Top menu

"Νερά μάνες", της Λέιρε Μπιλμπάο

Γράφει ο Αθανάσιος Βαβλίδας

 

Μόνο τον τίτλο του βιβλίου ν' ακούσεις, θ' αναρωτηθείς ποια πηγή αναβρύζει τέτοιους στίχους.

Το νερό είναι η πρωταρχική πηγή ζωής.

Η γυναίκα - μητέρα είναι ο πρωταρχικός φορέας ζωής.

Το νερό σημαίνει διαφάνεια, ροή και ενέργεια.

Η γυναίκα - μητέρα σημαίνει αμεσότητα, συνέχεια και σύνδεσμος.

Εκείνο που ενώνει τα ποιήματα είναι η έντονη αίσθηση ότι μητρότητα σημαίνει μία υπέρβαση, ότι το υδάτινο στοιχείο είναι εδώ για να ενώσει τη φωνή του με το γυναικείο σώμα  και να μιλήσουν ανοιχτά μαζί για τη νέα ζωή που αναδύεται, για τη νέα μητέρα που γεννιέται.

Η ποίηση της Μπιλμπάο είναι βιωματική και γι' αυτό πέρα για πέρα αυθεντική. Τοποθετεί τον εαυτό της μέσα σ' έναν κόσμο που η ίδια έχει επιλέξει να ζήσει και δεν της έχει επιβληθεί, όπου ο ρόλος της μητέρας δεν έπεται ότι έχει δεδομένα χαρακτηριστικά, αλλά είναι σε αναζήτηση μιας νέας ερμηνείας, όπου η ρευστότητα είναι ένδειξη μετάβασης και όχι αμφιθυμίας. Το πεπρωμένο της γυναικείας ταυτότητας ενώνεται με τον ιστορικό χρόνο, όχι για να του προσδώσει μια συνέχεια που θεωρείται αναμενόμενη, αλλά για να τιμήσει όλες τις γυναίκες που προηγήθηκαν και να μιλήσει για εκείνα που δεν τόλμησαν να πουν.  Το γυναικείο σώμα είναι παρόν ως πηγή ζωής που εμπεριέχει τόσο την ηδονή όσο και τον πόνο.

Το νερό διατρέχει όλα τα ποιήματα, ανοίγει ρωγμές, βουλώνει πόρους, υψώνει τη στάθμη του, γίνεται θάλασσα, εξατμίζεται κι εμφανίζεται σαν τη βροχή, πλένει, ποτίζει, ρέει, πνίγει, αναβλύζει, οι λέξεις στάζουν αμνιακό υγρό, ιδρώτα και σάλιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι και τα τέσσερα μέρη της συλλογής  φέρουν επιγραφές που σχετίζονται με το υδάτινο στοιχείο: σπάω νερά, σάλιο, παλίρροια, νεροχύτης.

Στο εισαγωγικό ποίημα, συνειδητοποιούμε ότι η μάνα γεννήτορας μπορεί να έχει οποιαδήποτε προέλευση, διότι, όπως λέει η ποιήτρια, "όλοι γεννιόμαστε από μια μάνα που αγνοούμε". Όμως,  έτσι αρχίζει η σχέση μάνας και κόρης, κτίζεται ξανά εκ βάθρων, καθώς η κόρη με την εγκυμοσύνη και τη γέννα της αντιλαμβάνεται πλέον ξεκάθαρα τη θέση που είχε βρεθεί η μητέρα της όταν τη γέννησε.

Στο πρώτο μέρος, το αμνιακό υγρό μοιάζει να εμποτίζει τη σχέση μητέρας και παιδιού με τα συστατικά μιας γνωριμίας, όπου μόνο η αίσθηση του ξεχωριστού άλλου θα παράσχει τα θεμέλια μιας υγιούς σχέσης. Διότι το αμνιακό υγρό θα πάψει κάποτε να είναι ο φιλόξενος τόπος του βρέφους και θα γίνει μια λίμνη που άδειασε, ένας δίαυλος που κυλά ως τη θάλασσα ενός νέου, απρόβλεπτου κόσμου. Όπως λέει η ίδια:

"με ηρεμεί η αποδοχή πως αυτή η προέκταση η δική μου δεν είμαι εγώ.
Και μόνο τότε κολυμπώ ελαφρώς πιο ελεύθερη".

