Top menu

Το ποιητικό στίγμα της Ελένης Παμπούκη -Κείμενο για το έργο της

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Η Ελ. Παμπούκη εισέφερε στην ελληνική Μούσα χίλιους εκατόν εβδομήντα πέντε τραυματικούς στίχους, συντεταγμένους σε εκατόν τριάντα πέντε άτιτλα ανομοιοκατάληκτα ποιήματα. Πρέπει να είναι ήσυχη, αφού διατελεί εν ευδία, ηδομένη ταις νίκαις, κατά την πινδάρεια παρακαταθήκη. Η χαρισματική γραφή της, λειτουργούσα ως αέναη μαρμαρυγή, εγκλείει μέσα σε εύκρατο νοηματικό καμβά την αγριότητα του αποχωρισμού.

Η Ύβρις καταδικάζει τους θνητούς στην απώλεια. Αναζητούνται τα παραδείσια πεδία προς εξευμενισμόν και αγαλλίαση. Μια ιδιοτροπία της φύσης συνέτριψε το είναι μιας ευαίσθητης ψυχής και το αχώρητο πένθος κατακυρίευσε μια θνητή οδυρομένη. Πρόκειται για επιτύμβια ελεγεία υπέρ του τέκνου, τουτέστιν του μόνου στηρίγματος μιας χαροκαμένης μάνας. Κυριαρχούν διεγερτικά ερεθίσματα· οι στίχοι εισβάλουν ως Ερινύες και συνθέτουν μια νεκρώ-σιμη ακολουθία, δίκην αρχαιοελληνικού Χορού.

Ο τίτλος της πρώτης συλλογής «του θυμού και του πόνου» (εκ-δόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2000) προϊδεάζει για τα πενήντα ποιήματα, που εγκιβωτίζουν επιμελώς τριακόσιους ογδόντα τέσσερις στίχους. «Εσύ με παρέσυρες στο ταξίδι του θανάτου./ Εγώ σε τραβώ στο ταξίδι του παράδεισου» αναφωνεί εύστοχα η Παμπούκη και συνεχίζει με λυρικό ανασασμό: «από τη χαρά της στιγμής στην απεραντοσύνη / του χάους Σου». Παράλληλα επαναφέρει τη μνήμη των απολιπομένων: «εδώ είναι οι ψυχές τους, που χορεύουν / πάνω στην ανατριχίλα μου». Οι ρέουσες λέξεις δημιουργούν με γλαφυρότητα ένα πένθιμο μοιρολόι που διανθίζεται από αγάπη: «Πήγαινε, γιόκα, πήγαινε ακόμη πιο ψηλά, εκεί που βρίσκονται τέλειες ψυχές». Κατευοδώνει το σπλάχνο της, το βλέπει σε τόπο ένθα οι δίκαιοι αναπαύονται και ενώ ο «θρήνος δεν τελειώνει», η πανταχού παρούσα γεννήτρα θέλει τον Άγγελό της να «τον βλέπουν μόνον εκείνοι τους οποίους/ ο ίδιος επιλέγει να τον δουν». Στρεφόμενη στο εσωτερικό του εαυτού της, με στεγνωμένα δάκρυα, διαπιστώνει πως «τόσα δοχεία μέλι/ και η ψυχή μου δεν γλύκανε/ ούτε στάλα». Μα πώς να συνέλθει μια συντετριμμένη καρδιά, αφού με το χαμένο της παιδί είχε περάσει ευτυχισμένες στιγμές· «τώρα εγώ δακρύζω και για τους δυο μας», γιατί «είσαι μέσα σε κάθε κύτταρο του κόσμου αυτού/ κι ας είσαι σε άλλο κόσμο!». Ως επωδός, χάριν αυτής της συλλογής αξίζει να σημειωθεί, πως αναδύεται πό-νος και όχι θυμός, γιατί το κομμένο βλαστάρι στέκεται πλάι στη μάνα του και την συνοδεύει παρηγορώντας την.

