Top menu

"Οι μεταλλάξεις – 7 ιστορίες & 1 ποίημα", του Φράνσις Κιρπς [Προδημοσίευση]

 

Η μετάλλαξη

Όταν ο φοιτητής της Βιολογίας, Λέων Ζούμζα, ξύπνησε ένα πρωί από παράλυση ύπνου χωρίς όνειρα, βρήκε τον εαυτό του μεταμορφωμένο σε πελώριο σπονδυλωτό. Αντί να κρέμεται ανάποδα από το ταβάνι, όπως άρμοζε σε μια σωστή μύγα, ξάπλωνε μπρούμυτα καταμεσής ενός διορυγμένου τοπίου από κουβέρτες και μαξιλάρια. Τη θέση του λαμπρά περιποιημένου σώματός του, που προστάτευε ένας στέρεος εξωσκελετός, είχε πάρει ένα ζελατινώδες μόρφωμα, από το οποίο κατά τόπους ξεφύτρωναν άσχημες γουρουνότριχες. Το ιριδίζον καύκαλο χιτίνης σε μαύρες-μπλε αποχρώσεις είχε εξαφανιστεί· αντί για αυτό περιέβαλλε τον Λέοντα μία ελαστική, πορώδης μεμβράνη σε ροζ-γουρουνί χρώμα, πλημμυρισμένη από αδένες, λιπώματα και δίπλες.

Κύλησε ανάσκελα, ανασήκωσε λίγο το κεφάλι και παρατήρησε από πάνω μέχρι κάτω τον εαυτό του: εκεί όπου πρώτα υπήρχαν τρία λεπτοκαμωμένα, έκτακτα κατατμημένα ζεύγη ποδιών όλο ευαίσθητες τριχούλες, είδε τέσσερα χοντροκομμένα άκρα που προεξείχαν σε μάλλον τυχαία σημεία από έναν κορμό σε σχήμα φάλαινας, και που τελικά κατέληγαν σε πέντε ανισομεγέθεις κορμούς. Ούτε μυζητήρες, ούτε νύχια, ούτε τσιγκελάκια, ούτε δαγκάνες.

Το φάσμα της αισθητηριακής αντίληψής του προφανώς είχε περιοριστεί κατά τουλάχιστον 90 τοις εκατό. Δεν αισθανόταν σχεδόν τίποτε· πώς άλλωστε; Αφού δεν είχε πια κεραίες. Και, επίσης, δεν μπορούσε να διαπιστώσει ούτε διαφοροποιημένη γεύση ενώ ψηλαφούσε αυτό το γιγάντιο σώμα. Το κεφάλι του, ένας όγκος σε μέγεθος κολοκύθας που ταλαντευόταν πάνω σε ένα κρεατώδες κοτσάνι, ήταν ως επί το πλείστον καλυμμένο με ένα είδος προβιάς. Σίγουρα δεν ήταν απτικές τρίχες, όπως στα φυσιολογικά έντομα, μόνο μια κάποια θαμπή, γούνινη επίστρωση που δεν μετέδιδε κανενός είδους ερέθισμα όταν την άγγιζες.

Και τι είχε γίνει με τα όμορφα μεγάλα μάτια του, τα πτυχωτά του μάτια, με τα οποία πάντοτε γοήτευε τα κουνουποκόριτσα και τις εργάτριες λιβελούλες από το εργοστάσιο; Πτυχωτά μάτια – η κορωνίδα των αισθητήριων οργάνων· occuli compositi, μάτια αποτελούμενα από μυριάδες μάτια, είχαν υπάρξει η πύλη του προς έναν κόσμο όλο χρώματα και θαύματα. Είχαν εξαφανιστεί· ήταν πια απλώς ανύπαρκτα, έχοντας απαχθεί από τον τυφλό και ανεγκέφαλο Θεό που τον είχε μεταμορφώσει σε τούτο το αλφικό πλάσμα. Στο σημείο όπου κάποτε ήταν τα μάτια του, βρίσκονταν τώρα δύο γλοιώδεις, φωτοφοβικές σφαίρες μέσα σε βαθιές οστέινες κόγχες, πάνω από τις οποίες έκλεινε στο παραμικρό άγγιγμα ένα είδος κουρτίνας.

