Top menu

"Πεφταστέρι". Ένα διήγημα της Κίας Φιλιππίδου

© ArtHouse Studio

 

Κοίταζε τα νύχια της. Το μανό είχε ξεφτήσει, αλλά τι σημασία είχε; Η θάλασσα πολύ κοντά, το χρώμα της υγρό, ορμούσε πάνω της και την έκανε να μη μπορεί να ανασάνει από τη γοητεία που της ασκούσε, αλλά δεν την έφτανε να βυθιστεί μέσα της να κολυμπήσει. Η πλαγιά ήταν αποτρεπτικά απότομη και τα βράχια κοφτερά και εχθρικά. Η βενζίνη ήταν πολύ λίγη, έφτανε μόνο για τη μέρα που θα πήγαιναν στο λιμάνι να πάρουν το πλοίο για Πειραιά. Τη μέρα που θα γύριζε στη ζωή της. Τη μέρα που έλπιζε να γυρίσει στη ζωή.

Τον παρακολουθούσε από την απόσταση που προσπαθούσε να διατηρεί απ’ αυτόν. Ήταν γύρω στα σαράντα μέτρα. Είχε προσέξει ότι όταν απομακρυνόταν περισσότερο, αυτός το πρόσεχε, κι ερχόταν ανήσυχος να σταθεί κοντά της με το ύφος του τσοπανόσκυλου. Η μυρωδιά του είχε γίνει ανυπόφορη, παλιωμένος ιδρώτας. Και η δική της δεν της άρεσε. Είχε να πλυθεί δυο μέρες. Πόσο θα άντεχε ακόμη; Έπρεπε να του ξαναπεί να φύγουν, αλλά φοβόταν μη τον ερεθίσει, μη τον νευριάσει. Όπως προχτές, όταν σιγουρεύτηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ αυτόν και του ζήτησε να μαζέψουν τη σκηνή τους και να γυρίσουν στην Αθήνα. Τότε άρχισε η συμπεριφορά του σκύλου που φυλάει τα πρόβατα ή ακριβέστερα του λύκου που ετοιμάζει το φαγητό του. Είχε γυρίσει προς τη θάλασσα για να της απαντήσει χωρίς να την κοιτάζει: «Είχαμε συμφωνήσει ότι θα μείνουμε μια βδομάδα, και τόσο θα μείνουμε. Εγώ δεν μπορώ να κάνω άλλες διακοπές από αυτές και δεν θέλω να φύγω νωρίτερα».

Εκείνη ακόμη τότε είχε θάρρος, δεν φοβόταν όπως τώρα, και του είχε πει: «Πήγαινε με εμένα στο λιμάνι και γύρνα εδώ μόνος σου. Εγώ δεν αντέχω κι άλλη μέρα στη σκηνή. Δεν έχουμε τουαλέτα, δεν μπορούμε να κάνουμε ένα ντους, τρώμε συνέχεια κονσέρβες και μετράμε ακόμα και το νερό σαν να έχει έρθει η συντέλεια του κόσμου. Δεν πάμε καν στη θάλασσα, τη βλέπουμε από μακριά».

Η απάντηση ήρθε απότομη και γεμάτη κακία: «Τι θέλεις να κάνω; Αφού τέλειωσε η βενζίνη τις πρώτες δύο μέρες και πρέπει να κρατήσουμε αυτή τη λίγη για το λιμάνι που θα πάμε την Κυριακή. Στο νησί είναι πολύ ακριβή, δεν μπορώ να χαλάσω κι άλλα λεφτά για να πηγαινοερχόμαστε. Δεν έχω. Εγώ δεν παίρνω από γονείς επίδομα».Έκανε άλλη μια απόπειρα να τον πείσει: «Θα πληρώσω εγώ που παίρνω, αρκεί να φύγουμε από εδώ, να πάμε να νοικιάσουμε κάπου. Στο ταβερνάκι  που φάγαμε προχτές, στον παρά πίσω κόλπο, είχε ταμπέλα “rooms to let”». Το βλέμμα του όταν γύρισε το κεφάλι και εστίασε πάνω της, εμφάνισε τα γνώριμα πλέον σημάδια παράνοιας. Τα σημάδια ότι έπρεπε να τον φοβάται. Της είπε σχεδόν σφυριχτά: «Δεν θα δεχτώ να μου κάνεις χάρες. Είχαμε συμφωνήσει για τη σκηνή. Μπροστά σε όλες σου τις φίλες που με κοίταζαν με μισό μάτι και σου έλεγαν να μη μείνεις μαζί μου και να συνεχίσεις μαζί τους στην Ηρακλειά».

Προσπαθώντας ακόμη να μη συνειδητοποιήσει πλήρως ότι αυτό το ωραίο παιδί, που για χάρη του είχε διακόψει τον γύρο των άγονων νησιών με τα κορίτσια, ήταν ο ορισμός του προβληματικού, παρέβλεψε το εχθρικό, απαξιωτικό ύφος του, και πρότεινε: «Πάμε να στήσουμε τη σκηνή στην παραλία που φάγαμε προχτές και είναι σχετικά κοντά. Δεν θα χαλάσουμε πολλή βενζίνη, και θα τρώμε στην ταβέρνα που έχει ντους και αποδυτήρια. Δεν φανταζόμουν ότι ελεύθερο κάμπινγκ είναι απλυσιά και πείνα».

Η ατάκα του την έβγαλε για τα καλά από τις ψευδαισθήσεις της: «Δεν θα πάμε πουθενά. Θα μείνουμε εδώ, θα διαβάζουμε τα βιβλία μας, έχουμε μια δωδεκάδα νερά, μια κούτα μπύρες, τόνους και παξιμάδια. Δεν χρειαζόμαστε τίποτα άλλο. Αυτό είναι διακοπές στη φύση. Τα άλλα που μου λες για δωματιάκια και ντους είναι μικροαστική παρακμή. Μη γκρινιάζεις συνέχεια γιατί βαρέθηκα». Το βαρέθηκα ακούστηκε σαν απειλή.

