Top menu

Πάμπλο Νερούδα: Έρωτας και Επανάσταση | Ένα μικρό αφιέρωμα στον μεγάλο παγκόσμιο ποιητή

 

Εισαγωγή - Επιμέλεια: Γιώργος Βοϊκλής

Για τον μεγάλο παγκόσμιο ποιητή Πάμπλο Νερούδα, που φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από τον θάνατό του, έχω στο αρχείο μου τρία κείμενα και ένα ποίημά του μεταφρασμένο στα Ελληνικά.

Το πρώτο κείμενο είναι της Δανάης Στρατηγοπούλου, που υπήρξε φίλη του ποιητή τα χρόνια που έζησε στη Χιλή (1967-1974) και μεταφράστρια του έργου του στα Ελληνικά. Το έγραψε το 1975 και δημοσιεύτηκε στο 8ο τεύχος του περιοδικού «το καμίνι» (Ιούλιος 1975).

Της ίδιας είναι και η μετάφραση του ποιήματος του Νερούδα με τίτλο «Η Σπουδάστρια», που το χειρόγραφό της μου χάρισε σε μια απ’ τις συχνές επισκέψεις μου στο μικρό της διαμέρισμα στα Εξάρχεια τη 10ετία του 1980.

Το δεύτερο κείμενο είναι του Μίκη Θεοδωράκη και το κατέγραψα στη διάρκεια παρουσίασης σε δημοσιογράφους και μουσικούς παραγωγούς, της πρώτης ηχογράφησης του έργου του «Κάντο Χενεράλ». Δημοσιεύτηκε στο 4ο τεύχος του ίδιου περιοδικού (Μάρτιος 1975),

Από την ίδια εκδήλωση είναι και το κείμενο του Γιάννη Ρίτσου, που δημοσιεύτηκε στο ίδιο τεύχος.

Η αναδημοσίευση των κειμένων αυτών σήμερα, σ’ αυτό το μικρό αφιέρωμα, εκτός από την απότιση του οφειλόμενου φόρου τιμής στους τέσσερις πνευματικούς δημιουργούς, μας αποκαλύπτει τους δρόμους που ακολουθεί η ολοκλήρωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην πολύμορφη, παγκόσμια και διαχρονική της διάσταση.

 


 

Δανάη Στρατηγοπούλου

Στη μνήμη του Πάμπλο Νερούδα

 

                                                         «Μην περιμένεις, λασπωμένε χωρικέ,

                                                            μερίδιο τ’ ουρανού                                     

                                                            γονατιστός αν μείνεις».

                                                                                  Πάμπλο Νερούδα

 

«Σαν το περασμένο Σάββατο, 12 Ιούλη, στα 1904, γεννήθηκε ο μεγάλος βάρδος της Αμερικανικής Ελευθερίας Πάμπλο Νερούδα. Το πραγματικό του όνομα Ναφτάλι Ρέγες και ήταν παιδί μιας δασκαλίτσας της επαρχίας και ενός αγρότη – εργάτη – μηχανοδηγού, κατάφερε να προσφέρει στην ωραία και πολύπαθη πατρίδα του, τη Χιλή, τις ύψιστες διακρίσεις που αξιώνεται ένας άνθρωπος στη Γη. Εθνικό Βραβείο Χιλής, Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη, Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και Ειρήνης και άλλα. Και στους λαούς όλους μια απ’ τις θαυμασιότερες, ρωμαλαιότερες και τις τιμιότερες φωνές στον αγώνα για την ομορφιά και το δίκιο.

Ο Νερούδα από τα 15 του χρόνια γράφει και δημοσιεύει, παράλληλα με την ποίηση, άρθρα, πολιτικά και συνδικαλιστικά, όταν στη Χιλή –χώρα πολύ προχωρημένη ιδεολογικά- γινόταν η προσπάθεια της «ενοποίησης του αγώνα σπουδαστών και εργατών, για να μην πηγαίνει χαμένο σε άσκοπους πειραματισμούς το δυναμικό των νέων».

