκός λαιμός της τον συγκινούσε όσο τίποτε άλλο. Οι μέρες περνούσαν και η Φρύνη πήγαινε δύο με τρεις φορές την εβδομάδα στον Ιάσονα για να αγοράσει βιβλία. Αυτή τον θαύμαζε για τις γνώσεις του στη λογοτεχνία. Τον άκουγε με θέρμη να της μιλάει για τον Φλωμπέρ, τον Ανατόλ Φρανς, τον Τζέιμς Τζόυς, τον Κάφκα και ένα σωρό άλλους συγγραφείς, που ούτε καν τους είχε ακούσει και τον ρωτούσε με αφέλεια.

- Μα πότε τα διαβάσατε όλα αυτά;

Αυτός γελούσε τρανταχτά. Είχε δημιουργηθεί μια ιδιότυπη σχέση μεταξύ τους.

Αγαπητέ μου αναγνώστη, επίτρεψέ μου να σου διηγηθώ έναν απόλυτο έρωτα!

Ώσπου μια μέρα συνέβη ένα αναπάντεχο γεγονός. Η Φρύνη πήγε ένα απόγευμα να βρει τον Ιάσονα, αλλά εκεί έμαθε, από έναν μικροπωλητή, ότι του είχε κατασχέσει η αστυνομία όλα του τα βιβλία και ότι πέρασε από αυτόφωρο και καταδικάστηκε σε δύο μήνες φυλάκιση με αναστολή, αλλά, επειδή ο Ιάσονας δεν είχε τα χρήματα της εγγύησης, κατέληξε στη φυλακή.

Η δικαιοσύνη, για άλλη μια φορά, έδειξε το σκληρό της πρόσωπο, εκεί που δεν το χρειαζόταν.

Η Φρύνη, δίχως δεύτερη σκέψη, πήγε και πλήρωσε την εγγύηση για να βγει ο Ιάσονας από τη φυλακή, με απόλυτη εχεμύθεια. Αυτός δεν ήξερε ποιος ήταν ο ευεργέτης του, αλλά από μέσα του διαισθανόταν πως μόνο η Φρύνη θα μπορούσε να τον είχε βοηθήσει. Αυτό το γεγονός δυνάμωσε την αγάπη του γι’ αυτήν. Και τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση. Κάποια μέρα της πρότεινε να βγουν ένα ραντεβού. Κι εκείνη δέχθηκε…

 


 

Το απόσπασμα προέρχεται από τη νουβέλα του Κώστα Γραμματικόπουλου Οι απόκληροι (Ιανουάριος 2017) | Εκδόσεις Βακχικόν - Vakxikon Publications.