Σηκώθηκε και απομακρύνθηκεαπό κοντά της, παίρνοντας μαζί τα κιάλια και το βιβλίο του. Ένα βιβλίο ποίησης. Αυτό που τον είχε δει να διαβάζει εκείνο το βράδυ, μερικά μέτρα μακρύτερα από το υπαίθριο μπαρ, όπου όλοι γύρω τους έπιναν τα ποτά τους πάνω σε κιούπια και πεζούλια, υποφωτισμένοι από τα φαναράκια που είχε σκορπίσει ο μπάρμαν. Εκείνος είχε μια μπύρα στο τενεκεδένιο της κουτί και διάβαζε κάτω από τη λάμπα που φώτιζε το νησιώτικο σοκάκι.

Τότε έδειχνε απίστευτα όμορφος και επιθυμητός, και έλεγες ότι αυτή η απομάκρυνση από τους άλλους είχε γίνει για να τον προσέξουν. Σα να ήταν ένα νάζι, ένας ακκισμός για να ξεχωρίσει.

Εκείνη και οι φίλες της είχαν πάψει να σαρώνουν με το βλέμμα τα αγόρια στο μπαρ, και είχαν στραφεί στον περίεργο τύπο κάτω από τη λάμπα του δρόμου. Ακουμπούσε στον τοίχο πίσω του, έπινε μικρές γουλιές μπύρας και διάβαζε. Τα κορίτσια μετρήθηκαν, αποφάσισαν ότι ένας ωραίος νέος δεν έφτανε για τις τέσσερείς τους και ξανάρχισαν να ψάχνουν στο τρεμάμενο φως των φαναριών, για αγοροπαρέες. Υπήρχαν κάποιες μεγάλες, με έξι-εφτά άτομα η κάθε μία, που δεν έδειχναν να ενδιαφέρονται γι’ αυτές, και μερικές μικρές, δυο - τρία αγόρια μαζί, που τις κοιτούσαν, αλλά ήταν εμφανές ότι περίμεναν την πρώτη κίνηση από εκείνες. Δεν τους έκαναν το χατίρι, βαρέθηκαν την ορθοστασία -δεν υπήρχαν ελεύθερα καθίσματα ούτε στα πεζούλια- και η Διδώ πρότεινε να φύγουν. Οι άλλες συμφώνησαν. Περνώντας από τον νεαρό με το βιβλίο, η Ελένη σταμάτησε και τον ρώτησε τί διαβάζει, κι εκείνος της απάντησε Εμπειρίκο. «Εμπειρίκο βραδιάτικα; Έτσι όρθιος, πως μπορείς;», μπήκε στη συζήτηση και η Αφροδίτη. Της απάντησε: «Μένω σε σκηνή λίγο έξω από τη Χώρα. Δεν έχω φως και όταν θέλω να διαβάσω έρχομαι κάτω από τη λάμπα. Ετοιμαζόμουν να φύγω όμως, γιατί εδώ έχει πολλή φασαρία. Αύριο θα πάω στη Θυμαρόπετρα, μια παραλία τελείως άχτιστη, χωρίς σπίτια, μόνο με αρμυρίκια, γρύλους και τους αναπόφευκτους «σκηνίτες». Μου είπαν ότι έχει κι ένα εστιατόριο.  Πριν φύγω θα αγοράσω λάμπα θυέλλης από έναν βαρκάρη που μου την πουλάει φτηνά. Βρίσκομαι στο τελευταίο στάδιο του παζαριού».

Χαμογέλασε και αποκάλυψε κάτι τέλεια δόντια, που αποσπάσαν την προσοχή των κοριτσιών από τα περί παζαριού και το παράλογο της ανάγνωσης ποίησης σε συνθήκες στρατιωτικού καψονιού. Άρχισαν όλοι μαζί να κατηφορίζουν το νησιώτικο σοκάκι αφήνοντας πίσω τη μουσική του μπαρ. Προχωρώντας, ο περίεργος ωραίος έδειξε ότι αποφάσισε να διαλέξει μια μόνο συνοδοιπόρο, αυτήν, την Ισμήνη, που δεν είχε μιλήσει καθόλου, που δεν του είχε απευθύνει τον λόγο. Ίσως διέκρινε το ενδιαφέρον στο βλέμμα της. Περπατούσε δίπλα της. Σε κάποιο στραβοπάτημα της, την στήριξε, πιάνοντάς την από το μπράτσο και μετά δεν το άφησε. Συνέχισε να το κρατάει τραβώντας τη μακριά από τις άλλες, κάνοντας τη να περπατάει πιο γρήγορα, κι αυτό, για κάποιο περίεργο λόγο, της άρεσε. Της χαζής της άρεσε! Το θυμόταν τώρα και ευχόταν να είχε φερθεί τότε σωστά. Ονειρευόταν ότι είχε ελευθερώσει το χέρι της, ότι είχε κάνει πίσω, περιμένοντας τις φίλες της. Ονειρευόταν ότι είχε, ορθά, αντιληφθεί την κίνηση σαν την σκόπιμη βιαιότητα που ήταν, και δεν την είχε βλακωδώς εκλάβει σαν μια αφορμή για να την αγγίξει, και να δηλώσει ποια από τις τέσσερεις φλέρταρε. Αλλά ήταν πραγματικά χαζή και δεν είχε κάνει πίσω, δεν είχε καταλάβει. Είχε αφεθεί να την παραπλανήσει και να την παρασύρει μαζί του.

Όταν είχαν πλέον φτάσει στο πλάτωμα που είχε στημένη τη σκηνή του, σταμάτησε, την κοίταξε λίγο παρατεταμένα και της πρότεινε να μείνει το βράδυ μαζί του. Τη στιγμή που θα έπρεπε να απαντήσει χωρίς να έχει αποφασίσει ακόμη, έφτασαν οι άλλες τρεις, με ύφος πειρακτικό και πειραγμένο, και τη ρώτησαν -χωρίς να ξέρουν ότι της είχε προταθεί- μήπως σκόπευε να κοιμηθεί εκεί. Αυτό την έκανε να διώξει από το μυαλό της κάθε σενάριο ότι θα μπορούσε ίσως και να δεχτεί. Τον χαιρέτησε και ακολούθησε τις φίλες της που είχαν περάσει από το σημείο χωρίς να κοντοσταθούν καθόλου. Ο περίεργος ωραίος -που είχε μάθει ότι το όνομα του ήταν Άγης- φώναξε: «Να έρθετε για μπάνιο στη Θυμαρόπετρα. Είναι η ωραιότερη παραλία του νησιού. Θα είμαι εκεί για μια βδομάδα και θα σας περιμένω».

