Top menu

"Οδός Απωλείας 10", του Τάσου Πετρίτση [ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ]

 

Λούνα Παρκ

 

Πρώτη φορά στο λούνα παρκ πήγα μικρός. Τότε φορούσα κόκκινες τιράντες. Εφαρμοστή μπλε ζωνούλα με μικρούς Μίκυ Μάους και –μήπως ξέρεις να μου πεις εσύ γιατί;– πουκάμισο. Συνωστισμός στο μαλλί της γριάς. Άσε τη σκοποβολή για τους μαλθακούς. Εμείς θέλαμε άλλα. Γύρες με το τρενάκι-σκουληκαντέρα. Όσες βαστούσε το στομάχι σου. Σκουληκαντέρα πράσινη, πώς είναι αυτές που βγαίνουν απ’ τα μήλα. Με ράγες που έμπλεκαν και κουβαριάζονταν, μέχρι ψηλά στον ουρανό. Στην ανηφόρα σου σφίγγονταν τα άντερα. Πρόβαλλαν πιάτο τα κτίρια της πόλης. Το βαγόνι όλο κι έπαιρνε ύψος, προετοιμάζοντας ύπουλα τη μοιραία πτώση. Τα σιδερένια καρούλια σε ανεβάζουν τρίζοντας. Λίγες στιγμές μετέωρος. Κοφτές ανάσες. Η πόλη ακίνητη. Κοιτάζεις κάτω, αλλά δεν θες. Και το σκουλήκι ορμάει για την ξέφρενη πτώση του. Λες πως θα πεθάνεις. Νομίζεις πως φοράς μασέλα. Σκίζεις τον άνεμο, αλλά εξαϋλώνεσαι κι εσύ. Σφίγγεις το κάγκελο στις χούφτες σου και τρέμεις μήπως διαλυθείς σαν λέγκο. Κάποια στιγμή βρίσκεσαι ανάποδα, στην κυριολεξία! Ο ουρανός γίνεται γη και αντιστρόφως. Οι αισθήσεις σου φλερτάρουν με τον άλλον κόσμο. Και στο τέλος επιστρέφεις. Μαζί με την καρδιά σου που έρχεται στη θέση της. Αυτό αγαπούσαμε. Αυτό κυνηγούσαμε. Χαζεύαμε τα τρενάκια του τρόμου, τους πύργους της ελεύθερης πτώσης και τις βαρκούλες του θανάτου, με την προσμονή εκείνων που δεν έβλεπαν την ώρα να βρεθούν εκεί.

Εκείνο το απόγευμα της πρώτης μου εμπειρίας, δεν ξέρω πώς μας έβγαλε ο δρόμος. Κάπως ήρθε, όμως, το πράγμα και είχαμε σχεδόν οικογενειακή απαρτία. Η μαμά με μαύρο κιμονό. Ο μπαμπάς μου μ’ ένα ξεχασμένο του δερμάτινο, να του θυμίζει τη θητεία του στο ροκ. Η γιαγιά η Μελπομένη χωρίς τη γάτα της. Ο παππούς ο Νιφόρος στο αμαξίδιο – φτυστός ανάπηρος πολέμου. Μετά οι μικρές ξαδέλφες μου από το νησί, η Βάγια και η Μαρίνα, με τους ίδιους πάντα δίδυμους κότσους τους. Κι από πίσω οι γονείς τους, οι θείοι μου, Στέλιος και Μάρθα. Ο νονός Ερρίκος – αν και σπάνιες οι επισκέψεις του απ’ τη Νυρεμβέργη. Όλοι στημένοι εκεί, να με θαυμάσουν. Να δουν τι ατρόμητος που θα έκανα τον γύρο της σκουληκαντέρας. Μόνο ένα φάλτσο αλλοίωνε την αίσθηση. Σαμποτάριζε την προσμονή του απογεύματος με άρωμα δισταγμού.

Στεκόταν παράμερα. Τα πόδια του, όπως πάντα, κωμικά ανισόρροπα, σαν δυο ξυλάκια παγωτού που θέλεις να τα κάνεις να σταθούν. Τα γυαλιά της πρεσβυωπίας αιώνια σπασμένα. Ο σκελετός, κολλημένος όπως όπως στη μέση μ’ ένα κομμάτι φτηνή χαρτοταινία, χάριζε στο αποβλακωμένο, φοβιτσιάρικο μειδίαμα μια ακόμα δόση λύπησης. Πουκάμισο πάντα νωπό απ’ τον ιδρώτα. Απ’ τις σκοτούρες που βασάνιζαν το σώμα που φιλοξενούσε. Αναρωτιόμουν πάντα τι τον έκανε τον θείο Αρμάνδο τόσο αξιολύπητο. Δεν είχα βρει απάντηση. Εκείνο το απόγευμα τον κοίταζα, θυμάμαι, επίμονα. Τον έβλεπα τον δισταγμό στο πρόσωπό του. Την πίσω σκέψη στα μάτια. Εκείνο το τρισάθλιο «μη» που φταίει για κάθε πίσω βήμα. Κι αν το τρένο είναι κακοσυντηρημένο; Κι αν πεταχτεί και γίνει βίδες στον αέρα; Κι αν το παιδί μας μείνει ανάπηρο από σπόντα; Κι αν τιναχτεί το σώμα του και σκορπιστούν τα μέλη του, χίλια κομμάτια εδώ κι εκεί στο λούνα παρκ; Κι αν. Κι αν. Ο γνωστός θείος Αρμάνδος. Δεν θα τον άφηνα, όμως, σήμερα.

Το μάτι μου έκοβε όταν τον κοιτούσα. Ήξερε τι του έλεγα, ήξερε αυτό που πίστευα. Όπως το πίστευε και κάθε άλλος. Σε λυπάμαι, έλεγαν τα μάτια. Μια ζωή δειλός. Διπλωματούχος στην αμνησία όρκων. Όνειρα σε αναστολή – αν έγιναν ποτέ. Ειδικότητά σου να φυλάς καλά τον κώλο σου. Πρόδωσες στην πορεία και τους ανθρώπους που έπρεπε – κι ας σου ξηγήθηκαν σωστά και τίμια. Και αυτό ήταν, είχες φυλαγμένα πια τα ρούχα μιας ζωής. Όλα αυτά τα συμπλήρωσα αργότερα. Όταν μεγάλωσα και απέκτησα συνείδηση. Έτσι τα φέρνουμε βόλτα, λοιπόν, θείε Αρμάνδε. Προχωράμε τοίχο-τοίχο στη ζωή. Μέχρι να τα τινάξουμε μια μέρα και να πούμε: «Ουφ!». Όχι, σκεφτόμουν. Όχι εγώ. Θέλετε εσείς, με γεια σας με χαρά σας. Εγώ θα καβαλήσω τη σκουληκαντέρα. Και οι θείοι Αρμάνδοι ας κολυμπούν στα σκοτάδια τους.

 


 

Το απόσπασμα προέρχεται από το διήγημα "Λούνα Παρκ" που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Οδός Απωλείας 10 του Τάσου Πετρίτση | Εκδόσεις Βακχικόν - Vakxikon Publications. Ο Τάσος Πετρίτσης ασχολείται επαγγελματικά με την υποκριτική, το θέατρο και τον χώρο του βιβλίου, συγγράφοντας και κάνοντας μεταφράσεις. Η εν λόγω συλλογή είναι το πρώτο βιβλίο που εκδίδει.