Top menu

"Μπλούχια". Ένα διήγημα της Ευαγγελίας Μινάρδου - Αδάμου

photo © samer daboul

«Ούι, ούι! Τι ‘ναι τούτο, μανούλα μ’! Ούι, σμάδ’ κακό! Μπλούχ’, μπλούχ’, καλέ!», άκουσε τις φωνές απ’ το σαλόνι η νύφη, τη στιγμή που ετοίμαζε τον δίσκο με τα κεράσματα για τις θειάδες. Μελαχρινή, γλυκό καρύδι και λικέρ κρανάτο, τα γεύτηκε το πάτωμα. Θρύψαλα τα τρία κρυστάλλινα ποτηράκια του λικέρ, από το καλό, γαμήλιο σερβίτσιο, θρύψαλα και τα νεροπότηρα. Ευτυχώς που αυτά τουλάχιστον δεν ήταν τα κρυστάλλινα, ήξερε αυτή τι έκανε, ε, όχι και τα καλά ποτήρια του νερού, στις γριές! Τους έφταναν τα μικρά, του λικέρ!

Μέρες τώρα, όλα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Καλά που είχε και τη φιλενάδα της η νύφη, κι ας ήτανε μακριά της, νύφη εκείνησε καμποχώρι. Τα λέγανε  κάθε απόγευμα, για όσα τις ζεμάταγαν.

Και σήμερα, τη ζεμάταγαν πολλά! «Άμα ο άνθρωπος είναι γκαντέμης, φιλενάδα…», έλεγε η νύφη, στο τηλέφωνο, στη φίλη της. «Τώρα βρήκε η κυρα-Κώσταινα να πάθει το «κεφαλιακό», που έλεγε κι αυτή για τη δική της μάνα, που έφυγε έτσι. Τώρα, που τον είχα καταφέρει, επιτέλους, τον άλλο, να ξεκουνηθεί από τον αδελφό τον έλατο κι από τα τσίπουρα, και να πάμε τα κορίτσια στη θάλασσα, για λίγες μέρες. Ξέρεις πόσα χρόνια έχουμε να πάμε για μπάνια; Καλά, δε λέω, σαν τον αδελφό τον έλατο, δεν έχει! Τι να πεις κι εσύ , που σε τρώει η ζέστα, στον κάμπο… Τουλάχιστον εμείς εδώ ψηλά έχουμε δροσιό. Τέλος πάντων… Τι έλεγα; Ααα, ναι.. Μα να μην πλατσανήσουν λίγο τα κορτσούλια; Ε, ναι κι εγώ μαζί! Τι κακό ζήτησα; Να στολιστώ το καφτάνι μου -έτσι δεν το λένε, καλέ;- να βάλω την καπελαδούρα μου, να παστωθώ τα αντηλιακά μου, ν’ απλώσω την κορμάρα στην ξαπλώστρα, να πάθει σοκ η παραλία! Ωραίο μαγιό, όμως, πήρα, φιλενάδα. Χρυσαφί, στραφταλιζέ, με παγέτες! Αν χαλάνε οι παγέτες στο νερό; Πού να ξέρω εγώ, καλέ, πήγα κι εχθές για μπάνια; Ας όψεται ο κύριος! Αλλά ξέρω εγώ, ζηλεύει! Πού να βγάλει αυτός στον ήλιο την κοιλιά, άσε που θα του κάψει και τη φαλάκρα! Ενώ εγώ… Τρεις γέννες, και κορμί λαμπάδα! Το σόι, παιδί μου! Γι’ αυτό με φάγανε, κι αυτός κι η μάνα του, διακόσα κιλά ο καθένας, ροχαλητό-τρακτέρ τα βράδια, άντε εσύ να κλείσεις μάτι! Και τη μανούλα, πάνω απ’ όλα! Πού να αφήσουμε την Κώσταινα; Τώρα βρήκε κι αυτή να πάθει το εγκεφαλικό! Εμ! Χοιρινά και λουκάνικα όλη την ώρα, τι να σου κάνει κι ο οργανισμός; Και πού να ‘λεγα στον γιατρό την αλήθεια, θα με φάει ο γιος της! Καλέ φιλενάδα! Δυο κούπες κόκκινο, γλυκόπιοτο κρασί, με ψωμιά βούτες, ήπιε αποβραδίς η κυρα-Κώσταινα! Και τα χαράματα, ασθενοφόρα! Για τα δικά μου βάσανα γίνονται όλα…

Καλά, μη φανταστείς, σιγά που έπαθε και τίποτα βαρύ! Καλέ, άσε τον γιατρό να λέει, αυτή, παιδί μου, τους δουλεύει ψιλό γαζί όλους, και πιο πολύ τον κανακάρη της! Εντάξει, δε λέω, το στόμα πήρε λίγο τα πλάγια. Αλλά δε λέει και να το κλείσει το ρημάδι το τσαούλι! Καλέ, ναι σου λέω, άμα δεν είναι μπροστά ο γιόκας της, μια χαρά με στολίζει, τη ζωή μού ροκανάει, σαν το μπλούχι! Με σταυρώνει! Κι εγώ, με ξέρεις εσύ τώρα, κουβέντα δεν της αντιγύρισα ποτές, καθώς με έμαθε η μάνα μου. Κάτω τα μάτια, λόγια λίγα. Μα σώθηκε κι η υπομονή μου, τόσα χρόνια πια. Τρεις κοριτσάρες έκαμα και λέει δεν έκανα στον γιο της «παιδιά»! Και τι είναι, κυρά μου, τα κορίτσια μας, γατιά; Όχι, σε ερωτώ!