Το λάθος ήταν ότι πήγαν. Δεν ήταν δική της η απόφαση, παρόλο που χάρηκε όταν η Διδώ που είχε πάει στο φούρνο να φέρει τυρόπιτες, επέστρεψε ισορροπώντας δύο χάρτινα δισκάκια με τέσσερεις καφέδες και μια σακούλα γεμάτη σφολιάτες, κουλουράκια και τετραπάκ πορτοκαλάδες, και είπε: «Ισμήνη σου έχω ευχάριστα νέα. Κατά γενική ομολογία η καλύτερη παραλία είναι η Θυμαρόπετρα. Θα σε πάμε να βρεις τον καλό σου!».

Η Ισμήνη έκανε τη δύσκολή. Είπε κάτι του στυλ «πού θα τρέχουμε, δεν έχουμε αυτοκίνητο, βαριέμαι να πάμε με τα πόδια» και στο τέλος πρόσθεσε: «Και δεν είναι ο καλός μου! Με παρέσυρε να περπατάω γρήγορα και δεν ξέρω γιατί τον άφησα να το κάνει».

«Αυτό που δεν ξέρεις γιατί αφήνεις τους άντρες να σε κάνουν ότι θέλουν, με ξεπερνάει. Είσαι παθητική, τρόμαξες να απαλλαγείς από τον Βαγγέλη, την πάτησες επανειλημμένα και μετά τον Βαγγέλη με όλους αυτούς που ήθελαν να σε χειραγωγήσουν, αλλά μυαλό δεν έβαλες!». Εκείνη που μίλησε ήταν η Ελένη, βγάζοντας από τη σακούλα με τα καλούδια ένα κέικ. Αναφερόταν στη σχέση που είχε η Ισμήνη με ένα συμφοιτητή τους από το πρώτο έτος. Είχε κρατήσει έξι χρόνια, ενώ κανένας από τους δύο δεν το ήθελε, και βρίσκονταν μονίμως σε μια συνεχή προσπάθεια να χωρίσουν. Κάθε φορά που αποφάσιζαν να μην ξαναβρεθούν, τους έπιανε πανικός για το πώς θα ήταν η ζωή χωρίς το βάσανό τους, και επέστρεφαν στη ρουτίνα των καθημερινών καυγάδων. Κάποια στιγμή -όταν έφυγαν για μεταπτυχιακά σε διαφορετικές χώρες- κατάφεραν να απαλλαγούν ο ένας από τον άλλο. Από τότε είχαν περάσει τέσσερα χρόνια, όμως καμία σχέση της προκοπής δεν είχε αντικαταστήσει εκείνη τη σειρά αψιμαχιών.

Η Ισμήνη δούλευε ως διερμηνέας σε συνέδρια, και παρόλο που είχε συνεχώς ευκαιρίες για γνωριμίες και επαφές, δεν είχε καταφέρει να έχει έναν σύντροφο που να τον θέλει πραγματικά. Η ερωτική της ζωή ήταν μερικά ραντεβού για δείπνο, που μετά την πρώτη βραδιά που το φαγητό κατέληγε σε σεξ, συνήθως δεν επαναλαμβάνονταν.

Κάπως έτσι συνέβαινε και στις φίλες της. Καμία τύχη στα αισθηματικά. Έβγαιναν συνέχεια οι τέσσερεις τους, ψάχνοντας η κάθε μία για τον έναν, τον κατάλληλο, αλλά έπεφταν πάνω σε άθλιες ή σχεδόν άθλιες περιπτώσεις. Διάβαζαν μελέτες και στατιστικές που έλεγαν  για κατάψυξη ωαρίων ενώ παράλληλα δοκίμαζαν την τύχη τους. Για κάποιο περίεργο λόγο, η Ισμήνη συναντούσε τους πιο «κουλούς» και σχεδόν πάντα κατέληγε να θέλει διακαώς να απαλλαγεί από τον τελευταίο «κουλό», και να το καταφέρνει με μεγάλη δυσκολία, και με γενναία ψυχολογική υποστήριξη από τις άλλες τρεις.

Ένας από τους λόγους που η Ισμήνη είχε σκεφτεί στιγμιαία έστω, να μείνει στη σκηνή του Άγη το πρώτο βράδυ που τον γνώρισε, ήταν και η πεποίθηση που της είχε δημιουργηθεί μετά τις τόσες αποτυχίες σύναψης σχέσης, ότι ο κατάλληλος δεν θα βρισκόταν ποτέ, και ότι ένας τόσο ωραίος ακατάλληλος δεν ήταν και η χειρότερη λύση. Τελικά ήταν, αλλά τότε δεν το ήξερε.

Εκείνο το πρωί, τα τέσσερα κορίτσια, αφού έφαγαν τα κέικ, τις τυρόπιτες και τα κρουασάν τους, αποφάσισαν ότι αφού η Θυμαρόπετρα ήταν τόσο καλή που δεν έπρεπε να τη χάσουν, κι εκείνες την άλλη μέρα έφευγαν για Ηρακλειά, θα νοίκιαζαν για την ημέρα δυο διθέσιες «γουρούνες» και θα πήγαιναν για μπάνιο εκεί.

Βρήκαν στο κέντρο του λιμανιού το μαγαζί ενοικίασης, και πολύ σύντομα η Ελένη και η Διδώ οδηγούσαν με την Αφροδίτη και την Ισμήνη σκαρφαλωμένες πίσω τους.

