Top menu

"Νεφελώδης πόλη". Ένα διήγημα της Ρακέλ Μαρτίνεθ-Γκόμεθ

 

«Ο λόγος της Ρακέλ Μαρτίνεθ-Γκόμεθ είναι χειμαρρώδης και αισθαντικός. Η μουσικότητα των λέξεων που πέφτουν βροχή πάνω στο χαρτί μαζί με το έντονο συναίσθημα συνθέτουν αυτή την ποιητική αφήγηση».

Το διήγημα αυτό της Ρακέλ Μαρτίνεθ-Γκόμεθ  δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα ισπανικά και σε μετάφραση στα αγγλικά από τον Peter Bush στο βιβλίο European Stories (Ευρωπαϊκές Ιστορίες), το 2018 στο Βέλγιο, από την κοινοπραξία για το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, έχει συμπεριληφθεί στην έκδοση του τελευταίου μυθιστορήματος της Raquel Martínez-Gómez «La máscara del Rey Maya». Απο τις εκδόσεις Βακχικόν κυκλοφορεί το μυθιστόρημα της συγγραφέως Σκιές του μονόκερου (EUPL 2010). 

Μεταφράζει η Τίνα Τερζιώτη

 

Στον δρόμο για το αεροδρόμιο τα χέρια μου είχαν ακόμη τη μυρωδιά από sardinhas[1]. Ο οδηγός του Δημαρχείου της Λισαβόνας έδειξε τη γέφυρα που διασχίζει τις εκβολές του ποταμού Τάγο, χτισμένη την εποχή του δικτάτορα Σαλαζάρ, που αργότερα μετονομάστηκε σε γέφυρα της 25ης Απριλίου. Τα λόγια του με απέσπασαν για λίγο από την εμμονή μου με αυτή τη μυρωδιά κολλημένη στ’ ακροδάχτυλά μου. Πολλές Ισπανίδες[2] θαυμάζαμε την Επανάσταση των Γαρυφάλλων κι επίσης το γεγονός ότι στη χώρα δεν αποκαταστάθηκε η μοναρχία, αυτός ο ελεεινός ζυγός που στην άλλη πλευρά της Χερσονήσου τροφοδοτεί την νωθρότητα και τη μιζέρια μας. Παρατήρησα το περίγραμμα μιας ανοιχτής στον ωκεανό Λισαβόνας καθώς ο νους μου κατασκεύαζε ένα πολυεπίπεδο κολάζ από άλλες επαναστάσεις. Έπεφταν όλες βροχή: επέστρεψα σ' εκείνο το χαμόγελο στο μουσείο που χάνεται ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Λάμψεις ουτοπίας και δυστοπίας της πόλης, ο ρυθμός των παλμών μιας καρδιάς που εδώ και καιρό είχε πάψει να δονείται, έχοντας πέσει σε λήθαργο από την υπερβολική δόση γραφειοκρατίας. Το μπλε των ματιών του πατέρα πλαισιωμένο από σκιές κάτω από τα μάτια που είχαν επιδεινωθεί από το jet lag και τη βραδινή φροντίδα. Ακούσαμε τις ιστορίες ρατσισμού στο Padrão dos Descobrimentos[3]: δουλεία και ανθρωποφαγία, εξαναγκασμός των Εβραίων σε αλλαξοπιστία, μορφές αγίων που υψώνονταν πάνω από ανθρώπους διαφορετικού χρώματος. Μεξικανικές εικόνες σ’ εκκλησίες από τις αλλοτινές περιηγήσεις μου. Ξύπνησε ένα συναίσθημα που με οδηγούσε σε αυτό που ήμουν κάποτε. Αντιβασιλεία, κατάκτηση, λευκοί, μιγάδες. Όχι, οι ιθαγενείς δεν μετρούσαν. Η λήθη. Η αφήγηση  μιας εξέλιξης που επέτρεψε την αναπαραγωγή μαύρων Χριστών. Και γι’ άλλη μια φορά ο παλμός εκείνων των εικόνων από ένα μέλλον που επρόκειτο να έρθει, που μας έκαναν να ονειρευόμαστε την επέκταση των φυσικών συνόρων της πόλης: εξέδρες στη θάλασσα, σμήνη κτιρίων που θ’ αντλούσαν την ενέργειά τους από το νερό. Η σχολή αρχιτεκτονικής όπου έμαθε για δασκάλους που παραμόρφωναν τα κτίριά τους με καμπύλες. Το Εθνικό Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Μεξικού (UNAM) που ήταν και δικό μου. Κάτι φτερούγισε μέσα μου. Ο ταραχώδης σφυγμός κομματιών μιας πόλης που πρόσφερε ελάχιστους χώρους πρασίνου: εργοστάσια, ουρανοξύστες, χώροι όπου στοιβάζονταν απορρίμματα, ραδιενεργά απόβλητα. Οι αφηγήσεις έπεφταν βροχή. Μοιραζόμασταν έναν ενθουσιασμό που ξάφνιαζε τα μάτια μας. Ένιωθα να επιστρέφω στο Μεξικό και τις εμπειρίες που μου είχε προσφέρει. Για αρκετό καιρό πάλευα ν’ αγνοήσω την έξαψη που μου προκαλούσε. Πάντα ένιωθα ότι μ’ έσκιζε στα δύο. Ένα προμήνυμα που ήταν ακόμη ακατανόητο. Ξανά κοντά, να μου θυμίζει ότι κατά κάποιον τρόπο δεν είχα φύγει ποτέ.

