Top menu

Για τις ‘Φράουλες’ του Γιόζεφ Ροτ

 

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

 

Φεύγοντας από ετούτον τον κόσμο, ο Γιόζεφ Ροτ (1894-1939) μάς άφησε σπουδαία και αξιόλογα μυθιστορήματα τα οποία οι αναγνώστες του συγγραφέα γνωρίζουν καλά και στα οποία βεβαίως θα πρέπει να προσθέσουμε και αρκετά μικρότερα αφηγήματα, τόμους δοκιμίων και ανταποκρίσεων, καθώς και μεγάλο αριθμό άρθρων σε εφημερίδες της εποχής. Κι αν απαραίτητα, για έναν καινούργιο αναγνώστη, κρίνονται τα ‘Hotel Savoy’ (1924), η ‘Φυγή χωρίς τέλος’ (1927), ‘Το εμβατήριο Ραντέτσκυ’ (1932) και ακόμα ‘Η κρύπτη των Καπουτσίνων’ (1938) και ‘Ο θρύλος του Αγίου Πότη’ (1939), για τους περισσότερο εξοικειωμένους με το έργο του ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και μικρότερα κείμενα όπως το παρόν μικρό βιβλίο ‘Φράουλες’ των εκδόσεων Άγρα, σε μετάφραση της Μαρία Αγγελίδου. Σε αυτό ο Γιόζεφ Ροτ σε μεγάλο βαθμό, αυτοβιογραφείται, αλλά στην πραγματικότητα το διαθέσιμο στις μέρες μας κείμενο είναι μόνο ένα απόσπασμα ενός προγραμματισμένου μυθιστορήματος το οποίο, για διάφορους λόγους, ο Ροτ δεν κατάφερε να τελειώσει πριν από το θάνατό του, και αυτό φυσικά είναι μια απώλεια, μικρή έστω, για τους αναγνώστες του. Η σχετική ιστορία, ή ότι έμεινε τέλος πάντων από τη συγγραφή της, περιγράφει τη ζωή σε μια μικρή πόλη σαν εκείνη όπου μεγάλωσε ο συγγραφέας στα σύνορα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας στα τέλη του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα, μια πόλη γεμάτη από φτωχούς, απελπισμένους ανθρώπους, μικροεγκληματίες και τρελούς.

«… Νομίζω πως στον τόπο μου κανείς δεν είχε χαρτιά. Υπήρχε δικαστήριο, υπήρχε φυλακή, δικηγόροι, φοροεισπράκτορες - πουθενά δεν χρειαζόσουν ταυτότητα ωστόσο. Αν σ’ έβαζαν φυλακή, τι σημασία είχε με ποιο όνομα σ’ έβαζαν; Αν πλήρωνες φόρους ή όχι-ποιον ζημίωνες και ποιον βοηθούσες; Το βασικό ήταν να τα βγάζουν πέρα οι υπάλληλοι. Και οι υπάλληλοι ζούσαν απ’ τα λαδώματα. Γι’ αυτό κανένας δεν πήγαινε στη φυλακή. Γι' αυτό κανένας δεν πλήρωνε φόρους. Γι' αυτό κανένας δεν είχε χαρτιά…», γράφει απεικονίζοντας την κατάσταση και τις καθημερινές συνήθειες των κατοίκων της πόλης του. Κι ακόμα, «…Τα δικαστήρια και οι δικηγόροι είχαν δουλειά, βέβαια, -μόνο και μόνο επειδή ποτέ δεν βιάζονταν να την τελειώσουν… Οι νεκροί Εβραίοι θάβονταν, οι ληστευμένοι αρνούνταν ότι τους είχαν ληστέψει…».

Όλο το κείμενο περιλαμβάνει απλές, κατ’ ουσίαν, περιγραφές όπως τις έβλεπαν τα μάτια ενός μικρού αγοριού που προσπαθούσε να ορθοποδήσει και να ανεύρει το δρόμο του σε ένα τόπο, εν πολλοίς, αφιλόξενο και αποκρουστικό, περιμένοντας τον μήνα Μάιο, τότε που όλοι μάζευαν τις φράουλες. Ειδικά την ημέρα που η βροχή θα σταματούσε, ο ήλιος θα γύριζε απ’ τις διακοπές του, την μέρα που οι φράουλές θα ήταν πιο ώριμες!