Όταν έφτασαν στην παραλία έμειναν έκθαμβες από την ομορφιά της. Ήταν ένας ανοιχτός κόλπος, που εμπεριείχε την πιο λουλακί θάλασσα που είχαν δει και περικλειόταν από δυο απότομους ανοιχτόχρωμους βράχους. Ανάμεσα τους απλωνόταν κάτασπρη άμμος, κατάσπαρτη από κρινάκια της θάλασσας, χρωματιστές παράταιρες ομπρέλες, σκηνές, κι ένα κάτασπρο μικρό κτίσμα με πέργκολα, που έδειχνε ταβέρνα. Ο κόσμος δεν ήταν πολύς, αλλά για τα δεδομένα του νησιού, αποτελούσε το ενενήντα τοις εκατό του τουρισμού του.

Τις γουρούνες τις κατέβασαν όσο πιο χαμηλά μπορούσαν και μετά συνέχισαν με τα πόδια, κάτω από έναν ήδη καυτό ήλιο. Προχωρούσαν κοντά στο νερό, κουβαλώντας τις τσάντες με τα αντηλιακά και τις πετσέτες, προσπαθώντας να φτάσουν στο εστιατοριάκι που ήταν η μόνη πιθανή σκιά για κείνες. Βυθίζονταν στην άμμο σχεδόν μέχρι το γόνατό, ιδρώνοντας, όταν άκουσαν: «Ισμήνη, εδώ, δεξιά σας!».

Γύρισαν και τον κοίταξαν. Φυσικά το περίμεναν ότι θα τον έβλεπαν, ίσως και με λίγη αδημονία, ειδικά η Ισμήνη. Χαμογέλασαν στον Άγη με έκφραση έκπληξης και αλληλοκοιτάχτηκαν ερωτηματικά. Στον αέρα πλανήθηκε το «θα πάμε να στρώσουμε τις πετσέτες μας εκεί;» Σα να το συμφώνησαν, έστριψαν προς το μέρος του. Άφησαν τις τσάντες γύρω από τη σκηνή και χώθηκαν κάτω από τη σκιά που έκανε το μικρό «πορτάκι» της, σηκωμένο σαν τέντα και στερεωμένο σε πασσάλους.

«Καλά που είσαι κι εσύ εδώ! Δεν υπάρχει ίχνος σκιάς και από μακριά η ταβέρνα δείχνει γεμάτη. Δεν θα βρίσκαμε τραπέζι». Είχε μιλήσει η Διδώ, και οι άλλες έσπευσαν να κουνήσουν το κεφάλι.

Ο μέχρι τότε χαμογελαστός Άγης, άλλαξε. Τα μάτια του ήταν σα να απομακρύνθηκαν από το στόμα του, και στέκονταν πάνω ψηλά, ψυχρά και σκληρά. Δεν το είπε αλλά το ύφος του έδειξε ότι τα περί ταβέρνας τα άκουγε βερεσέ. Τα κορίτσια είχαν έρθει για κείνον και όχι για τη σκιά και έπρεπε να το παραδεχτούν. Την επόμενη ώρα την πέρασαν ανταλλάσσοντας κακίες, οι τρείς φίλες της και ό νάρκισσος νέος. Η Ισμήνη δεν είχε πάρει θέση. Όσο τον κοιτούσε τόσο πιο όμορφος της φαινόταν. Παρόλο που έβλεπε την προσπάθειά του να τις κάνει να δηλώσουν υποταγή, εξακολουθούσε να τον βρίσκει γοητευτικό. Δεν μιλούσε μέχρι που ο Άγης δήλωσε: «Βαρέθηκα, πάμε να βουτήξουμε».

Η Ισμήνη πετάχτηκε όρθια χωρίς καν να περιμένει να σηκωθεί πρώτος αυτός. Οι άλλες τρεις την κοίταξαν αυστηρά. Ήταν φανερό ότι δεν τον άντεχαν πια. Η Αφροδίτη της είπε: «Περίμενε να βουτήξουμε όλες μαζί. Βλέπω κόσμο να φεύγει από την ταβέρνα και λέω να πάμε να δοκιμάσουμε μήπως βρούμε τραπέζι. Θα μπούμε από κει και θα συναντήσουμε τον Άγη κολυμπώντας». Γύρισε και τον κοίταξε χαμογελώντας «οδοντικά», ίσα για να του δηλώσει ότι ήταν ευγενικές, αλλά δεν ήθελαν πια την παρέα του. Εκείνος έμεινε απαθής, και χωρίς να απευθυνθεί καθόλου στην Αφροδίτη, στράφηκε στην Ισμήνη: «Έλα Ισμήνη, σε σένα μίλησα. Πάμε».

Η Ισμήνη τον ακολούθησε πετώντας ένα: «Θα έρθω μετά στην ταβέρνα παιδιά, τώρα ζεσταίνομαι πολύ». Οι άλλες αντάλλαξαν βλέμματα, ακόμη και αηδίας θα μπορούσαμε να πούμε.

Τις επόμενες δύο ώρες η Ισμήνη και ο Άγης μπαινόβγαιναν στη θάλασσα, χωρίς να έχουν καμία επαφή με τις άλλες τρεις. Όταν χόρτασαν κολύμπι και ήλιο, πείνασαν και προχώρησαν προς τη σκιάτης πέργκολας. Τις βρήκαν να τρώνε σ’ ένα τραπέζι για τέσσερεις. Η Διδώ έδειξε την άδεια καρέκλα στη μια πλευρά του και βιάστηκε να πει: «Ισμήνη έλα να καθίσεις. Ο Άγης δεν χωράει».