Δάσκαλός του στους αγώνες αυτούς ήταν ο Λουίς Εμίλιο Ρεκαβάρρεν, ο άνθρωπος που «έδωσε οντότητα, κύρος και φυσιογνωμία στον ανώνυμο κουρελιάρικο όχλο και τον ονόμασε ΛΑΟ».

Σε ηλικία 17 χρόνων παίρνει το πρώτο βραβείο ποίησης, ανάμεσα σε δεκάδες χιλιάδες διαγωνιζόμενους από όλη τη Χιλή. Από τη συγκίνησή του δεν καταφέρνει να διαβάσει το ποίημά του και το διαβάζει άλλος. Πάντα ήταν σεμνός. Η φωνή του ήταν νυσταλέα και αργή, «αλλά απ’ αυτήν έβγαιναν τα πιο συγκλονιστικά πράγματα», όπως είχαν πει οι εχθροί του.

Στο 23 του χρόνια αποφασίζει να γίνει διπλωμάτης, «για να κάνει μεγάλα ταξίδια». Με προσπάθειες δυο μηνών καταφέρνει να διοριστεί Πρόξενος στη Ραγκούν της Βιρμανίας, και κατόπιν στην Κεϋλάνη, όπου απέκτησε βαθιές εμπειρίες για το απέραντο δράμα των πεινασμένων στρατιών της Ασίας.

Η ποίησή του είναι εσώστρεφη και οδυνηρή. Αλλά όταν βρέθηκε Πρόξενος στην Ισπανία και έζησε την τραγωδία του Φρανκικού φασισμού, και ιδιαίτερα το σπαραγμό από τον δολοφονικό θάνατο του διαλεχτού φίλου του Φρεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, μπαίνει σε μια νέα περίοδο ποίησης ορμητικής. Εγκαταλείποντας κάθε ίχνος μεταφυσικής, εγκαινιάζει έναν καινούριο ποιητικό δρόμο με το «Η Ισπανία στην καρδιά μου», που προετοίμασε τις πιο μαχητικές σελίδες του βίου του, χωρίς να θέλουμε να πούμε μ’ αυτό ότι τότε έγινε αντιφασίστας.

Εκλέγεται γερουσιαστής του Κ.Κ. Χιλής και μετά, στα 41 του χρόνια, γίνεται μέλος αυτού του κόμματος.

Με τον διωγμό που εξαπέλυσε προσωπικά εναντίον του ο δικτάτορας Γαβριέλ Γονσάλες Βιδέλα και κατά το διάστημα της φυγής και της εξορίας του, συνθέτει το μεγαλούργημα «Κάντο Χενερόλ», δηλαδή «Γενικό άσμα», που είναι η προϊστορία και η ιστορία της ηπείρου του, με τα ορυκτά της, τα φυτά της, τα πουλιά της, τα ζώα της, τους ανθρώπους και τους αγώνες τους.

Πρόκειται για ένα τιτάνιο έργο που τυπώθηκε στο Μεξικό και κυκλοφόρησε παράνομα στη Χιλή, όπου η βδελυγμία του για κάθε καταπίεση και εκμετάλλευση από άνθρωπο σε άνθρωπο και η αγάπη του για τη δικαιοσύνη και την ειρήνη, βρίσκουν την πιο βαθιά και την πιο δυνατή έκφραση.

Με τα χρόνια ταξιδεύει σ’ όλο τον κόσμο, φιλοξενείται και τιμάται από όλους τους διανοούμενους και τους λαούς  του κόσμου, αναγορεύεται καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια, γράφει άπειρα βιβλία, με τις πιο πολυάριθμες εκδόσεις από κάθε άλλο ποιητή, χαιρετάει ποιητικά την επανάσταση στην Κούβα, βοηθάει τον Σαλβαδόρ Αλλιέντε και στις τρεις υποψηφιότητές του. Την τρίτη φορά, στα 1969-1970, είναι ο ίδιος ο Νερούδα υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας εκ μέρους του ΚΚΧ, με μοναδικό πρόγραμμα και όνειρο τη λαϊκή ενότητα που, με την ξεθεωτική προεκλογική εκστρατεία του, την κάνει πραγματικότητα, μια και το όνομά του και μόνο φτάνει για να μπει ο λαός της Χιλής κάτω από μια σημαία.

