Top menu

6 προτάσεις για αναγνώσεις τον Αύγουστο

H συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει για τον μήνα Αύγουστο:

Κριτική της κριτικής, δοκίμιο, Δημήτρης Ραυτόπουλος, εκδόσεις Gutenberg 2017

Υπάρχουν βιβλία που απαιτούν την εξαντλητική μελέτη αναρίθμητων υποσημειώσεων. Και άλλα πάλι που απαιτούν μια δίχως αναγωγή ανάγνωση, προτρέποντας τον αναγνώστη να περιφρονήσει τις όποιες καταχωρήσεις αναζητώντας το υλικό που θα καταστήσει συνείδηση το περιεχόμενο ενός φιλοσοφικού δοκιμίου. Υπάρχει τέλος και μια κατηγορία πολύ ιδιαίτερων εγχειριδίων που χρίζουν σημειώσεων και εκτενών παραπομπών από πλευράς του συγγραφέα, έργα που αδυνατίζουν ίσως το αναγνωστικό ενδιαφέρον και άλλοτε αφήνονται στο μεταίχμιο.

Αυτή τη φορά κάνουμε λόγο για ένα ξεχωριστό και αυτόνομο δοκιμιακό είδος, απέναντι στο οποίο αν θέλει ο αναγνώστης να φανεί εξίσου συνεπής όσο και η πρόθεση του συγγραφέα θα πρέπει να μελετήσει σε βάθος, έχοντας διαγράψει το γνώριμο, επιβλητικό ύφος της κριτικής όταν ασκεί το έργο της.

Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος δεν χρίζει συστάσεων. Η προσωπική του πορεία, η πιστή στάση του απέναντι στις εποχές και τα ρεύματα, η συνεισφορά του σε ακαδημαϊκό επίπεδο συνιστούν αποσπάσματα από το γενικό καλό που έχει επιφέρει η ενεργητική παρουσία του σημαντικού Έλληνα ακαδημαϊκού στην εγχώρια πραγματικότητα.

Το βιβλίο των εκδόσεων Gutenberg, διεισδυτικό εκ προοιμίου, όπως δηλώνει ο τίτλος του. Κριτική της Κριτικής προβαίνει σε μια πρωτότυπη αμφισβήτηση των εντυπώσεων που αρχικά εκλήφθηκαν ως κανόνες της λογοτεχνικής, κριτικής σκηνής, θέτοντας άλλα σταθμά και μέτρα.

Σημειώνω ήδη απ΄την ολιγοσέλιδη εισαγωγή και παραπέμπω σχετικώς.

Δι΄ολίγων, όμως οι επισημάνσεις του συγγραφέα υπομνηματίζονται αντιστρόφως ανάλογα του τίτλου. Ένας νέος δογματισμός, χωρίς αποδεικτικότητα αλλά με την επιθετική λογική του αναπόδεικτου. Σε άλλο σημείο ο Δ. Ραυτόπουλος σημειώνει. Συμμετοχή στο αμοιβαίο κεφάλαιο του σφάλματος, συμβολική οικονομία. Με τις περιεκτικές του δηλώσεις διαμορφώνει την προστιθέμενη αξία του βιβλίου που φέρνουν στα βιβλιοπωλεία οι εμπερειστατωμένες εκδόσεις Gutenmberg.

Μια ματιά στα παραπάνω αρκεί για να καθορίσει κανείς τη στόχευση των δοκιμίων που περιλαμβάνονται στην έκδοση.Η ευρύτητα των εφαρμογών που παραθέτει ο Δημήτρης Ραυτόπουλος στην Κριτική του προσδίδουν στο έργο μια σημασία μεγαλύτερη από κάθε εξειδίκευση. Η κριτική προϋποθέτει ένα σύστημα αξιών και μια αυστηρή έννοια του μέτρου . Τότε και μόνο μπορεί να ερμηνεύσει και να ερμηνευθεί, συμπλέοντας στο πλευρό της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Απαιτεί ακόμη κάτι περισσότερο από τη δεοντολογία. Ο κύριος Ραυτόπουλος αναφέρεται στην προσωπική συμβολή, σ΄αυτόν τον αποφασιστικό παράγοντα που επιτρέπει αυτό το δίχως τέλος βιβλίο. Η ελπίδα πως κάποτε η κριτική θα μπορέσει να ασκήσει τα καθήκοντά της δίχως υποκειμενικότητες συνεπάγεται αυτομάτως το θάνατο της λογοτεχνίας. Απ΄την εποχή των μεγάλων τραγικών ως και το παράλογο θέατρο του καινούριου μας αιώνα, η κριτική προκάλεσε, δίδαξε, συμβόλισε, απέκλεισε, ενίοτε παραφρόνησε. Ο κύριος Ραυτόπουλος στέκει πίσω απ΄τα κιγκλιδώματα, σεβόμενους τους κανόνες του παιχνιδιού, δίχως κανέναν φόβο. Κάτω σε μεγάλη απόσταση, δεν τελειώνει η άβυσσος. Και όμως ο συγγραφέας προστατευμένος απ΄αυτήν την αίσθηση και οπλισμένος με βαθιά γνώση των πραγμάτων δεν θ΄απωλέσει το δικαίωμα της ελεύθερης μετάφρασης που σέβεται την ιερατικότητα της πράξης, αφήνοντας χώρο για το θαυμαστό της ποίησης.

Η γραφή είναι λευκή; Το ερώτημα που διατυπώνεται, η υποψία που μπορεί να ακυρώσει αυτήν την ουσιώδη πτυχή της λογοτεχνίας δεν απαντάται. Εκείνος που θ΄αντικρίσει τον κατά Ν. Χουλιάρα, μέσα κόσμο, θα δει πως η κριτική ακόμη και στην πλάνη της ορθώνει μια γέφυρα με το επέκεινα που γέννησε το έργο. Κάτι σαν την ελληνικότητα που ζει πίσω από ονόματα, αγάλματα, μνήμες και καταστροφές διατηρώντας έναν ήδη κατακερματισμένο δεσμό με την ουσία της ιστορίας. Το αυτοάνοσο ενσυνείδητο της κριτικής που κινείται οριακά καθώς η γλώσσα περιορίζεται, φθείρεται και καθίσταται υπόθεση πλέον περιεκτική, κάνει την εμφάνισή του στα κείμενα που φιλοξενεί η εξαιρετική έκδοση του Gutenmberg. Η κριτική του Δημήτρη Ραυτόπουλου δεν πιστεύει σε καμιά μονομέρεια. Οι κανόνες την προστατεύουν όταν επιλέγει μοιραία τη μόνη οδό που μπορεί να αποδώσει το φαινόμενο της τέχνης.
[...που ήταν τόσο ενσυνείδητα πολίτης, δεν μπορούσε να είναι αδιάφορος για την ηθική. Το υλικό του, οι στοχασμοί και οι πράξεις των ανθρώπων, είναι ουσιωδώς ηθικό και πνευματικό. Αλλά το υλικό δεν θα εξηγήσει τη μορφή του έργου . Αυτό θα το κάνει κάτι βαθύτερο , κάτι στοχαστικό, όχι δογματικό, κάτι εξίσου διαισθητικό...]