Εκείνη τα έχασε, της φάνηκε πολύ αγενής η φίλη της και έμεινε όρθια να την κοιτάζει, ενώ ελευθέρωνε τη μια πλευρά του τραπεζιού τραβώντας το κάθισμα, και βάζοντάς το δίπλα στην Αφροδίτη. Δεν ήταν πολύ καλή λύση γιατί όποιος καθόταν εκεί, θα έτρωγε με το πιάτο του να ισορροπεί σε μια μικρή γωνία, όμως έδωσε την ευκαιρία στον Άγη να φέρει από το εσωτερικό του εστιατορίου ένα δεύτερο τραπέζι που το κόλλησε στο άλλο. Στην αρχή και οι πέντε έμειναν σιωπηλοί, τρώγοντας και αναζητώντας τη μεγαλύτερη κακία που θα μπορούσαν να πουν. Σε μερικά λεπτά η αναζήτηση τελείωσε και απίστευτες ατάκες άρχισαν να εκτοξεύονται κυρίως από τη Διδώ και τον νεαρό άντρα. Η Ισμήνη κατέβασε τρία ποτήρια κρασί σαν νερό, πήρε κουράγιο και δήλωσε: «Κορίτσια δεν θα έρθω μαζί σας στην Ηρακλειά. Θα μείνω εδώ με τον Άγη, μέχρι να γυρίσω στην Αθήνα».

Οι φίλες της την κοίταξαν αποσβολωμένες. Ακόμα και για την Ισμήνη που είχε την τάση να ελκύεται από τον κάθε χειριστικό ανεγκέφαλο, ήταν υπερβολή. Η Αφροδίτη ρώτησε: «Εννοείς θα μείνεις στη σκηνή με τον Άγη που τον γνώρισες χτες;» και η Ισμήνη απάντησε: «Ναι. Θα είναι κάτι σαν συγκατοίκηση. Δεν είναι απαραίτητο ότι θα οδηγήσει σε κάτι άλλο, έτσι συμφωνήσαμε».

«Δεν με νοιάζει αν θα κάνετε σεξ Ισμήνη! Έλα λίγο μαζί μου», βρυχήθηκε η Αφροδίτη, ενώ πετιόταν όρθια και την τραβούσε από το μπράτσο. Δυο μέτρα μακρύτερα σταμάτησαν και με τις πλάτες γυρισμένες στον Άγη και στις άλλες δυο, αντάλλαξαν ψιθυριστές διαμαρτυρίες που συνοδεύονταν από έντονες κινήσεις των χεριών.

Όλη αυτή την ώρα ο Άγης, καθισμένος ακόμη, κοίταζε αδιάφορα και με ύφος απαθούς ανωτερότητας τη θάλασσα, ενώ οι άλλες δυο τού έριχναν βλέμματα ενόχλησης και ειρωνείας, μαζεύοντας παράλληλα τα πράγματά τους. Πετώντας και το τελευταίο αντηλιακό στην τσάντα της η Ελένη, τράβηξε τη Διδώ, και περνώντας μπροστά από τον νέο της έριδος, χωρίς να χαιρετήσει, πλησίασε την Ισμήνη και άρχισε κι εκείνη τις ψιθυριστές νουθεσίες. Οι κινήσεις των χεριών έδιναν κι έπαιρναν, προστέθηκαν και τα χέρια της Διδώς, αλλά όλος αυτός ο χορός που αν κάποιοι τον έβλεπαν από μακριά, μπορεί και να τον θαύμαζαν, γιατί είχε έναν ρυθμό, μια σκηνική γοητεία, σαν να τον παρακολουθούσαν στην Επίδαυρο, κατέληξε στο τίποτα. Η Ισμήνη γύρισε την πλάτη στις φιλενάδες της και επέστρεψε στο τραπέζι. Οι άλλες απομακρύνθηκαν κουνώντας το κεφάλι και κουβαλώντας με προσπάθεια τις βαριές τσάντες τους.

Καθώς η Ισμήνη τις έβλεπε να απομακρύνονται με δυσκολία, και με τα πόδια τους να βυθίζονται στην άμμο, όλη της η ανησυχία ήταν αν θα τηρούσαν την υπόσχεσή τους να μαζέψουν τα ρούχα της στο σακβουαγιάζ της, και αν θα το άφηναν στη σπιτονοικοκυρά τους. Θα περνούσε να το πάρει εκείνη, την επόμενη μέρα, που ο Άγης θα την κατέβαζε στη Χώρα με το αυτοκίνητο. Τώρα, αναπολούσε την ξένοιαστη άγνοια εκείνης της μικρής ανησυχίας, ενώ κατακλυζόταν από αγωνία. Πώς θα άντεχε να μείνει κι άλλο στον βράχο του πουθενά, φρουρούμενη από το βλέμμα του τσοπανόσκυλου; Πώς αποφάσισε και έκανε κάτι τόσο αυτοκαταστροφικό; Πως παρασύρθηκε έτσι;

Τώρα, στο αδιέξοδο που είχε οδηγηθεί, δεν ήθελε ούτε να γυρίσει να τον δει. Ήξερε ότι βρισκόταν εκεί, στα σαράντα μέτρα. Ακόμη και αν δεν είχε στραμμένο το βλέμμα πάνω της, ήξερε ότι είχε στραμμένη την προσοχή του. Δεν την άφηνε καν να κοιμηθεί το βράδυ εκτός σκηνής. Την προηγούμενη νύχτα είχε πιεί τις ζεστές μπύρες του και ροχάλιζε. Πήρε το σλίπινγκμπαγκ που με υποκριτική γαλαντομία της είχε παραχωρήσει τότε ακόμη, στη Θυμαρόπετρα, επαναλαμβάνοντάς της τουλάχιστον τρεις φορές πόσο ακριβά του είχε στοιχίσει, και ότι ευτυχώς που το είχε φέρει παρόλο που δεν περίμενε ότι θα το χρειαζόταν, και βγήκε να κοιμηθεί μόνη της έξω, στο ύπαιθρο. Σε δυο λεπτά ακούστηκε μια απειλητική ησυχία και εμφανίστηκε ο Άγης, με άγριο ύφος καχυποψίας. Η εντολή «Μπες μέσα θα κρυώσεις» ακούστηκε άκρως απειλητική, και δεν διανοήθηκε να μην υπακούσει.