Τι μου συνέβη; σκέφτηκε ο Λέων Ζούμζα. Οκέι, χθες είχαν βγει για να τα πιούνε· ο συμφοιτητής Κλάινχανς είχε γιορτάσει την αποπεράτωση του μεταπτυχιακού του στον συγκριτικό ανθρωποκεντρισμό, κι έτσι είχαν φτερουγίσει με όλο το σμήνος από τη σχολή στη μοδάτη καινούρια σβουνιά πάνω στην οποία ευδοκιμούσαν εκείνοι οι νόστιμοι μικροί μύκητες. Ακόμα και ο επιβλέπων της διδακτορικής διατριβής τού Λέοντα, η αυθεντία, καθηγητής Μαγιακόφσκι, είχε έρθει στην παρέα, και ο κοσμήτορας Κοτούρνους είχε βγάλει έναν λόγο τόσο συναισθηματικό όσο και μεθυσμένο.

Όταν ο καθηγητής Μαγιακόφσκι αποχαιρέτησε την παρέα, μην παραβλέποντας να νουθετήσει τον Λέοντα –μεταξύ αστείου και σοβαρού– να μην αργήσει σε καμία περίπτωση να εμφανιστεί στο αυριανό (δηλαδή στο σημερινό) σεμινάριο, η νεολαία είχε συνεχίσει στο πανκ ροκ υπόγειο των σκολόπενδρων, που έμενε ανοιχτό όλη νύχτα. Οι χοντροκομμένοι σκολοπενδροροκάδες, που περνούσαν εκεί τον χρόνο τους, δεν πολυσυμπαθούσαν μεν τους φοιτητές, αλλά για εκείνους είχε τη χάρη του να χάνονται στο πλήθος πρωτόγονων μορφών ζωής. Και τα θηλυκά χαζοσαλίγκαρα εδώ δεν ήταν τόσο κουμπωμένα και σεμνότυφα όσο οι νέες μυγογυναίκες από το πανεπιστήμιο. Αντιθέτως, στους σαλιγκαρονταβατζήδες δεν άρεσε καθόλου όταν φαντασμένοι μυγονεαροί την έπεφταν στα κορίτσια τους. Είχε ξαναπέσει ξύλο; Χρειάστηκε η παρέμβαση της σφηκοπολιτοφυλακής, όπως την τελευταία φορά; Ο Λέων δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα τέτοιο. Απ’ όσο θυμόταν, είχαν καταλήξει στο τέλος για ένα τελευταίο ποτό στο σπίτι του συμφοιτητή Σμάισμαγερ, που βρισκόταν μέσα στο αριστερό νεφρό ενός πατημένου αρουραίου. Και ύστερα, τις πρώτες πρωινές ώρες, θα είχε μάλλον πετάξει βουίζοντας στο σπίτι.

[...]

Απόσπασμα από το διήγημα "Η μετάλλαξη" που περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Οι μεταλλάξεις - 7 ιστορίες & 1 ποίημα" του Λουξεμβουργιανού συγγραφέα Φράνσις Κιρπς. Το βιβλίο του Κιρπς έχει λάβει το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPL) 2020. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση της Χριστίνας - Παναγιώτας Γραμματικοπούλου. 

"Οι μεταλλάξεις" είναι επτά ιστορίες και ένα ποίημα, με αντίστοιχο πρότυπο και σημείο αναφοράς ένα κλασικό κείμενο - από την Κοκκινοσκουφίτσα μέχρι τη Βιρτζίνια Γουλφ. Στο διήγημα από το οποίο προέρχεται το παραπάνω απόσπασμα, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως πρότυπο το έργο του Φραντς Κάφκα "Η μεταμόρφωση".