Καμιά ενοχή και καμιά κριτική για την κριτική που πασχίζει να ξεπεράσει δίχως επιτυχία τους δογματισμούς. Και αυτό γιατί πρόκειται για την ίδια εκείνη άσκηση που μ΄αυτοσυγκράτηση αντιμάχεται εδώ και δεκαετίες τον εξτρεμιστικό οίστρο, τη βία των απόλυτων αποφάνσεων και τον μηδενισμό. Η ιδιοσυγκρασία της είναι αφοσιωμένη στην αμφισβήτηση. Η εσωτερική κρίση που τη μαστίζει ταυτίζεται με την ίδια σ΄απόλυτο βαθμό. Ο κύριος Ραυτόπουλος επισημαίνει σχετικά. Το δοκίμιο είναι μια έννοια της νεωτερικότητας που εγκαινίασε ο Μονταίνιος, ορίζοντας την ως “άσκηση και δοκιμασία της κρίσης, στα πιο διαφορετικά ζητήματα, μεγάλα ή μικρά, χωρίς αξίωση για ολοκλήρωση.”

Δίχως κανένα δικαίωμα αυτό το σημείωμα αξιώνει την ικανότητα να εκτιμήσει ένα πολυετές έργο που συνδύασε την ακαδημαϊκή επάνδρωση και το αυθεντικό ένστικτο. Πρωταρχικός σκοπός και με αφορμή το βιβλίο συνιστά η αναφορά σ΄αυτούς τους μοντέρνους στοχαστές που σε πείσμα των καιρών κρατούν αυτόν τον τόπο μες στην επικαιρότητα των ρευμάτων. Αντιλαμβάνεται όμως κανείς, από τις πρώτες κουβέντες αυτού του ανθρώπου πως στάθηκε οπλισμένος με όρια στην άσκηση της επιστήμης του. Αυτή η τελευταία συμπίπτει με ένα ανίκητο, δημιουργικό πάθος ικανό να προβαίνει σε παραδοχές, να στέκει ευρύτατο απέναντι σε κάθε κριτική, σε κάθε κρίση που προχωρεί εμπρός τους εαυτούς μας. Η συνείδησή του ορίζεται απ΄την άσκηση αυτής της μέγιστης, πολιτικής πράξης. Πολίτης, συγγραφέας, παθιασμένος αναγνώστης, διά πυρός και σιδήρου μέσα απ΄το άλγος της ελληνικής ιστορίας ο Δημήτρης Ραυτόπουλος συλλαμβάνει το σφυγμό της εποχής και της τέχνης που γεννά. Οι κανόνες είναι εκείνο το φορτίο που κουβαλά εδώ και δεκαετίες ο Δημήτρης Ραυτόπουλος.

Καβάφης, Καββαδίας, Καρυωτάκης, Καραγάτσης, Καζαντζάκης. Πανόραμα της λογοτεχνίας που ψάχνει να βρει τον εαυτό της. Όχι σαν ιστορία, αλλά ως ενεργές φωνές που αδιάκοπα γεννούν ένα θεώρημα του κόσμου. Μορφές που καθορίζουν με το ύφος τους την εντόπια λογοτεχνία απασχολούν τον πολιτικό πρωτίστως συγγραφέα. Μια κριτική εκλαϊκευμένη μα προσηλωμένη στην κατάρτιση και την εμπειρία. Κάπως έτσι θα μπορούσε κανείς να περιγράψει όσα βαραίνουν για έναν καλύτερο και καλλιτεχνικότερο κόσμο. Η κρίση του συγγραφέα δεν μοιάζει μ΄αγωνία αλλά πριμοδοτείται σε κάθε γενιά, καθώς η επιστήμη της εμβαθύνει στο δίχως τέλος βιβλίο της τέχνης.

Ωστόσο αυτή η ροπή προς τα έξω των ατόμων που βασικά κοίταζαν προς τα μέσα, των λογοτεχνών και των κριτικών, αποτελεί και ένα θετικό βήμα προς μια αντίληψη που τοποθετεί το άτομο στη θέση του πολίτη, στην οποία φυσιολογικά ανήκει , με αποτέλεσμα να αυξάνει η εποπτεία του και με συνέπεια να αυξάνει η εβέλεια του έργου του.

Η αξία του δοκιμιακού λόγου που καταθέτει ο Δημήτρης Ραυτόπουλος είναι πρωτίστως διδακτική. Η συνεισφορά του στη βαθιά μελέτη της σύγχρονης, ελληνικής λογοτεχνίας και η διαρκής κατάθεση νέων ιδεών και προσώπων που καθορίζουν την πορεία της εδώ και δεκαετίες συνοψίζονται ως μέρος της επιστημονικής και αδογμάτιστης κριτικής.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως μια επιστήμη που διαψεύδει διαρκώς τον ευατό της μπορεί να προωθήσει την εξέλιξή της. Η Κριτική της Κριτικής του Δ. Ραυτόπουλου που μερικές φορές φαντάζει ως κρίση και αγωνία της επιστήμης που σέβεται όσα επιτελεί επιβεβαιώνει ξανά τις αρχές και τη γοητεία του έργου του κυρίου Ραυτόπουλου. Η διαρκής αναζήτηση και η συνέπεια χαρακτηρίζουν αυτόν τον τίμιο αγώνα. Όλα τα υπόλοιπα, πέρα απ΄την επιστημονική κατάρτιση αφορούν το ταλέντο μιας λογοτεχνίας που δεν υστερεί σε επιχειρημάτα και υφολογικές προσεγγίσεις και την ίδια στιγμή ανανεώνει με εκπλήξεις τη γοητεία του λόγου.