Αναπολούσε ακόμα και τις πρώτες δυο μέρες στη Θυμαρόπετρα. Τότε που είχε απλές υποψίες για την παράνοιά του. Και που είχε κόσμο γύρω της, λίγο πιο πέρα, μέσα σε αντίσκηνα, κάτω από την πέργκολα της ταβέρνας, και που τουλάχιστον μια φορά την ημέρα έτρωγαν. Τώρα εδώ στη μέση του πουθενά, την βασάνιζε η πείνα και η αηδία για τα παξιμάδια με τόνο. Δεν άντεχε άλλη κονσέρβα και έπινε τη ζεστή μπύρα που δεν της άρεσε, για να εφοδιαστεί με θερμίδες. Να έχει ενέργεια για να αντισταθεί. Να κάνει μια απόπειρα να διαφύγει.

Όταν της είχε πει να φύγουν από τη Θυμαρόπετρα και να πάνε στην άλλη μεγάλη παραλία του νησιού, στο βόρειο μέρος που της το έδειξε στο χάρτη, δεν πήγε το μυαλό της στο κακό. Της άρεσε μάλιστα που θα έφευγαν και κάτι θα άλλαζε. Η μέχρι τότε διαμονή της εκεί, είχε δικαιώσει απόλυτα τις φίλες της. Τίποτα δεν ήταν όπως το είχε ελπίσει εκείνη. Την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκανμε τον Άγη, παρόλο που ξάπλωσαν χωρίς υποτίθεται να έχουν αποφασίσει να κάνουν απαραίτητα σεξ, εκείνος την πλησίασε σχεδόν τρυφερά, κι εκείνη ανταποκρίθηκε. Όταν όμως συνέχισαν, κάθε τρυφερότητα χάθηκε και άρχισαν να χάνονται και οι ψευδαισθήσεις της. Το σεξ μαζί του ήταν σκληρό -όχι βίαιο τότε ακόμα- αλλά χωρίς συναίσθημα, αδιάφορο, σαν άσκηση γυμναστικής. Μια υποκριτική γυμναστική που καμουφλάριζε την υποβόσκουσα βία που θα αναδυόταν σταδιακά τις επόμενες μέρες.

Τη μέρα που έφυγαν από τη Θυμαρόπετρα και κατευθύνθηκαν βόρεια προσπερνώντας τη Χώρα, η Ισμήνη ήθελε να του ζητήσει να μείνουν στο λιμάνι της, να πάρουν το πλοίο, να αφήσουν το νησί. Εκείνος πρέπει να το διαισθάνθηκε γιατί ξαφνικά έγινε πολύ τρυφερός. Απότομα τρυφερός. Αυτό την αποπροσανατόλισε και την έκανε να διστάζει να του πει ότι ήθελε να φύγει. Έχασε την ευκαιρία, η προκυμαία κρύφτηκε πίσω από μια στροφή, και συνέχισαν τον δρόμο τους. Εκείνη είδε ένα ταβερνάκι σε μια παραλία και του είπε να σταματήσουν για φαγητό. Ήταν το τελευταίο κανονικό γεύμα που έφαγαν.

Το εστιατόριο ήταν ωραίο και είχε και δωμάτια για ενοικίαση. Όταν τα είδε η Ισμήνη κατάλαβε πόσο δεν της άρεσε να μένει σε σκηνή. Του ζήτησε να μείνουν εκεί, αλλά ο Άγης ήταν ανένδοτος: «Όχι, δεν έχουμε λεφτά για πέταμα. Πάμε, σου έχω μια έκπληξη! Σε λιγότερο από δέκα χιλιόμετρα είναι το ωραιότερο τοπίο που έχεις δει. Το λένε Πεφταστέρι γιατί έχει ένα βράχο πολύ απότομο, που είναι σαν να έχει πέσει από τον ουρανό».Τον κοίταξε προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει τις λέξεις σε συνδυασμό με το ύφος του. Είχε χάσει μεγάλο μέρος από την απότομη τρυφερότητά του, αλλά ακόμη ήταν αρκετά ευγενικός. Συνέχισε να παριστάνει ότι προσπαθεί να την πείσει: «Ας δοκιμάσουμε, να δούμε το μέρος και αν δεν σου αρέσει θα γυρίσουμε εδώ».

Υποχώρησε για άλλη μια φορά η Ισμήνη. Τελείωσε γρήγορα το φαγητό της για να πάνε να δουν το Πεφταστέρι μια ώρα αρχύτερα, και να ξεμπερδεύουν μαζί του. Θα το θαύμαζε, και μετά θα του έλεγε ότι όσο ωραίο και να ήταν, εκείνη ήθελε ένα δωμάτιο. Και αν όχι δωμάτιο, ήθελε τις τουαλέτες και τα ντους της ταβέρνας, όπως είχαν κάνει και στη Θυμαρόπετρα.

Ξεκίνησαν με το σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο του, και στο δρόμο δεν συνάντησαν τίποτα. Λίγο μετά την ταβέρνα, η ασφαλτόστρωση τελείωσε και ο πιο επίσημος περιφερειακός δρόμος του νησιού συνέχισε -γι’ αυτό το διάστημα τουλάχιστόν- σαν χωματόδρομος. Το τοπίο γινόταν όλο και πιο άγριο σε κάθε στροφή. Βράχια, που σε πολλά σημεία έκρυβαν και τη θάλασσα. Κανένα σημάδι ζωής, ούτε καν ένα κατσικάκι να τσιμπολογάει τα πουρνάρια και τα σκίνα, ούτε ένας γάιδαρος σκαρφαλωμένος και ξεχασμένος. Στα δέκα χιλιόμετρα περίπου έφτασαν σ’ ένα σημείο που ο δρόμος διακλαδωνόταν και οδηγούσε ακόμη πιο ψηλά, σ’ ένα πλάτωμα, πάνω από έναν γκρεμό. Η θέα από εκεί ήταν καταπληκτική και ίσως εξωγήινα όμορφη. Στη μέση ενός μικρού κολπίσκου, από κάτω τους, βρισκόταν ένας άγριος βράχος, μυτερός και παράξενος, που θα μπορούσε να έχει πέσει από τα αστέρια -όπως έλεγαν- για να κοσμήσει το κολπάκι. Της Ισμήνης πραγματικά της άρεσε.Έσπευσε να το πει στον Άγη, ενώ παράλληλα έψαχνε στην τσάντα το κινητό της για να τηλεφωνήσει στο ταβερνάκι να της κρατήσει το ένα από τα τρία δωμάτια που είχε προς ενοικίαση. Για τον λόγο αυτόν άλλωστε είχε προετοιμαστεί πριν φύγουν και είχε προσθέσει στις επαφές της το τηλέφωνο που έγραφε η ταμπέλα “rooms to let”. Βρήκε τη συσκευή, και την κουνούσε όσο έλεγε πόσο ωραίο ήταν αυτό το μέρος, αλλά μόνο για να το βλέπεις. Παράλληλα δήλωνε ότι επέμενε να νοικιάσουν το δωμάτιο. Ό Άγης δεν απαντούσε τίποτα, ατενίζοντας το πέλαγο.

