Top menu

Robert Wilson, “Letter to a Man”: διαλεκτική ρυθμού και εικόνας

Γράφει ο Γιώργος Παπαγιαννάκης

Με το “Letter to a Man” o Robert Wilson επανακάμπτει θεματολογικά στον οικείο χώρο των διαταραχών (προσωπικότητας και ψυχικών) μέσα από τον οποίο, και με σημείο εκκίνησης το “Deafman Glance”, συστήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70.

Για τον Αμερικανό δημιουργό η “περίπτωση Vaslav Nijinski” (1889-1950), ο δεξιοτέχνης Ρώσος χορευτής με τον ταραχώδη βίο που διέρρηξε το “φράγμα” των νόμων της φύσης και της λογικής λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος, γίνεται η αφετηρία ενός σχολιασμού γύρω από την αναπόδραστη σχέση της δημιουργίας με τη ζωή και τον παράγοντα “άνθρωπο” και, μάλιστα, στην απόλυτα εσώτερη συνθήκη του και στο πιο προσωπικό του πεδίο.

Ευδιάκριτα αυτοαναφορικό, το συγκεκριμένο σκηνικό πόνημα, διαμέσου μιας αντιστικτικής σχέσης ιδιωματικών ρυθμικών μοτίβων και ενός μικροσύμπαντος ευσύνοπτων εικόνων και εικαστικών τοπίων -επεξήγηση μιας άλλης μετρικής βάσει της οποίας γίνεται αντιληπτός και ερμηνεύεται ο κόσμος όσο και μιας απεικόνισης αποτελούμενης από ψηφίδες που διατρέχουν όλο το φάσμα των βιωματικών εμπειριών- ανιχνεύει το πως η τέχνη καθίσταται γνήσια έκφραση των πλέον τραυματικών και ευπρόσβλητων περιοχών της ανθρώπινης ύπαρξης.

Παραλήπτης της ιδιότυπης αυτής επιστολογραφίας, ο Serge de Diaghilev, η προσωπικότητα που καθόρισε όσο καμία τη ζωή και το έργο του Nijinski. Το κείμενο παραληρηματικό, ενδεικτικό ενός εν εξελίξει ψυχικού εκφυλισμού, προσαρμοσμένο σε χρονικές αξίες, τετμημένο σε σύντομα ταμπλώ-ιντερλούδια διάσπαρτα από ήχους, υπαγορεύσεις, θορύβους και αποσυμπιεστικές όσο και αδρές, επεξεργαστικής επενέργειας παύσεις. Παλιλλογίες, ποιητικής υφής χρωματικές εναλλαγές και ψευδαισθησιογόνες ατμόσφαιρες, έμφαση στην κίνηση και στη σχεδόν ιεροτελεστική λειτουργία της χειρονομίας, συνθέτουν το αναγνωρίσιμο περιβάλλον του Wilson με την καθαρότητα, την ελλειπτικότητα και την ανακλαστική επίδραση των εικόνων του.

Ο Michail Baryshnikov, με τα χαρακτηριστικά όψης ενός κλασικού πρωταγωνιστή του καμπαρέ, “ενδύθηκε” και υποδήλωσε τον ήρωα αλλά και όλο εκείνον τον αισθητικό καμβά που γεννά φρεναπάτες, μια ευφάνταστη “σημειολογία” από χορευτικά επεισόδια, τρικ, μούτες, γκαγκς και εξπρεσιονιστικές τεχνικές που διαδέχονται βαγκνερικές γοτθικές ατμόσφαιρες, σκοτεινές πτυχώσεις από φραστικά θραύσματα και έναν κλιμακούμενο ντελιριακό παροξυσμό. Με την αύρα της σκηνικής ωρίμανσης ο Baryshnikov μετέφερε φυσικά και ανεπιτήδευτα τη σύλληψη του δημιουργού πέρα και πάνω από τη στείρα συμβολοποίηση και τη διόγκωση. Διατήρησε, ως σκηνική παρουσία, μια υπερβατικότητα που παραπέμπει κατευθείαν στο χώρο των αισθήσεων και των ενστίκτων, γεγονός που επίσης εξυπηρέτησε η έλλειψη κάθε είδους εκζήτησης και η αποστράγγιση οποιασδήποτε προδιάθεσης για δραματική συγκίνηση. Εδώ η συγκίνηση έβρισκε τη ρίζα της στην ανάξεση του φανταστικού και στην επαναδιατύπωσή του με διαφορετικούς κάθε φορά τρόπους, έτσι που να εμπίπτει στο στοιχείο της δημιουργικής έκπληξης.

Ο Darryl Pickney, επιχειρώντας να παρακάμψει στη δραματουργική επεξεργασία του οποιαδήποτε ροπή προς μια δραματική φόρμα, κατέφυγε σε μια οριζόντια καταγραφή της ψυχικής και διανοητικής απόκλισης του Nijinski που, σε μεγάλο βαθμό, αποδείχθηκε σκηνικά ατελέσφορη, ενώ η ραφινάτη και με μεστότητα χορογραφία της Lucinda Childs καθώς και οι μουσικές υπογραμμίσεις του Hal Wilner, ακολούθησαν πιστά την προσαρμογή στο ειδικό βάρος του χρόνου ανάπτυξης των σκηνικών εργαλείων με τον τρόπο που ο Wilson το αντιλαμβάνεται.