Top menu

Κριτική για τη "Μαρία Πολυδούρη" της Βιβής Κοψιδά-Βρεττού

Γράφει η Εριέττα Αλεξοπούλου

 

Ήταν μια καθηλωτική θεατρική εμπειρία η παράσταση του έργου Μαρία Πολυδούρη της γνωστής ποιήτριας και συγγραφέως Βιβής Κοψιδά-Βρεττού, από τον Οργανισμό Ελληνικού Θεάτρου Αιχμή. Σε δύο επίσημες πρεμιέρες, στην Πρέβεζα (5 Δεκεμβρίου) και στη Λευκάδα (7 Δεκεμβρίου 2018), οι θεατές (ανάμεσά τους και σχολεία), είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν μια συγκλονιστική παράσταση, της οποίας η αυθεντική ατμόσφαιρα προσώπων και γεγονότων ανάστησε τη δραματική περιπέτεια της ζωής και της σκέψης δύο εμβληματικών μορφών της νεοελληνικής ποίησης: της Μαρίας Πολυδούρη και του Κώστα Καρυωτάκη. H παράσταση θα παίζεται από 23 Ιανουαρίου 2019 στο θέατρο Αλκμήνη, στην Αθήνα.

Σε ρόλο πρωταγωνιστικό η τραγική ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη (1902-1930), αναδύεται μέσα στο έργο με την αγέρωχη, ανυπόταχτη, ερωτική και επαναστατική της φύση, ως σύμβολο μιας εποχής-του μεσοπολέμου- που ήθελε να γκρεμίσει και να χτίσει τον κόσμο από την αρχή. Κι αφού περιελίσσεται γύρω από τη μοναξιά και την παρακμή- βίωμα καταλυτικό τουλάχιστον για την ποιητική φύση-, αρθρώνει φωνή εγερτική, αποδομώντας θεσμούς και κανόνες και συμβατικότητες, που κρύβουν υποκρισία και διαφθορά. Ολόκληρη η ζωή της και η σχέση της με τον Καρυωτάκη, οι δραματικές εντάσεις και οι πικρές της συντυχίες, οι εσωσυνειδησιακές και εξωσυνειδησιακές συγκρούσεις, εκφέρονται στο θεατρικό έργο με αναδρομικές και πρόδρομες αφηγηματικές και δραματικές τεχνικές, που κινούν τη δράση όχι στον πληκτικό, μονοδιάστατο χρόνο, αλλά σε χρόνους κυκλικούς, αξιοποιώντας πάλι ιδιαίτερες τεχνικές της αφήγησης.

Μέσα σ’αυτούς τους παλίνδρομους χρόνους της κεντρικής μορφής του έργου-της Μαρίας Πολυδούρη-, από τα παιδικά χρόνια και την οικογενειακή της ζωή, μέχρι το δραματικό κρεσέντο της μοιραίας συνάντησης με τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, την αρρώστια και την αυτοκτονία του και τον δραματικά πρώιμο θάνατο της ίδιας από φυματίωση, μέσα σε αφόρητη φτώχεια και αξιοπρέπεια μοναδική, θα ξετυλίγεται ένα διαρκώς ανανεούμενο σύμπαν ψυχικών- συναισθηματικών συμβάντων και κοινωνικών γεγονότων, προσφέροντας ένα ανεπανάληπτο στη γνησιότητά του περιβάλλον αλήθειας των πρωταγωνιστών του.
Η συγγραφέας του έργου, όπως εξηγεί και στο εισαγωγικό της σημείωμα, δεν προτίθεται να «ταράξει» την αλήθεια της ποιήτριας και του κόσμου της. Αντίθετα, στόχος της είναι να ενσυναισθανθεί, με βαθιά κατανόηση του πόνου της Πολυδούρη-του ανθρώπου και των πραγμάτων-, και της αγωνιστικής της, βαθιά παλλόμενης από συναισθήματα, προσωπικότητας, τον δρόμο του πάθους και της οδύνης, όπως μόνον ο ποιητής μπορεί να αισθανθεί και να βιώσει. Και ταυτόχρονα να αρθρώσει το έργο πάνω σε αλλεπάλληλα ψυχικά συμβάντα και ακαριαίες μεταπτώσεις, που μετασχηματίζονται σε γεγονότα ζωής, των δύο τραγικών συνοδοιπόρων και της εποχής τους. Γέννηση-έρωτας-θάνατος, τρίπτυχο της ανθρώπινης περιπέτειας, που κυοφορεί έναν απίστευτα επικό αγώνα για να κερδηθεί η ζωή. Έστω κι αν διαπλοκές (φυσικές, κοινωνικές,ανθρώπινες, τυχαίες ή εμπρόθετες), υπονομεύουν την ακάματη πίστη σ’ αυτήν.

