Top menu

Μιλάμε με τον Βασίλη Νάστο για τη “Σκιαμαχία” του

 
Ο ήρωας της “Σκιαμαχίας” του Βασίλη Νάστου ξεκινά ένα νοητικό ταξίδι αναζήτησης της πραγματικής του ταυτότητας, μια περιπλάνηση μοναχική σε σκέψεις παραληρηματικές και σε μονολόγους εσωτερικούς. Τελικά, καλείται να απαντήσει σε ένα και μόνο ερώτημα: Τι ακριβώς ζητά από την ύπαρξή του; Είναι το πιο δύσκολο ερώτημα που έχει θέσει στη ζωή του. Η Σκιαμαχία είναι το πρώτο μυθιστόρημα του φιλόλογου και συγγραφέα. Με αφορμή την κυκλοφορία του από τις εκδόσεις Βακχικόν, ο Βασίλης Νάστος μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις του για το βιβλίο και την συγγραφή.
 
Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

 

Το μυθιστόρημά σας "Σκιαμαχία" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Τι αποτέλεσε το ερέθισμα για τη δημιουργία του βιβλίου σας;

Η ερώτηση αυτή κρύβει μια εσωτερική δομική δυσκολία. Πολλές φορές δεν είναι ένα ερέθισμα συγκεκριμένο, αλλά ένα σύνολο παραστάσεων, εμπειριών και εντυπώσεων που συλλειτουργούν ως ερεθίσματα για την πρώτη ύλη. Συχνά μάλιστα αυτά δεν γίνονται συνειδητά τη στιγμή της εντύπωσής τους, αλλά λειτουργούν ως λανθάνουσες επιρροές. Για τον λόγο αυτόν δεν μπορώ να απαντήσω με ακρίβεια. Σίγουρα, όμως, μπορώ να πω ότι η «Σκιαμαχία» στηρίχτηκε σε ένα σύνολο σκέψεων και σύντομων αρχικά εξιστορήσεων, που στην πορεία απόκτησαν αφηγηματική συνοχή. Σε μεγάλο βαθμό οι περίπατοι στο κέντρο -κυρίως- της Αθήνας ήταν η πρώτη ύλη για τις εικόνες που θα συναντήσει κανείς στη «Σκιαμαχία». Η πόλη δημιουργεί ένα τεράστιο σε πλήθος και με χαοτική εσωτερική δομή σύνολο παραστάσεων, το οποίο κινητοποιεί τον νου, το συναίσθημα και τη φαντασία με ξεχωριστό κάθε φορά τρόπο, ακριβώς επειδή στηρίζεται στη διαρκή κίνηση, την έμφυτη, κατά τη γνώμη μου, ρευστότητα του αστικού τοπίου και την ιδιαίτερή του ισορροπία. Γι’ αυτό και ο Γιάννης Λαρής διαρκώς προβληματίζεται πάνω στο ζήτημα της αλλαγής, ως φυσική τάσης του ανθρώπου. Οι άνθρωποι της πόλης, ειδικά της πόλης του 21ου αιώνα που κινούνται μετεωριζόμενοι στην αβεβαιότητα κυνηγώντας τη βεβαιότητα και τη σταθερότητα, πάντοτε με προβλημάτιζαν. Αυτοί οι άνθρωποι, γνωστοί και άγνωστοι, αποτέλεσαν ένα κράμα για τα πρόσωπα που εμφανίζονται στη «Σκιαμαχία».

Πώς εμπνευστήκατε και διαμορφώσατε τον κεντρικό σας ήρωα;

Σίγουρα ο Γιάννης Λαρής αποτελεί ένα ψηφιδωτό προσωπικοτήτων που έχω κατά καιρούς γνωρίσει και με έχουν γοητεύσει, με έχουν επηρεάσει ή έχουν απλώς τραβήξει την προσοχή μου. Σε κάποιον βαθμό, προσπάθησα να εντάξω στην προσωπικότητά του και στοιχεία από ήρωες άλλων μυθιστορημάτων που είτε είχα παλαιότερα διαβάσει, είτε διάβαζα κατά τη διάρκεια της συγγραφής της «Σκιαμαχία». Σε έναν βαθμό στον Γιάννη Λαρή υπάρχουν και σκέψεις προσωπικές, που, ωστόσο, προσαρμόστηκαν στο πλαίσιο της ζωής του ήρωα και των προβληματισμών που καλούνταν κάθε φορά να διαχειριστεί.