Με την άνοδο της Λαϊκής Ενότητας και του Αλλιέντε, ο Νερούδα γίνεται πρεσβευτής της Χιλής στο Παρίσι.

Η υγεία του έχει αρχίσει να κλονίζεται επικίνδυνα. Εγχειρίζεται. Τον Οκτώβρη του 1971 του απονέμεται το Βραβείο Νόμπελ. Το 1972 επιστρέφει στη Χιλή βαριά άρρωστος, για να παρασταθεί στο πλευρό του χιλιανού λαού, όταν ο Αλλιέντε αγωνίζεται στον ΟΗΕ για τον χαλκό της Χιλής.

Στο στάδιο, όπου του έγινε επίσημη υποδοχή, έζησε τις τελευταίες υπέρλαμπρες στιγμές που του επεφύλασσε η αγάπη  και ο θαυμασμός των συμπατριωτών του. Των φτωχών, αδικημένων νικητών και απειλούμενων ξανά από τον ξένο και ντόπιο εχθρό.

Από εκεί και πέρα ζει πολύ άρρωστος. Γράφει όμως συνεχώς, με την ίδια  ορμή, με την ίδια αγάπη και με την ίδια πάντα υψηλή ποιητική μεγαλοσύνη του.

Με την νίκη των φασιστών στη Χιλή και με τη δολοφονία του Αλλιέντε, τελειώνει και η αντοχή του. «Τον Νερούδα τον σκότωσε η Χιλή», θα πει η Ματίλντε Ουρρούτια, η αγαπημένη συντρόφισσά του. «Η Χιλή της Χούντας».

Τώρα, 71 χρόνια απ’ τη γέννησή του στο χωριουδάκι Παρράλ και είκοσι μήνες μετά τον θάνατό του*, ο Πάμπλο Νερούδα είναι και θα μείνει σύμβολο της νίκης του ανθρώπου πάνω στον κακοποιό και βλακώδη φασισμό.

Μαζί με τους νέους κι εγώ, αισθάνομαι υποχρεωμένη να διαδηλώσω την πίστη μου στο πρόσωπο και στο έργο του μεγάλου ειρηνοποιού και ανθρωπιστή επαναστάτη Πάμπλο Νερούδα.

 

* Το κείμενο αυτό γράφτηκε τον Ιούνιο του 1975 και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «το καμίνι» τον επόμενο μήνα.

 


 

 

Πάμπλο Νερούδα

Η σπουδάστρια

Απόδοση στα Ελληνικά Δανάη Στρατηγοπούλου

 

Ω! εσύ, πιο γλυκιά, πιο ατέλειωτη
κι απ’ τη γλύκα, μέσα στους ίσκιους
σάρκινη αγαπημένη, αναδύεσαι,
μέσα από μέρες άλλες, γεμίζοντας με γύρη
βαριά την κούπα σου, στην απόλαυση.

Από τη νύχτα,
τη γεμάτη εκτροπές, νύχτα σαν τ’ απόκοτο
κρασί, νύχτα από πορφύρα οξειδωμένη,
σ’ εσένα έπεσα σαν λαβωμένος πύργος
και μέσα στα φτωχικά σεντόνια το άστρο σου
πάνω μου λαχτάρισε καίγοντας τον ουρανό!

Ω! δίχτυα από γιασεμιά. Ω! φωτιά της φύσης
θεριεμένη μεσ’ τα καινούρια σκοτάδια,
ερέβη που αγγίξαμε κρατώντας σφιχτά
απ’ τη μέση το νεανικό κορμί, χτυπώντας το χρόνο
με ματωμένες ριπές από στάχια.

