Top menu

Πολύτιμα νήματα και σαϊτιές στο υφαντό του '21

Γράφει η Τούλα Αντωνάκου, εκπαιδευτικός

«Γιατί το ’21 μας ακολουθεί, και δεν θα πρέπει να το αφήσουμε στα χέρια αυτών που το χρωματίζουν πασχαλιάτικα, και που ηθικολογικά καταλήγουν: η Ελλάδα τα κατάφερε. Η ιστορία του ’21 είναι πολυδιάστατη, όπως πολυδιάστατη είναι και η προβολή που κάνουμε σε αυτό του εαυτού μας. Και δεν είναι προπάντων η ιστορία της εξουσίας»

Στο βιβλίο του (Γράμμα στον Αντώνη Οικονόμου: στο υφαντό του '21, Εκδόσεις Βακχικόν) ο Στέφανος Κωνσταντινίδης μας γνωρίζει έναν ήρωα που δεν αναφέρεται στα σχολικά βιβλία Ιστορίας, αν και ηγείται της «κομμούνας» της Ύδρας, μιας κοινωνικής Επανάστασης εναντίον των Υδραίων προκρίτων, που εξαναγκάζει τους αρνούμενους Υδραίους εφοπλιστές της εποχής να μπούνε στον Αγώνα, γεγονός καθοριστικό για την εξέλιξη της επανάστασης (16/4/1821). Την επανάσταση, βέβαια, ακολουθεί αντεπανάσταση των κοτζαμπάσηδων (τους οποίους ο Οικονόμου εμπιστεύτηκε χάριν της ενότητας αλλά οι συνωμοτικές ενέργειες τους υπερίσχυσαν του αυθορμητισμού των επαναστατών), ανατροπή του Οικονόμου και οργανωμένη δολοφονία του στο μοναστήρι του Φονιά, έξω από το Άργος, παρά την προσπάθεια του Κολοκοτρώνη να τον σώσει. Έναν ήρωα που ο συγγραφέας τον φαντάζεται «ερωτευμένο με την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Γιατί, τι θα άξιζε η ελευθερία χωρίς δικαιοσύνη, όπου τον Οθωμανό θα αντικαθιστούσε ο κοτζαμπάσης;».

Έναν ήρωα που μνημονεύεται σε δυο ποιήματα του Εγγονόπουλου!

«Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φεραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου-που τόσο άδικα τον σφάξαν» («Μπολιβάρ»)

«Κατηγγέλθη/ως εξαιρετικά επικίνδυνος/για τη δημόσια ασφάλεια/-για την ειρήνη/των φιλήσυχων πολιτών…» («Ύδρα»)

Ο Αντώνης Οικονόμου ισάξιος του Ρήγα Φεραίου και του Μπολιβάρ και απόδειξη του κοινωνικού χαρακτήρα της Επανάστασης!

Ο Οικονόμου, ωστόσο, είναι ένα έναυσμα για να υφάνει ο Κωνσταντινίδης, βαθύς και ουσιαστικός γνώστης της Ιστορίας και πολιτικός αναλυτής, πολύτιμες σκέψεις γύρω από το '21. Ο ίδιος χαρακτηρίζει το βιβλίο του ως αιρετικό ή και δοκιμιακό μυθιστόρημα, πράγμα που θα παραξένευε τον μέσο αναγνώστη, αλλά προσωπικά το προσέλαβα ως ένα υφαντό με πολύτιμα ιστορικά στοιχεία που δεν γνώριζα.

Ο συγγραφέας ξεκινά με ένα γράμμα απευθυνόμενο στον Αντώνη Οικονόμου για να τον ενημερώσει για τις εξελίξεις μετά την δολοφονία του. «…σου γράφω για να ξέρεις Αντώνη, πως την Επανάσταση τη δήμευσαν οι κοτζαμπάσηδες, και το κράτος που γεννήθηκε από αυτήν το κληρονόμησαν στους απογόνους τους που μας τυραννούνε διαχρονικά. Χρειάζεται μια άλλη επανάσταση για να τους αποτινάξουμε από πάνω μας, Αντώνη. Μια επανάσταση που αργεί. Αργεί πολύ!». Στην ουσία, ο συγγραφέας θέλει, μέσω των ιστορικών γεγονότων, να μιλήσει για την σημερινή κατάσταση, για το πόσο λίγα άλλαξαν ή δεν άλλαξαν: «Ο Καποδίστριας συνέχισε την προσπάθεια δημιουργίας τακτικού στρατού με πιο γρήγορους ρυθμούς. Η δολοφονία του ανέκοψε αυτή την προσπάθεια. Μετά ήρθαν οι Βαυαροί που δημιούργησαν ένα κράτος αποκομμένο από την ελληνική παράδοση, ξένο και αφιλόξενο στον πολίτη. Είναι το κράτος που έχουμε σήμερα, μεταπρατικό, πελατειακό, οικογενειοκρατικό, με τους κοτζαμπάσηδες του ντυμένους με ευρωπαϊκό κοστούμι».