Ως δημιουργός πόση «δύναμη» έχετε πάνω στους ήρωες σας και πόση εκείνοι κατά την εξέλιξη της ιστορίας;

Όπως ήδη ανέφερα, οι σκέψεις που αποτέλεσαν τη βάση για τη συγγραφή της «Σκιαμαχίας» δεν είχαν εξ αρχής κάποια συνοχή. Αυτή την απέκτησαν στην πορεία, ως ένα σύνολο επιμέρους εξιστορήσεων και σκέψεων. Έτσι και ο Γιάννης Λαρής, ο λίγο εκκεντρικός κεντρικός ήρωάς της, σχεδόν τελεολογικά δεν είναι εγκλωβισμένος σε κάποια μορφή συμπεριφοριστικής ή συναισθηματικής γραμμικότητας στην αφήγηση. Ωστόσο, παρά την αρχική προσπάθεια να αποκτήσει μια σαφή εικόνα, μια συγκεκριμένη προσωπικότητα που θα κινείται ντετερμινιστικά προς κάποια κατεύθυνση, διαπίστωσα ότι κατά τη συγγραφή αυτός «αυτονομήθηκε» από τα αρχικά μου σχέδια. Στο τέλος ο Γιάννης Λαρής δεν είχε καμιά σχέση με το πρόσωπο και την πορεια που είχα αρχικά σκαρφιστεί. Σε μεγάλο βαθμό το ίδιο ισχύει και για τα άλλα πρόσωπα: τα επεισόδια π.χ. που αφορούν τον «Παράταιρο», ο οποίος εμφανίζεται τρεις φορές στο βιβλίο αλλά επιτελεί εξαιρετικά σημαντικό ρόλο, γράφτηκαν αποσπασματικά και σε μεγάλο βαθμό ο ρόλος και η προσωπικότητά του είναι επίσης απελευθερωμένη από κάποιον εξαρχής γραμμικό σχεδιασμό.

Πότε και πώς αρχίσατε να ασχολείστε με τη συγγραφή;

Η ενασχόληση αυτή προέκυψε αυθόρμητα και απροσχεδίαστα, μπορεί και τυχαία. Κατά καιρούς πάντα κάτι έγραφα -και συνεχίζω να γράφω- όταν κάτι με προβληματίζει ή με συγκινεί. Ελπίζω και στο μέλλον να συνεχίσω να έχω τη διάθεση να καταγράφω σκέψεις και εντυπώσεις.

Ποια είναι η επιδίωξή σας όταν γράφετε;

Ίσως το να κατανοήσω πώς η πραγματικότητα και οι καταστάσεις που βιώνουμε επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτομαι. Κάποτε ένας καθηγητής μου μάς είχε πει ότι «καταλαβαίνεις κάτι μόνο όταν μπορείς να το γράψεις». Στην αρχή το αμφισβήτησα, θεωρώντας το ως μια προσπάθειά του να μας κινητροδοτήσει να γράφουμε και να ασχοληθούμε με τα μαθήματα. Δεν είχα αντιληφθεί τότε την αλήθεια που έκρυβε η φράση αυτή μέσα της.

Αν έπρεπε να συστηθείτε μέσα από τα αγαπημένα σας λογοτεχνικά έργα;

Αυτή είναι μια πραγματικά δύσκολη απάντηση. Σχεδόν αναγκαία, προσαρμόζεται στις προσλαμβάνουσες της στιγμής τής απάντησης, κάτι που θα φέρει στο προσκήνιο κάποια έργα και θα αφήσει στο παρασκήνιο άλλα. Σίγουρα νομίζω ότι είναι αναπόφευκτο να αναφερθώ στη «Δίκη» του Κάφκα, στον «Ξένο» του Καμύ, στη «Ναυτία» του Σαρτρ και στο «1984» του Όργουελ. Και αναφέρομαι σε αυτούς, επειδή νομίζω ότι οι ήρωές τους εμφανίζουν μια λανθάνουσα συνοχή και αναλογία, καθώς οι δράσεις τους ταλαντώνονται μεταξύ της απάθειας, της ματαιότητας και της έντονης διεκδίκησης σε αγώνες σημαντικούς κοινωνικά ή στενά προσωπικά. Μέσα από μια στάση που φανερώνει πότε αγωνιστικότητα και πότε κυνική σχεδόν αδράνεια οδηγούνται στη συντριβή -ή, στην περίπτωση του Ροκαντέν στη «Ναυτία», στην απότομη ανατροπή των αρχικών του σχεδιασμών. Από εκεί και πέρα, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στο πώς η χειμαρρώδης αφήγηση του Ζοζέ Σαραμάγκου με συναρπάζει ή στο πόσο επηρέασε τη σχέση μου με τη λογοτεχνία η κρυπτικότητα των έργων του Ουμπέρτο Έκο. Διαπιστώνω ότι παραλείπω εδώ Έλληνες λογοτέχνες. Απολογούμαι, επιστρέφοντας στην αρχή της απάντησης. Άλλωστε σε πολλούς από αυτούς αναφέρομαι στη «Σκιαμαχία».

Δουλεύετε πάνω σε κάτι καινούργιο;

Η πρώτη ύλη για κάτι καινούργιο υπάρχει ήδη. Αλλά ακόμα δεν ξέρω πότε θα μπορώ να πω ότι θα είμαι σε θέση να τη συνθέσω σε μια ολότητα. Πάντως, όταν με το καλό τα καταφέρω, νομίζω ότι η διαφορά του σε σχέση με τη «Σκιαμαχία» θα είναι ότι θα στηρίζεται κάπως περισσότερο στην πλοκή και λιγότερο στην περισσυλογή και τις εσωτερικές αναζητήσεις.