Έρωτας μόνο, τίποτ’ άλλο, στο κενό μέσα
μιας διάφανης σφαίρας, έρωτας,

                                        με δρόμους νεκρούς,

έρωτας, όταν πέθανε η ζωή
αφήνοντάς μας να πυρπολούμε

                                        τις πιο απόκρυφες γωνιές.

Δάγκασα γυναίκα, βυθίστηκα λιποθυμώντας
μέσ’ απ’ όλη μου τη δύναμη, αποθησαύρισα τσαμπιά
και βγήκα να περπατήσω από φιλί σε φιλί
δεμένος στα χάδια, αραγμένος
σ’ αυτό το κάστρο με την κρυστάλλινη κόμη,
σ’ αυτά τα πόδια που τα σεριάνησαν τα χείλη μου. Πεινώντας ανάμεσα στα χείλη της γης,
καταβροχθίζοντας με χείλη καταβροχθισμένα,

                                                     Σαντιάγκο, 1923

 

Σημειώνουμε ότι το 1923 ο Νερούδα ήταν 19 χρόνων.

 


 

Το «Κάντο Χενεράλ» του Μίκη Θεοδωράκη

 

Προλογίζοντας το κείμενο του Μίκη Θεοδωράκη στο 4ο τεύχος (Μάρτιος 1975) του περιοδικού «το καμίνι» γράφω:

«Μια καινούρια δημιουργία,  με διεθνή αυτή τη φορά χαρακτήρα, παρουσιάστηκε πριν από λίγο στο ευρωπαϊκό κοινό. Το «Κάντο Χενεράλ» σε στίχους του νομπελίστα ποιητή Πάμπλο Νερούδα.

Μ’ αυτή την ευκαιρία, δημοσιεύουμε το χρονικό της δημιουργίας του νέου αυτού έργου, όπως το περιέγραψε ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης στην παρουσίασή του στο ελληνικό κοινό». Γιώργος Βοϊκλής

 

Μίκης Θεοδωράκης

Το χρονικό της μελοποίησης του «Κάντο Χενεράλ»

 

Το 1971 ο Αλλιέντε έστειλε πρόσκληση στο Πατριωτικό Μέτωπο, που ήμουνα τότε πρόεδρος, να επισκεφτούμε τη Χιλή. Πήγαμε στο Σαντιάγκο και μείναμε για 15 μέρες φιλοξενούμενοι του Αλλιέντε.

Εκεί, παρ’ όλο που μας χωρίζουν δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα, συναντήσαμε ένα λαό πάρα πολύ κοντά στη δική μας ψυχολογία. Για πρώτη φορά εμείς, οι εξόριστοι, νιώσαμε ότι βρισκόμαστε σχεδόν στο σπίτι μας. Ίσως γιατί οι Χιλιανοί  έχουν περάσει τις ίδιες ιστορικές διαδικασίες με εμάς.

Εκεί, όπως και στην Ελλάδα, υπήρχε ένα κύμα νέας μουσικής από νέους συνθέτες, που έκαναν ακριβώς τις ίδιες έρευνες που κάναμε κι εμείς στον ίδιο τομέα, δηλαδή στη λεγόμενη  σοβαρή μουσική και στο λαϊκό τραγούδι.

Γνωρίστηκα μ’ αυτούς τους λαϊκούς συνθέτες, οργανώθηκε μια συναυλία όπου τέσσερις συνθέτες παρουσίασαν ένα συλλογικό έργο που το ονόμαζαν Κάντο Χενεράλε.

Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι το κοινό ήταν πολύ θερμό στη διάρκεια της συναυλίας, όταν άκουγε τους στίχους. Ήταν ένας ηθοποιός ο οποίος τους απάγγειλε ανάμεσα στα μουσικά τμήματα. Και είδα ακριβώς την απήχηση που είχε η ποίηση στις λαϊκές μάζες. Ένιωθα να παθιάζονται με την ποίηση του Νερούδα. Όλη αυτή η ατμόσφαιρα γέννησε μέσα μου το σπόρο για τη δημιουργία αυτού του έργου.

Αγόρασα αμέσως τους δυο τόμους στα Ισπανικά και, με τη βοήθεια του γραμματέα του Αλλιέντε, που ήταν ειδικός στο Νερούδα, κάναμε μια πρώτη επιλογή από οκτώ κομμάτια. Το έργο έχει 335 τραγούδια και διαιρείται σε 15 μέρη.

Το καλοκαίρι του 1972 βρέθηκα στη Μεσημβρινή Γαλλία, στο Καμπ Ντ’ Αίγ, που θύμιζε αρκετά Ελλάδα. Εκεί έγραψα τα οκτώ κομμάτια. Όταν ήρθε η ορχήστρα μας εκεί, κάναμε πρόβες, προκειμένου να περιοδεύσουμε στη Λατινική Αμερική. Σ’ αυτή την περιοδεία παίξαμε αυτά τα οκτώ κομμάτια. Στο Μπουένος Άϋρες, στη Λίμα και στο Καράκας.

Γυρίσαμε στο Παρίσι. Καλέσαμε τον Νερούδα να έρθει στις πρόβες για την εγγραφή των οκτώ τραγουδιών. Τις παρακολούθησε και συγκινήθηκε φανερά. Με κάλεσε στην Πρεσβεία να κουβεντιάσουμε για το Κάντο Χενεράλ. Εκεί μου είπε ότι αυτή η επιλογή των οκτώ κομματιών έπρεπε να συμπληρωθεί και από τα 15 μέρη του έργου, ώστε να υπάρχει μια εσωτερικότητα στη σύνθεση. Φυσικά, δεν μπορούσα να πάρω και το 335 τραγούδια, έπρεπε να κάνω μια επιλογή, αφού τα τέσσερα από αυτά κρατάνε 45΄ δεν πρόκειται για μικρά αλλά για μεγάλα κομμάτια. Ο ίδιος, λοιπόν, σημείωσε την επιλογή με άλλα εννέα αποσπάσματα. Έχω το βιβλίο με τις σημειώσεις του.

Μείναμε σύμφωνοι να συνεχίσω τη σύνθεση και μετά να με καλέσουν στη Χιλή όπου, μένοντας ένα μεγάλο διάστημα, να την ολοκληρώσω και να μου δώσουν τα μέσα ώστε να μπορέσω να δημιουργήσω μια μεγάλη χορωδία, πάνω από 100 φωνές, και μια μεγάλη ορχήστρα.

Μου είπε ότι πρέπει να πάει αμέσως στη Χιλή, γιατί η κυβέρνηση κάτω κινδύνευε και τον φώναξε ο Αλλιέντε να βοηθήσει στη προεκλογική καμπάνια. Μας προσκάλεσε να κάνουμε κι εμείς συναυλίες την επόμενη περίοδο, το 1973 δηλαδή. Μείναμε σύμφωνοι να κάνουμε μαζί την περιοδεία στη Νότιο Αμερική με το Κάντο Χενεράλ κι εκείνος να απαγγέλλει.

Όταν φτάσαμε στο Μπουένος Άϋρες, ο Νερούδα δεν ήταν εκεί. Ήταν στο Isla Negra, το Μαύρο Νησί. Από το τηλέφωνο που επικοινωνήσαμε, η φωνή του ήταν ασθενική.

«-Δεν μπορώ να έρθω γιατί οι ρευματισμοί μου με έχουν ρίξει στο κρεβάτι. Όταν, όμως πάτε στο Σαντιάγκο θα είμαι εκεί για να απαγγείλω το Κάντο Χενεράλ».