Μοιάζει σπάνιο ο κριτικός λόγος να παρουσιάζει τόσο ευρύτατη θεματολογία. Και ακόμη, παραμένει έκπληξη η φήμη που μπορεί να αποκτήσει ένα πρόσωπο που εργάζεται απ΄τη σκοπιά της κριτικής και που όμως διαθέτει την αυθεντικότητα που από ένστικό και συνήθεια αταβική, ποθεί η ψυχή μας. Μια τόσο απαραίτητη πνευματική παρουσία αποτελεί εφόδιο μοναδικό για την Ελλάδα. Η Κριτική της Κριτικής των εκδόσεων Gutenmberg σίγουρα περιλαμβάνεται στις πιο σ ημαντικές εκδοτικές προτάσεις της χρονιάς που διανύουμε. Τα εισαγωγικά του βιβλίου συνιστούν έναν οδηγό για την κριτική, για το δικαίωμα και την υποχρέωση μιας επιστήμης που είναι απαραίτητη για την καταγραφή κάθε πνευματικής τάσης, κάθε μέσου και κάθε προσώπου απ΄το οποίο εκφέρεται η τέχνη του λόγου. Μαζί με ορισμένα αποσπάσματα απ΄τον Δημιουργό του Ουάιλντ αλλά και με όσα περιλαμβάνονται στο Δι΄Ολίγων περιγράφονται με ακρίβεια όσα η κριτική και η τέχνη μοιράζονται μεταφράζοντας μια αρχαία γλώσσα, απαράλλαχτη από τότε που κερδίθηκε η φωτιά.

Ακολουθώντας την Κριτική του Δ. Ραυτόπουλου μπορεί κανείς να βρει ένα εγχειρίδιο του τρόπου με τον οποίο η κρίση ως εφόδιο πνευματικό και οξυμένη λειτουργία, οφείλει ν΄αντλεί τόσο απ΄τη θεωρία όσο και απ΄τη δοκιμή με την έννοια της δοκιμασίας και της βαθιάς μελέτης. Έτσι η τέχνη και η ζωή ολοκληρώνονται. Ο Δ. Ραυτόπουλος, ενεργά, μάχιμα, αυθεντικά εισφέρει σ΄αυτόν τον σκοπό και με την Κριτική του δείχνει τον δρόμο.

Aπόστολος Θηβαίος

**

Στον αγαπημένο μας συνάδελφο και φίλο, θέατρο, Κατερίνα Λουκίδου, εκδόσεις Βακχικόν 2016

Δεν είχα την τύχη να δω το έργο που ανέβηκε στην Αθηναϊκή σκηνή σε σκηνοθεσία της Άννυς Ζερβού, ωστόσο, και μόνο διαβάζοντας το κείμενο μπορούμε να απολαύσουμε τα προτερήματά του.

Πρώτα, δυο λόγια για την υπόθεση:
Ο Γιώργος, στέλεχος σε διαφημιστική εταιρεία, πεθαίνει σε δυστύχημα αφήνοντας ανολοκλήρωτες τις δουλειές που είχε αναλάβει ενώ «παίρνει» μαζί του σε στικάκι τα αρχεία της εταιρείας. (αφού πάντα το είχε κρεμασμένο στον λαιμό του). Οι συνάδελφοι και η προϊσταμένη του θρηνούν για τον πρόωρο θάνατο ώσπου συνειδητοποιούν ότι χωρίς τον Γιώργο δεν μπορούν να πιάσουν το bonus της χρονιάς. Επιχειρούν μια αποτυχημένη απόπειρα να συλήσουν τον τάφο για να πάρουν από λαιμό του πτώματος το στικάκι. Έπειτα απευθύνονται σε μέντιουμ που διαθέτει το χάρισμα να επικοινωνεί με τους νεκρούς. Ο Γιώργος «ανασταίνεται» στο σώμα της Κούλας, έτσι λέγεται το μέντιουμ. Και τον πείθουν να ξαναπιάσει δουλειά. Όμως η Κούλα πεθαίνει μια μέρα ανακοπή─ εν ώρα εργασίας ως Γιώργος!

Μεταφυσικό δράμα; Ένα θρίλερ στη σκηνή; Όχι! Μια σουρεαλιστική κωμωδία για το εδώ και τώρα, γειωμένη στην πραγματικότητα κι ας έχει νταραβέρι με τον «άλλο» κόσμο. Τη συγγραφέα την απασχολούν οι επείγουσες εκκρεμότητες, η τρέχουσα οικονομική ανάγκη. Δεν πρόκειται για ήρωες δραμάτων του ρομαντισμού που επιζητούν, νύχτα, στο νεκροταφείο μια επικοινωνία με το επέκεινα. Είναι η Τζένη, ο Μιχάλης, η Όλγα, υπάλληλοι μιας εταιρείας, που αναζητούν στο νεκρό σώμα του Γιώργου το στικάκι με τα αποθηκευμένα αρχεία. Για να αυξηθούν οι πωλήσεις. Η συνθήκη του έργου είναι άμεσα αναγνωρίσιμη: η επιβίωση. Και μετά το πώς τη διαχειριζόμαστε σε διαπροσωπικό και ηθικό επίπεδο. Οι ήρωες είναι ζώντες και υπάρχει και ένας πεθαμένος, ο Γιώργος, που είναι και το πιο ανθρώπινο, τελικά, πλάσμα στο έργο.

Ο Γιώργος θα μιλήσει για τον χρόνο που χάνουμε σε πράγματα άνευ αξίας, ο πεθαμένος Γιώργος θα ομολογήσει τον έρωτά του για τη συνάδελφο του την Τζένη, θα «λυγίσει» στον εκβιασμό που θα του θέσει η προϊσταμένη ότι αν δεν συναινέσει στην πρόταση της να εργάζεται και τώρα που είναι νεκρός τότε θα βρουν τρόπο να πικράνουν τη μάνα του. Οι υπόλοιποι, οι ζωντανοί (; ) έχουν διαβρωθεί από την επιθυμία να πιάσουν τον εταιρικό στόχο.

Δεν ενδιαφέρει η σκιαγράφηση χαρακτήρων • πρόκειται για ανθρώπους που τους γνωρίζουμε, είναι οι άνθρωποι που συναναστρεφόμαστε, είμαστε εμείς. Το έργο στοχεύει στην ανάδειξη μιας κατάστασης και όχι στην ψηλάφηση της ψυχολογικής πλευράς των προσώπων.

Το account, λέξη που την εκφέρουν όλοι σαν προσευχή και το βλέπουν σαν σανίδα σωτήριας. Το μοτίβο του bonus σαν υπέρτατη αρχή στην οποία υποτάσσεται ακόμα και η προϊσταμένη επαναλαμβάνεται• γίνεται ο διακόπτης on, που ενεργοποιεί την κίνηση στη σκηνή.

