Top menu

"To Άγιον Ράιχ" του Richard Steigmann-Gall

Το Άγιον Ράιχ [The Holy Reich : Nazi Conceptions of Christianity, 1919-1945], Μελέτη, Richard Steigmann-Gall, μτφρ. Πηνελόπη Τριαδά, Εκδόσεις Πλατύπους [Cambridge University Press, 2004]

 

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΡΟΓΟΝΟΣ

Αν η Γερμανία πριν από το Νοέμβρη του 1918 ήταν ένα ‘Χριστιανικό κράτος’, μετά,  για πολλούς έμοιαζε με μια άθεη δημοκρατία. Για τους περισσότερους Χριστιανούς της Γερμανίας, και σίγουρα για τον γερμανικό Προτεσταντισμό, ήταν μια εποχή βαθιάς ανασφάλειας. Ο Αρχιεπίσκοπος, κοσμικός εγγυητής των προνομίων της Προτεσταντικής Εκκλησίας, είχε ανατραπεί. Τα συνταγματικά δικαιώματα των εκκλησιών, όπως επίσης και η ασφάλεια του επαγγέλματος των Γερμανών παστόρων,  αμφισβητήθηκαν και αυτά. Η σύντομη θητεία του Αδόλφου Χόφμαν (μέλος του μελλοντικού Κομμουνιστικού Κόμματος και ένθερμος υποστηρικτής του διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας) στη θέση του  Υπουργού Πολιτισμού της Πρωσίας  έκανε ακόμα πιο τεταμένες τις σχέσεις ανάμεσα στις εκκλησίες και το ‘καθεστώς’ της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ωστόσο, οι εντάσεις δεν ήταν απλά θεσμικές. Μάλιστα, ακόμα πιο σημαντική ήταν μια μεγαλύτερη κρίση της χριστιανικής κουλτούρας της Γερμανίας. Για πολλούς Χριστιανούς, η ίδια η ύπαρξη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αποτελούσε επίθεση στους κανόνες του Θεού. Χριστιανοί και των δυο δογμάτων είχαν σταθεί στην πρώτη γραμμή της εθνικιστικής κινητοποίησης κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η όλο και αυξανόμενη τάση των Προτεσταντών θεολόγων να θεωρούν τη Γερμανία ως το αγαπημένο έθνος του Θεού, μια θεολογική τάση που ξεκίνησε στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, εξελίχθηκε το 1914 σε ‘πολεμική θεολογία’. Η θεολογία αυτή ενισχύθηκε από μια ηθική ερμηνεία του Χριστιανισμού, σύμφωνα με την οποία κατά τη διάρκεια της ιστορίας ο Θεός προσπάθησε να απελευθερώσει την ανθρωπότητα από τον υλισμό με σκοπό να την κάνει να υλοποιήσει το ηθικό Του βασίλειο στη Γη. Η πολεμική θεολογία μείωσε την ηθική δραστηριότητα του έθνους, η οποία θεωρούνταν ως το μέσο με το οποίο ο Θεός φανέρωνε το θέλημά του. Η έννοια ότι ο Θεός έδωσε την έγκρισή του στο έθνος αφού δημιουργήθηκε με δική του εντολή, αποτελούσε και αυτή μια θεολογική παρέκκλιση μέσα στην επικρατούσα τάξη του Χριστιανισμού, η οποία παρά το γεγονός ότι είχε πλέον αποκτήσει πολλά ριζοσπαστικά στοιχεία εξ’ αιτίας της μακροβιότητας του Μεγάλου Πολέμου, στην πραγματικότητα είχε προηγηθεί από αυτόν κατά πολλά χρόνια. Το αποτέλεσμα ήταν το μεγαλύτερο μέρος του χριστιανικού κλήρου να καταδικάσει τους αντιπάλους της Γερμανίας χρησιμοποιώντας σκληρούς ηθικούς όρους, και εξυψώνοντας τον πόλεμο σε ένα είδος σταυροφορίας κατά την οποία ο Θεός είχε επιλέξει τη Γερμανία για να τιμωρήσει τους εχθρούς του.