Αποφασίσαμε να πάμε, αλλά μας εμπόδισε ο γραμματέας του Αλλιέντε, που λίγες μέρες μετά σκοτώθηκε στο πλευρό του.

Τα γεγονότα της Χιλής τα μάθαμε όταν ήμασταν στο Μεξικό. Κι αρχίσαμε πλέον εκεί να κάνουμε τις συναυλίες μας, με το μεγαλύτερο μέρος τους αφιερωμένο στον ηρωικό λαό της Χιλής, στον Αλλιέντε και τον Νερούδα.

Τα οκτώ κομμάτια τα παρουσιάσαμε με λαϊκή μας ορχήστρα, με τα μπουζούκια μας, με τις κιθάρες μας κλπ,  Όλα αυτά παίχτηκαν από μνήμης. Τραγουδιστές ήταν ο Φ. Πανδής, η Μαρία Φαραντούρη και η Αρία Σαγιομάσα.

Φιλοδοξία μου ήταν, φυσικά, να γράψω ένα ορατόριο. ¨Όμως ήθελα χρόνο και ήθελα και μέσα για να το κάνω αυτό, δηλαδή να μπορέσει να υπάρξει μια χορωδία 120 φωνών και μια μεγάλη ορχήστρα. Χρειάζονταν τεράστια οικονομικά μέσα και χρόνος.

Αυτή η ευκαιρία μου δόθηκε όταν το Κ.Κ. Γαλλίας, μου έδωσε την Άνοιξη την παραγγελία για τη γιορτή της «Ουμανιτέ», που γίνεται κάθε  Σεπτέμβρη στο Παρίσι. Και ανέλαβε να πληρώσει τα έξοδα για το  ανέβασμα του έργου.

Έτσι στρώθηκα στη δουλειά και άρχισα την ενορχήστρωση μ’ έναν τρόπο που, νομίζω ότι, ταίριαζε με το κλίμα της μουσικής που με απασχολούσε εκείνη την εποχή. Η ενορχήστρωση του έργου βασίζεται, δηλαδή, στα κρουστά, Εδώ είχα την ευκαιρία, μάλιστα, να έχω συνεργάτες μου τα Κρουστά του Στρασβούργου, που είναι το καλύτερο συγκρότημα κρουστών στον κόσμο. Έχει πέντε μουσικούς, που ο καθένας τους παίζει πάνω από είκοσι όργανα. Στα κρουστά πρόσθεσα δυο πιάνα, κοντραμπάσο και τρεις κιθάρες.

Άρχισα την σύνθεση την Άνοιξη, μόλις πήρα την παραγγελία, και μέσα στην παρτιτούρα υπάρχουν τα γεγονότα: Άρχισε πρώτα η επίθεση στην Κύπρο και, όταν τέλειωνε το τέταρτο μέρος, ήρθε η αναγγελία της επιστροφής στην Ελλάδα. Κι ενώ είχα προγραμματίσει να παρουσιάσω  στη γιορτή της «Ουμανιτέ» τα οκτώ αποσπάσματα, παρουσίασα μόνο τα τέσσερα στη συναυλία, στην οποία ήταν περίπου 100.000 Γάλλοι. Στη συνέχεια, σ’ ένα μεγάλο θέατρο που μετατρέψαμε σε στούντιο, έγινε η φωνοληψία.

Στο πρώτο, το τρίτο και το τέταρτο τραγούδι τραγουδάει η Μαρία Φαραντούρη, στο δεύτερο ο Πανδής.