Ο τίτλος «Στον αγαπημένο μας συνάδερφο και φίλο» είναι αυτό που θα έγραφαν στο στεφάνι κηδείας οι συνάδελφοι του Γιώργου. Στο εσωτερικό του βιβλίου η συγγραφέας έχει συμπληρώσει: «μια αληθινή ιστορία». Ο τίτλος και ο υπότιτλος λειτουργούν παραπλανητικά με σαρκαστική πρόθεση. Μόνον για τον Γιώργο που σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα δεν νοιάζονται η προϊσταμένη, η Τζένη, ο Μιχάλης και η Όλγα. Αλλά μήπως ενδιαφέρονται στα αλήθεια και για τη δική τους ζωή; Η Τζένη προσποιείται την ερωτευμένη στη σκηνή συνάντησης με τον Γιώργο για να τον καταφέρει να μπει εκ νέου στην υπηρεσία της εταιρείας. Οι ικανότητες του πεθαμένου είναι προϋπόθεση για την επίτευξη του μπόνους.

Η εξέλιξη κλιμακώνεται από τη μια πράξη στην επόμενη χτυπώντας κρεσέντο όταν το μέντιουμ που ενσαρκώνει τον πεθαμένο Γιώργο παθαίνει ανακοπή. Η Λουκίδου δεν υποχωρεί στην συγγραφική επιλογή που έκανε εξαρχής να το φτάσει στα άκρα. Το μέντιουμ πεθαίνει και η προϊσταμένη προσλαμβάνει τον μάνατζερ του μέντιουμ στην εταιρεία γιατί έχει δει σε αυτόν ηγετικές ─ διοικητικές ικανότητες. Ένας πεθαίνει ένας προσλαμβάνεται. Το ισοζύγιο της εταιρείας δεν βγαίνει ελλειμματικό. Οι ήρωες παραμένουν καθηλωμένοι στην πνευματική αναλγησία τους και συνεχίζουν στην κατάσταση της τυφλότητας.

Αν πρέπει να καταχωρίσουμε σε κάποιο είδος το έργο της Λουκίδου θα λέγαμε ότι είναι μια κωμωδία σουρεαλιστική. Η κωμωδία είναι δύσκολο είδος για τον δημιουργό, τους ηθοποιούς και όλους τους συντελεστές της παράστασης αλλά και για τον θεατή. Στην Ελλάδα δεν αφθονεί το είδος ούτε οι άνθρωποι που το υποστηρίζουν με συνέπεια. Άλλοτε επικρατεί η σοβαροφάνεια και άλλοτε η διακωμώδηση, με απλοϊκούς θεατρικούς κώδικες, που καταλήγει σε εύκολη γελοιοποίηση των άλλων, συνήθως των πιο αδύναμων. Η συγγραφέας ανεβάζει την ένταση από πράξη σε πράξη για να καταλήξουμε σε έναν δεύτερο θάνατο. Από την κωμική σκηνή της πρώτης πράξης, όταν οι συνάδελφοι υποκρίνονται ότι λυπούνται για το αυτοκινητικό δυστύχημα, καταλήγουμε σε ένα εργατικό ατύχημα. Γιατί το μέντιουμ –Γιώργος εργαζόταν όταν έπαθε την ανακοπή. Εδώ η πραγματικότητα προβάλλει από κωμική σε εφιαλτική. Η Κατερίνα Λουκίδου δοκιμάστηκε σε ένα δύσκολο είδος και πέτυχε γιατί κράτησε με συνοχή ως το τέλος την αρχική πρόθεσή της να μιλήσει ανοιχτά για εμάς στο εδώ και σήμερα.

Αδαμαντία Ξηρίδου

**

Ανάμεσα στο τίποτα, στο κάτι και στα πάντα, μελέτη, Ευάγγελος Κουσιάδης, εκδόσεις Ήτορ 2017

Μια ματιά στο εκτενές βιογραφικό του Ευάγγελου Αθ. Κουσιάδη, επιβεβαιώνει το βάθος της ενασχόλησής του με το επιστημονικό πεδίο της κλινικής ψυχολογίας και της έρευνας. Σύμβουλος ψυχικής υγείας και ψυχοθεραπευτής ο συγγραφέας του Ανάμεσα στο Τίποτε, στο Κάτι και στα Πάντα των εκδόσεων Ήτορ, αθροίζεται στους ερευνητές που προσφέρουν μια εκλαϊκευμένη προσέγγιση της επιστήμης, επιτρέποντας μέσα απ΄την εξειδίκευσή τους την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων και οδηγών για ένα περιορισμένο κοινό με έντονο, ωστόσο ενδιαφέρον γύρω απ΄την επιστήμη της ψυχολογίας. Μετά την φροϋδική επανάσταση, τις θεωρίες του Λακάν και μια ποικιλία επιστημονικών μελετών και προσεγγίσεων το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για τα ζητήματα της εσωτερικής ζωής αυξάνει, επιβάλλοντας διαρκώς νέες τοποθετήσεις πάνω στο ευρύτατο πεδίο της ψυχικής υγείας. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, οι δραματικές αλλαγές πάνω στους τομείς της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, οι διαρκείς κρίσεις που υπονομεύουν την ψυχική υγεία των κατώτερων, κυρίως κοινωνικών στρωμάτων έχουν προσφέρει στη σύγχρονη επιστήμη της ψυχολογίας το απαραίτητο υπόβαθρο και την κατάλληλη αφορμή για διαρκείς επανατοποθετήσεις και εξειδικευμένες αναφορές στις παθήσεις της ψυχής. Νέες μορφές ψυχοθεραπείας για τελείως άγνωστες συμπτωματολογικά παθήσεις καθιστούν την έρευνα απαραίτητο εφόδιο της ψυχολογίας προκειμένου να παραμείνει ενεργή και προσοδοφόρα η σχέση εμπιστοσύνης που έχει καθιερωθεί μεταξύ των φορέων της επιστήμης και το κοινό.