Ενώ κάποια τμήματα της κοινής γνώμης της Γερμανίας –ξεκινώντας με τους Σοσιαλδημοκράτες και μετά με τους Καθολικούς– άρχισαν να ζητούν να υπάρξουν διαπραγματεύσεις για ειρήνη καθώς ο πόλεμος τραβούσε όλο και περισσότερο, πολλοί Προτεστάντες διακήρυσσαν ότι ο πόλεμος έπρεπε να κρατήσει μέχρι το τέλος, υποστηρίζοντας την ιδέα μιας ‘ειρήνης του Χίντεμπεργκ’, μιας ειρήνης που σήμαινε ολοκληρωτική νίκη και ικανοποίηση όλων των πολεμικών στόχων. Πολλοί αντέδρασαν στις διαπραγματευτικές προτάσεις για ειρήνη των Σοσιαλιστών και του Βατικανού, προσχωρώντας στο Πατριωτικό Κόμμα (Deutsche Vaterlandspartei),  το οποίο ιδρύθηκε το 1917. Καθώς ένας αυξανόμενος αριθμός Γερμανών – τώρα πια και κάποιοι συντηρητικοί ανάμεσά τους– σχεδίαζαν το τέλος του πολέμου, πολλοί Προτεστάντες πάστορες συνέχισαν να υποστηρίζουν ότι η νίκη θα ερχόταν μόνο αν οι Γερμανοί  επιστράτευαν τη θέλησή τους για νίκη. Όταν τελικά ο πόλεμος χάθηκε, οι Χριστιανοί αυτοί βυθίστηκαν σε μια κρίση. Αντί να ερμηνεύσουν τα γεγονότα με στρατιωτικούς ή οικονομικούς όρους, επέλεξαν να αξιολογήσουν την ήττα με ηθικούς όρους, θεωρώντας ότι η αιτία βρισκόταν σε μια εσωτερική προδοσία της  Γερμανίας και του Θεού.  Η πρώτη γνωστή δημόσια διατύπωση της θρυλικής φράσης ‘πισώπλατο μαχαίρωμα’, προέκυψε όχι από κάποιον στρατηγό ή πολιτικό, αλλά από ένα κήρυγμα στις 2 Φεβρουαρίου του 1918 –εννιά μήνες πριν από το πραγματικό τέλος του πολέμου– που έκανε ο Προτεστάντης ιερέας Μπρούνο Ντέρινγκ.
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών μετέτρεψε την αγανάκτηση των εθνικιστών Προτεσταντών σε οργή. Μια επιστολή που παραδόθηκε στο Ανώτερο Συμβούλιο της Προτεσταντικής Εκκλησίας (Οberkirchenrat) από τους γενικούς επιτηρητές της πρωσικής κρατικής εκκλησίας έλεγε: ‘Η απαίτηση να αναλάβουμε ολοκληρωτικά την ευθύνη για τον πόλεμο ταυτίζεται με την απαίτηση να αρθρώσουμε ένα ψέμα που προσβάλλει αδιάντροπα τη συνείδησή μας. Ως Ευαγγελιστές Χριστιανοί  πραγματοποιούμε την ιερή αυτή διαμαρτυρία ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ενάντια στην προσπάθεια να σημαδευτεί το έθνος μας με αυτόν τον τρόπο’. Το πάθος που προκάλεσε αυτή η ηθική προσβολή έφτασε σε απίστευτα ύψη. Κάποιοι ξεκαθάρισαν ότι προτιμούσαν να ‘καταστραφούν με τιμή’ παρά ‘να συνεχίσουν να υπάρχουν χωρίς τιμή’. Ο Σύλλογος των Γυναικείων Προτεσταντικών Οργανισμών δήλωνε με ολοφάνερη θέρμη: Για τις Γερμανίδες Ευαγγελίστριες, η τιμή είναι πιο σημαντική από την ευημερία των ίδιων και των παιδιών τους’. Πολλοί προεξέχοντες Χριστιανοί, με πιο αξιοσημείωτο τον Λουθηρανό διανοούμενο Εμάνουελ Χιρτς, υποστήριξαν ότι ο Θεός δεν είχε απογοητεύσει τον γερμανικό λαό, αλλά αντίθετα ο γερμανικός λαός είχε απογοητεύσει το Θεό. Άλλοι ισχυρίστηκαν ότι ένα υλιστικό πνεύμα είχε μολύνει το λαό και γι’ αυτό ο Θεός τους τιμώρησε. Η άποψη ότι ο Θεός επενέβαινε ενεργά στις υποθέσεις των ανθρώπων αποτελούσε μακροχρόνια παράδοση σε διάφορα χριστιανικά δόγματα, τόσο μέσα όσο και έξω από τη Γερμανία.  Μέσα στη Γερμανία, εξέχοντες Προτεστάντες θεολόγοι όπως ο Χιρτς και ο Πολ Αλτχάους ανέπτυξαν την παράδοση αυτή ακόμα περισσότερο: σύμφωνα με τον Αλτχάους, ‘Αφού η ιστορία βρίθει από το θέλημα του Θεού, αποκαλύπτει τη γνώση του Θεού’. Υπό το φως της κρίσης στην οποία έπεσε η Γερμανία μετά το 1918, η πίστη σε ένα δραστήριο Θεό, ένα Θεό που ενεργεί σύμφωνα με τη θεία Πρόνοια δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει σε πολλά πολιτικά συμπεράσματα. Αν η Γερμανία ήθελε να ξανακερδίσει την εύνοια του Θεού, υποστήριζαν αυτοί οι Χριστιανοί, τότε το έθνος έπρεπε να ξαναγυρίσει κοντά του. Ο λαός έπρεπε να είναι προετοιμασμένος για την ημέρα κατά την οποία ‘ο Κύριος της ιστορίας θα μας δώσει το σήμα για έναν νέο αγώνα για την ελευθερία’.

H έκδοση είναι προγραμματισμένη να κυκλοφορήσει μες στο χρόνο.

Η Πηνελόπη Τριαδά είναι μεταφράστρια αγγλόφωνης και ιταλικής λογοτεχνίας.