Το πρώτο κεφάλαιο της δεύτερης συλλογής (εκδόσεις Καστανιώτη, 2016) με ευδιάκριτο τίτλο «Ωσάν εξομολόγηση», απαρτίζεται από σαράντα τέσσερα ποιήματα, περιέχοντα διακόσιους σαρά-ντα στίχους. Εδώ η κραυγή της ποιήτριας ακούγεται πιο ξεκάθαρη, πιο φιλοσοφημένη, πιο ψύχραιμη, πιο λαμπερή. Ρωτάει αίφνης, ως εάν να μην γνωρίζει: «τι χρώμα να έχει ο θυμός και τι ο πόνος;/ Τι οσμή να έχει ο θυμός και τι ο πόνος;/ τι ήχο να έχει ο θυμός και τι ο πόνος;/ Τι αφή,/ τι γεύση να έχει ο θυμός, μα και ο πόνος!». Σχήμα οξύμωρο, ακραία αλληγορία, λες και ο θυμός ή ο πόνος μπορούν να έχουν χρώμα, οσμή, ήχο, αφή και γεύση· η μελίρρυτος στιχουρ-γός αναδεικνύει μια πρωτόγνωρη εκδοχή της συντριβής. Δίνει σάρκα και οστά, ήτοι ενανθρωπίζει τις αισθήσεις και τις θέλει να υπηρετούν ειδικότερες εκφάνσεις του χαοτικού μηδέν, που φέρει ο θάνατος του πλέον προσφιλούς προσώπου. Πρόκειται για φιλοσοφική ενατένιση του ερέβους, της ουτοπίας, της αλλοίωσης· επιμένει όμως· δεν αρκείται στα ρητορικά ερωτήματα· θέλει να εξαντλήσει την απόλυτη ανατροπή στην ζωή της: «πως άραγε καθρεφτίζεται ύλη/ που δεν υπάρχει πια!». Αναζωπυρώνει την ελπίδα να δει τον γιό της ζωντανό· με ξεχωριστή ενάργεια.

Στη συνέχεια επιφυλάσσει έναν εξαιρετικό στίχο: «εξάλλου, δώρο της Γης στον Ουρανό είναι οι άνθρωποι»· η ανακύκληση ζωής και θα-νάτου παρουσιάζεται ως ζωντανή ύπαρξη, ως ανταποδοτική σχέση. Εν τω μεταξύ αναδύονται μέσα από τους κλαυθμούς τιμαλφή αιθέρια: «σεβασμός στην Αύρα του Σώματος/ κι ας μην υπάρχει σε γήινη μορφή πια». Πιο κάτω εξηγεί πως: «το σώμα λειώνει, γίνεται τροφή,/ στην ψυχή, στο πνεύμα», οπότε δικαιολογείται η φθορά του ως ουσιώδους παράγοντα της αιωνιότητας. Με ελάχιστες κινήσεις ζωντανεύει την άσβεστη σχέση, που τη δένει με τον αλησμόνητο απόγονό της, στον οποίο απευθύνεται, υπενθυμίζοντας· «η αίσθηση της παρουσίας σου, / με αφήνει να χαίρομαι ακόμη το γέλιο». Θρηνητική επαφή, τελετουργία, γοερό παράπονο, ολολυγμός, ελεγεία, χαμοτράγουδο, γόος, απόστιχο, νανούρισμα, τσάκισμα, κοπετός, αγαλλίαση, έξαρση, ανακάλημαν κατά το του πατρός του νεκρού Κυπριακό ιδιόλεκτο.

Αξίζουν υπόμνησης οι ηθελημένες λευκές σελίδες, που η ποιήτρια σπεύδει να δικαιολογήσει επαρκώς: «άφησα λίγες κενές σελίδες/ σεβόμενη τη σιωπή/ του άγραφου λόγου…». Ίσως είναι η κορυφαία αφαιρετική σύλληψη του κρινομένου πονήματος.