Ο κύριος Κουσιάδης, επιστρατεύοντας τις συμπυκνωμένες γνώσεις δεκαετιών, θεμελιώνοντας τις πηγές του πάνω και γύρω απ΄τους κύριους εκπροσώπους της εξέλιξης που γνώρισε η ψυχολογία, φέρνει στα χέρια μας ένα χρήσιμο όσο και τυραννικό εγχειρίδιο αυτοκριτικής. Ο έρωτας στην αυγή του 21ου αιώνα έχει καταστεί μια δύσκολη υπόθεση. Οι έξαλλοι ρυθμοί, οι μεταβαλλόμενες τάσεις της επικαιρότητας που θέτουν το σώμα στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος, παραγνωρίζοντας τις ψυχολογικές επιδράσεις πολλαπλών δυσλειτουργιών σε έναν μείζονος σημασίας τομέα της ανθρώπινης ζωής επιβάλλουν τη μελέτη του πονήματος με αυξημένο ενδιαφέρον. Ο συγγραφέας που διαμέσου μοντέρνων προσεγγίσεων, όπως το ψυχόδραμα εφαρμόζει σύγχρονες προσεγγίσεις ψυχοθεραπείας, πραγματεύεται με όρους επιστημονικούς το θέμα του. Ποίηση και ζωή, επιστήμη και μέθοδος συνδιαλλέγονται, αντλώντας από την μεγάλη δεξαμενή των μελετητών του παρελθόντος που έθεσαν τα ζητήματα της ψυχολογίας στο επίκεντρο του δημοσίου ενδιαφέροντος. Με μια σφαιρική προσέγγιση των προβληματισμών και των παραμέτρων που διαταράσσουν την ανθρώπινη, ψυχική υγεία κατορθώνει να διαμορφώσει ένα εγχειρίδιο γνώσης και καθοδήγησης. Δίχως να λείπουν οι επιστημονικοί όροι και οι αναγωγές σε μελετητές και επιστημονικά συμπερασματα του πρόσφατου παρελθόντος, ο κύριος Κουσιάδης κατορθώνει να σχηματοποιήσει μια πρακτική και εκλαϊκευμένη προσέγγιση της ψυχολογίας του έρωτα και των προβληματικών διαστάσεων που εντοπίζονται στην πρόσληψή του. Οι διαφορετικοί τύποι ανθρώπων, οι αιτίες για τις δυσλειτουργίες στον ερωτικό τομέα που δεν περιορίζονται στο σώμα αλλά εκτείνονται σε άλλα, περισσότερα ψυχικά πεδία διαμορφώνουν εν πολλοίς το περιεχόμενο του εξαιρετικού βιβλίου των εκδόσεων Ήτορ. Η παιδική ηλικία, οι επιρροές του άμεσου, γονεϊκού περιβάλλοντος, τα μετέπειτα ερεθίσματα της νεότητας που διαμορφώνουν τον προθάλαμο της ενήλικης ζωής θέτονται στο μικροσκόπιο της ενδιαφέρουσας έρευνας του Ευάγγελου Κουσιάδη. Δίχως εύκολα συμπεράσματα και με τον απεριόριστο σεβασμό που απαιτεί η ίδια η επιστήμη, ο μελετητής ρίχνει άπλετο φως στα αίτια που οδηγούν σε προβληματικές συμπεριφορές, επηρεάζοντας δραστικά την ψυχική υγεία στο σύνολό της. Ο κύριος Κουσιάδης δεν προτείνει. Αντιστέκεται στο Νόμο της Μοίρας και θέτει εκ νέου στο προσκήνιο την ανάγκη μιας ευρύτερης παιδείας γύρω από το ζήτημα του έρωτα και το εύρος της ελευθερίας με την οποία αυτό το κυρίαρχο συναίσθημα προσλαμβάνεται σε όλες τις φάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Στη διαβαθμισμένη προσέγγιση του ερευνητή και ψυχοθεραπευτή, διαχωρίζεται ο έρωτας από την αγάπη και την τελική ολοκλήρωση του ανθρώπου μέσα από την συνύπαρξη και το μοίρασμα. Στο πεδίο της ψυχολογίας, όπως και σε εκείνο των καθημερινών, διαπροσωπικών σχέσεων, αξίζει να σημειωθεί πως ο κάθε άνθρωπος, όσο και αν φαίνεται εγκλωβισμένος στο Νόμο του Μοιραίου και στην κακή του τύχη, έχει τη δυνατότητα, οποιαδήποτε στιγμή εκείνος θελήσει να εισέλθει στο πεδίο του Νόμου του Πεπρωμένου με ότι συνεπάγεται αυτό για τη ζωή του. Στην εκφορά του κυρίου Κουσιάδη εισέρχεται το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης, της κριτικής θεώρησης και του σεβασμού στου όρους του ανθρωπισμού και της συνύπαρξης. Με άλλα λόγια, για τον συγγραφέα του Ανάμεσα στο τίποτα, στο κάτι και στα πάντα, η ανθρώπινη πρωτοβουλία συνιστά τον πρωταρχικό παράγοντα για την αποκατάσταση της ψυχικής υγείας. Στα πλαίσια της επιστημονικής διατύπωσης υφίσταται, όχι σαν περιθώριο αλλά ως κυρίαρχο ζήτημα το προσωπικό ενδιαφέρον και η ολοκλήρωση του ανθρώπου. Η εποχή με τα ζητούμενά της από τη μια πλευρά και η επιστήμη απ ΄την άλλη που ισορροπούν στην δυναμική της επίδρασής τους γύρω από τα ζητήματα της ύπαρξης συνιστούν το βασικό δόγμα αυτού του βιβλίου. Τα όρια της ελευθερίας και η συναισθηματική ολοκλήρωση, όπως διαμορφώνονται στον σύγχρονο κόσμο αποτελούν και τις πλέον ουσιαστικές παραμέτρους. Όχι για την αποκατάσταση μιας διαταρραγμένης σχέσης αλλά για τον εντοπισμό όλων εκείνων των αιτιών που καθορίζουν τη σημερινή εικονα και επιβάλλουν την κυκλοφορία σύγχρονων και εύπεπτων επιστημονικών μελετών οι οποίες δεν υστερούν σε κατάρτιση, αλλά αποζητούν την επικοινωνία και τη συνειδητοποίηση σε επίπεδο ατομικότητας.

Οι εκδόσεις Ήτορ με το βιβλίο του Ευάγγελου Κουσιάδη επιβεβαιώνουν την πρόθεσή τους να προσφέρουν στο κοινό εμπειριστατωμένες μελέτες που προορίζονται για το ευρύτερο, κοινωνικό σύνολο αναβαθμίζοντας τα προβλήματα της ψυχικής υγείας και την διαπιστωμένη πολυπλοκότητά τους σε θεμελιώδεις παράγοντες μιας υγιούς ζωής που εκτείνεται τόσο στο συλλογικό πεδίο όσο και στο επίπεδο του ατόμου.

Απόστολος Θηβαίος

**

Η πέμπτη εποχή, μυθιστόρημα, Γιάννης Μαρτζούκος, εκδόσεις Πηγή 2017

Μερικές από τις παραδοχές που συνθέτουν το πλαίσιο της πραγματικότητας στο οποίο είμαστε συνηθισμένοι, ο χρόνος έχει τέσσερις εποχές. Ένα στέρεο σώμα δεν είναι διάφανο ούτε μπορεί να μεταβληθεί σε υγρό μέσα σε μία στιγμή. Ο χρόνος κινείται γραμμικά. Οι πολιτισμοί είναι διακριτοί, αυτοτελείς και στεγανοί. Καμία από τις οποίες δεν ισχύει στην Πέμπτη εποχή κι αυτό επειδή πρόκειται για ένα βιβλίο που εντάσσεται στη λογοτεχνία του φανταστικού.