Το δάχτυλο της Ισμήνης ανίχνευσε την επαφή «δωμάτια» και αγγίζοντας τη, ακούμπησε το τηλέφωνο στο αυτί της για να ανακαλύψει ότι δεν είχε σήμα. Γύρισε ανήσυχα με ερωτηματικό ύφος στον Άγη, που απλά επιβεβαίωσε τους φόβους της, λέγοντας της ότι ούτε η δική του εταιρεία τηλεφωνίας ανταποκρινόταν εκεί.

Τότε -σχεδόν με αγωνία- του είπε: «Έλα να βιαστούμε, πάμε μη χάσουμε το δωμάτιο στην ταβέρνα», κι εκείνος με μυστήριο ύφος προχώρησε νωχελικά στο αυτοκίνητο. Μπήκε πρώτα η Ισμήνη και τον περίμενε αδημονώντας να γυρίσει το κλειδί στη μηχανή. Το έκανε, αλλά επί τουλάχιστον πέντε λεπτά, στεκόταν χωρίς να βάζει πρώτη, κοιτώντας κάτι στο καντράν. Η Ισμήνη κρατούσε την αναπνοή της, να μην πει κάτι, να μην τον νευριάσει και αλλάξει γνώμη, να μην περάσει άλλη μια νύχτα στη σκηνή. Κάποια στιγμή δεν άντεξε∙ τον ρώτησε γιατί δεν φεύγουν κι εκείνος απάντησε: «Δεν έχουμε βενζίνη. Είναι ελάχιστη. Φτάνει μόνο να πάμε από εδώ στο λιμάνι του Βορρά που είναι στον επόμενο κόλπο, καμιά εικοσαριά χιλιόμετρα παρακάτω. Από εκεί ξεκινούν τα φέριμποτ. Αν γυρίσουμε στο λιμάνι της Χώρας από τη διαδρομή που ήρθαμε, είναι πιο μακριά, δεν θα φτάσουμε, ούτε και θα βρούμε βενζινάδικο ενδιάμεσα. Το είδες κι εσύ, δεν υπήρχε».

«Ωραία πάμε στο λιμάνι του Βορρά και γυρίζουμε από εκεί, ή εκεί μπορούμε και να μείνουμε. Θα έχει δωμάτια», είπε με ελπίδα η Ισμήνη για να ακούσει την απογοητευτική ατάκα: «Τέτοια εποχή αμφιβάλλω, θα είναι όλα νοικιασμένα, γιατί στην ουσία εκεί είναι η κύρια πύλη εισόδου του νησιού. Στη Χώρα πιάνουν μόνο τα ταχύπλοα που έρχονται από τη Νάξο. Στη σκηνή θα κοιμηθούμε και πάλι, αλλά εκεί θα έχει γύρω μας σκουπίδια, ποντίκια και βρώμα από τις ταβέρνες που πετάνε τα απόβλητά τους στη θάλασσα. Εδώ κοίτα τι ωραία και καθαρά που είναι, μόνο η φύση κι εμείς».

Η Ισμήνη δεν άντεξε και άρχισε να φωνάζει: «Δεν θέλω άλλη φύση, ούτε άλλο “εμείς”. Θέλω να φύγω, να γυρίσω στην Αθήνα».

Ο Άγης δεν απάντησε, αλλά ξεφόρτωσε τη σκηνή, πήγε πιο πέρα, και ξεκίνησε να τη στήνει. Η Ισμήνη άρχισε να κλαίει υστερικά, και λίγο θεατρικά, ελπίζοντας να τον δει να αλλάζει γνώμη. Τίποτα τέτοιο δεν έγινε, ούτε τότε, ούτε και μετά.

Τώρα, έξι μέρες μετά τη γνωριμία τους, και έχοντας συμπληρώσει δύο εικοσιτετράωρα, μόνοι στην ερημιά, κάνοντας σεξ επίδειξης κυριαρχίας -από την πλευρά του Άγη φυσικά- άπλυτοι, σχεδόν νηστικοί, χωρίς τηλέφωνο με μόνη συντροφιά μια λάμπα θυέλλης και τα ζωύφια που μάζευε γύρω της, η Ισμήνη ήταν στα όριά της. Το μόνο που την κρατούσε και δεν έκανε κάτι απονενοημένο, αλλά προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία της, ήταν ότι την επομένη θα έφευγαν. Είχε φτάσει η μέρα που θα αναχωρούσαν για Πειραιά. Της είχε δείξει και το εισιτήριο του αυτοκινήτου. Παρόλο που προσπαθούσε να μην του εναντιώνεται, τον είχε ρωτήσει δήθεν αδιάφορα αν θα έβρισκαν εισιτήριο τέτοια εποχή, και της είχε απαντήσει:«Έχουν γνώση οι φύλακες! Είχα βγάλει μετ’ επιστροφής, τι νόμισες;»

Μετά συνέχισε να πίνει τη μπύρα του. Γύρισε όμως και την κοίταξε και ήταν αυτή η ώρα που όλα τα βάφει χρυσοκόκκινα. Και σαν να της φάνηκαν τα μάτια του κόκκινα της φωτιάς αντί για γαλαζοπράσινα που ήταν. Και την παρατήρησε από την κορφή μέχρι τα νύχια με ένα ύφος σαν να προσπαθούσε να καταλάβει ποια ήταν, σα να μη την αναγνώριζε, και μετά της πέταξε ένα «Εμένα με λένε Άδη. Εσένα πως σε λένε;»

Η Ισμήνη δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη, παρά μόνο ύστερα από αρκετές στιγμές είπε: «Άγη τι λες;». Εκείνος πλησίασε κρατώντας τον σουγιά που είχε για να ανοίγει τις κονσέρβες και ρώτησε: «Άγη; Τι όνομα είναι αυτό; Δεν πάει για γυναίκα, αλλά ταιριάζει ωραία με το δικό μου! Ωραίο ζευγάρι θα κάνουμε. Άδης και Άγη!».

