Top menu

Μνήμη Στέλιου Καζαντζίδη

 

Γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής

 

Κάθε φορά που ακούω τον Στέλιο Καζαντζίδη να τραγουδάει –στο διαδίκτυο τώρα πιά- μού ‘ρχεται στο νου κάτι που μου συνέβη πριν από πενήντα τέσσερα χρόνια, όταν η φωνή του με γλύτωσε από το στρατοδικείο της χούντας. Είκοσι ένα χρόνια μετά τον θάνατό του, η περιγραφή αυτού του περιστατικού είναι, νομίζω, το καλύτερο μνημόσυνο στον τραγουδιστή που εξακολουθεί να ενώνει τους Έλληνες, ανεξάρτητα από τον πολιτικό χώρο στον οποίο τοποθετεί ο καθένας τον εαυτό του.

Την Άνοιξη του 1969 υπηρετούσα στο Λόχο Στρατηγείου του Β΄ Σώματος Στρατού. Αν και η ειδικότητά μου ήταν «Τυφεκιοφόρος  Γραφεύς», μου είχαν δώσει την άτυπη ειδικότητα του κηπουρού.

Το στρατόπεδο, με τις απέραντες  πρασιές,  βρίσκεται στην κορφή ενός  λόφου πάνω απ’ τη Βέροια, στο δρόμο προς την Παναγία Σουμελά.

Το πώς βρέθηκα σε αυτή τη μονάδα, ενώ παρουσιάστηκα στην Κόρινθο στο τέλος Οκτωβρίου του 1967 ξαπλωμένος σε φορείο, -λόγω της φάλαγγας- απευθείας απ’ την Γενική Ασφάλεια της οδού Μπουμπουλίνας, είναι μεγάλη ιστορία. Εδώ θα περιοριστώ στην τελευταία από τις παγίδες που μου έστησαν στη διάρκεια της θητείας μου, που είναι και η πιο χαρακτηριστική. Η τελευταία από τις περιπτώσεις που «έφαγα το δόλωμα»  χωρίς να με πιάσουν τα αγκίστρια του Α2, της ΕΣΑ, της ΟΑΣ (Ομάδα Ασφαλείας Στρατεύματος) και γενικά των χαφιέδων της χούντας. Και αναφέρομαι σ’ αυτήν, γιατί δείχνει ότι μερικές «αξίες», όπως τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη, είναι πάνω από πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές.

Ένα μεσημέρι, λοιπόν, τέλος Μαϊου, ήρθε και με βρήκε στην πρασιά που δούλευα, την ώρα που κούρευα τους θάμνους, ένας συνάδερφός μου από τον όρχο οχημάτων της μονάδας, για να με αποχαιρετήσει, καθώς εκείνο το πρωί είχε πάρει το απολυτήριό του. Ήταν ένας φαντάρος από το Αιγάλεω  που, αν και ήταν «του δημοτικού», «είχε κολλήσει» στην παρέα  «των διανοουμένων», όπως μας έλεγαν, και μας ακολουθούσε στις εξόδους τους στην πόλη.

Μετά από τη θερμή αποχαιρετιστήρια χειραψία, μου είπε κοιτώντας με στα μάτια:

-Θα σου πω κάτι, για να προσέχεις από δω και πέρα, αλλά πρώτα θέλω να μου υποσχεθείς πως δεν θα το πεις σε κανέναν.

-Στο υπόσχομαι, του απάντησα. Από μένα δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα.

Μετά από αυτό ακολούθησε ο εξής διάλογος:

-Θυμάσαι που πριν μια βδομάδα σας κατέβασαν από τον θάλαμο στο προαύλιο για έκτακτη αναφορά και μετά, όταν σας ανέβασαν ξανά στο θάλαμο, πλάκωσε η ΕΣΑ κι άρχισε να ψάχνει τα πράγματά σου, τη χλαίνη, το σακίδιο, το μαξιλάρι και το στρώμα σου, κάνοντάς τα όλα άνω κάτω;

-Το θυμάμαι. Δεν με παραξένεψε, βέβαια, γιατί συχνά ψάχνουν τα πράγματά μου, επειδή συνήθως κρύβω ανάμεσα στο μαξιλάρι και τη μαξιλαροθήκη κάποια ποιήματα που γράφω, μέχρι να τα αποστηθίσω. Εκείνες τις μέρες, όμως δεν είχα κρύψει τίποτα, γι’ αυτό και έφυγαν άπραχτοι. Το περίεργο είναι ότι αυτή τη φορά έψαξαν μπροστά μου. Συνήθως ψάχνουν την ώρα που λείπω, βγάζουν αντίγραφο από αυτό που θα βρουν και το ξαναβάζουν στη θέση του.

-Θα σου πω εγώ τι έψαχναν να βρουν αυτή τη φορά και γιατί λύσσαξαν που δεν το βρήκαν. Εγώ, όπως ίσως έχεις καταλάβει, υπηρετούσα στην ΟΑΣ. Τις προηγούμενες μέρες είχαμε μαζέψει από την πόλη προκηρύξεις εναντίον της Επαναστάσεως, που είχε πετάξει τη νύχτα μια αντιστασιακή ομάδα. Την ώρα που ήσασταν κάτω για την έκτακτη αναφορά, μπήκαν στο θάλαμο δύο της ΟΑΣ, έβαλαν αρκετές από τις προκηρύξεις αυτές στην τσέπη της χλαίνη σου και μετά, όταν σας ανέβασαν στο θάλαμο, πλάκωσαν οι ΕΣΑτζίδες κι έψαχναν τα  πράγματά σου. Το σχέδιο ήταν να τις βρουν, να σε κατηγορήσουν ότι είσαι μέλος της αντιστασιακής ομάδας και ότι τις είχες για να τις μοιράσεις στο στρατόπεδο, για να σε στείλουν στο στρατοδικείο.