Στο αυτοκίνητο του δήμου, στον δρόμο για το αεροδρόμιο, έβγαλα ένα υγρό μαντηλάκι που κάποια μέρα είχα προνοητικά φυλάξει στην τσάντα μου. Καθάρισα τα δάχτυλά μου απολαμβάνοντας αυτή την αίσθηση που είχε κατακλύσει το σώμα μου και που ακόμη δεν είχε χαθεί. Τα χέρια μου ένιωθαν την ανάγκη ν’ αγγίξουν κάτι που εξαφανίστηκε. Εκείνη τη στιγμή, ο σοφέρ αναφερόταν στο ρωμαϊκό υδραγωγείο, αλλά τα πορτογαλικά του ήταν πυκνά και δεν κατάφερα ν’ αποκρυπτογραφήσω τελείως τα λόγια του. Ο Ατλαντικός συγκρούστηκε με το βλέμμα μου. Ήταν πάρα πολύ το νερό που θα μας χώριζε. Μια χαραμάδα πιθανότητας αμυδρή, όπως οι αρχιτεκτονικές μεταβάσεις αυτής της πορτογαλικής σχολής. Δεν έχει καμία σχέση με τον παλμό, με αυτόν τον υπερβολικό ρυθμό που είναι αδύνατο να εξαλειφθεί μ’ ένα υγρό πετσετάκι, όσο και αν κατάφερε να μειώσει την έντονη μυρωδιά από sardinhas.

Ακολουθούμε τους Μαξ Άουμπ, ΡεμέδιοςΒάρο, Ντιέγο Ριβέρα, Σικέιρος, Τρότσκι… Χτύπος που σου βγάζει την καρδιά από το στόμα. Έτσι είναι η τέχνη, σαν τις επαναστάσεις. Η Λισαβόνα φαίνεται τώρα πιο κοντά στη Λατινική Αμερική. Στη συζήτηση μπλέκεται η κουβανική επανάσταση: ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας, ο αγώνας ενάντια στον Ματσάδο ή τον Μπατίστα… Το καθήκον να βάλεις το λιθαράκι σου, όπως έχει πει ο Χοσέ Μαρτί. Υπάρχουν ζωές που δεν χωράνε στις χούφτες μας. Η φυγή στο Μεξικό, η Γαλλίδα γιαγιά που ήταν η καταγωγή των ανοιχτόχρωμων ματιών. Η ανακάλυψη στο Παλένκε του τάφου που ίσως ήταν του K’inichJanaab’ Pakal[4]. Η ιστορία μετακινείται και ηχεί ο ωκεανός, ανοίγοντας πάντα δυνατότητες, δίνοντας ρυθμό σε αυτά τα λόγια. Αγώνες ενάντια σε μητροπόλεις που μέσα σε αυτές είναι και η δική μου. Η ευφυΐα αρνείται τις απλοποιήσεις. Ισπανίδα, Μεξικανή, Κουβανή… Δεν είναι ανάγκη να το κάνω σαφές. Το καταλαβαίνεις χωρίς να χρειάζεται να μεσολαβήσουν τα λόγια μου.