Τα προχτές, φόρεσα το καινούριο, το κόκκινο το ξώραφο, να πεταχτώ στο μπακάλικο. Τι θες κι εσύ τώρα, καλέ; Τι γελάς; Ναι, στο μπακάλικο. Και πού να το βάλω να πάω; Άμα δεν κάνω κι έτσι, φιλενάδα, θα με πάνε! Κι ακούς εσύ; Άρχισε τον εξάψαλμο, αυτή, με το «κεφαλιακό», που τάχατες δεν μπορεί να σταυρώσει κουβέντα. Ξέρεις τι μου κατέβασε; «Πού πας, μαρή, έτσι ξεμπλέτσωτη; Τσίπα δεν έχς; Ούι, ούι, το παλικάρι μ’, τι του ‘λαχε! Ντιπ χαμένο πήγε! Του τα ‘λεγα εγώ! Αλλά δεν άκουσε τη μάνα του! Τον φάγανε οι έρωτες! Και του ‘χα εγώ… Κορίτσια σαν τα κρύα το νερά, και με προικιό! Γκαβώθκε και μου πήρε την… Φτου Κύριε!»

Ακούς, να κλαίει τον γιο της, τόσα χρόνια! Αλλά δε φταίει κανείς, εγώ, η χαζή, που έπρεπε να ‘χει καμιά νύφη με στόμα σαν και το δικό της… Μαλλί με μαλλί θα πιανόντανε! Άντε, κλείνω τώρα, γιατί καταφτάνουν όπου να ‘ναι οι θειάδες και τα πρωτοξάδερφα, να δούνε τη γιαγιά. Πάλι τα ψησίματα και τα πλυσίματα θα με φάνε... Ο γιος διάταξε κοψίδια, κι απόψε! Σαν τη μάνα του θα πάθει κι αυτός, με τόσο τσίπουροκαι φαΐ. Τι να του κάνω; Ας όψεται που τον αγάπησα. Είναι γκαβός ο έρωτας, φιλενάδα! Το είπαν κι οι αρχαίοι! «Άντε κλείσε, κλείσε, χτυπά το κουδούνι!»

Έτρεξε η νύφη να ανοίξει. Καλωσόρισε γελαστή και σεβαστική τις θείες  και τις οδήγησε στο σαλόνι. Άφησε την πόρτα ανοιχτή, να δροσίζει. Οι άντρες βγήκαν στην αυλή, που τους περίμενε στρωμένο το τραπέζι με όλα τα καλά του Θεού. Χρυσοχέρα η νύφη! Από τη δαντελωτή κουρτίνα, την ανάλαφρη, που κάλυπτε την ανοιχτή εξώπορτα, έμπαινε ένα ελαφρύ, ευχάριστο αεράκι. Έδειχνε να ‘χει κέφια. Σαν σκανταλιάρικο παιδί, έκλεινε πονηρά το μάτι. Καρδιά καλοκαιριού, μα στο ορεινό χωριουδάκι, το τυλιγμένο στα ελάτια, στις καστανιές και στα αιωνόβια τα πλατάνια, με τα νερά να τραγουδούν κελαρυστά στα πέτρινα σοκάκια, η δροσιά, ροδοκόκκινο κοριτσόπουλο, σεργιάνιζε λαχταριστή στις λουλουδιασμένες αυλές. Ήταν ένα ζωγραφιστό χωριό, που είχε προίκα του όλες τις ομορφιές της πλάσης. Κι ανθρώπους ήσυχους, αγνούς, καλοσυνάτους. Τέτοια ήταν κι η κυρα-Κώσταινα, το μολογούσε όλο το χωριό. Λεβέντισσα. Μα για τη νύφη…

Κάθισαν οι τρεις θείες στους καναπέδες του σαλονιού, κοντά στην πολυθρόνα της Κώσταινας. Πρωτύτερα η νύφη την είχε μπανιάρει, την είχε βάλει και κολόνια, να μοσχομυρίζει. Κάθε απόγευμα, τα ίδια,  δε στηριζότανε καθόλου στα πόδια της η γιαγιά μετά το «κεφαλιακό». Την πήγαιναν σηκωτή ο γιος κι η νύφη στο μπάνιο, την κάθιζαν στη λεκάνη και την έπλενε η νύφη. Μπορεί να την έκαιγε η πεθερά, όμως άνθρωπος ήταν, ντροπή να την αφήσει να σαπίσει. Ποτέ δε θα το έκανε αυτό. Μα πάει η μέση της…