-Και γιατί δεν τις βρήκαν;

-Γιατί εγώ ήμουνα ο τρίτος της ομάδας που είχε αναλάβει την επιχείρηση. Κράταγα τσίλιες έξω απ’ την πόρτα του θαλάμου όταν οι άλλοι δύο μπήκαν μέσα για να βάλουν τις προκηρύξεις στην τσέπη της χλαίνης σου. Μόλις βγήκαν και απομακρύνθηκαν, και πριν ανεβείτε εσείς μαζί με την ΕΣΑ, μπήκα μέσα και πήρα τις προκηρύξεις.

-Γιατί το έκανες, βρε Θανάση; τον ρώτησα.

-Ας είναι καλά ο Καζαντζίδης… μου απάντησε.

Η ιστορία με τον Καζαντζίδη είχε ξεκινήσει λίγους μήνες νωρίτερα.

Ανάμεσα στους φαντάρους του Λόχου Στρατηγείου έχουμε ξεχωρίσει τέσσερις, που οι υπόλοιποι μας έχουν βαφτίσει «η παρέα των διανοούμενων», (το «κουλτουριάριδες» δεν είχε έρθει ακόμη στη λαϊκή αργκό). Οι δυο ήταν φοιτητές του εξωτερικού, που υπηρετούσαν εννεάμηνη θητεία. Ο ένας είχε σπουδάσει στη Γερμανία Πολιτικός Μηχανικός, κι ο άλλος στην  Αγγλία Αρχιτέκτονας. Ο τρίτος ήταν ένας ηθοποιός, απόφοιτος της Σχολής του Θεάτρου Τέχνης, μαθητής του Κάρολου Κουν. Ο τέταρτος ήμουνα εγώ, σπουδαστής της Σχολής Σταυράκου, της «Σχολής Θεάτρου. Κινηματογράφου και Τηλεόρασης»,  που ήταν πολύ της μόδας εκείνο τον καιρό.

Κάναμε παρέα, λοιπόν, λόγω ηλικίας, καθώς ήμασταν και οι τέσσερις «εξ αναβολής»,-γι’ αυτό μας έλεγαν και «Γέρους»- αλλά, κυρίως, λόγω κοινών ενδιαφερόντων, στα οποία δεν περιλαμβάνονταν η πολιτική. ‘Οχι μόνο γιατί οι πολιτικές συζητήσεις ήταν επικίνδυνες, αλλά και γιατί τουλάχιστο οι δυο «του εξωτερικού»  είχαν συντηρητικές πολιτικές απόψεις.

Βρισκόμασταν συχνά στο ΚΨΜ και στα παγκάκια του τεράστιου κήπου του στρατοπέδου, παίζαμε σκάκι, ανά δύο σε εναλλασσόμενους συνδυασμούς και, προπαντός, βγαίναμε παρέα στην «έξοδο» και περνούσαν τη δίωρη σε ένα απόμερο ταβερνάκι στην παλιά πόλη, πληρώνοντας με ρεφενέ τις ομελέτες και τις Μαλαματίνες.

Το τελευταίο διάστημα είχε προστεθεί στην παρέα μας και ο Θανάσης, ένας φαντάρος που υπηρετούσε στον όρχο οχημάτων, αν και δεν ταίριαζε καθόλου μαζί μας, καθώς ήταν ένα λαϊκό παιδί απ’ το Αιγάλεω.

Ήταν φανερό ότι τον είχαν βάλει για να παρακολουθεί τις κουβέντες μας. Δεν μας ένοιαζε όμως, γιατί δεν είχαμε τίποτα να κρύψουμε, καθώς, όπως είπα και πριν, δεν μας απασχολούσε η πολιτική. Είχαμε κουβεντιάσει μάλιστα, όταν ήμασταν μόνοι μας, ότι ήταν καλό που μας έστειλαν τον χαφιεδάκο να μας παρακολουθεί, για να ξέρουν ότι στις κουβέντες τους δεν λένε τίποτα εναντίον του καθεστώτος. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε σοβαρά καλλιτεχνικά θέματα, για να μην τον φέρνουν σε δύσκολη θέση, καθώς δεν καταλάβαινε τίποτα και δεν θα μπορούσε να δώσει αναφορά.

Σ’ αυτές τις εξόδους, λοιπόν, στο ταβερνάκι της παλιάς πόλης είχα αναλάβει να μαζεύω τις δραχμές απ’ το ρεφενέ και να βάζω τους δίσκους στο Τζουκ Μποξ. Κι έβαζα, σχεδόν αποκλειστικά, δίσκους με τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη, όχι μόνο γιατί ενθουσίαζαν τον Θανάση, αλλά και γιατί άρεσαν σε όλους. Κι όχι μόνο στη δική μας παρέα, αλλά και στους άλλους πελάτες του μαγαζιού.

Σ’ αυτές τις επιλογές μου, λοιπόν, οφείλονταν το «Ας είναι καλά ο Καζαντζίδης».