Μαντάμ Μποβαρύ; Το τυχαίο ρεπερτόριο των συναισθηματικών κόμπων. Από το ταξί σε σκέφτηκα να τελειώνεις το γεύμα σου και να κοιτάζεις τη θάλασσα. Σύντομα θα διέτρεχες τις αίθουσες ενός άλλου μουσείου. Μάσκες. Θυμάμαι το προσωπείο όταν πέφτει. Είναι απλώς ένας πίνακας ζωγραφικής. Ίσως αισθανόσουν την απουσία μου ή αναζητούσες κάποιον άλλον ακροατή. Ωστόσο, το πιθανότερο είναι να μην μπορέσεις να βρεις τον ρυθμό αυτού του παλμού. Χτυπά απαράλλακτα χαμηλά στην κοιλιά μου, παραμένει ανέγγιχτος. Αναγνωρίσαμε έναν κόσμο που κατανοούσαμε, βιβλία με υπογραμμισμένες τις ίδιες παραγράφους, με σχόλιαστο περιθώριο. Κοινές συντεταγμένες σ’ ένα αχανές και ασύλληπτο σύμπαν. Ο ρυθμός των τόνων πάνω στα ιερογλυφικά των Μάγια. Η αρχαιολογία που επίσης πυροδοτεί επαναστάσεις. Η μορφή του πατέρα που σε κάνει να τρέμεις,𑁉 αυτή του δικού μου που ακόμη με συγκινεί. Το μοσχαρίσιο φιλέτο σενιάν. Ναι, μου αρέσει σενιάν, αν και ξέρω ότι καθώς περνούν οι μέρες το αίμα στεγνώνει. Είδες; Καλύτερα να μην ξανακοιτάξω. Υπάρχουν σπηλιές που δεν λένε καληνύχτα. Σχεδόν σου ζητούν να συνεχίσεις στον διάδρομο. Βγάζω ένα-ένα τ’ αντικείμενα από την τσάντα μου ψάχνοντας το κλειδί μου. Επιτέλους το βρήκα. Τώρα ναι, καλύτερα να πάω για ύπνο. Κλείνω την πόρτα και στο σκοτάδι επιστρέφει η μίξη του πράσινου με το βιολετί. Ένα νέφος που αναδύεται από την έκρηξη ενός κτιρίου. Ένα μωρό που κλαίει το βράδυ. Σε φαντάζομαι ν’ ανάβεις το φως σ’ ένα σπίτι στην περιοχή της Λα Κοντέσα. (Το σπίτι που αργότερα τρέμει από τον σεισμό[5], που ταρακουνιέται με ολόκληρη την πόλη). Το νέφος εξακολουθεί άσβεστο όταν επιστρέφεις και μέσα στο σκοτάδι νιώθεις κι εσύ τον χτύπο της καρδιάς όταν το παιδί παύει να κλαίει. Κεφάλια των Μάγια σ’ έναν ιερό ναό. Ο Μεγάλος Ναός. Το Εθνικό Μουσείο Ανθρωπολογίας όπου πέφτει βροχή όλο το νερό του ωκεανού. Δεν είχα δικαιολογία να μη γυρίσω. Είναι σαν να πρέπει να μάθεις και πάλι τα βασικά. Φιλιά που είναι αδύνατο να δοθούν. Όλα επιστρέφουν στη θέση τους στο Τενοτσιτλάν ενώ η Λισαβόνα χάνεται και συρρικνώνεται στο πράσινο-μωβ νέφος. «Όχι, όχι, δεν πρόκειται γι’ αποτυχία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής𑁉 είναι η αποτυχία ενός κοινωνικού σχεδίου που δεν υλοποίησε τις κατάλληλες πολιτικές». Τολτέκας, Ολμέκας… Οι Μάγια εξαλείφθηκαν διότι κατάφεραν να επαναστατήσουν εναντίον των ιερέων τους.  Αποτύχαμε επειδή δεν καταφέραμε να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλον; Η διαγώνια απόσταση εμποδίζει τη συγκέντρωση. H καρδιά που δονείται ρυθμικά και δεν μπορεί να συγχρονιστεί μ’ εκείνη την κατάσταση που ακολουθεί.