Η «Καθαρά Δευτέρα» με σαράντα ένα ποιήματα και πεντακόσιους πενήντα ένα στίχους περιέχει σκέψεις, διαλογισμούς, στοχασμούς, απαυγάσματα, προβληματισμούς, αναπολήσεις, νοσταλγίες. Η ποιήτρια στις καλύτερες στιγμές της: «χάνω μια ζωή,/ σε απύθμενο βάραθρο/ στα βάθη των ωκεανών,/ στα πέρατα της μαύρης τρύπας». Όμως, ομολογεί: «αναγνωρίζω το πλήρες του σύμπαντος/…κι ευγνωμονώ». Παράλληλα ορθώνει πεσιμιστικό λόγο: «πορεύομαι/ με στραμμένη τη ράχη στο μέλλον, ατενίζοντας το παρελθόν να απομακρύνεται». Η καρδιά της κλαίει ασταμάτητα: «το παράπονο της μοναξιάς/ καίει τα σωθικά», ενώ «η μνήμη και η προσμονή/ μοιάζουν τόσο πολύ». Πάντως: «η νύκτα παράξενη/ ήλθε να μ’ εκβιάσει και πάλι/ με άδολα όνειρα,/ άδηλα», ενώ «μια αύρα τόσο γνώριμη, μα και άγνωστη» κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα.

Η ζωή, γητεύτρα ακατάβλητη, απαιτεί από τους ευάλωτους να επανακάμψουν και να απολαύσουν τα εφήμερα. Η συντετριμμένη μάνα κλαίγοντας ασταμάτητα, αναφωνεί αιφνίδια, ότι «Προς στιγμήν/ έγινα μέρος των φυσικών φαινομένων» και σιγοτραγουδά: «Ένα κλαρί φούντωσε,/ εισέβαλε από το ραγισμένο γυαλί/ μέσα στο χώρο,/ προσφέροντας σκίρτημα ζωής στην ψυχή μου»· «Παίζω κυνηγητό με την Ευτυχία».

Η ποίηση της Λένας Παμπούκη είναι αυθεντική προσέγγιση του υψηλού, αναδύει μια μορφή αισθητικού μεγαλείου και οιμωγής, χαράσσει έναν εξαίσιο ύμνο της απώλειας, βλέπει τον θάνατο θριαμβευτή μέσα στην οραματική τελείωση, εξατομικεύει την ομηρική Νέκυια, ανασύρει επίμονα την ιδέα της Ανάστασης, εισβάλλει στον πυθμένα της θανής και συνομιλεί με τον γιό της, εισάγει μια συμβολική κανονικότητα, πορεύεται ως σκαπανέας «στις εσχατιές της ανεξιχνίαστης ζωής», αποτυπώνει στο χαρτί λυρική απόγνωση, συγγενεύει νοερά με την Έμιλι Ντίκινσον, που απευθυνόμενη σε έναν αγαπημένο νεκρό γράφει: «Μέσα από ποιες μεταρσιώσεις Υπομονής/ έφτασα στην απαθή Αγαλλίαση/ να ανασαίνω το κενό μου χωρίς εσένα…».

Αναφαίνεται μια ολίσθηση στο άπειρο, μια ελπιδοφόρα μυθοπλασία, μια υποδειγματική ανάδειξη τη μνήμης, μια δραματική λατρευτική ωδή, μια νιτσεϊκή επιθυμία να βρίσκεσαι αλλού.

Η σεξπηρική ιδιοφυία ταιριάζει στα αναδιδόμενα συναισθήματα: «ούτε αφιόνι, ούτε μανδραγόρας,/ ούτε του κόσμου όλου τ’ αποστάγματα/ δεν θα σου δώσουν πιά τον ύπνο τον γλυκό/ που είχες μέχρι χθες».