Μόλις η Κώσταινα είδε τις αδερφές της, κούνησε λίγο το κεφάλι κι έκανε νόημα αμίλητα,δείχνοντας το δεξί της χέρι, που ακουμπούσε άνευρο στο μπαστούνι της. Μια μικρή, ελάχιστη κίνηση, που μαρτυρούσε πως δεν μπορούσε να σηκώσει το χέρι ούτε λίγο. Δε μίλησε, μα άρχισε ένα «ούι, ούι...» πολύ σιγανό μοιρολόι. Δάκρυσαν μαζί της κι οι θειες. Πού ήταν η Κώσταινα η περήφανη, που τραγουδούσε στα νυχτέρια «Ανάθεμα ποια μου ‘ριξε τα μάγια στο πηγάδι…», κι ανασταίνονταν κι οι αποθαμένοι…

Ετοίμαζε στην κουζίνα τώρα η νύφη τα κεράσματα. Κι άκουσε τις φωνές. «Μπλούχ, μπλούχ!» Παρέλυσε. Έφυγε ο δίσκος απ’ τα χέρια της. Τι το ήθελε και το μελέτησε το μπλούχι, πρωτύτερα, στο τηλέφωνο, με τη φίλη της; Δε μελέταγε καλύτερα να κερδίσει το λαχείο; Σ’ αυτό βρέθηκε να ‘ναι ανοιχτοί οι ουρανοί; Από παιδί τα έτρεμε τα μπλούχια, καθώς τα άκουγε τα βράδια να ροκανίζουν τα καρύδια στην ψηλή καρυδιά, στο πατρικό της, δίπλα από τούτο εδώ το σπίτι, της πεθεράς. Σιχαινόταν να βλέπει τα τρύπια καρύδια, με την ψίχα μισοφαγωμένη από τα μπλούχια, στα πόδια της καρυδιάς τους. Όμως, μπλούχι δεν είχε δει ποτέ.

Έτρεξε τώρα στο σαλόνι, με την καρδιά της να σφυροκοπά. Μπλούχι; Μέσα στο σπίτι της; Και το είδε. Ένα μεγάλο τρωκτικό, κάτι που θύμιζε αρουραίο και νυφίτσα ταυτόχρονα, είχε μπει απ’ την ανοιχτή εξώπορτα, σαν απρόσκλητος, σκανταλιάρης επισκέπτης. Είχε ανέβει στο τραπέζι του σαλονιού, είπανε οι θείες, κι είχε αρπάξει στα δόντια του ένα μεγάλο καρύδι, από τη διακοσμητική πιατέλα με τα καρύδια, τα ξυλάκια κανέλας και τα αποξηραμένα άνθη. Τώρα, το ζωντανό έτρεχε ξετρελαμένο ανάμεσα στα πόδια τους, με το καρύδι ακόμα στο στόμα. Οι θείες είχαν κλείσει την εξώπορτα, μα οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι έξω. «Σμάδ’ κακό, ούι!».

Μόνο η γρια-Κώσταινα παρέμενε ατάραχη και παραφύλαγε πού πάει το μπλούχι, σαν τρελό. Κι όταν αυτό πλησίασε στην πολυθρόνα της κι έκανε τις διαδρομές ανάμεσα στα πόδια της, ξάφνου, στηρίχθηκε σε αυτά, σηκώθηκε, άρπαξε με το δεξί το χέρι το μπαστούνι της, σημάδεψε καλά σκύβοντας λίγο μπροστά και κάνοντας τρία βήματα, κι έπειτα χτύπησε με δύναμη το μπλούχι κατακέφαλα. «Σ’ έφαγα, άτιμο, που θα μου γλίτωνες! Ξέρεις με ποια τα ‘βαλες; Με την Κώσταινα!», φώναξε ο παλιός, περήφανος εαυτός της, και το μισόστραβό της στόμα γελούσε με καμάρι.

Έμειναν άφωνες οι θείες. «Θαύμα, καλέ!, η αδερφή μας γιατρεύτηκε!», φώναξε έπειτα η γηραιότερη.

Γύρισε αμίλητη η νύφη και βγήκε από το δωμάτιο,  μη δούνε, μη διαβάσουνε τα δυο της μάτια, που είχαν πάρει πυρκαγιά.

«Να δω εγώ, με το μπλούχι που ροκανίζει τη δική μου  σάρκα, που την τρυπάει και την τρώει, να δω εγώ τι θα απογίνω!», σκεφτόταν κατακόκκινη, και τα χείλη της έτρεμαν. Τα έσφιγγε δυνατά, μη βγει φωνή μέχρι τον ουρανό. Πήγε στην κουζίνα της. Ευτυχώς, υπήρχαν εκεί, πεντακάθαρα, πάνω στο τραπέζι, τα υπόλοιπα τρία κρυστάλλινα ποτηράκια του λικέρ, απ’ το καλό σετ του γάμου της. Με τι απόλαυση τα έστειλε ένα-ένα στο πάτωμα, να συντροφέψουνε τα άλλα τρία!