Top menu

Καρολίνα Σούτι: "Κάθε βιβλίο συνεχίζει να γράφεται με αμέτρητους τρόπους από τους αναγνώστες"

Η Καρολίνα Σούτι, γεννημένη στο Ίνσμπρουκ της Αυστρίας, έχει εκδώσει τέσσερα μυθιστορήματα, μία νουβέλα, μία ποιητική συλλογή, έργα για το ραδιόφωνο και θεατρικά κείμενα. Για το συγγραφικό της έργο έχει λάβει πολυάριθμες διακρίσεις, βραβεία και υποτροφίες. Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε δεκαέξι γλώσσες.

Η βραβευμένη με Βραβείο Λογοτεχνίας της ΕΕ νουβέλα της Κάποτε πρέπει να περπάτησα σε τρυφερό χορτάρι κυκλοφορεί πλέον στα ελληνικά από τις εκδόσεις Βακχικόν, σε μετάφραση της Κατερίνας Λιάτζουρα. Με αφορμή την έκδοση αυτή, η Καρολίνα Σούτι μας μιλά για το βιβλίο της, τη συγγραφή, τους τρόπους που εμπνέεται και το χώρο της λογοτεχνίας γενικότερα.

Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

* Πρώτη δημοσίευση: Book Press

 

Το βιβλίο σας «Κάποτε πρέπει να περπάτησα σε τρυφερό χορτάρι» είναι πλέον διαθέσιμο στα ελληνικά από τις εκδόσεις Βακχικόν. Πώς νιώθετε που μπορείτε να επικοινωνήσετε αυτό το κομμάτι της δουλειάς σας στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό;

Κάθε μετάφραση είναι ένα δώρο για μένα, γιατί αφενός μου επιτρέπει να μοιραστώ την ιστορία μου με περισσότερους ανθρώπους και αφετέρου κάθε μετάφραση είναι και μια μεταμόρφωση. Οι μεταφράσεις με ενθαρρύνουν επίσης να ασχοληθώ πιο στενά με τους ανθρώπους και τον πολιτισμό της αντίστοιχης χώρας - αυτό εμπλουτίζει εμένα ως άτομο αλλά και τη γραφή μου.

Η ηρωίδα σας Μάγια παλεύει με την έλλειψη μνήμης. Αυτή των γονιών της αλλά και της μητρικής της γλώσσας. Τι πραγματικά της λείπει και τι είναι αυτό ψάχνει;

Η Μάγια είναι σαν ένα δέντρο που έχει ξεριζωθεί και μεταφυτευθεί με το ζόρι: της λείπουν οι ρίζες της και αρχίζει να ψάχνει για την ταυτότητά της.

Πώς εμπνευστήκατε αυτή την ιστορία και τι ήταν αυτό που θέλατε να επικοινωνήσετε στους αναγνώστες γράφοντάς τη;

Η ιστορία έχει έναν αυτοβιογραφικό πυρήνα: Γεννήθηκα στην Αυστρία κατά τύχη, ο πατέρας μου είναι παιδί Πολωνών εκτοπισμένων και μεγάλωσε σε έναν καταυλισμό προσφύγων στη Γερμανία. Η μητέρα μου κατάγεται από την ανατολική Πολωνία, από την Πολωνο-Λευκορωσική συνοριακή περιοχή. Μιλούσα μόνο πολωνικά μέχρι την ηλικία των πέντε ετών και στη συνέχεια αναγκάστηκα να εγκαταλείψω τη μητρική μου γλώσσα και να την αλλάξω με τα γερμανικά. Συνειδητοποίησα το τραύμα αυτής της αναγκαστικής μεταμόρφωσης πολύ αργότερα. Παρά αυτή την προσωπική ανησυχία, το μυθιστόρημα πραγματεύεται ένα παγκόσμιο θέμα: κανείς δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος αν αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη γλώσσα του και αν απλωθεί ένας μανδύας σιωπής πάνω σε πράγματα όπως η καταγωγή και ο πολιτισμός. Το βιβλίο θίγει ένα ευαίσθητο, σε πολλές χώρες, θέμα - πιο πρόσφατα με έναν ιδιαίτερα τραγικό τρόπο όταν κυκλοφόρησε στην Ουκρανία το φθινόπωρο...

Το συγκεκριμένο βιβλίο έχει λάβει ένα πολύ σημαντικό κρατικό βραβείο και το Βραβείο Λογοτεχνίας της ΕΕ (EUPL) 2015. Πώς νιώθετε για αυτές τις διακρίσεις;

Φυσικά, είμαι πολύ χαρούμενη για αυτά τα βραβεία, τα οποία έχουν βοηθήσει το βιβλίο και εμένα να κερδίσουμε μεγάλη προσοχή. Ειδικά το EUPL μου άνοιξε πολλές πόρτες - τα κείμενά μου έχουν μεταφραστεί πλέον σε δεκαέξι γλώσσες, γεγονός που έχει διευρύνει πολύ τους ορίζοντές μου.

Οι ίδιες οι σπουδές σας μαρτυρούν ότι το ενδιαφέρον σας για τη λογοτεχνία ξεκίνησε νωρίς στη ζωή σας. Το ίδιο συνέβη και με τη συγγραφή;

Άρχισα να γράφω από τη στιγμή που μπορούσα να γράψω ολόκληρες προτάσεις. Υπάρχουν ακόμα μικρά ποιήματα και ιστορίες από τότε που ήμουν 8 και 9 χρονών, ήθελα να γράψω ένα βιβλίο και τότε, αλλά δεν ήξερα πώς να το γεμίσω.

Η συγγραφή ξεκινά ως κάτι αυστηρά προσωπικό για να καταλήξει -αν συμβαίνει- σε ένα βιβλίο που ανήκει κατά κάποιο τρόπο και στους αναγνώστες. Είναι μια σκέψη που προκαλεί δέος σε κάποιους. Ποιες είναι οι σκέψεις σας όταν σκέφτεστε έναν αναγνώστη να διαβάζει το βιβλίο σας;

Είναι πολύ σημαντικό για μένα οι αναγνώστες να μπορούν να βρουν τον εαυτό τους στα βιβλία μου, να αφήνω αρκετά κενά για να τους επιτρέψω να συνεχίσουν να γράφουν το βιβλίο. Στο μυαλό μου, ένα βιβλίο είναι ένας σύνδεσμος μεταξύ του κόσμου σκέψης του συγγραφέα και των αναγνωστών. Έτσι, δεν «τελειώνει» όταν βρίσκεται στο βιβλιοπωλείο και συνεχίζει να γράφεται με αμέτρητους τρόπους, ανάλογα με τη ζωή των αναγνωστών.

Τι θα λέγατε ότι σας καθόρισε ως συγγραφέα;

Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως αφηγήτρια, αλλά ως μία καλλιτέχνιδα που το υλικό της είναι η γλώσσα. Οι τονικές, μουσικές και γενικά αισθαντικές πτυχές του υλικού μου προκαλούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Με άλλα λόγια, ο τρόπος που λέω μια ιστορία. Το κείμενο πρέπει να το νιώθω βελούδινο στο στόμα μου όταν το διαβάζω δυνατά, σαν πολύ καλό κόκκινο κρασί, τότε είμαι ικανοποιημένη.

Υπάρχει κάτι στον τομέα, τη θέση ή τον ρόλο της λογοτεχνίας σήμερα που θα θέλατε να δείτε να αλλάζει;

Α, ναι, νομίζω ότι γράφεται πάρα πολύ πρόχειρη λογοτεχνία. Είναι πολύ εύκολο να εκδοθεί ένα βιβλίο στις μέρες μας. Αντίστροφα, έχει γίνει εξαιρετικά δύσκολο να βρει κανείς καλή λογοτεχνία σε αυτό το τεράστιο βουνό βιβλίων. Αυτό απογοητεύει πολλούς αναγνώστες. Η καλή λογοτεχνία δεν χρειάζεται να είναι «δύσκολη» στην ανάγνωση, αλλά πρέπει να είναι καλοδουλεμένη και να δίνει στον αναγνώστη αυτοπεποίθηση - δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε να χρησιμοποιούμε τη φαντασία μας, πρέπει να κρατάμε ζωντανή την επιθυμία για σκέψη! Εδώ είναι που η λογοτεχνία έχει ένα μεγάλο και σημαντικό έργο, γιατί μια αναισθητοποιημένη κοινωνία που αναζητά εύκολες λύσεις στα προβλήματά της εκτοξεύεται κατευθείαν προς την άβυσσο.