 


 

Ο Γιάννης Ρίτσος για το «Κάντο Χενεράλ» των Νερούδα - Θεοδωράκη

 

Στην παρουσίαση αυτής της ηχογράφησης στους Έλληνες δημοσιογράφους και μουσικούς παραγωγούς έξι μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1975, ήταν καλεσμένος και ο Γιάννης Ρίτσος.  Στον διάλογο που ακολούθησε την ακρόασή της, είπε «δυο λόγια», τα οποία κατέγραψα και δημοσίευσα στο ίδιο τεύχος του περιοδικού «το καμίνι». Γιώργος Βοϊκλής

«Πριν ακούσω τη μουσική του Μϊκη για το «Καθολικό Τραγούδι» του Νερούδα, ήμουνα βέβαιος για την εξαιρετική επιτυχία. Και η βεβαιότητά μου αυτή στηρίζονταν σε ένα γνωστό αξίωμα της Τέχνης: η Τέχνη πετυχαίνει εκεί που υπάρχει μια αναλογία σε όλα της τα στοιχεία, το περιεχόμενο, τη μορφή και την τεχνική.

Ήξερα τον Πάμπλο Νερούδα. Είμαι θαυμαστής του, φίλος του. Και όχι, δεν λέω ήμουν, είμαι. Γιατί οι μεγάλοι ποιητές, οι επαναστάτες ποιητές που εκφράζουν το μεγάλο αίσθημα της ελευθερίας των λαών, δεν μπορούν παρά να βρουν τον τρόπο να μιλήσουν γι’ αυτούς τους λαούς.

Ξέροντας το μέγεθος  της τέχνης του Νερούδα και το μέγεθος της τέχνης του Θεοδωράκη, ήμουνα βέβαιος για την ακρίβεια αυτής της αντιστοιχίας  που, όπως είπαμε, είναι το μυστικό της Τέχνης και της επιτυχίας της.

Αν ο Νερούδα δεν είχε αυτό το πλάτος, αυτό το εύρος, αυτό το βάθος το ανθρώπινο, θα κινδύνευε μέσα στον οπτασιασμό του, μέσα στην ένταση και το πάθος του, να περιπέσει στη μεγαλοστομία και στη ρητορία. Το ίδιο και ο Μϊκης, με την ένταση που διαθέτει κάθε στιγμή, με τον ακραίο δυναμισμό, κινδύνευε και αυτός να πέσει στη ρητορία, στη μεγαλοστομία. Αν δεν υπήρχε αυτή η υψηλή αναλογία περιεχομένου. Αν δεν ήταν, δηλαδή, της ίδιας φυσικής και καλλιτεχνικής δύναμης, που δημιουργεί το μυστικό αυτής της αναλογίας και που φτάνει σε μια καταξίωση όχι μόνο ανθρώπινη, αλλά και αισθητική.

Έτσι λοιπόν, οι αναλογίες των μεγεθών και οι αναλογίες του περιεχομένου με τη μορφή, δεν κινδυνεύουν πια ποτέ να περιπέσουν σ’ αυτό που είπαμε πρωτύτερα. Έτσι, για ακόμη μια φορά, επισφραγίστηκε αυτό που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των πραγματικών καλλιτεχνών, των μεγάλων καλλιτεχνών: Το μεγάλο αίσθημα με τη μεγάλη μορφή, σ’ ένα μέτρο ακριβόλογο και συνδυασμένο.

Κι έτσι, όπως για μένα ο Νερούδα ήταν, είναι και θα είναι, μια στοιχειακή δύναμη που έφτασε σε μια τελετουργική μορφή, ξεπερνώντας, όπως είπαμε, τον κίνδυνο της ρητορίας και της μεγαλοστομίας, έτσι και ο Θεοδωράκης, με την ψυχική και πνευματική αναλογία που έχει με τον Νερούδα, έδωσε ένα Νερούδα άξιο του εαυτού του. Δηλαδή άξιο του Νερούδα και του Θεοδωράκη. Κατάφερε την ποίηση του Νερούδα να τη δώσει μ’ αυτόν τον τρόπο που χαρακτηρίζει όλα τα έργα του, με τη φυσική, την στοιχειακή, τη μεγάλη ανθρώπινη δύναμη, φτασμένη σε μια τελετουργική Λαϊκή έκφραση».