Μέσα από συζητήσεις με πραγματικούς ή φανταστικούς συνομιλητές, ειδικούς για τη μελέτη του ’21, ο Κωνσταντινίδης προσθέτει νήματα στο υφαντό που προβληματίζουν για το πώς μαθαίνουμε την Ιστορία από τα σχολικά εγχειρίδια. Μιλάει για τον πρώιμο Ελληνικό Διαφωτισμό (συνδέοντάς τον με την Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή, 1774), για τη στάση του Κοραή (ο οποίος έβλεπε αρνητικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως συνεργαζόμενο με την οθωμανική αρχή) και τη θεωρία του της μετακένωσης, για το ότι, παρά την αποτυχία του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, η Επανάσταση στην νότια Ελλάδα ξεκίνησε έστω και ακέφαλη, για τη στάση της Εκκλησίας και των ισχυρών ως προς την Επανάσταση, για το αν η Επανάσταση είχε στόχο τη δημιουργία ενός εθνικού κράτους ή μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας. Για τα γεγονότα γύρω από το Πρωτόκολλο του Λονδίνου και τα δάνεια του Αγώνα (που τα έτρωγαν ο Μαυροκορδάτος με τον Κωλέττη και τους κοτζαμπάσηδες, ιδίως της Ύδρας), για την υπέρμετρη αγγλοφιλία του Μαυροκορδάτου (αν και η πρόθεση της Αγγλίας ήταν να μην δημιουργηθεί ελληνικό κράτος αλλά μια μικρή ηγεμονία στην Πελοπόννησο), για την καθυστέρηση από τους Βρετανούς των φρεγατών που πιθανώς θα έσωζαν το Μεσολόγγι (με την απειλή μη εκπλήρωσης του δανείου). Μιλάει για τον φιλελληνισμό, για το δράμα των προσφύγων (μαθαίνουμε στο σχολείο για τους ήρωες της εποχής και δεν μαθαίνουμε για το τι υπέστη ο λαός), για τις γυναίκες της Επανάστασης (η Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους είναι από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα του ’21, τη στιγμή που όλες οι επαναστάσεις είναι ανδροκρατούμενες), για τη σχέση της Μαντώς Μαυρογένους με τον Δημήτρη Υψηλάντη.

Μιλάει για τις εμφύλιες διενέξεις μεταξύ της άρχουσας τάξης των “φραγκοφορεμένων” πολιτικών και των οπλαρχηγών, για τον μυστηριώδη θάνατο του Καραϊσκάκη (πιθανή οργανωμένη δολοφονία από τον Μαυροκορδάτο), για τη δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου, για τη δίωξη του Κολοκοτρώνη από το Μαυροκορδάτο (παρά το σύνταγμα που ο ίδιος έδωσε). Μιλάει για τη διακυβέρνηση του Καποδίστρια (που ήθελε να δημιουργήσει κράτος σε αντίθεση με τους κοτζαμπάσηδες που ήθελαν να διατηρήσουν τα φέουδά τους και να εισπράττουν φόρους) στου οποίου τη διπλωματική ικανότητα χρωστάμε την ανεξαρτησία μας με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (3/2/1830).

Μιλάει και για την ομιλία του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα (11/1838) όπου αφενός ο Κολοκοτρώνης καταθέτει ταξική ανάλυση! κι αφετέρου συνδέει την Επανάσταση με την Αρχαιότητα κι όχι με το Βυζάντιο. Τέλος μιλάει για τον υπερεκτιμημένο Μακρυγιάννη και το Σεφερικό αφήγημα της γενιάς του '30. 

Επειδή, κατά τον συγγραφέα, κάθε Επανάσταση διαθέτει και κοινωνική χροιά, και η επανάσταση του Αντώνη Οικονόμου το επιβεβαιώνει, κι επειδή «η Ιστορία είναι η διαδικασία συνεχούς αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον ιστορικό και τα γεγονότα, ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν» (Edward Hallett Carr) και «όταν αλλάζει το παρόν, αλλάζει και η θέαση του παρελθόντος» (Ν. Σβορώνος), έχει αρχίσει η αποκατάσταση του Οικονόμου.

Ο Κωνσταντινίδης κλείνει το πόνημά του με βαθύ στοχασμό απέναντι στη διαμάχη «δυτικόστροφο Έθνος» και «ανατολικόστροφο Γένος». Δέχεται ότι, μέσω του Αγώνα, αναχθήκαμε από Οθωμανοί υπήκοοι σε ελεύθερους πολίτες και αποκτήσαμε σύνταγμα κι ότι το '21 αποτελεί σταθμό μετάβασης από μια πολιτιστική ταυτότητα (ελληνορθόδοξη) στην νέα εθνικο-πολιτική ταυτότητα του έθνους κράτους. Και καταλήγει στο ότι «η σύγχρονη Ελλάδα είναι κάτι παραπάνω από ένα μουσείο αρχαίων και βυζαντινών μνημείων, αλλά και κάτι λιγότερο από όντως νεωτερική πραγματικότητα» και ότι «προσπαθούμε να συνθέσουμε τη νεοελληνική μας ταυτότητα μέσω διαλεκτικής σύζευξης αντιθετικών και αντιφατικών χαρακτηριστικών τόσο της Επανάστασης όσο και του μετέπειτα εθνικού μας βίου».

Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί!

*

Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στην Πενταλιά της Κύπρου. Πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνιολογία και τις Πολιτικές Επιστήμες στη Σορβόννη, στο Παρίσι (Docteur d’État). Δίδαξε Πολιτικές Επιστήμες και Ιστορία στα Πανεπιστήμια του Laval, του Κεμπέκ και του Μόντρεαλ. Είναι διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ.