Top menu

"Ατάκτως ερριμμένα", του Κώστα Βασιλείου

 

Γράφει ο Νίκος Τρεμπέλας

Εν αρχή ήν ο τίτλος· αινιγματικός, πνευματώδης, αυτοσαρκαστικός, προδιαθέτει για ανατρεπτικό περιεχόμενο· ο Ξενοφών (430-355 π.Χ.) πρώτος είχε χρησιμοποιήσει τη φράση “Λίθοι και πλίνθοι και ξύλα και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα ουδέν εστίν” για να καταδείξει την αναγκαιότητα τάξης.

Ο Κ. Βασιλείου γνωρίζοντας την πιθανή δυσκολία κατανόησης διευκρινίζει στον υπότιτλο, ότι το πόνημα του είναι “ψηφίδες στην αρμονία των αντιθέσεων”, δηλαδή αναγνωρίζει ισορροπία στις αντιφάσεις και εντάσσει σε νοηματικές ενότητες υπερβάσεις ή παρεκτροπές ή αλληγορίες ή δυσπρόσιτους λόγους ή ανεξήγητες δράσεις· είναι γνώστης της σοφίας, που υποκρύπτεται στην ανατροπή της λογικής· αναζητεί πεδία πρωτόγνωρα, που δεν υπόκεινται σε καθιερωμένους κανόνες· διευκρινίζει στον πρόλογο του βιβλίου του ότι συντίθεται από “λογύδρια, ύμνους, ελεγείες, κοντάκια, σοφιστείες, παρακλήσεις, αναφορές, διασυρμούς, αρρυθμίες, ανασασμούς, οπτασίες, ερεθισμούς, προκλήσεις, στίχους”· άρα εισάγει τους φιλύποπτους στο ύφος των διηγημάτων και ξεκαθαρίζει, πως ακολουθεί ένα είδος ασύμβατης ακολουθίας· και αν ακόμη δεν έχουν πεισθεί οι αναγνώστες από την παραπάνω ρήση ακολουθεί δεύτερη βαρύγδουπη ειδοποίηση: “Ήγγικεν η εσχάτη ώρα. Τα πλήθη βυθίζονται στα πελάγη των τύψεων. Οι ατίθασοι μονολογούν, μαστιγώνοντας τις παρειές τους. Πελταστές θωρακοφόροι σκυλεύουν τα πτώματα, μαινόμενοι”. Οι αμφιβολίες λιγοστεύουν· κανείς δεν δικαιούται να φέρει αντιρρήσεις για την ταυτότητα του λόγου ή τον προορισμό των κειμένων ή την επαγγελλομένη εξέγερση ή τα ακολουθούντα ιστορήματα ή τις διαστάσεις της τέχνης ή την ομόνοια μέσα στην αναταραχή.  

Η κρινόμενη συλλογή αποτελείται από έντεκα διηγήματα, μεστά αιφνιδιασμών, λόγων και δράσης· τα δύο πρώτα Ο Χαμένος Μύθος του Τίποτα (σελ. 9) και Το Θαύμα (σελ. 36) αγγίζουν σουρεαλιστικά μηνύματα· θέλγουν με την αυτόνομη γραφή τους, τις συγκλονιστικές τέρψεις της καρδιάς· στο πρώτο ο ήρωας Υάκινθος “μειράκιο με περισσή κομπορρημοσύνη και ελάχιστη συστολή” συμφύρεται με την Ειμαρμένη, υπό τις οδηγίες του Τίποτα· “ευτελίζεται…περιπαίζοντας το είναι του γύρω από το απόλυτο μηδέν, υποβιβάζοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια”. Στο θαύμα κάποιος γέροντας “επιζητεί να αναδειχθεί σε τοπικό πρωταθλητή της ουτοπίας” και περιφέρεται έρμαιο των καιρών· Εραστής του κορμιού και της σάρκας…κλάδεψε με τις τιποτένιες του χερούκλες κόκκινα άνθη και ξύπνησε ατέλειωτες ορμές…”· συντετριμμένος διαπίστωσε ότι έπεσε θύμα υποκλοπής από έναν συντοπίτη του· “μια βαθειά συνείδηση περιφερόμενη ανά τα χωρία του φθαρτού κόσμου”· επιπλέον “βρήκε, ως επιμελής δουλευτής κάθε γωνιά της αλήθειας και έσπευσε προς άλωση των επάλξεων”.

