Top menu

"Περπατώντας στους Αμμόλοφους" με την Κατερίνα Ρουντσένκοβα

 

Από την ομιλία του συγγραφέα, μεταφραστή και κριτικού λογοτεχνίας Θανάση Βαβλίδα στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής Περπατώντας στους Αμμόλοφους της Κατερίνας Ρουντσένκοβα που πραγματοποιήθηκε στο Ζάππειο, στο πλαίσιο του 49ου Φεστιβάλ Βιβλίου. 

 

Πάμε, λοιπόν, περπατώντας!

Περπατώντας ανάμεσα σε βιβλία, περπατώντας ανάμεσα σε στίχους, περπατώντας ανάμεσα σε γράμματα... περπατώντας στους αμμόλοφους!

Ήδη από τον τίτλο του βιβλίου, αυτής της σαγηνευτικής ποιητικής συλλογής, βρισκόμαστε να βαδίζουμε σ' έναν κόσμο ευάλωτο, ευμετάβλητο, αναδιαμορφούμενο, μεταβαλλόμενο. Περπατώντας στους αμμόλοφους, όχι σε μια έρημο, που ευχόμαστε να μη γίνει ο κόσμος όλος με την αλλαγή κλίματος, αλλά σε μια παραλία, μια ευπρόσδεκτη ανάμνηση από τις διακοπές μας πρόσφατα ή παλιότερα.

Κάπως έτσι, η ποίηση της Ρουντσενκόβα μας οδηγεί βαδίζοντας, μας περικλείει ανεπαισθήτως, μας εισάγει ονειρικά σε ένα κόσμο που η μοναξιά συμπλέει με την κοινωνικότητα, η νιότη μάχεται τη φθορά, η μαγεία ερωτοτροπεί με τη φύση. Τα πάντα σε αυτό τον κόσμο μοιάζουν να διαλύονται μπροστά στα μάτια μας και να αναγεννώνται κάπου αλλού, το σχήμα των πραγμάτων διολισθαίνει στο όνειρο, στο ασυνείδητο, στο παραμύθι.

Η πρωτογενής συλλογή Περπατώντας στους αμμόλοφους περιλαμβάνει ποιήματα που γράφτηκαν από το 2008 έως το 2012 και εκδόθηκε στην Τσεχία το 2013, αλλά δεν ταυτίζεται με το περιεχόμενο της μεταφρασμένης συλλογής που περιέχει μια ευρύτερη γκάμα. Έτσι, κατά παράδοξο τρόπο, ο τίτλος είναι συνεπής με την κλιμάκωση της ποιητικής πορείας που ακολουθεί η Ρουντσενκόβα από το 1999 με τη συλλογή Λούντβιχ εμπνευσμένη από έναν χαρακτήρα του μεγάλου Αυστριακού συγγραφέα Τόμας Μπέρνχαρντ , ως το Δε χρειάζεται να μ' επισκεφτείς του 2001 και το Στάχτες και εκλάμψεις του 2004. Πρόκειται για μια πορεία που βαθαίνει προς το εσωτερικό των πραγμάτων και του εαυτού της, που δεν κραυγάζει ούτε εντυπωσιάζει για να προκαλέσει την προσοχή, δε λέει "είμαι γυναίκα", λέει "είμαι άνθρωπος", δε γράφει για να παίξει με τις λέξεις, γράφει για να παίξει με τις στιγμές και τα χρόνια. Μέχρι σήμερα δεν έχουμε δει νεότερη έκδοση ποιημάτων της, που σημαίνει ότι έχει αγκυροβολήσει σε αμμόλοφους, που ακόμα περιμένουν τη δύναμη των κυμάτων που θα πάρουν τις βάρκες των στίχων της να τις σύρουν σε νέα λιμάνια. Η φωτογραφία του εξωφύλλου από τον Στράτο Προύσαλη με την άγκυρα μας ενέπνευσε προς αυτή την κατεύθυνση.

Ο τίτλος της δεύτερης συλλογής της παραπέμπει σε ένα άτιτλο ποίημα που περιλαμβάνεται εδώ και λέει:

Ναι, ζω μέσα στο πιάνο, /όμως δε χρειάζεται
να έρθεις και να με επισκεφθείς.