Στην Πέμπτη εποχή ο Γιάννης Μαρτζούκος θέλησε να ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο τη μεγάλη ελληνική αφήγηση περί ένδοξου παρελθόντος και να δει τι θα γινόταν, αν αυτό το παρελθόν αναβίωνε ξάφνου, δίνοντάς μας την προσωπική του εκδοχή, μια εκδοχή που διατρέχει πολλές εποχές, πολλούς μύθους, άλλους τόσους θρύλους, αλλά και μυστήρια που μόλις στις μέρες μας αρχίζει να διαφαίνεται η λύση τους.

Πριν από αυτό έκανε εμπεριστατωμένη έρευνα για τα πολλά επιμέρους πραγματολογικά στοιχεία, τα οποία επαληθεύονται ένα προς ένα. Ακόμη κι έτσι όμως, ακόμη κι αν τα στοιχεία που αναφέρει επαληθεύονται, δεν παύει να πρόκειται για μια φανταστική ιστορία, όσο καλά και να στηρίζεται στην πραγματικότητα.

Και παρακολουθούμε, κυριολεκτικά με κομμένη την ανάσα, έναν αρχαιολόγο, έναν πλούσιο που αγαπά τα μυστήρια και τον γιο του, μια μυστηριώδη αποκρυφιστική συμμαχία που τους εναντιώνεται και πολλούς δευτερεύοντες χαρακτήρες να υφαίνουν το γαϊτανάκι μιας συναρπαστικής ιστορίας με πυκνή πλοκή και σασπένς τέτοιο που δεν επιτρέπουν στον αναγνώστη να αφήσει κάτω το βιβλίο.

Οι χαρακτήρες του εξελίσσονται, όμως μόνο τόσο όσο είναι αρκετό για να βαθύνουν, χωρίς να βαρύνουν στην εξέλιξη της ιστορίας. Άλλωστε, το ζητούμενο στο βιβλίο του Γιάννη Μαρτζούκου δεν είναι ο χαρακτήρας του Οδυσσέα Νέζη ή αν αυτός θα προλάβει να βρει τις απαντήσεις που ψάχνει, αλλά ο οποιοσδήποτε Οδυσσέας, ο οποιοσδήποτε άνθρωπος και το πώς προσδιορίζεται σε σχέση με τον κόσμο. Ετούτος ο προσδιορισμός είναι το ζητούμενο. Αυτός και το κύρος του πεπερασμένου ανθρώπου που συνδιαλέγεται με έναν απέραντο κόσμο, ο οποίος τον ξεπερνά. Ένα πεπερασμένο που δεν θέλουμε να δεχθούμε και του αντιστεκόμαστε με διάφορους τρόπους, κυρίως όμως με τη λογοτεχνία και την τέχνη.

Μια τέτοια μορφή αντίστασης είναι και η Πέμπτη Εποχή. Ο Γιάννης Μαρτζούκος επισκέπτεται αστικούς μύθους για κρυμμένα ιερά, όπως το θρυλούμενο μέσα στον ιερό βράχο της Ακρόπολης και το επίσης θρυλούμενο τούνελ από εκεί μέχρι το Σούνιο. Για όσους δεν γνωρίζουν, υπάρχουν ερευνητές που βεβαιώνουν (σε μη επιστημονικά ωστόσο τεκμηριωμένες έρευνες) για την ύπαρξη όχι ενός, αλλά τριών ιερών μέσα στον βράχο της Ακρόπολης, αλλά και διαφόρων υπόγειων τούνελ που διατρέχουν την Αττική, μεταξύ αυτών και εκείνο που ενώνει τον βράχο με το Σούνιο.

Ο Μαρτζούκος χρησιμοποιεί αυτούς τους μύθους στο βιβλίο, αλλά και πολλούς άλλους, και καταφέρνει να μας μεταφέρει από το Σούνιο στην Αίγυπτο μέσα σε λίγα λεπτά, ενώ παράλληλα ερμηνεύει το μυστήριο του μηχανισμού των Αντικυθήρων ή εξερευνά θαύματα της φύσης, όπως η σπείρα που παράγεται από την ακολουθία Φιμπονάτσι. Παντού και πάντα περιγράφει έναν κόσμο αφανή, έναν κόσμο μεγαλείου, σε άμεση γειτνίαση με τον καθημερινό, έναν κόσμο αθέατο του οποίου είμαστε ανίδεοι πολίτες που δεν επιζητούν καν να εγγραφούν στα δημοτολόγιά του, επειδή πιστεύουν ότι δεν μπορούν – εάν γνωρίζουν ότι υπάρχει.

Εκτός από τα χρονικά όρια που καταργούνται στο βιβλίο, καταργούνται και τα χωρικά. Αντικείμενα και γεγονότα συνδέουν όχι μόνο τις εποχές αλλά και τους τόπους και τους πολιτισμούς: τις Αζόρες με την Αίγυπτο, τον ελληνικό πολιτισμό με τον αιγυπτιακό και με εκείνον των Μάγιας. Όλα είναι συμβατά, όλα μπορούν να συνυπάρξουν σε ένα φανταστικό μυθιστόρημα σαν αυτό εδώ που αποτελεί πραγματικά έναν «γενναίο, νέο κόσμο».