Σηκώθηκε πανικοβλημένη. Η στιγμή που έτρεμε τουλάχιστον τις τρεις τελευταίες μέρες είχε φτάσει. Άρχισε να τρέχει. Την προηγούμενη νύχτα, την ώρα που ο Άγης-Άδης κοιμόταν βαθιά και ροχαλίζοντας από την μπύρα, είχε προσπαθήσει να κλέψει το κλειδί του αυτοκινήτου, που το είχε πάντα πάνω του, κρεμασμένο σε αλυσιδάκι στο λαιμό του. Δεν τα είχε καταφέρει και τώρα προσπέρασε το αυτοκίνητο λαχανιάζοντας. Άρχισε να κατεβαίνει από τα βράχια, όχι από τον δρόμο, γιατί θα την προλάβαινε. Δεν πίστευε ότι είχε πολλές ελπίδες να ξεφύγει, αλλά θεωρούσε το σκοτάδι σύμμαχό της. Αν κατάφερνε να φτάσει χαμηλά, κοντά στον κόλπο από κάτω τους, ίσως έβρισκε καμιά σπηλιά, ίσως μπορούσε να κρυφτεί. Οι πέτρες την πλήγωναν και γλιστρούσε επικίνδυνα, φοβόταν να μην πέσει στον γκρεμό, η κλίση του εδάφους ήταν πολύ απότομη. Προς στιγμή σκέφτηκε ότι μπορεί αυτός να μη την ακολουθούσε, να μην έβαζε τη ζωή του σε κίνδυνο, όμως τον άκουσε να κατεβαίνει σπάζοντας κλαδιά και κάνοντας τα χώματα να τρέχουν στην κατηφόρα καταπάνω της.

Κατρακύλησε στο σχεδόν κατακόρυφο έδαφος και παραλίγο να πέσει από έναν βράχο που σταματούσε απότομα. Πάγωσε και σύρθηκε για να τον παρακάμψει, και να συνεχίσει την κάθοδό της από τα σκίνα, γδέρνοντας πόδια και χέρια.Όμως ένοιωσε τον Άδη-Άγηνα την πιάνει από το φαρδύ τζιν της πουκάμισο, και να την τραβάει με δύναμη, ενώ αυτή αντιστεκόταν και προσπαθούσε να ανοίξει τα κουμπιά σούστες. Τα κατάφερε, ακούστηκε ο πνιχτός ήχος πολλαπλών μετάλλων που αφήνουν τη θήκη τους, και κατακλύστηκε από ένα αίσθημα θριάμβου. Η αδρεναλίνη που μέχρι τότε την κινούσε, αλλά σε καθεστώς πανικού, μετατράπηκε σε αυτοπεποίθηση. Οι γρατζουνιές και τα χτυπήματα δεν την πονούσαν πια. Πέταξε από πάνω της το ρούχο κι ελευθερώθηκε, ενώ παράλληλα στράφηκε προς τα πίσω, και φρόντισε να βοηθήσει τον διώκτη της να ολοκληρώσει την τοξωτή πορεία του προς τον γκρεμό και την θάλασσα! Την πορεία που του είχε χαρίσει η δύναμη που ασκούσε για να ελκύσει πάνω του ένα ζωντανό γυναικείο κορμί που αντιδρούσε, και ξαφνικά έμεινε με ένα άδειο ύφασμα που δεν πρόβαλλε την παραμικρή αντίσταση. Ένα πειθήνιο ύφασμα που θα τον οδηγούσε στο βάραθρό. Τον είδε να ταλαντεύεται στην άκρη του βράχου, πάνω από το κενό, και τον έσπρωξε ακριβώς τη στιγμή που προσπαθούσε να διορθώσει το κέντρο βάρους του. Μετά άκουσε την κραυγή του να χάνεται σε έναν υπόκωφο υγρό ήχο. Ύστερα όλα ησύχασαν.

H αστυνομία -σωστά- είχε βρει την ιστορία της πολύ αληθοφανή, την είχε διερευνήσει και την είχε πιστέψει μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Δεν είχε τίποτα να της προσάψει. Μερικές όμως μέρες αργότερα, ένα-ένα τα κανάλια και τα blogs, άρχισαν να εκφράζουν ερωτηματικά:

«Ήταν απαραίτητο να σκοτώσει αυτό το ωραίο παιδί για να γλυτώσει;»

«Ο νεαρός ήταν γόνος πολύ καλής Θεοσεβούμενης οικογένειας. Ποτέ δεν είχε δείξει επιθετική συμπεριφορά».

«Ήταν ο δολοφονημένος παρανοϊκός; Αρνούνται κάθε σχόλιο οι συγγενείς του, αλλά αυτό δεν σημαίνει παραδοχή».

«Προφανώς η νεαρή εκτελέστρια έχει φονικά ένστικτα. Κάποτε πρέπει να σκύψουμε και πάνω από το δικαιώματα του θύματος».

Κάπως έτσι κινήθηκε η κοινή γνώμη μέχρι να πάψει να είναι ενδιαφέρουσα αυτή η υπόθεση και να αντικατασταθεί από κάποια άλλη, πιο “hot”. Όμως, προς το τέλος του διαστήματος που η ιστορία στο Πεφταστέρι ήταν το πρώτο θέμα παντού, εμφανίστηκε σε ένα blog ο τίτλος:

«Επιτέλους μια γυναικοκτονία ματαιώθηκε».