Το πιάνο, αυτό το υπέροχο μουσικό όργανο, παράγει ήχους κάθε έντασης και μορφής. Η ποιήτρια ζει μέσα σ' αυτό το ηχητικό σύμπαν, αλλά δεν την ακούμε. Αντίθετα, είναι εκείνη που μας αφουγκράζεται, αλλά η σιωπή της είναι τόσο ηχηρή που δε μπορούμε παρά να στραφούμε προς το μέρος της. Δε μας προσκαλεί, αλλά μας ελκύει. Δε μας υποχρεώνει να την επισκεφθούμε, η επαφή μαζί της πρέπει να γίνει με τη θέλησή μας, διότι μόνον έτσι θα γίνουμε ευκρινέστεροι δέκτες των εικόνων της, ασφαλέστεροι υποδοχείς των ηχητικών μηνυμάτων της. Και τότε, από τις στάχτες θα πηγάσουν νέες λάμψεις, η φωτιά θα αναζωπυρωθεί, αλλά όχι για να μας τσουρουφλίσει, θα αναζωπυρωθεί για να θερμάνει εκ νέου την ανθρωπιά μας, την αγάπη για τη φύση, τον έρωτα εκείνον που εισερχόταν σε ψυχρή περίοδο. Και τότε, δε θα χρειαστεί να "...ριχτείς στο διάβασμα, να συλλογίζεσαι άλλα, για να μη σκεφτείς τον εαυτό σου", όπως γράφει στο ποίημα Πουθενά η ποιήτρια, αλλά ίσα - ίσα θα νιώσεις μέσα σ' αυτά τα ποιήματα ένα κομμάτι του εαυτού σου, θ' αντιληφθείς μια ερμηνεία του κόσμου που σου πέρασε από το νου, αλλά δεν κατάφερες ποτέ να βρεις τρόπο να την εκφράσεις.

Η συλλογή περιλαμβάνει 30 ποιήματα, μερικά χωρίς καν να έχουν τίτλο, όλα σχεδόν ολιγόστιχα εκτός από τη Θεά του Βάλτου, ένα πραγματικά παραμυθένιο ποίημα, που δίκαια οδήγησε την ποιήτρια και κριτικό λογοτεχνίας Λίλια Τσούβα να τιτλοφορήσει την ευσύνοπτη, κατατοπιστική εισαγωγή της συλλογής "η βασίλισσα των βάλτων και των καλαμιών". Τα ποιήματα αυτά δεν προέρχονται μόνο από την ομώνυμη τελευταία συλλογή της, αλλά συνιστούν επιλογή από το συνολικό μέχρι σήμερα ποιητικό έργο της. Ωστόσο, εκτός από την ψιλοκεντημένη ποιητική εργασία της Ρουντσενκόβα, το βιβλίο διαθέτει και ένα άλλο σημαντικό πλεονέκτημα για τον φιλοπερίεργο αναγνώστη: έχει μεταφραστεί από τρεις διαφορετικούς μεταφραστές. Η Στέργια Κάββαλου, η Ανδρονίκη Δημητριάδου και ο Ανδρέας Αντωνίου μετέφρασαν ο καθένας διαφορετικά ποιήματα και άφησαν το δικό τους αισθητικό στίγμα στην απόδοσή τους. Μπορεί η συλλογή να μη διαθέτει ένα πλήρως ομοιογενές ποιητικό ύφος, αλλά διαθέτει έναν συνεκτικό ιστό αισθητικών προσεγγίσεων από την εμφατική νοηματοδότηση έως την υφολογική πιστότητα, δίνοντας στην ελληνική έκδοση τη βαρύνουσα σημασία αυτής της ποιήτριας.

Η συλλογή δανείζεται τον τίτλο της από το ομώνυμο ποίημα που περιέχεται σε αυτήν, αλλά βαδίζοντας και συναντώντας ένα - ένα τα ποιήματα νιώθουμε να έρχεται νύχτα, να ξυπνάμε μέσα σε όνειρα, να περιεργαζόμαστε το σώμα μας μέσα στο χρόνο, γύρω μας σκιές και απόκοσμοι ήχοι, μια ακαθόριστη επιθυμία να γνωρίσουμε τα πάντα, να τους έχουμε όλους κοντά μας και ας μην είμαστε πραγματικά μαζί τους, να ζήσουμε χωρίς φθορές και ψευδαισθήσεις τη μοναξιά που μας αναλογεί, όπως στα Αθέατα πυροτεχνήματα:

Δε βγήκες έξω./ Όλα παραήταν προβλέψιμα.
άκουγες μόνον τις φωνές: εκτοξεύονταν
κάπου πέρα από το οπτικό σου πεδίο.
Παρατηρούσες τον κόσμο στην πλατεία που έτρεχε προς τη νύχτα
για να συναντήσει εκείνη τη γιορτή.
Συνεπαρμένη από την πίστη με την οποία έτρεχαν
προς τη φωτισμένη ευτυχία
μιας αναμφίβολα κατάμαυρης νύχτας.

Εύχομαι, ακόμα κι αν είναι η νύχτα ασέληνη, να βρίσκουμε πάντα το δρομολόγιο εκείνο που οδηγεί στη φωτισμένη μας ευτυχία.