Οι πρώτες πενήντα πέντε σελίδες της συλλογής γέμουν υπερρεαλιστικών οιμωγών, τουτέστιν ανατρεπτικών νοηματικών αλμάτων· όμως η ακολουθούμενη τεχνική συνδέει την πραγματικότητα με τη φαντασία ουρανίων σωμάτων· άλλωστε, ποιος καθορίζει τα όρια του συνειδητού;  ποιος δίνει το σύνθημα της δήωσης; ποιος συλλογάται ελεύθερα; ποιος φοβάται τους στροβιλισμούς του παράλογου; Ποιος σαγηνεύεται, όταν “και η τυχοδιώκτις του καρδιά/ ηυφραίνετο ψυχρώς, κενή αγάπης”, κατά την βροντώδη απεραντοσύνη του μεγάλου Αλεξανδρινού.

Ο απαντώμενος στα δύο αυτά διηγήματα σουρεαλισμός είναι ελεγχόμενος, άρα καθοδηγούμενος· συντελεί στην ανύψωση του ασυνείδητου, επομένως, “της απουσίας κάθε ελέγχου από τη λογική”, κατά την αρχική υπερρεαλιστική διακήρυξη· ο Κ. Βασιλείου εφευρίσκει μονάδες διακριτές, που κινούνται ως φροϋδικές επινοήσεις, πλην διατηρούσες μια ευδιάκριτη απόσταση· θα ήταν άδικο να περιληφθεί το κρινόμενο βιβλίο στα Les champs Magnetiques (=Μαγνητικά κύματα) των Μπρετόν και Σουπώ, ήτοι στην ακραία προσέγγιση της αυτόματης γραφής. Επιπλέον, τα κείμενα αυτά δεν προσκολλώνται στα όνειρα, ως έννοιες διερευνητικές του ανθρώπινου γίγνεσθαι, αλλά περιέχουν στιβαρή και κραταιά λογική συγκρότηση, παρόλες τις υπερβολές που περιέχουν.          

