Top menu

Κριτική για το έργο "Art" της Γιασμίνας Ρεζά

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

 

Η Γιασμίνα Ρεζά, γεννημένη το 1959, στο Παρίσι, με σύνθετη καταγωγή από πατέρα Ιρανό και Ουγκαρέζα βιολίστρια μητέρα, δεν θα μπορούσε να μην αντιμετωπίζει τη ζωή και το έργο της με την διεισδυτικότητα που προσέλαβε από τη βαθιά Περσική πολιτιστική παράδοση, αλλά και τη φινέτσα της Δυτικής κουλτούρας. Η μείξη αυτή μόνον θετικά αποτελέσματα προσφέρει, όταν μάλιστα βρίσκεται στα χέρια μιας ικανής θεατρικής συγγραφέως. Η ευφυής και πρωτότυπη διαπραγμάτευση ενός θέματος από την τιμημένη δημιουργό, δημιουργεί το χρέος στους θεατές να εμβαθύνουν προσεκτικά στην υποδόρια προσέγγιση του τελικού στόχου, ώστε να μην αφεθούν έρμαια της τυχαιότητας.

Το Art (1994, με βραβείο Moliere, ανάμεσα σε πολλά άλλα) αποτελεί μια σύνθετη, πολύπλοκη, ανατρεπτική παράσταση, στην οποία κυριαρχεί ο Λόγος, με συνέπεια να εγείρονται αναχώματα στην ικανοποίηση των φιλότεχνων. Η ιδιαιτερότητα και η σύλληψη ενός επίκαιρου ενδιαφέροντος γύρω από την τέχνη, οδηγεί σε παρεξηγήσεις και αντιμαχίες ανάμεσα σε τρείς επιστήθιους φίλους, αναδεικνύοντας πολλαπλές διαμάχες, που ανασύρουν ζέοντα εσωτερικά διλήμματα. Η επικράτηση του Λόγου, σε βάρος της κίνησης, της δράσης και της πολύτιμης σκηνικής ταχύτητας, επιβάλλει ιδιαίτερα προσεκτική και όχι επιπόλαιη, επιφανειακή ερμηνεία.

Η έναρξη της διαμάχης των στενών φίλων είναι ένας πίνακας, που αγοράζει πανάκριβα (;) ο φιλότεχνος της παρέας. Ο περισσότερο πραγματιστής ειρωνεύεται έντονα την επιλογή αυτή, δεδομένου ότι πρόκειται για εντελώς πρωτοποριακό έργο, ήτοι ένας λευκός πίνακας, πάνω στον οποίο διακρίνονται αχνά κάποιες ευθείες γραμμές και δικαιολογημένα προκαλεί την αντίδραση και μια μακροσκελή συζήτηση, που εξελίσσεται σε έντονη διαμάχη μεταξύ ατόμων φιλήσυχων και δεμένων μεταξύ τους με ακατάλυτους μακροχρόνιους φιλικούς δεσμούς. Η παραδοξότητα του Art είναι η αναφυείσα σύγκρουση για ένα θέμα, που δεν φαινόταν εκ πρώτης όψεως, ότι θα προκαλούσε ανατροπές στις ανθρώπινες σχέσεις.

Ο πίνακας, που είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής του δράματος, με την ιδιαίτερα έντονη αφαιρετικότητα, που τον διακρίνει και την συνεχή παρουσία του στη σκηνή (με την επίμονη επαναφορά του στο προσκήνιο από έναν εραστή του μοντερνισμού), θυμίζει το διαχρονικό και αξεπέραστο “μαύρο τετράγωνο” (1915) του διάσημου Ρώσου σουπρεμιστή Καζιμίρ Μαλέβιτς (1878-1935), ο οποίος πρώτος έθεσε τα θεμέλια της Ανατολικής ιδιαιτερότητας. Η ιδιομορφία του επίμαχου πίνακα της παράστασης πιθανόν να εμπεριέχει εν σπέρματι την ανθρώπινη αδυναμία διερεύνησης συναφών προβλημάτων, αναδεικνύοντας μια αρνητικότητα στην έρευνα νέων μορφών τέχνης. Αυτή η διαπίστωση οδηγεί στον τονισμό του ρόλου του «λευκού τετραγώνου», στην εξέλιξη των δρωμένων. Οι αμύητοι σκώπτουν τους ευαίσθητους και αδυνατούν να αντικρίσουν κατάματα το επέκεινα τη φθαρτότητας. Πάντως, η επιμονή του αγοραστή του έργου να ζητήσει τη γνώμη των δύο φίλων του συντηρεί μια μορφή αμφισβήτησης, ακόμη και από έναν ένθερμο υποστηρικτή του. Διατηρεί αμφιβολίες για τον βηματισμό του στα δυσπρόσιτα αισθητικά μονοπάτια, αφού δεν συναντάται με αδελφές ψυχές, ήτοι φιλοκαλούντες, που θα τον συνέδραμαν σε μια ενδελεχή ενόραση. Ο απομονωμένος οπαδός της ουτοπίας μένει χωρίς συντρόφους, που τον εγκαταλείπουν έρμαιο της διάσπασης της σκέψης, στην προσπάθεια ερμηνείας ενός αλληγορικού παλίμψηστου, μέσα σε αδιόρατα ερευνητικά πεδία γύρω από τη συντριβή του ίδιου του εαυτού και την καταβύθιση σε αιώνια οντολογικά ερωτήματα. Στο σημείο αυτό αξίζει η αναφορά πως εάν δεν καταλαβαίνεις το νόημα, τότε αντί να κατηγορείς τον πομπό, φρόντισε να ξεσκουριάσεις τον δέκτη, όπως στιχούργησε ιδανικά ο Τάκης Μιχόπουλος.