Άξια φιλόλογος και ερευνήτρια η Βιβή Κοψιδά, έμπειρη σε πολλά είδη λόγου και ευαίσθητη ποιήτρια η ίδια, θα κανοναρχήσει το έργο της με μαεστρία συγκεραννύοντας τον πρωτογενή αυθεντικό λόγο των δύο ποιητών (αξιοποιούνται κείμενα αλληλογραφίας, ημερολόγια, πεζά και ποιητικά κείμενα των δύο ποιητών, κείμενα κριτικής και άλλες φιλολογικές μαρτυρίες και πηγές), με την προσωπική, αισθαντική μέθεξη στον κόσμο τους, απευθυνόμενη και σε ένα σύγχρονο περιβάλλον ανθρώπινων εμπειριών: παρασύροντας τον θεατή να ενδυθεί κυριολεκτικά το πνεύμα των ηρώων- όχι ενός θεατρικού κειμένου, αλλά οικείων του προσώπων πια, με τα οποία συμπάσχει σε μια εκφραστική μυσταγωγία-από το πάθος της ζωής και της δημιουργίας μέχρι το πάθος του θανάτου.

Μ’ αυτή την υψηλή συναίσθηση ευθύνης απέναντι σε πρόσωπα που υπέφεραν την ιστορία και που μια δεύτερη, απρόκλητη από τους ίδιους ζωή τους δεν έπρεπε να τους προδώσει, η συγγραφέας παρέδωσε στον έμπειρο και άξιο σκηνοθέτη Γιάννη Νικολαΐδη το έργο Μαρία Πολυδούρη, με την αισιόδοξη προτροπή ΓΕΝΝΗΘΗΤΩ! Κι εκείνος-όπως η επίμονη, ασκημένη στα δύσκολα σκηνοθετική του μαεστρία πάνω στο αρχαίο δράμα, τον έχει διδάξει, έδωσε στο έργο την ένταση, το βάθος και τη γνησιότητα που διαπερνούν τον κειμενικό λόγο. Πρώτα επιλέγοντας τους πρωταγωνιστές του κι έπειτα ανασταίνοντας σκηνικά την ενδοκειμενική ύπαρξη των στοιχείων θεατρικότητας. Η μεγαλύτερη ενδεχομένως πρόκληση που είχε να αντιμετωπίσει ο σκηνοθέτης Γιάννης Νικολαΐδης, ήταν οι εκτενείς μονόλογοι της Πολυδούρη που θα έπρεπε να μετατραπούν σε εικόνα και πράξη, καθώς «υπαγόρευε» ο κειμενικός λόγος. Η επιλογή της ταλαντούχου ηθοποιού Φωτεινής Φιλοσόφου, ειδικευμένης σε ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου, που με αισθαντική πειστικότητα και ανεπανάληπτη δραματική ένταση έχει πραγματώσει στη μακρά θητεία της στο θέατρο, ήταν η πρώτη στοχευμένη επιτυχώς κίνησή του. Η Φωτεινή Φιλοσόφου επί σκηνής δίνει την εντύπωση των ακάματων μεταμορφώσεων: ότι κάθε στιγμή αλλάζουν πρόσωπα, εικόνες, περιβάλλοντα και πράξεις. Η μοναδική εκφραστικότητα του προσώπου της-ιδιαίτερα των ματιών της-, η υποκριτική ένταση, η ακρίβεια εναλλαγής του λόγου και των σιωπών της, η σύμμετρη με το συναίσθημα σωματική της εκφραστικότητα, με άλλα λόγια η συστράτευση όλων των κωδίκων της υποκριτικής της δεξιότητας, προσφέρει, στις υπάρχουσες μήτρες παραστασιμότητας του έργου, την αυθεντικότητα του βιώματος.