 Τα “Ατάκτως ερριμμένα” περιλαμβάνουν εννέα ακόμη διηγήματα, περισσότερο αληθοφανή, αγγίζοντα την πραγματικότητα, χωρίς όμως να αποχωρίζονται από τη μήτρα του σουρεαλισμού· Ο Επικήδειος (σελ. 67) αποτελεί μια έξυπνη φάρσα σχετικά με έναν επικήδειο λόγο, που εκφωνήθηκε τελικά από εκείνον για τον οποίο προοριζόταν· το Μακρόθεν (σελ. 82) αφηγείται το πάθημα ενός άντρα που κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι τις γυναίκες πρέπει να τις αντικρύζουμε από μακριά και να μην τις πλησιάζουμε, διότι θα χαθεί το μυστήριο που τις συνοδεύει· το Μια κλωστή στην άκρη της ρεματιάς (σελ. 102) περιέχει την εξομολόγηση ενός αυτοκτόνου, που αναπολεί τον παρελθόντα βίο του (“οι λιμοκοντόροι βολτάρουν στους λειμώνες της φαιδράς πορτοκαλέας” και “η συναναστροφή με αρματολούς γητευτές του πολιτικού λάθους εξασφαλίζει γοητεία της ανακολουθίας”)· ο Ανακρέων, η βουβάλα και τα κύμβαλα (σελ. 112) ιστορεί την ανοδική πορεία ενός αγροφύλακα, που περιπαικτικά διαλογίζεται: (“Ω, της αυγής θείε γαλάζιε ουρανέ, θυελλώδη ολετήρα των αγρών, πειθήνιο χελιδόνι τη μοναξιάς, εμπρός για τη νίκη…”), μετατρεπόμενος σε μαστροπό με πρωτεργάτη την ευειδή σύζυγό του, εξελιχθείσα από εκδιδομένη γυναίκα σε πρόεδρο του Πατριωτικού Μετώπου· στο Μια εξωνημένη ατενίζει το πέλαγος (σελ. 125) περιέχονται σκέψεις ωφέλιμες υπό τίτλους ποιητικούς:  (Πάνω στις βίγλες τ’ ουρανού, κλώθω τα περασμένα/ Ω, θάλασσα γητεύτρα, λούσε τη φλογισμένη σάρκα μου με ουράνιες ηδονές/ Πέτα αηδόνι της χαράς, του ήλιου παραπαίδι/ Ακρολαλούν οι πέρδικες, ψηλά στα κυπαρίσσια/ Σώσον ημάς τους πανηγυριώτες/ Θυμήσου κόρη του γιαλού τις λυσσασμένες νύκτες/ Εκστασιασμένη παρθένα του βράχου, καταρρέει υπό το ιλιγγιώδες έκχυμα του ονείρου/ Τα μέτωπα της ήττας λαμποκοπούν στον ορίζοντα και φυλλορροούν ως αειπάρθενες/ Καταχνιά στις ψυχές των έσχατων ευτελίζει τις εισφορές των δίκαιων/ Γυρνάει ο Χάρος τις νυχτιές, διαλέγει παλικάρια/ Λιμάνι, πλοία, ξενιτιά, μαντίλια στον αέρα/ Στρουθία εκελάιδησαν, ημέρεψε ο τόπος/ Καλώ τις βάγιες σε χoρό, ψηλά στα κορφοβούνια/ Η ματιά της αστραπής χάραξε ρυτίδες στο μέτωπο)· στον Δήμαρχο (σελ. 137) εξιστορείται ο βίος και πολιτεία αντιπάλων τοπικής εμβελείας και η ανάδειξη στην Δημαρχία ενός κοινού εκβιαστή, δείγμα της ευτελείας των ηθών· Το όνομα (σελ. 182) περιγράφει με γλαφυρότητα την αγωνιώδη προσπάθεια ενός Δον Κιχώτη να ανεύρει ανεπιτυχώς τις απώτερες ρίζες του (“Οι φιλανθείς με τη συνδρομή των εξτρεμιστών θα πορευθούν ανέμελοι στα λιβάδια της ευτυχίας, οδηγούντα στα σιωπηλά πελάγη των ιχθύων”)· στην Ανθούλα (σελ. 205)  κυριαρχεί ο βίος μιας παγκαλόμορφης, από τον αδόκητο βιασμό της, τη φυγή από το χωριό της, τις ερωτικές επιδόσεις, τον γάμο με έναν πλούσιο γηραλέο επιτηδευματία, τη δράση μετά τον θάνατο του συζύγου της, την επιστροφή στη γενέθλια γη, τον γάμο με τον βιαστή της και την αντίδραση της γάτας της ηρωίδας· Η κλοπή της κολυμπήθρας (σελ.216) περιγράφει ένα αληθινό συμβάν, στο οποίο δύο νέοι αφαίρεσαν από την εκκλησία του χωριού τους την κολυμπήθρα και την πούλησαν σε έναν μικρέμπορα· με σπαρταριστά επεισόδια ακολουθεί ευτυχής κατάληξη.   

Ο σουρεαλισμός, στον οποίο αναφερθήκαμε ήδη σχετικά με τα δύο πρώτα διηγήματα της συλλογής, διατρέχει ηπιότερος τα υπόλοιπα εννέα του βιβλίου· αφήνει κατά μέρος τις αρχικές φιλοσοφικές παρεκβάσεις και δίνει περισσότερο χώρο σε γεγονότα της πραγματικότητας· εισβάλλει βέβαια ακάθεκτος, όταν απαιτείται η διαφυγή, μέσω φανταστικών διόδων προς το άγνωστο· μυητικές αλληγορίες διαδέχονται τις αλχημείες του ορθού λόγου και των ρεαλιστικών αποτυπώσεων της καθημερινότητας· θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η κρατούσα αμφιβολία για τα ορατά και αόρατα συμβάλλει στην αποδοχή ενστικτωδών αντιδράσεων μέσα στις ορμές του πάθους και της διάβρωσης· οι χρησιμοποιούμενες φόρμες δεν είναι στάσιμες, αλλά βρίθουν ταχύτητας   και συγκροτημένης εικονοποιίας· η οικονομία του λόγου είναι εμφανής και συντελεί σε απρόσκοπτη ανάδειξη της ατομικής και της ομαδικής αποχαλίνωσης· παράλληλα, κυρίαρχο ρόλο παίζει η αποξένωση· τα αδιέξοδα οδηγούν σε απόγνωση και ο συμβιβασμός συνεπάγεται εξάλειψη πατροπαράδοτων αξιών και ανεπιλήπτων ηθών, με συνέπειες αρνητικές για το μέλλον της φυλής· ξανοίγεται με ευκρίνεια κάποια αδιόρατη δυσπρόσιτη συλλογική απαξία, εισβάλλουσα, ως τιμωρός, στα μολυσμένα ύδατα της δήθεν αρτιότητας.

Πρόκειται για κατ’ εξοχήν αιρετική οπτική του κοινωνικού φαίνεσθαι, αλλά και της συλλογικής γυμνότητας· με έξοχη λειτουργική μορφή και με έντονες αποχρώσεις πραγματοποιείται μια ιδεώδης και περιεκτική ολοκλήρωση· με πειθαρχημένη ρυθμικότητα, πορεύεται η ροή των επεισοδίων, ως εάν είναι μια ενότητα με εκρηκτική γνησιότητα· ο απαντώμενος συχνά ρητορισμός δεν σκανδαλίζει, διότι είναι τόσον εμφανής, που εκλαμβάνεται, ως τρέχουσα αληθής καλαισθησία, υπηρετούσα την τέχνη της γραφής· η συνοχή των εννοιών συντελεί στην αισθητική ολοκλήρωση· η ποιητική επιρροή συχνά ενισχύει τη δραματικότητα του στοχασμού (“Αμνός πάλλευκος ενώπιον των σφαγέων/ ύψωσα ουράνιους ύμνους,/ ακροβατώντας στα όρια της απώλειας…” και “εσύ γαλάζιε ουρανέ/ με ανέμους χαραγμένε/ λυπήσου τους ευαίσθητους/ χάρισε τις ελπίδες”). Ο μυητικός αγώνας προς την ολοκλήρωση διέπεται από λιτότητα, ερεθιστικό τόνο και ρυθμική μουσικότητα.

Άξια μνείας είναι η παραίνεση του συγγραφέα προς τους αναγνώστες: “Εκείνοι, που θα τολμήσουν να διατρέξουν τις διακόσιες δέκα τέσσερις σελίδες των «Ατάκτως Ερριμμένων», θα γευθούν διάχυτη πικρή ειρωνεία, σκώμμα, στηλίτευση, σάτιρα, παρωδία, φάρσες, διακωμώδηση, λεξιλαγνεία, διθυράμβους, αποδράσεις, ενάργεια, υποδόριο ρυθμό, νοηματική αυθυπαρξία, υπαρξιακά ζητούμενα, ανάγλυφες καρικατούρες, ματαιότητα των φθαρτών, αλλοτρίωση, ατομικές συγκρούσεις, ταπεινούς χαρακτήρες, μέσα από πρωτόγνωρους λεκτικούς καταιγισμούς, συνθέτοντας υπεριώδη σύμβολα προς χαριεντισμόν”.