Top menu

Προσεγγίζοντας τον ποιητικό κόσμο του Θωμά Ιωάννου

 

Γράφει ο Κοσμάς Κοψάρης, δρ. Φιλολογίας - κριτικός λογοτεχνίας, θεάτρου, κινηματογράφου

 

Η περιήγηση στην ποίηση του Θωμά Ιωάννου συνιστά ένα ταξίδι στην ανθρώπινη ύπαρξη, μια υπαρξιακή βυθοσκόπηση στο εσώτερο είναι. Το ποιητικό υποκείμενο στην ποιητική του συλλογή: Ιπποκράτους 15, επιχειρεί υπόγειες διαδρομές για να φωταγωγήσει με τους στίχους του τις πιο απόκρημνες γωνιές του εσωτερικού κόσμου. Η ζωή για τον ποιητή εξισώνεται με ένα: Δελτίο Θυέλλης 1, όπου εκεί οι ψυχικές αντοχές εξαντλούνται και ο άνθρωπος οδηγείται στην απόγνωση: «Αργά ή γρήγορα//θα βρεθείς σε κάποιο γκρεμό, ξεχνώντας να βάλεις τελεία». Η αναφορά στον γκρεμό στο συγκεκριμένο ποίημα απηχεί το καρυωτακικό χείλος της αβύσσου. Αν ο Καρυωτάκης μένει μετέωρος μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, ο Ιωάννου επιχειρεί την ελεύθερη κατάδυση στο ατέρμονο συμπαντικό κενό. Η συλλογή από την άλλη θέτει ζητήματα χρόνου, όπως στο ποίημα: Άδραξες τη μέρα 2

Η ερώτηση ουσιαστικά του τίτλου ακυρώνεται από τη στιγμή που η απάντηση από την πλευρά του ποιητή είναι ο απόλυτος μηδενισμός της ύπαρξης: «Η καινούρια μέρα// σε βρίσκει στο πάτωμα//προσπαθώντας να συρθείς//ως την τρύπα του ύπνου». Το έντονο υπαρξιακό βαρόμετρο ταλανίζει ασίγαστα το ποιητικό εγώ καθώς επιχειρεί να αναχθεί στο σημείο μηδέν της ύπαρξής του, πασχίζοντας εκεί να ανακαλύψει τα βαθύτερα μυστικά που συνέχουν τον κοσμικό μηχανισμό: «Αυτό το τίποτα//ασήκωτο//όσο πιο ελαφρύ//τόσο περισσότερο//σε τραβάει κάτω» 3. Η ποιητική δημιουργία για τον Ιωάννου αποτελεί μια συνεχή αναμέτρηση με τον εαυτό όπου ανά πάση στιγμή κρίνεσαι για τα όσα προσφέρεις, όπως στο ποίημα Λευκή κόλλα: «Στο τεστ ευφυούς ζωής//έδινε πάντα λευκή κόλλα/έτσι έμεινε στάσιμος//στην ίδια ποίηση» 4. Ένα από τα πολύ δυνατά σημεία της συλλογής είναι η συνάντηση του ποιητή με τη Γώγου, την οργισμένη ποιήτρια των Εξαρχείων. Αυτό δείχνει ότι τελικά και ο Ιωάννου επιλέγει ως γωνία λήψης της ποίησής του την άκρη της πόλης, αποτυπώνοντας το ποιητικό του εγώ ως ακροβολιστή που δεν φοβάται να ανεβάσει στα άκρα την υπαρξιακή του ένταση που εκπορεύεται από την κοινωνική περιθωριοποίηση:

Χρόνιο περιστατικό

Ήρθε η Κ. κρατώντας
Σ’ ένα δίσκο γραμμόφωνο το κεφάλι μου
Η βελόνα καρφωμένη στη φλέβα της σιωπής
Καθώς το στόμα μου τραύλιζε
Ένα τραγούδι για κωφάλαλους

Ξάφνου ανέβασε στροφές ο έρωτάς της
Και ο θάνατος άρχισε να περιστρέφεται
Με τόση ορμή
Που εκκωφαντική απλώθηκε η σκιά του

«Είδες πως ακούγεται» μου ’πε η Κ.
«Παρά τη σκόνη αιώνων
Που ’χει μαζέψει πάνω του
Τι κάθεσαι, έλα να χορέψουμε»
Έκλεισα τα αυτιά μου
Στο τραγούδι της σειρήνας του ασθενοφόρου
Κι έμεινα και εκεί να αρρωστήσω κι άλλο
Με την πάρτη της

Χρόνιο περιστατικό εξάλλου
Τι δουλειά έχω εγώ
Να τρέχω στα επείγοντα
Με όσους σπεύδουν να κρυφτούν
Κάτω από τη ζωή τους
Λες και θα προλάβουν το θάνατο
Με εκείνους που τρέχουν
Προς την έξοδο κινδύνου
Ξεχνώντας πως απ’ το σώμα του
Δεν ξέφυγε κανείς

«Κλαις;» με ρώτησε
«Μπα, σκόνη μπήκε στα μάτια μου»

Γύρη που μεταφέρει ο αγέρας
Μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων

«Δεν είναι τίποτα
Κάποιο σκουπιδάκι του χρόνου
Μη σταματάς
Συνέχισε να χορεύεις
Το κομμάτι τα σπάει» 5.

Όσο εδώ και αν φαίνεται ότι ο ποιητής στοιχειώνεται από τη Γώγου, ουσιαστικά η παρουσία της αποτελεί μέσο απόδρασης από τη βίωση μιας ζωής σε ένα μόνιμο τέλμα, μια μόνιμη απουσία, μια χώρα νεκρών, μια γη απόντων. Από την άλλη το μέλλον για τον ποιητή δεν υπάρχει, γιατί εκείνος βιώνει μονάχα μια χρονική βαθμίδα, το παρόν: «Έρχομαι δίχως το μέλλον μου» 6. Οι προειδοποιήσεις θανάτου στον Ιωάννου δεν τρομάζουν: «Το ποίημα αυτό που ζω//δεν θα τελειώσει//με λέξεις» 7, ίσως γιατί ο ποιητής διατηρεί τον μπωντλαιρικό απόηχο του θανάτου ως πνευματικό καταφύγιο και ως απόδραση από μια ανιαρή ζωή. Οι έννοιες της απώλειας των αισθήσεων και του ύψους 8, θυμίζουν τον Καρυωτάκη προαναγγέλλοντας παράλληλα τον ερχομό του, με την εκπληκτική: Δευτέρα Παρουσία, το πιο δυνατό ενδεχομένως σημείο της συλλογής ως έντονα ψυχογραφικό-υπαρξιακό ποίημα δείχνοντας ότι ο Ιωάννου τείνει προς την υπαρξιακή ποίηση. Αυτό θα το δείξει ο χρόνος και οι περαιτέρω όψεις του μελλοντικού ποιητικού του έργου.

Ως προς το συγκεκριμένο ποίημα, που επιδιώκω περισσότερο να εντοπίσω κάποιους βασικούς ερμηνευτικούς δείκτες παρά να επιχειρήσω ερμηνευτικές προσεγγίσεις, αυτό που κατά βάση αξίζει να ειπωθεί είναι ότι πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά ποιήματα που έχουν γραφεί ποτέ για τον Καρυωτάκη.

Ο Ιωάννου εδώ με μοναδική δεξιοτεχνία διαπερνά τις τεχνοτροπίες τόσο του ρεαλισμού όσο και του μοντερνισμού και μετατίθεται σε έναν σπάνιο υβριδικό χώρο μεταμοντέρνας, εξπρεσιονιστικής έκφρασης. Από το αντικείμενο ανάλυσης μεταβαίνει ουσιαστικά ως ποιητικό υποκείμενο στην προσωπική του αναπαράσταση. Ο Καρυωτάκης για πρώτη φορά σε στίχους της νεοελληνικής ζωντανεύει όχι ως φάντασμα, αλλά ως αληθινή υπόσταση. Δεν αναπαρίσταται στο μυαλό του ποιητικού υποκειμένου, αλλά ανακλάται άμεσα στη συνείδηση του αναγνώστη μέσα από το μηχανισμό άμεσης καταγραφής ψυχικών διακυμάνσεων, ισχυρά απωθητικών στην ιδέα του θανάτου.