Ο λευκός πίνακας συντρίβει τους στέρεους δεσμούς μιας παρέας, ως εάν διαθέτει μαγικές ιδιότητες. Η Ρεζά στρέφει το ενδιαφέρον σε έναν έξυπνο διάλογο, που αναπτύσσεται επί σκηνής και συντηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών. Απανωτά φιλοσοφικά κτερίσματα εισάγουν μια διάθλαση του σκωπτικού ύφους σε τραγικό υπόβαθρο, δίδοντας στο έργο έναν σκηνικό δυναμισμό, που ενισχύει την απαιτουμένη ευστροφία. Τελικά, παρ’ όλη την αμφισημία που διατρέχει την υπόθεση, η παράσταση είναι ιδιαίτερα εύληπτη και δικαιολογεί τη συνεχή παρουσία του Art στις σκηνές απανταχού της γης.

Οι τρεις ηθοποιοί που εμφανίζονται στη σκηνή φέρουν επιτυχώς εις πέρας τη δύσκολη ιδέα της σύγκρουσης εν ονόματι ενός ήσσονος θέματος, που εκτρέπεται σε προσωπικά πάθη, διαφορετικές απόψεις, μικρές εξουσιαστικές απόπειρες, ψυχαναλυτικά πειράματα, ιδεώδη εκφορά συλλογισμών, ψυχικές αναφλέξεις, νοητικές διακυμάνσεις, ανάδειξη της διαφορετικότητας, φανέρωμα του υποβόσκοντος συγκρουσιακού κλίματος ανάμεσα σε άτομα επιφανειακά συνδεδεμένα με ακατάλυτους δεσμούς.

Ο και σκηνοθέτης της παράστασης Θοδωρής Αθερίδης αποδίδει έξοχα με το γνώριμο, άνετο και ιδιαίτερα καλλιεργημένο προσωπείο του, τον ρόλο ενός ιδιότυπου φιλότεχνου, οπαδού του μοντερνισμού, που υποστηρίζει μέχρι τέλους την επιλογή του. Η δήθεν αφελής στάση του να παραμένει στο περιθώριο έντεχνα, αφήνοντας στους άλλους δύο υποκριτές χώρο να αναπτύξουν τις ερμηνείες τους, του προσθέτει θετικές κρίσεις.

Ο πεπειραμένος Άλκης Κούρκουλος κινείται με χαρακτηριστικό μπρίο, που συμβαδίζει με την λαμπερή του προσωπικότητα. Διαθέτει υψηλού επιπέδου υποκριτική δεινότητα και τούτο αποδεικνύεται από την εσωτερική αλλαγή κατά τη διάρκεια της παράστασης. Ενώ αρχικά περιπαίζει έντονα την επιλογή του φίλου του με την αγορά ενός ανεικονικού ζωγραφικού πίνακα, στη συνέχεια, ακολουθώντας πιστά ένα ιδιοφυές έξυπνο κείμενο, υπηρετεί το κύριο θέμα του έργου, ήτοι την μη αναμενόμενη σύγκρουση χαρακτήρων, ανάμεσα σε άτομα δεμένα με μακροχρόνια φιλία. Ο ρόλος του είναι εκείνος ενός κυνικού, ανυποχώρητου αστού, που είναι εξοπλισμένος με σκληρότητα και προφανή διάθεση εισβολής σε αλλότριες επιλογές, κριτικάροντάς τις υποτιμητικά.

Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, με αληθές υποκριτικό ταλέντο, μετατρέπεται σε έναν συγκαταβατικό, απλοϊκό, εν πολλοίς αφελή, συντηρητικό, μετριοπαθή, καλοκάγαθο αστό. Οι συχνοί μονόλογοι, που εκφέρει με ιδιάζοντα τρόπο, τον αναβιβάζουν σε περίοπτη θέση και καταφέρνει να ισοσκελίσει τις καταπιεστικές προσωπικότητες των συμπρωταγωνιστών του. Υποδύεται τον ρόλο του ισορροπιστή, δηλαδή εκείνου που υπηρετεί τον συμβιβασμό, την ηπιότητα, την καταλλαγή, την ειρήνευση.

Τα σκηνικά της Μαρίας Φιλίππου ακολούθησαν τη μινιμαλιστική εκδοχή του πίνακα ζωγραφικής, και την κυριαρχία του λευκού. Το ίδιο χρώμα, η πολυθρόνα και οι τοίχοι σε μια άκρως επιτυχημένη απεικόνιση της αφαίρεσης. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ο επιμελημένος φωτισμός των προσώπων από τον Χρήστο Τζιόγκο, όταν διοχέτευαν πληροφορίες προς ενημέρωση, κυρίως όμως προς χαριεντισμό. Η τζαζ μουσική επένδυση του Θ. Αθερίδη ενίσχυσε τον ρυθμό του έργου. Τέλος, το έργο ευτύχησε να μεταφραστεί από τον έμπειρο θεατράνθρωπο Σταμάτη Φασουλή.

Συμπερασματικά, η επιβράβευση αυτής της παράστασης αποτυπώθηκε στα ικανοποιημένα πρόσωπα των θεατών κατά την αποχώρησή τους από το θέατρο. Λίγοι περιορίσθηκαν στις διαμάχες γύρω από έναν πάλλευκο πίνακα, αλλά οι πολλοί προσέγγισαν την τραγικότητα των προσώπων και διείδαν αδόκητες ανθρώπινες ανατροπές παραδεγμένων κανόνων, που απαντώνται στον μικρόκοσμο κοινωνικών σχέσεων.