Θέατρο ή μουσική. Δεν υπάρχει σύμπτωση. Το να φύγεις από τον Φλωμπέρ αφήνει ίχνη στα παπούτσια. Είσαι ορατός, αλλά δεν θέλω να ξέρω περισσότερα. Η παράσταση έχει κολλήσει στο βλέμμα μας. Μιλάω με την παρέα μου: σύγχυση, συναισθηματική ταύτιση. Σας βλέπω που χαμογελάτε. Διακρίνω την μεταδοτικότητα που αιωρείται στον τόνο σας. Το κάστρο του Αγίου Γεωργίου και το ηλιοβασίλεμα που μας χαρίζει όλη τη θέα της Αλφάμα. Οι αραβικοί πύργοι υφαίνουν ιστορίες που, ομοίως, απογειώνουν την επιθυμία μας. Δεν θέλω να εκβιάσω καταστάσεις. Παίρνω μια ανάσα και προσπαθώ να αποστασιοποιηθώ για να καταλάβω τι συμβαίνει. Περιμένουμε ένα δείπνο που  αποπνέει μουσική. Με περιτριγυρίζουν ιστορίες της Κεντρικής Αμερικής. Τα νάουατλ στάθηκαν στον ουρανίσκο μου, μαζί με τις sardinhas. Η μυρωδιά από εκείνη τη νύχτα είναι αυτή που ακόμη διατηρώ ανάμεσα στα δάχτυλά μου, αυτή που παρέμεινε αφότου εγκατέλειψα την πόλη. Οι γέφυρες πάνω από τον ποταμό Ντουέρο δεν φτάνουν μέχρι τα ερείπια των Μάγια. Από τα χέρια μου στραγγίζει μια ασηψία που έχει αρχίσει να μου προκαλεί πλήξη. Μου είναι άγνωστη αυτή η γυναίκα. «Noussommestous des MadameBovary» σκέφτηκα ότι θα έλεγε ο ηθοποιός που υποδύεται τον Φλωμπέρ. Αλλά το έργο ολοκληρώθηκε με αυτά τα λόγια: «Elleva a mourir, ettoi, ettoi…». Μας έδειχνε με τα δάχτυλα «MaisMadameBovaryvivratoujours». Το μήνυμα ερχόταν ξεκάθαρο και δυνατό, σαν από πολύ μακριά και πολύ κοντά ταυτόχρονα. Ο Τόμας Μορ είχε καταδικαστεί. Παρορμητικά έβγαλα κάποιες φωτογραφίες. Το βλέμμα σου ξεχώριζε από μακριά. Ήταν ανυπεράσπιστο μέσα σ’ εκείνη τη φωτεινότητα. Έτσι μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί η Ισπανία σκιζόταν. Δεν είχε μουσείο μνήμης. Τόσα χρόνια αμνησίας… Το θέατρο Κολόμβος στο Μπουένος Άιρες αντήχησε και δεν άκουσα τα πουλιά στην πόλη. Η αισθητική του Τόκιο θύμιζε Bradbury και κοιταχτήκαμε ξανά συνειδητοποιώντας ότι