Το ποίημα έτσι συνιστά το ιδεατό ψυχικό αντιστύλι ώστε να επανέλθει ποιητικά ο Καρυωτάκης μέσα από το ανακάλεμά του. Μια εμφάνιση τόσο υποβλητική, που παγώνει τον αναγνώστη, γιατί νιώθει ότι βλέπει μπροστά του τον αυτόχειρα ποιητή. Το οντολογικό ερώτημα που καλλιεργεί ο Ιωάννου σε αυτό το ποίημα είναι το κατά πόσο η θέαση του Καρυωτάκη μάς φοβίζει ή μάς εξιλεώνει. Είμαστε ακόμη έτοιμοι να ατενίσουμε εντός μας τον συγκεκριμένο ποιητή χωρίς να μάς στοιχειώνει υπαρξιακά; Πρόκειται αναμφισβήτητα για το πιο έντονα υπαρξιακό ποίημα του Ιωάννου που ξεκινά από το προσωπικό κλειστοφοβικό εγώ για να φτάσει στην κάθαρση του εμείς.

Φεύγουμε από τις λογοτεχνικές νόρμες του εσωτερικού μονολόγου ή ακόμη και του άμεσου διαλόγου ποιητή με έναν άλλο ποιητή. Δεν πρόκειται εδώ μόνο για μια διακειμενική συνομιλία. Ο Καρυωτάκης με μοναδική μαεστρία από πλευράς Ιωάννου συνεχίζει να υπάρχει ποιητικά ως ο αρχετυπικός ποιητής που ποτέ δεν χάνεται όσο η ποίησή του είναι αυθεντική. Δεν εξετάζεται η αυτοχειρία, ούτε ενδιαφέρει τον νεότερο ποιητή το ζήτημα της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη. Ο Ιωάννου είναι από τους λίγους ποιητές αλλά και έμμεσα, όπως τίθεται σε δεύτερο επίπεδο μέσα στο ποίημα, κριτικούς, που αναιρεί την πεισιθάνατη διάθεση που έχει καθιερωθεί από την κριτική για την ποίηση του Καρυωτάκη. Πεισιθάνατη δεν μπορεί να είναι μια ποίηση που έχει συνέχεια.

Η ποίηση του Καρυωτάκη έχει συνέχεια γιατί είναι μια ποίηση υπαρξιακά παρούσα. Σε αυτό συνίσταται η διαχρονικότητά της. Ο Ιωάννου καταγράφει με μοναδική ψυχογραφική οξυδέρκεια τους υπαρξιακούς κλυδωνισμούς της επανεμφάνισης του Καρυωτάκη ως ανιχνευτή της ανθρώπινης συνείδησης και των μεταπτώσεων του ανθρώπινου ψυχισμού. Το ποίημα ντύνεται με έντονη μεταφυσική χροιά που εξιλεώνει την ίδια την ποίηση ως ποιητική για τις μεγάλες δοκιμασίες που έχει υποστεί ανά τους αιώνες, στην ατέρμονη πάλη της με τον ίδιο τον εαυτό της, ώστε να βγει από την εσωτερική της αναμέτρηση αληθινή και να πείσει για την αυθεντικότητά της πρώτα την ίδια ως περιεχόμενο και ως ταυτότητα. Ο Καρυωτάκης είναι διαχρονικά παρών, η Δευτέρα Παρουσία του Ιωάννου το αποδεικνύει, ο Ιωάννου είναι αληθινά παρών ως ποιητής, με ένα από τα πιο σημαντικά ποιήματα των τελευταίων δεκαετιών, πετυχαίνοντας λογοτεχνικά την απόλυτη αληθοφάνεια στην μεταφυσική παρουσία του Καρυωτάκη, επιχειρώντας την οντολογική αποκατάσταση και δικαίωση του μεσοπολεμικού ποιητή.

Δευτέρα Παρουσία

Με χτύπησε στην πλάτη
Σαν φίλος απ’ τα παλιά
«Πώς κι από εδώ ξανά; τον ρώτησα

«Τη Δευτέρα Παρουσία μου στην πόλη σου
Είπα να την ψυχαγωγήσω μ’ ένα ποτό
Εξάλλου οι καφέδες πειράζουν τα νεύρα
Και μετά στριφογυρνάς στο μνήμα σου
Δεν ησυχάζεις ούτε εκεί
Ενοχλείς και τους νεκρούς
Και σε εξοστρακίζουν
Στους κατ’ επάγγελμα ζωντανούς

Υπάρχουν και κάποιοι που λένε τον καφέ
Όμως εγώ τη μοίρα μου την ήπια μονορούφι
Δεν καταδέχτηκα να μελετήσω τα σημάδια
Ή έστω να μου σφυρίξουν την απάντηση
Και πήγα αδιάβαστος

Άσε που παραμονεύει και το κατακάθι
Εκεί ποτέ δεν ξέρεις
Τι χθες σου επιφυλάσσει το αύριο
Ενώ μ’ ένα ποτό φτιάχνεις κεφάλι
Κι αποκτάς αυτή την κολλώδη ομιλία
Σα να μασάς την αλήθεια
Κι ύστερα τη φτύνεις στο χώμα
Σε κομματάκια χρησμών
Ενώ το χέρι σου
Πιο σίγουρο πιο ελαφρύ
Θα βρει το δρόμο της καρδιάς

Όμως ας μη χάνουμε καιρό
Άντε άσπρο πάτο να πιάσουμε

Αν τολμάς παίξε τη ζωή σου
Στη ρουλέτα της ποίησης
Βαλ’ το σιδερικό στο στόμα σου
Που βρωμίζεις με λόγια
Και κάνε την ψυχή σου να κελαηδήσει»

Άφησε τον οβολό του φιλοδώρημα
Στην γκαρσόνα με το ευκάλυπτο
Θρόισμα των μηρών
Και χάθηκε στα έγκατα της νύχτας
Πετώντας το ψάθινο καπέλο του
Στον ουρανό της Πρέβεζας

Πήρα στα τρεμάμενα χέρια μου το περίστροφο
Και ζύγισα το βάρος της απόφασης
Όμως δεν ήξερα
Σε τι να το μετρήσω
Σε όνειρα ή σε λάθη
Και τι βαραίνει πιο πολύ
Στο ζύγι της ψυχής

Μακάριοι όσοι στα δάχτυλα
Παίζουν τη ζωή
Προς το παρόν γράφω ποιήματα
Για να ξεμουδιάσει το χέρι μου
Να είναι ζεστό κι ετοιμοπόλεμο
Όταν θα αποφασίσω
Να σκανδαλίσω τους πιστούς της ζωής9

Συνοψίζοντας, πρόκειται για μια ιδιαίτερη ποιητική συλλογή που οι θεματικές και ο τρόπος γραφής της απηχούν Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Καρυωτάκη, Γώγου. Το μεγάλο προτέρημα του ποιητή είναι ότι διατηρεί σε όλα του τα ποιήματα μια έντονα υποβλητική ατμόσφαιρα, μια μουσικότητα που ανάγεται στη Γενιά του ’20 κατά κύριο λόγο αλλά παράλληλα δίνει στους στίχους του την προοπτική της νεωτερικότητας. Συνιστούν κατά βάση όλα τα ποιήματα ένα ολιστικό ταξίδι στις απύθμενες καταβαραθρώσεις του είναι, κάτι που γοητεύει έντονα τον αναγνώστη διαβάζοντας αυτούς τους στίχους.


1. Θωμάς Ιωάννου, Ιπποκράτους 15, εκδ. Σαιξπηρικόν 2011, σ.9.
2. Ό.π.σ.14.
3. Ό.π.σ.17.
4. Ό.π.σ.19.
5. Ό.π.σσ.22-23.
6. Ό.π.σ.29.
7. Ό.π.σ.34.
8. Ό.π.σσ.36,44,45.
9. Ό.π.σσ.66-68.