«…Εδώ έβγαιναν οι ωραιότερες φράουλες. Δεν κοίταζαν να κρυφτούν διακριτικά, όπως το συνηθίζουν αλλού. Έκοβαν το δρόμο αυτών που τις έψαχναν. Έτρεμαν βαριές απ’ τα λεπτά αλλά ανθεκτικά κοτσανάκια τους. Ήταν μεγάλες και φύτρωναν τόσο χαμηλά, τόσο κοντά στο χώμα, όχι από ταπεινοσύνη αλλά από περηφάνια. Έπρεπε να σκύψεις για να τις μαζέψεις… Μικρά σβοραλάκια χώμα ήταν κολλημένα στις φράουλες, τόσο μικρά που δεν φαίνονταν με γυμνό μάτι- κι’ έτσι τα ’βαζες στο στόμα σου. Έτριζαν ανάμεσα στα δόντια, αλλά ο χυμός της φράουλας τα παράσερνε και η απαλή ψίχα του φρούτου σου χάιδευε τον ουρανίσκο…».

Το φόντο και ετούτου του μικρού κειμένου του Ροτ, φυσικά είναι η Γαλικία, ο γενέθλιος τόπος του συγγραφέα ο οποίος μετά από τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας μοιράστηκε μεταξύ Πολωνίας και Ουγγαρίας. Ο κύριος αφηγητής της ιστορίας είναι ο μικρός Ναφτάλυ Κρόυ, ο οποίος προσπαθεί να αναστήσει έναν χαμένο τόπο και παράλληλα την χαμένη του παιδική ηλικία, η οποία διαλύθηκε και σκορπίστηκε μέσα στη δίνη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως φυσικά και η κάποτε περήφανη και ισχυρή χώρα του.

Στην εισαγωγή του βιβλίου, υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο από τον Alexis Tautou, ο οποίος αναφέρεται με αρκετές λεπτομέρειες στο ιστορικό της έκδοσης του βιβλίου: «… Η Γαλικία που περιγράφει ο Γιόζεφ Ροτ σ’ ετούτο το μακροσκελές μυθιστορηματικό σπάραγμα είναι η μυθική Γαλικία που δεν έχει πάψει να τον στοιχειώνει από το Hotel Savoy (1924) και μετά - της οποίας η έκταση ιδωμένη μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της φαντασίας, ξεπερνά τα όρια του υπερβολικού και τα ιστορικά σύνορα της παλαιάς ανατολικής επαρχίας της Αυστρο-Ουγγαρίας». Πέρα απ’ όλα αυτά, όμως, είναι εμφανές πως ο Ροτ βιώνοντας αυτές τις αλλαγές που έβλεπε στον ορίζοντα, μπορεί να αποχαιρετούσε τον κόσμο που ανήκε πια στο παρελθόν, αλλά ανησυχούσε σφόδρα για τους επερχόμενους καιρούς, στρέφοντας προφανώς το νου του στις εξελίξεις στο χώρο της Γερμανίας όπου η επώαση του ναζιστικού φιδιού συνεχιζόταν ακάθεκτη, στην προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία και όλα όσα ακολούθησαν και πλημμύρισαν τις σελίδες της ιστορίας! Η παλιά πατρίδα του συγγραφέα ανήκε στο παρελθόν, και όπως αφήνει να εννοηθεί στη δεύτερη και αχρονολόγητη προσθήκη του βιβλίου (‘Σήμερα το πρωί ήρθε ένα γράμμα’): «…Είναι παράξενο να χάνεις την πόλη που γεννήθηκες. Νιώθεις σαν να ’σαι εκατό φορές εκατό χρονών, σαν να ξαναγυρίζεις απ’ τον τάφο. Όταν με ρωτούν που γεννήθηκα δεν ξέρω τι να απαντήσω. Κι’ επειδή ο τόπος μου δεν υπάρχει πια, δεν έχω πατρίδα πουθενά, πουθενά δεν είμαι σπίτι μου…»! Η έκδοση συμπληρώνεται και με ένα μικρό και περιεκτικό βιογραφικό σημείωμα του Γιόζεφ Ροτ από τον Michael Hofmann.