υπήρχε μια περίεργη ταύτιση στις λέξεις. Σχεδόν προτίμησα να μη διακόψω εκείνη τη στιγμή, ήξερα ότι η πτήση μου δεν θα ήταν γαλήνια. Η εφηβεία. Πολύ καλύτερα χωρίς γραβάτα. Έπεσα πάνω της από την πρώτη μέρα, υψώθηκε σαν ασπίδα μπροστά στην αθώα ερώτησή μου. Το ασανσέρ ανεβοκατεβαίνει. Περιμένει. Το προηγούμενο βράδυ εξατμίστηκε. «Δεν πρόσεξες αν χόρεψα ή όχι ―μου είπες―, δεν με είδες». Όχι, εγώ έτρωγα μόνο sardinhas και άκουγα τις ιστορίες για άλλες πόλεις. Πάρα πολύς καιρός ζωής στο Μοντεβιδέο για ν’ αναλύσω ακόμα. Απογειωθήκαμε. Να πάω στο μουσείο ήταν σχεδόν μια ανάγκη, αναζητούσα συμβολισμούς σαν πεινασμένη. Επιστρέψατε. Κανένας μας δεν υποπτευόταν ότι η ουτοπία και η δυστοπία θα μας μιλούσαν εκείνο το απόγευμα. Υπάρχει ένα πάρκο μέσα στο μουσείο. Με τρομάζει η ιδέα ότι το μέλλον θα είναι έτσι. Ίσως το κτίριο artdeco που θα έπρεπε να βρίσκεται εδώ δεν ήταν παρά μόνο μια ψευδαίσθηση. Ελάχιστη σημασία έχει. Η Μαντάμ Μποβαρύ ξαναγύρισε. Ας ήταν μόνο μια αθώα χειρονομία που θέτει τη ζωή μου σε αυτά τα χέρια που πια δεν είναι νεανικά. Είδα τις σελίδες του Φλωμπέρ να πετούν πάνω από το κεφάλι μου. Δεν μ’ εκπλήσσει που οι ηθοποιοί μας ανακρίνουν. Οι εικόνες στην έκθεση ήταν επίσης πραγματικών πόλεων. Το να τις δούμε, κρεμασμένες στον τοίχο, μας βοήθησε να κατανοήσουμε το πλασματικό του πραγματικού. Έτσι ζούμε, αλλά το μόνο πράγμα που ενδιαφέρει την Μποβαρύ είναι ο φρενήρης ρυθμός αυτού του παλμού. Δεν υπάρχει τρόπος να κρίνουμε. Δεν υπάρχει πλαίσιο. Η κιθάρα ηχεί, ακούγεται σαν φάντο. Όχι, δεν φτάνει τώρα ο ήχος σε μένα. Υπάρχει ένα προσωπείο που μου είναι δύσκολο να συγκρατήσω. Είναι πιο εύκολο να το γράψω. Επανάσταση. Έχουμε αναμείξει την ιστορία. Τα πολιτιστικά απομεινάρια επίσης προκαλούν αντιστάσεις. Γνωρίζουμε τα ερείπια. Δεν υπάρχει δυνατότητα να γίνει πάνω στις στάχτες. Τα βήματα πάνω στο τεχνητό πάρκο είναι ακόμη ζεστά.   

