Top menu

"Το γράμμα": Ένα διήγημα της Σοφίας Κροκιδά

photo © Engin Akyurt

Το ρολόι της κουζίνας έλεγε πέντε παρά δέκα. Σε μια ώρα ο ήλιος θα έδυε και μαζί του και η ελπίδα της για μια κάποια αλλαγή. Όπως κάθε μέρα. Ο γιατρός το είχε πει «μελαγχολία του δειλινού». 

Τα τελευταία δύο χρόνια, μόνη σε ένα τριάρι που από καιρό είχαν εγκαταλείψει σύζυγος και παιδιά, έβαζε τα δυνατά της να ξυπνάει με όρεξη. Ή μάλλον έβαζε τα δυνατά της να ξυπνάει σκέτο. Τα φάρμακα στο κομοδίνο την έσερναν σε έναν ύπνο βουβό και παρανοϊκό που ισοπέδωνε το μυαλό της κάθε μέρα κι από λίγο. Που ανακάτευε τις ειδήσεις των εννιά, τα σίριαλ και τη θλίψη της σε ένα μείγμα πηχτό, κολλώδες, ζεστό. Που μούδιαζε κάθε στοιχείο της γυναίκας, της συζύγου, της μητέρας, της καθηγήτριας, της φίλης που κάποτε ήταν. Κι όμως, κάθε πρωί έβαζε τα δυνατά της να ξυπνήσει. Φορούσε τη ροζ ρόμπα της, χτένιζε όπως όπως τα θαμπά μαλλιά της και καθόταν στην καρέκλα της κουζίνας με αντίπαλο το ρολόι στον τοίχο και συντροφιά τον πρώτο καφέ της ημέρας. 

Σήμερα, στις πέντε παρά δέκα, η κουζίνα της έβρισκε ακόμα εκεί, από το πρωί, όπως και κάθε μέρα, με τον τέταρτο καφέ στο τραπέζι και χέρια να τρέμουν. Από τότε που της απαγόρευσαν κάθε είδους αλκοόλ έπινε τον ένα εσπρέσο μετά τον άλλο. 

«Θα της γράψω γράμμα», μονολόγησε αποφασιστικά ρουφώντας νευρικά ένα τσιγάρο. «Θα της γράψω γράμμα και θα της πω τα πάντα κι έτσι θα τελειώσουν όλα.»

Πίεσε το τσιγάρο στο μαυρισμένο τασάκι και σηκώθηκε. Ήταν σίγουρη πως κάπου εκεί γύρω υπήρχε ένα στυλό. 

Έψαξε στο μπολ με τα φρούτα, στο συρτάρι με τις διπλωμένες πετσέτες, ακόμα και στο ψυγείο που αφηρημένη καμιά φορά έβαζε πράγματα. Τζίφος. Έσφιξε τη ζώνη της ρόμπας και πήγε στο υπνοδωμάτιο. Είχε μόλις μια ώρα να βάλει στο χαρτί όλες τις ανείπωτες σκέψεις της, μετά θα ερχόταν το βράδυ και θα την έριχνε στο κρεβάτι με υγρά μάγουλα. Άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα βιβλία και τα τετράδιά της, έκανε άνω κάτω τα ρούχα της, ψαχούλεψε με το χέρι κάτω από το κρεβάτι, όλα χωρίς αποτέλεσμα. Γύρισε ταραγμένη στην κουζίνα. Η ώρα ήταν πέντε και τέταρτο. Ήθελε σαν τρελή ένα τσιγάρο αλλά δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Έπρεπε να της πει ότι την αγαπάει, ότι δεν το θελε η ζωή της να φτάσει ως εδώ, άλλα όνειρα είχε, αλλά την αγαπούσε, της έλειπε και την αγαπούσε. 

Ξαφνικά θυμήθηκε την αποθήκη. Εκεί, μέσα στα τόσα άχρηστα πράγματα, ειρωνικά αναμνηστικά μιας ολοκληρωμένης ζωής, σίγουρα θα υπήρχε ένα στυλό. Τάπερ, βάζα, παπούτσια ορειβασίας, μαχαιροπίρουνα, δίσκοι, στολίδια, έπρεπε να τελειώνει αν δεν ήθελε να τη βρει εκεί μέσα δακρυσμένη το δειλινό. Τα κιτρινισμένα δάχτυλά της δούλευαν με μανία. Λίγο πριν τα παρατήσει πρόσεξε στο πιο ψηλό ράφι μια ψάθινη τσάντα. Σηκώθηκε στις μύτες κι έσπρωξε τον πάτο με τις γροθιές της. Η τσάντα προσγειώθηκε στο πάτωμα φτύνοντας από τα σωθικά της υφάσματα μπλεγμένα με αλάτι, παρέα με έναν αναπάντεχο μεταλλικό ήχο. Ανάμεσα σε πολύχρωμα μαγιό, παρεό και πετσέτες ήταν μερικά κουτάκια μπύρας. Για λιγοστά δευτερόλεπτα τα χέρια της σταμάτησαν να τρέμουν. Θυμήθηκε εκείνο το απόγευμα λίγους μήνες πριν που κόρη και γιος είχαν κάνει επιδρομή στο σπίτι της για να μαζέψουν τα ποτά κι εκείνη είχε προλάβει να κρύψει τρεις τέσσερις μπύρες. Στην κλινική είχε χρόνο να ξεχάσει.  

Η ώρα ήταν έξι παρά είκοσι. Είχε λίγη ώρα ακόμα. Θα ξεκινούσε με τη φράση «παιδί μου». Άνοιξε τη μπύρα και κατέβασε την πρώτη γουλιά με κλειστά μάτια. «Ναι, έτσι θ' αρχίσω. Παιδί μου, δεν ήθελα να είμαι απούσα, συγχώρεσε με. Πρέπει να βρω στυλό. Ίσως άλλο ένα κουτάκι;» 

Η τελευταία μπύρα κύλησε μέσα της σα λάβα που παράσερνε στο διάβα της οτιδήποτε ζωντανό.  Τη χρειαζόταν, η ώρα ήταν έξι παρά δέκα, ήταν πια αργά. Το γράμμα θα το έγραφε αύριο, πάει και τελείωσε. Αύριο θα έβρισκε στυλό, σήμερα ο ήλιος έδυε από το παράθυρο της κουζίνας, αύριο σίγουρα θα έγραφε όσα ήθελε. Κατέβασε την τελευταία γουλιά με μάτια θολά. Ναι, αύριο θα έγραφε το γράμμα οπωσδήποτε. Θα θυμόταν να βρει στυλό αύριο, και μαζί μπορεί και να θυμόταν γιατί το έψαχνε.

Κάτι ήθελε να γράψει σήμερα στην κόρη της αλλά το είχε ξεχάσει.