Στο επόμενο ποίημα αναφέρει:

"οι δίοδοι είναι πάντα ξένοι.
Οι μάνες είμαστε τόποι περαστικών".

Δε γνωρίζουμε άλλη ποιήτρια που ν' αφιέρωσε στίχους σε μια τόσο σημαντική στιγμή, στο απόγειο της εγκυμοσύνης, στο λεγόμενο σπάσιμο των νερών. Κι όπως τόσο εύγλωττα γράφει η Μπιλμπάο "έσπασα σαν ένα σκεύος/ έτοιμο να ξεχειλίσει". Και ο γιος της, που είχε ανοίξει έναν "χώρο άγνωστο μέσα στη μάνα του", είναι τώρα έτοιμος να βγει στο άγνωστο αυτού του κόσμου, χωρίς τον ομφάλιο λώρο που τον συνδέει μαζί της, χωρίς τους  απόμακρους, μυστηριώδεις ήχους που τον συνόδευαν μες στην κοιλιά της, χωρίς τα δάκρυα, τον ιδρώτα και τα ουρλιαχτά της, όπως τα βίωνε από τον έσω κόσμο της μάνας του. Κι η μάνα καλείται να συμφιλιωθεί με το πλάσμα που έφερνε μέσα της, αλλά δεν το έβλεπε, δεν το αγκάλιαζε, δεν το ξεχώριζε από την ύπαρξή της για εννέα μήνες. Πόσο αλλόκοτη, πόσο πολύπλοκη, πόσο υπέρχειλη από συναισθήματα φαντάζει, λοιπόν, η πρώτη φορά που φέρνει πάνω της το νεογέννητο για να το θηλάσει!

Στο δεύτερο μέρος με τον υπότιτλο "σάλιο" έχουμε έντονη την αίσθηση της αφής κι ακόμα περισσότερο της γεύσης. Το μωρό κλαίει και τη ραίνει με δάκρυα, το μωρό θηλάζει  και τη γεμίζει με σάλια, το μωρό ουρεί και τη λερώνει, παντού είναι παρόν το υγρό στοιχείο. Αλλά ειδικά το σάλιο, αυτό το έκκριμα των σιελογόνων αδένων που αποτελείται κυρίως από νερό, αυτό το αποκαλούμενο "αίμα της στοματικής κοιλότητας", είναι μια συνεχώς ανανεούμενη πηγή ελέγχου και αφομοίωσης τροφής στο στόμα και όχι μόνο. Σε μια ποιήτρια, όπως η Μπιλμπάο, δε θα μπορούσε να μείνει αναξιοποίητο το γεγονός ότι από το στόμα εκπηγάζουν κι οι λέξεις, αυτή η αέναη τροφή του λόγου, που με το σάλιο της σκέψης εκφράζει τα νοήματα και τις επιθυμίες μας.

Όμως, η ποιήτρια το εκτείνει ακόμα πιο πέρα, μιλώντας και για μια σωματική γλώσσα, μια γλώσσα που συνιστά το μέσον επικοινωνίας της με ένα πλάσμα που δε μπορεί ακόμα να αρθρώσει λέξη, αλλά αισθάνεται: κοιτάζει γύρω του και συλλέγει πληροφορίες, αφομοιώνει συμπεριφορές, αγγίζει και περιεργάζεται, ακούει και αποτυπώνει, θυμάται στιγμές από τη ζωή στην κοιλιά και τις ανακαλεί, μαθαίνει αργά αργά έναν καινούργιο, θαυμαστό κόσμο που του δόθηκε από το πουθενά. Γράφει προς το νεογέννητο η Μπιλμπάο: "η φύση αποφάσισε εκ μέρους μου/κανείς δε θα πει τ' όνομά σου /καλύτερα από το σώμα μου".