Προχώρησα στην σκοτεινή αίθουσα που παλλόταν από τον ρυθμό της πόλης. Ένα τέλειο σκηνικό για να ξεκινήσει η παράσταση. Είχα απομονωθεί. Δεν υπήρχε κανείς άλλος. Το αντιλήφθηκα. Ήταν προφανές ότι θα ερχόσουν. Σε άφησα όπως κάποιος που δραπετεύει από το αναπόφευκτο, αλλά το μουσείο χάραξε τη διαδρομή. Όχι, το επαναλαμβάνω, δεν ήταν αποτυχία αυτές οι κατασκευές. Ήταν εκείνη η τεράστια ανισότητα που σκίαζε τα έργα. Τότε λοιπόν, γιατί είχαν πολεμήσει οι παππούδες μας αφού οι δυστοπίες εκείνων των κοινωνιών γέμιζαν τους τοίχους των μουσείων; Η πρόκληση αυτών που κρέμονται από τα τείχη. Ύστερα μου έδειξες τη διαφορά ανάμεσα στα κτίρια που συνομιλούσαν κι εκείνα που συγκρούονταν μεταξύ τους. Επίσης, πώς να ξεχωρίζω τ’ άλλα που οι καθρέφτες κρύβουν αυτό που είναι. Η συνοδός μας θέλει να μας οδηγήσει να δούμε τα σχέδια της Μπραζίλια, αλλά καθώς παρατηρούμε αυτή την τεχνητή τελειότητα, το σημείο αναφοράς γίνεται και πάλι η Πόλη του Μεξικού. Και οι δύο προτιμάμε το χάος. Άσβεστο πάθος. Δεν ξέρω τι εννοούσα με το μήνυμα. Δεν ξέρω αν ήταν κατανοητό. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξέρει κανείς πώς να σβήσει την αμφισημία όταν η πρόθεση είναι ασαφής ακόμα και για εκείνον που την εκφράζει. Δεν θα ξεμπερδέψουμε με αυτόν τον χτύπο τραβώντας μια γραμμή. Το σύγχρονο έργο εκρήγνυται. Κάποιος αποφάσισε να κατεδαφίσει το κτίριο. Απομένει μόνο το πράσινο-μωβ νέφος. Είναι όμορφα τα κόκκινα μαλλιά της Μαριάνα. Είναι σαν μια φλόγα στη μέση ενός άδειου θεάτρου. Καλύτερα που πήγες ν’ ακούσεις μουσική. Είχες ήδη κοιμηθεί το απόγευμα. Καλλιεργείς τη διεθνή προβολή της πόλης χωρίς να κρύβεις τις ελλείψεις της. Επαναστάσεις που δεν σβήνουν όλο το νερό αυτού του απέραντου ωκεανού. Το τρέμουλο της γης έφερε τα λόγια στην επιφάνεια. Οδυνηρές αφηγήσεις για την ανθρωπότητα. Το καλύτερο και το χειρότερο πηγαίνουν πάντα χέρι-χέρι. Δεν ξέρω πώς να θέσω τις ερωτήσεις που θα φτάνουν σε σένα από μακριά. Ξέρω ότι θα μου απαντήσεις και θα ξανανιώσεις την κατάρρευση του σύγχρονου κτιρίου. Ευτυχισμένος και δυστυχισμένος ταυτόχρονα. Ακόμη δεν έχω καταφέρει να εξαφανίσω αυτή τη μυρωδιά από sardinhas από τα δάχτυλά μου. Είναι ο χτύπος αυτής της καρδιάς που πιτσιλίζει λόγια και, αν και δεν βρέχομαι, λαχταρούσα αυτή την πληγή: είναι σαν να επιστρέφω σ’ ένα σπίτι από το οποίο ποτέ δεν έφυγα. Όπως οι καλοκαιρινές πλημμύρες.  

 


 

[1] ΣτΜ: Sardinhasστο πρωτότυπο, οι σαρδέλες στα πορτογαλικά

[2] ΣτΜ: Η συγγραφέας έχει επιλέξει να χρησιμοποιεί το θηλυκό γένος για να μιλήσει για το σύνολο που περιλαμβάνει γυναίκες και άντρες

[3] ΣτΜ: PadrãodosDescobrimentosστο πρωτότυπο, το Μνημείο των Ανακαλύψεων που ανεγέρθηκε στη Λισαβόνα προς τιμήν των Πορτογάλων θαλασσοπόρων κατά την Εποχή των Ανακαλύψεων

[4] ΣτΜ: Αναφέρεται στον ηγεμόνα του Παλένκε (πόλη-κράτος των Μάγια), ΚίνιτςΧανάμπΠακάλ, ή Πακάλ ο Μέγας, του οποίου ο τάφος βρέθηκε και ανασκάφηκε στον Ναό των Επιγραφών.

[5] ΣτΜ: Αναφέρεται στον φονικό σεισμό στο Μεξικό στις 19 Σεπτεμβρίου του 2017