Χριστίνα Λιναρδάκη

**

Η μαύρη κάντιλακ, μυθιστόρημα, Τειρεσίας Λυγερός, εκδόσεις Ηριδανός 2017

Η μαύρη Κάντιλακ όταν ξεχύνεται στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας μαινόμενη, προσθέτει κάτι περισσότερο από μια επιδέξια εικονογραφία σε στυλ φιλμ νουάρ. Ο γαλλικός κινηματογράφος, με τους αντιήρωες υπαστυνόμους και την μποέμικη απόχρωσή του βρίσκει μια ικανή εφαρμογή στην γοητευτική αστυνομική νουβέλα του Τειρεσία Λυγερού. Το ανοίκειο όνομα του συγγραφέα, ίσως να εντείνει την αύρα του βιβλίου των εκδόσεων Ηριδανός που έρχεται τον πρώτο μήνα του καλοκαιριού για να τιμήσει την εγχώρια, αστυνομική λογοτεχνία. Η μαύρη Κάντιλακ, εξίσου αμερικάνικη όσο και ατμοσφαιρική εικονογραφεί με τους έξαλλους κυλίνδρους της μια αναπάντεχη, εξωφρενική εποχή. Στρεβλώσεις, διαστροφές, πράξεις βίας και αποκλίνουσας ηδονής συνιστούν το περιεχόμενο αυτού του κόσμου που αγγίζει τις πιο τέλειες στροφές του στις μεγάλες πολιτείες. Μια κοινωνία παραδομένη σ΄ανεξήγητες ασθένειες. Στους δρόμους περιφέρονται άνθρωποι μυθιστορήματα, οι ιστορίες τους φαντάζουν εκπληκτικές. Οι ζωές τους καίγονται μυστικά. Η πόλη θυμίζει μεσοπολεμικά τσίρκα της ιταλικής επαρχίας με τολμηρούς ακροβάτες, παντελή απουσία προστατευτικών μέσων, άγρια θηρία και νυκταγωγίες με τα κορίτσια που ιππεύουν σαν άλλοτε, τα πιο διάσημα άλογα. Ο θεατρώνης τακτοποιεί τις παραγγελίες, όλα τα γούστα είναι ανεκτά, όλες οι προθέσεις και όλες οι πράξεις αθωόνονται. Η Αθήνα του αστυνομικού αφηγήματος που φέρνει στα ραφια της ένας ξεχασμένος ποταμός προσφέρει όλες τις ανέσεις. Καθε επιθυμία είναι διαταγή για την παλιά μαιτρέσα που γνωρίζει καλά πια πώς να συναρπάζει τα πιο ευαίσθητα παιδιά της. Ίσως να πρόκειται μονάχα για τον χαρακτήρα της πόλης, ίσως πάλι οι άνθρωποί της, ξεσπιτώνοντας εντός τους ένα σωρό ηθικούς κώδικες να καθορίζουν σήμερα το επικίνδυνο ύφος της. Ο κόσμος κρατιέται απ΄τις ισχνές μειοψηφίες. Κάτι ανθρώπους κυνηγητές ονείρων που συγκρατούν με όλη τους την ύπαρξη την ατμόσφαιρα της ζωής που λησμονιέται αλλάζοντας καλύπτρες, υποκύπτοντας στις πιο αιρετικές παραγγελίες της ψυχής.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Ανδρέας Σεβαστιανός. Ο αστυνομικός που πρωταγωνιστεί στη νουβέλα του Λυγερού προσωποποιεί ακριβώς αυτό το ιδιότυπο περιθώριο της πόλης που διατηρεί ακέραιους τους παλιούς κανόνες και τα διαχρονικά αλφάβητα. Η σύγκρουσή του, πρόσωπο με πρόσωπο με τις πιο άγριες συνειδήσεις, τις πιο άγριες σκέψεις, την πιο σκληρή φαντασία αποτελεί τον πυρήνα, καθώς λέγεται του δράματος που εξελίσσεται με φόντο την σύγχρονη εκδοχή των ανθρώπινων σχέσεων. Οι περιπτώσεις των σαιξπηρικών ηρώων που επιλέγουν την αίρεση και πληρώνουν γι΄αυτό τους το τίμημα, το νοσηρό και τ΄αμετάφραστο της ανθρώπινης μοίρας που ξετυλίγει μεθοδικά το κουβάρι της αρχαίας τραγωδίας, επιβεβαιώνουν το αγαθό δάνειο που επιφύλασσε πάντα η ζωή στην τέχνη, την ανθρώπινη έκφραση. Άνθρωποι παραδομένοι στα πάθη και τις συνθήκες της ζωής τους. Τύποι αντιπροσωπευτικοί της ζωγραφιάς του Σερά που επανέρχεται διαρκώς στο προσκήνιο με τη θλίψη και την ανείπωτη έντασή της. Ίσως πρόκειται για εκείνο το μέτρο που καθορίζει τα όρια και που σώζει. Αλλιώς δεν ερμηνεύεται η αντοχή του Σεβαστιανού, η κτηνωδία του Θοδωρή, της Φρύνης, της κυρίας Πυργιώτη όταν φορά τα ρούχα μιας ευρηματικής Κασσάνδρας. Τώρα που ανακαλώ ξανά το υπέροχο, αστυνομικό βιβλίο του Τειρεσία Λυγερού, θα μπορούσα να φανταστώ την Κασσάνδρα καρφωμένη σε κάποιον εξώστη, με ρωγμές, με παράξενα υλικά, παραδομένη στις εκπνοές του αμίμητου Κολτρέιν. Όλοι οι φωτισμοί αναμμένοι, όλα τα πάθη στο τραπέζι. Ο κόσμος να ποντάρει την ανθρωπιά του και εμείς που χειροκροτούμε ανένδοτα, όπως στα ποιήματα του Κάμινγκς. Οι απαστράπτουσες τάξεις που συντρίβονται, μ΄όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες σε πρωτοφανή έξαρση. Ο κόσμος που τους χωρίζει απ΄τα περιθώρια, ας πούμε απ΄την παρέκκλιση της Φρύνης κόντρα σε όλες τις εποχές πασχίζει να ζήσει. Πασχίζει να βγει απ΄εκείνη την μίζερη αφάνεια που τον καταδικάζει η επικαιρότητα. Παλιές ιδέες και σκουριασμένα οδοφράγματα χρωματίζουν τον κόσμο του Λυγερού. Δίχως ονόματα και διευθύνσεις, χωρίς απτές αναφορές κάτι απ΄την αυθεντικότητα του κόσμου μας προκύπτει αβίαστο στη μικρή αυτή νουβέλα του Ηριδανού.

Όλα έχουν να κάνουν με το κορμί. Και η ηδονή και ο θάνατος. Γι΄αυτό και η Φρύνη, με τα ανεπανάληπτα, νεκρά της θέλγητρα. Γι΄αυτό και ο Θοδωρής, εκφραστής ενός κόσμου μηδενισμένου, θαμμένου στη σκόνη που κατοικεί όλη μας την ιστορία. Και όμως πίσω τους, μέσα τους, παντού υψώνονται οι καθρέφτες που δεν υπήρξαν διόλου παραμορφωτικοί, μονάχα μ΄αμηχανία και συνείδηση της αδυναμίας μάς γέμιζαν έτσι απλόχερα. Αυτή η κοινωνική ματιά του Λυγερού, σε συνδυασμό με το αστυνομικό είδος που διαρκώς εξελίσσεται κερδίζοντας ενδιαφέρον στους κύκλους του αναγνωστικού κοινού καθορίζουν την εξαιρετική δυναμική της Μαύρης Κάντιλακ που απ΄απόψε κόντρα σε κάθε κανόνα αυτού του κόσμου, παρασέρνει όλες μας τις ζωές, όλες μας τις πεποιθήσεις.

Ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους. Μ΄αυτήν την σεφερική αναφορά, σπάραγμα παλιού σταθμού ο Τειρεσίας Λυγερός αποκαλύπτει όχι μόνο την ανθρώπινη διάσταση της κορυφαίας, ελληνικής ποίησης αλλά κατορθώνει να διατυπώσει περιεκτικά, με τη δυναμική της πιο έξοχης πρόζας όλους τους όρους της φονικής, μαύρης Κάντιλακ και της παράδοσης που κληροδοτεί διαρκώς ανανεωμένη η νεοελληνική λογοτεχνία στους επίκαιρους μύστες της.

Απόστολος Θηβαίος

**

Άθυρμα, ποίηση, Ματίνα Καρελιώτη, εκδόσεις ΑΩ 2016

Στο εξώφυλλο μια εικόνα από τα παιδικά μας αναγνώσματα, τα παραμύθια του Άντερσεν. Κάποτε τα εικονογραφούσαν τα παραμύθια με ασπρόμαυρες σκηνές από τις αφηγήσεις τους, για να κοιτάμε την εικόνα και να φανταζόμαστε καλύτερα την ιστορία τους. Ξεκινώ έτσι ίσως παρασυρμένη από τον τίτλο της ποιητικής συλλογής (η πρώτη της είναι) της Ματίνας Καρελιώτη. Άθυρμα. Ένα παιχνίδι που δένει με την εικόνα. Θα μπορούσε να είναι και παραμύθι, σκέφτομαι. Διαβάζοντας, ωστόσο, τα ποιήματα σαν να απομακρύνομαι από την αρχική μου σκέψη. Ψάχνω το ποίημα που φέρει τον τίτλο Άθυρμα:

Άθυρμα σε χέρια παγωμένα
βρέθηκες, σαν πετάρισε η νιότη σου.
Σαν φθάρηκε το πανωφόρι της ψυχής σου.
Μα, ήσουν εσύ! Πώς δεν σε αναγνώρισαν;
Εσύ, που τόσα χρόνια έστεκες ακοίμητος φρουρός τους.
Εσύ, που με περίσσεια τρυφερότητα,
τους κράταγες τα πόδια σταθερά.
Εσύ που γλυκοφίλαγες όλα τα τραύματά τους
και ήρωας στα μάτια τους φαινόσουν, με σπαθιά!
Άθυρμα πλέον βρέθηκες σε χέρια παγερά…

Η σκληρότητα του λόγου εμφανής, δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας. Η ποίηση αυτή δεν παίζει. Γυρνώντας τις σελίδες σταματώ στο ποίημα Ο καθρέφτης:

Κάθε φορά που κάθομαι αντίκρυ σου, αναρωτιέμαι αν τελικά,
πίσω σου είμαι ή μπροστά σου.
Κι ανοίγω τα μάτια μου καλά κι ακόμα παραπάνω,
ψάχνοντας το μέσα τους να δω, το πιο βαθύ.
Κι έτσι, χιλιάδες μάτια σχηματίζονται το ένα μέσα στ’ άλλο,
και με ρουφούν, σαν σκουληκότρυπα.
Δεν έχω θάρρος, όμως, και γυρνώ το βλέμμα μου ευθύς.
Δεν έχω θάρρος…
Βλέπεις, τώρα, γιατί χαρίζω τους καθρέφτες;

Η πίσω όψη του καθρέφτη θα μπορούσε να οδηγήσει την ποιήτρια σε μια άλλη όψη του κόσμου και να δει σαν άλλη Αλίκη τα θαύματα τα κρυμμένα. Όμως δεν το τόλμησε απομακρυνόμενη ακόμα πιο πολύ από τον κόσμο του παραμυθιού.
Άθυρμα, λοιπόν, όχι παιχνίδι, όχι καταβύθιση στο σκηνικό ενός παραμυθιού, αλλά παίγνιο ελάχιστο στα χέρια αδαών και ασεβών. Ίσως η αναπόφευκτη κατάληξη όλων αυτών που με πίστη περισσή φροντίσαμε και με θαλπωρή γιγαντώσαμε μέσα μας. Εδώ μοιάζει περισσότερο να καταρρέει ο κόσμος:

[…]έκανα αποψίλωση απόψε στην ψυχή μου, δεν άφησα βλαστάρι στον αγρό.

Άθυρμα η ψυχή που άγεται και φέρεται κατά τη βούληση του ανέμου, άθυρμα το ίδιο το ποίημα (εν είδει ποιητικής έμπνευσης) που άλλοτε ομοιοκαταληκτεί υπακούοντας σε μια στιχουργική και άλλοτε ελεύθερο ανοίγεται χωρίς ρίμες και λοιπές δεσμεύσεις. Η ποίηση της Καρελιώτη είναι περισσότερο μια εκμυστήρευση προς τον εαυτό της, κι εμείς οι παρείσακτοι που λίγο μπορούμε να δούμε από το μισάνοιχτο παράθυρο. Η ποιήτρια, ωστόσο, χρησιμοποιώντας το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο προσκαλεί σε μια κοινή πορεία αποποιούμενη το μοναχικό υποκείμενο των στίχων της:

[…]Πανάρχαιες συγκρούσεις φέρνουν στην επιφάνεια
τους πιο μεγάλους φόβους μας.

Και αν πιαστώ από αυτό το τελευταίο, μπορώ ξανά να επιστρέψω στο πανάρχαιο παραμύθι, στον παράλογο φόβο του. Όμως η εκδοχή της ποίησης εδώ με αποθαρρύνει. Ρεαλιστική είναι η εικόνα που υπερισχύει, πραγματικοί και οι φόβοι και η οδύνη πηγάζει μέσα από αληθινά προβλήματα. Έτσι, ξανακοιτάζω το εξώφυλλο και λέω πως εδώ έχουμε ένα ακόμα ευφυές παιχνίδισμα των εντυπώσεων, με την εικόνα από τον κόσμο του Άντερσεν στο κόκκινο βαθύ φόντο (οι ιστορίες του μάγου των παραμυθιών κόκκινες δεν είναι;) να συνδιαλέγεται αντιθετικά με το περιεχόμενο των ποιημάτων. Και με εκείνο το Άθυρμα στον τίτλο να διαβάζεται κατά πως θέλει ο κάθε αναγνώστης. Μια πολύ ενδιαφέρουσα πρώτη ποιητική κατάθεση.

Διώνη Δημητριάδου