Ταυτόχρονα, παραδέχεται ότι "όλοι μας έχουμε ανάγκη/ να επανακτήσουμε μάνα, σπίτι, γλώσσα..." και πιο κάτω "θα 'θελα... στα χέρια μου να φώλιαζε η γλώσσα/ και να μη μου φεύγαν τα ονόματα στο δρόμο". Η μάνα - ποιήτρια, προσπαθεί να νοηματοδοτήσει ποιητικά αυτό που της συμβαίνει, προσδίδει στις λέξεις μια  νέα διάσταση, γράφει και ξαναγράφει, αλλά θέλει αυτό που γράφει να σφύζει από ζωή, όπως το πλάσμα που κυοφόρησε και έφερε στον κόσμο. Θέλει "να στραγγίζει τις λέξεις/ να τις απογυμνώνει από το εναπομείναν υγρό", αλλά ταυτόχρονα καλεί τον αναγνώστη να "σκίσει τη σελίδα, αν δεν τη νιώθει να πάλλεται".

Στο τρίτο μέρος με τον υπότιτλο "παλίρροια", η μητρότητα αρχίζει να γίνεται ένα κυρίαρχο στοιχείο διαλόγου με τη ζωή. Η μητέρα συνειδητοποιεί ότι έχει να επιτελέσει έναν ολότελα νέο, σημαίνοντα ρόλο, συγκρίνει, μαθαίνει, επικοινωνεί, επαναπροσδιορίζει πράγματα, όχι χωρίς αναστολές, όχι χωρίς δισταγμούς, όχι χωρίς αγωνίες. Η άμπωτις και η πλημμύρα των συναισθημάτων που τη διαποτίζουν, για να μην ξεχνάμε το υγρό στοιχείο, φορτίζουν τη μητέρα με επιπλέον ενέργεια, προκαλούν έντονες σκέψεις για ό,τι βιώνει τόσο η ίδια όσο και αμέτρητες ακόμα μητέρες γύρω της. Διότι η νέα μητέρα δεν είναι μόνη της. Ανήκει σε μια κοινωνία, εντάσσεται στο ρου της ιστορίας, συναισθάνεται το φορτίο που φέρει πριν και μετά τη γέννα και συνδιαλέγεται με νέους όρους με τους γύρω της.

"Η τέχνη του να είσαι μάνα" όπως την αποκαλεί, συνοδεύεται, κατ' αρχάς, από μια σειρά κινήσεων/δραστηριοτήτων, που, στο πρώτο ποίημα της ενότητας αυτής, αποδίδονται πολύ εύστοχα  σε στίχους που ξεκινούν με μετοχές των ρημάτων, οι οποίες τις  προσδιορίζουν. Έπειτα, η ποιήτρια αντιδρά, κάνοντας επαναληπτική χρήση του ρήματος "βρυχώμαι",  επιτείνοντας έτσι  την αίσθηση ότι αυτό που βιώνει είναι μια  κατάσταση σύνθετη που προϋποθέτει την ελεύθερη επιλογή, την αποδοχή και τη συμφιλίωση με τη μητρότητα.

Η ποιήτρια, μητέρα και γυναίκα Λέιρε Μπιλμπάο μιλάει στα επόμενα ποιήματα για τις αμφιβολίες της, τις επιθυμίες της, τους αναλογισμούς της, προβαίνει σε έναν διάλογο με τον εαυτό της κάνοντας χρήση ενός σύγχρονου μέσου:

"σήμερα μου τηλεφώνησε η μάνα που δε θέλησα να γίνω./ Ήθελε να μάθει πώς είμαι./ ... της είπα πως με κατοικεί μια ευτυχία ανησυχητική".

Η ποιήτρια δε βλέπει ποτέ μονοδιάστατα το θέμα της μητρότητας. Κοιτάζει  μπροστά προς το παιδί της και ταυτόχρονα κοιτάζει πίσω προς τη μητέρα της. Νιώθει πως είναι ο κρίκος μιας μακράς αλυσίδας, μόνο που ο κρίκος της κομίζει κάτι νέο, μια συνειδητότητα που μοιάζει να μην είχαν οι προηγούμενες γενιές, μια αγάπη που δεν αποζητά ανταπόκριση, που είναι εντελώς ανιδιοτελής και αδιάσπαστη από το ίδιο το γεγονός της μητρότητας. Όπως γράφει η ποιήτρια, "αυτό που οφείλουμε να ονομάσουμε αγάπη/ είναι κάτι μονομερές και αδιάρρηκτο/ μια κληρονομιά δίχως την υποχρέωση αποδοχής".