Θα ήταν πραγματικά μεγάλη απώλεια για την πολιτισμό μας αν ντοκουμέντα όπως αυτά παρέμεναν θαμμένα σε ένα περιθωριακό περιοδικό του 1975.

 


 

Η Δανάη Στρατηγοπούλου γεννήθηκε το 1913 στο Μεταξουργείο. Έζησε τα παιδικά της χρόνια στο Παρίσι. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1923. Έκανε σπουδές πολιτικών επιστημών στην Ελλάδα και τη Γαλλία, καθώς και μαθήματα φωνητικής. Από την ηλικία των 22 χρόνων ασχολείται επαγγελματικά με το τραγούδι. Γνωστή με το μικρό της όνομα, ως Δανάη, καταξιώνεται ως εμβληματική μορφή της Μάντρας του Αττίκ και ιδανική ερμηνεύτρια των τραγουδιών του. Σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής διαδρομής της, έχουν καταγραφεί τραγούδια της σε περισσότερους από 300 δίσκους, ατομικούς και συλλογικούς.

Στη διάρκεια της Κατοχής παίρνει μέρος στην Εθνική Αντίσταση και μετά το 1946 διδάσκει φωνητική μουσική στο Εθνικό Ωδείο.

Το 1967 καταφεύγει εξόριστη στη Χιλή, όπου διδάσκει Ελληνική Λογοτεχνία και Λαογραφία στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο.

Το 1974 επιστρέφει στην Ελλάδα και ζει διακριτικά στη Ραφίνα και τα Εξάρχεια, ασχολούμενη με το συγγραφικό και μεταφραστικό της έργο, στο οποίο περιλαμβάνεται η μετάφραση του «Κάντο Χενεράλ» του Πάμπλο Νερούδα, τον οποίο γνώρισε προσωπικά στη διάρκεια της παραμονή της στη Χιλή. Το 2006 έφυγε, πλήρης ημερών, απ’ τη ζωή, διακριτικά, όπως είχε ζήσει.

 


 

Ο Γιώργος Βοϊκλής γεννήθηκε το 1945 στη Σάμο και από το 1958 ζει στην Αθήνα. Τέλειωσε το Νυκτερινό Γυμνάσιο και παρακολούθησε σπουδές κινηματογράφου. Εργάστηκε σε πολλά χειρωνακτικά επαγγέλματα, στις οικοδομές και τη βιομηχανία, και από το 1987 είναι επαγγελματίας δημοσιογράφος. Από το 1962 μετέχει ενεργά στους κοινωνικούς και δημοκρατικούς αγώνες. Από το 1974  μέχρι το 1977 ήταν Διευθυντής Σύνταξης  των περιοδικών «το καμίνι» και «Επιθεώρηση της Νέας Αριστεράς».  Από το 1975 μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί 14 βιβλία του. τα έξι από τα οποία λογοτεχνίας για εφήβους. Είναι παντρεμένος με την φιλόλογο – ιστορικό Μαρία Καββαδία και έχουν μια κόρη, την Καλή.

 

 

 

 


 

Το περιοδικό «το καμίνι»

Το Μηνιάτικο Νεολαιίστικο Περιοδικό «το καμίνι» ήταν δημοσιογραφικό όργανα της «Ένωσης για την Ποιότητα της Ζωής» (Ε.ΠΟΙ.ΖΩ.). Από τον Δεκέμβριο του 1974 μέχρι τον Απρίλιο του 1977 κυκλοφόρησαν 29 τεύχη του. Στις σελίδες του φιλοξενήθηκαν συνεντεύξεις συνεργασίες και λογοτεχνικά κείμενα  δεκάδων προοδευτικών καλλιτεχνών και πνευματικών ανθρώπων. Στις σελίδες του δημοσιεύτηκαν επίσης, για πρώτη φορά  ρεπορτάζ και άρθρα με θέμα την Οικολογία. (Περιβάλλον, Κατανάλωση, Τρόπος ζωής, Ανθρώπινες σχέσεις).