Δίπλα της, ο έμπειρος ηθοποιός του θεάτρου Νίκος Γιάννακας, στο ρόλο του Κώστα Καρυωτάκη, θα υλοποιήσει με τη δωρική, στοχαστική, αυστηρή του ερμηνεία και το πειστικά καταγγελτικό του ήθος, την αντίστιξη των βασικών χαρακτήρων του έργου: της γεμάτης πάθος και παραφορά Μαρίας Πολυδούρη και της εσωστρεφούς, συγκρατημένης αλλά τολμηρής στην κοινωνική της κριτική -που υποστασιοποιείται σε αγωνιστική, εξεγερμένη πράξη-, φύσης του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη.
Στο ρόλο του εξωδιηγητικού αφηγητή ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ως μια διακριτική «υποσημείωση» του έργου, διασυνδέει τον θεατή με τα παραλειπόμενα της σκηνικής δράσης και με την παρουσία προσώπων στις παρυφές της αφηγημένης «ιστορίας». Παράδειγμα: η φωνή των ποιητών Κώστα Ουράνη, Άγγελου Τερζάκη, Άγγελου Σικελιανού κ.λ.π. Ενώ η ηχογραφημένη, απόκοσμη φωνή της Μητέρας (της Μαρίας Πολυδούρη) ζωντανεύει και ενεργοποιεί συγκινησιακά τις αναδρομές της μνήμης.
Αξίζει να αναφερθεί η μουσική επένδυση του έργου από τον Στέφανο Νικολαΐδη. Με γνώση της κλασικής και της σύγχρονης μουσικής και έπειτα από διεισδυτική προσέγγιση του έργου, ο νεαρός φιλόλογος Στέφανος Νικολαΐδης, έρχεται να υπογραμμίσει με μουσικούς ήχους το πότε ευαίσθητο, πότε παθιασμένο και πότε επαναστατημένο περιεχόμενο της ψυχής των πρωταγωνιστών.

Τα σκηνικά της Όλγας Σχοινά και η ενδυματολογική της προσέγγιση: όλα λιτά, σχεδόν στοιχειώδη, μια μελαγχολική, μινιμαλιστική ανάπλαση των πραγματικών περιβαλλόντων, πειστικών στη σκηνική τους αναπαράσταση. Το λευκό χρώμα που επικρατεί στα ελάχιστα αντικείμενα, είναι το λευκό που επανέρχεται στο έργο (αθωότητα, νεότητα, θάνατος), και που διαμηνύει φανερά ή υπόρρητα το δραματικό πεπρωμένο των ηρώων, μέχρι την κορυφαία πράξη τραγικότητας του επιλόγου.
Μέσα σε ένα μυσταγωγικό περιβάλλον, οι θεατές σε απόλυτη μέθεξη με τη συναισθηματική ένταση και το διανοητικό περιβάλλον του έργου, «έπαιξαν» μιαν ιδεώδη θεατρική σύμβαση-την αμοιβαιότητα δηλαδή της αποδοχής ανάμεσα στη σκηνή και τους θεατές. Και πήραν τη μαγεία της ποίησης, της αγωνιστικότητας και της εξέγερσης απέναντι σε ό,τι πολεμά την τιμιότητα της ψυχής και της πράξης.-