Και περνάμε στο τέταρτο και τελευταίο μέρος με τον υπότιτλο "Νεροχύτης". Εδώ, όλα έχουν αναπροσαρμοστεί και οδεύουν με σιγουριά στον ανοιχτό δρόμο της μητρότητας. Εδώ επεισέρχονται και άλλοι παράγοντες που η ποιήτρια δεν επεξεργάστηκε στις προηγούμενες ενότητες, ακριβώς για να μη διασπάσει την ομοιογένειά τους. Μιλάει για τη μάνα του συντρόφου της, που, επίσης, δε μπορεί παρά να λειτουργήσει ως μητέρα και, μάλιστα, διπλά μητέρα, μιλάει για τα ρουχαλάκια του παιδιού, για το μαγείρεμα του μπακαλιάρου το μεσημέρι που αφορά ένα ακόμα στόμα, μιλάει για τα νέα πράγματα που κάνει ή συναντά στο σπίτι. Και το νερό αποκτά μια νέα πτυχή για τη  μητέρα, καθώς ο νεροχύτης υποδέχεται το μαλακτικό από τα πλυμένα ρουχαλάκια, το σαπούνι από τα πλυμένα σεντόνια, αλλά και τα λέπια από το καθάρισμα του μπακαλιάρου.

Η ποίηση της Μπιλμπάο συνομιλεί ευθέως με την πραγματικότητα, μας εισάγει και μας περιάγει στον κόσμο μιας νέας μητέρας, απ' όπου μας μεταφέρει την αίσθηση μιας πλοήγησης, όπου και σήμερα που μιλάμε, πολλούς μήνες μετά το σπάσιμο των νερών, αισθάνεται ακόμα ότι κολυμπάει, ότι κολυμπάει μέσα στο σπίτι. Αλλά, διευκρινίζει, ότι "για να κολυμπήσει κανείς μες στο σπίτι/ θα πρέπει κατ' αρχήν να έχει ένα σπίτι/ να διαθέτει νερά δικά του και πνιγμούς προσωπικούς". Και καταλήγει, τονίζοντάς το με κεφαλαία γράμματα: "ΔΕ ΘΑ ΓΙΝΩ ΟΠΩΣ Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ". Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, παραδέχεται ότι "στήθη της από γάλα, (είναι) οι πηγές της Γυναικείας Ιστορίας". Και κλείνει το τελευταίο ποίημα με μια έξοχη, επιβλητική εικόνα, με τη μάνα να ίπταται χαμηλά πάνω απ' την κούνια του μωρού σαν άγριο ζώο, σαν αετός θα λέγαμε εμείς ή σαν αγριοπερίστερο.

Η συλλογή περιέχει 30 ποιήματα. Κανένα δε φέρει τίτλο και όλα διαθέτουν ευκρινείς στροφές, όπου η επανάληψη διαδραματίζει έναν ρόλο που κινητοποιεί και ωθεί το κάθε ποίημα προς την ολοκλήρωσή του. Κάποια ποιήματα θα μπορούσαν να παρασταθούν ή και να μελοποιηθούν. Όλα μαζί συνιστούν μια χαλαρά αφηγηματική ενότητα. Σε κάθε περίπτωση, η ποίηση της Μπιλμπάο έρχεται να μας συναντήσει με εφόδιο την ειλικρίνεια, την αμεσότητα του βιώματος, την πλούσια ανάπτυξη του θεματικού υλικού. Αυτή η περίτεχνη σύνδεση της νέας μητέρας με το υδάτινο στοιχείο αποδεικνύεται τόσο συναρπαστική όσο και αληθινή και δε μπορεί παρά να παρασύρει εμάς τους αναγνώστες της στο ρεύμα μιας γνήσιας αίσθησης μητρότητας, αγάπης και συνέχειας της ζωής. Την ευχαριστούμε για όλα όσα μας έκανε να νιώσουμε!