Top menu

Εθνικισμοί και απώλειες της βαλκανικής χερσονήσου

 

 

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

Αν και Κορεάτισσα στην καταγωγή, η Άννα Κιμ γρήγορα έγινε γνωστή στην Ευρώπη λόγω της κυκλοφορίας του μυθιστορήματός της ‘Παγωμένος χρόνος’ (2008). Το μυθιστόρημα (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Βακχικόν σε μετάφραση της Ελένης Τζατζιμάκη) εστιάζει την προσοχή του σε έναν Κοσοβάρο που αναζητά την αγνοούμενη σύζυγό του, μετά το τέλος του πολέμου της  Γιουγκοσλαβίας. Η αφηγήτρια του βιβλίου, εν προκειμένω, είναι μια γυναίκα μέλος του Ερυθρού Σταυρού της Βιέννης η οποία σταδιακά εισδύει στον κόσμο και στη ζωή του Κοσοβάρου άντρα, ηλικίας είκοσι εννέα ετών. Εκείνος, από τότε, ψάχνει τη γυναίκα του. Την αναζητά εναγωνίως εδώ και επτά χρόνια. Το διαβατήριο του έγραφε ‘Λουάν Αλούσι’ και η γυναίκα του, Φαχρί Αλούσι,  σύμφωνα με τα λεγόμενά του εξαφανίστηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 1998. Συγκεκριμένα απήχθη από μια ντουζίνα οπλισμένων και αποφασισμένων αντρών με μάσκες στα πρόσωπά τους, κάποιοι φορώντας στολές, άλλοι με πολιτικά, με κάποια εμβλήματα ζωγραφισμένα πάνω στις στολές τους, και με  ομιλία αλβανική. Κατά τα λεγόμενα του ανιψιού του, το πιθανότερο σενάριο είναι να ανήκαν στους ‘Λευκούς αετούς και Τίγρεις του Αρκάν’, μια γνωστή για τη δράση της σερβική παραστρατιωτική οργάνωση που στήριζε ποικιλοτρόπως, φανερά και υπόγεια, τον σερβικό στρατό, όπως μας πληροφορεί η ιστορία εκείνων των γεγονότων. Όταν απευθύνθηκε και ρώτησε κάποια στελέχη του UÇK, του γνωστού Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου, τουτέστιν την Αλβανική εθνικιστική στρατιωτική οργάνωση που επιδίωκε την απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας  και τη Σερβία στη δεκαετία του 1990 με απώτερο σκοπό την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπέδιου, εκείνοι απάντησαν πως δεν γνώριζαν τίποτα και αρνήθηκαν κατηγορηματικά το συγκεκριμένο γεγονός. Έκτοτε η ζωή του δύστυχου Λουάν Αλούσι, φαίνεται πως πάγωσε κυριολεκτικά στο σημείο κατά το οποίο ανακάλυψε ότι η Φαχρί είχε εξαφανισθεί από το σπίτι τους. 

Σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, η γυναίκα παίζει με τις έννοιες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Το παρελθόν, μας λέει, δεν σταματάει ποτέ να υπάρχει, αλλά είναι για πάντα άχρηστο. Είναι βέβαια η αναγκαία και προϋπάρχουσα συνθήκη για το παρόν, και οτιδήποτε έχει γίνει αντιληπτό, είναι ήδη παρελθόν τη στιγμή που γίνεται αντιληπτό. Προφανώς αναφέρεται στην συγκεκριμένη στιγμή του Αλούσι, που βρίσκεται οριστικά στο παρελθόν, μια παγωμένη  χρονική στιγμή που βιώνεται συνεχώς αργότερα στο μέλλον, αν και όπως μας εξηγεί η αφηγήτρια «…το να ξεχάσει, να ξεφύγει από τη γνώση των γεγονότων…», να τα αφήσει όλα πίσω του, θα ήταν ευλογία! Για την ώρα, προχωράει προσεκτικά μέσα στο βουνό των ειδήσεων, των αναφορών, των εφημερίδων, με σκοπό να νοιώσει κοντά της, αφού «… η φαινομενική πληθώρα των πληροφοριών, δημιουργεί μια αίσθηση εγγύτητας που πρέπει να διατηρηθεί με ακόμα περισσότερες αναφορές, άρθρα, αναλύσεις…». 

Μέσα από τις ερωτήσεις και την όλη αφήγηση, η συγγραφέας αναρωτάται αν και κατά πόσο μπορεί κάποιος να παραμείνει ανθρώπινο ον στον πόλεμο, κι’ ακόμα αν γνωρίζουμε πραγματικά τους ανθρώπους που αγαπάμε. Φυσικά ολόκληρο το κείμενο της Άννα Κιμ είναι πλημμυρισμένο από ιστορικές παραπομπές και γεγονότα που στριφογυρίζουν στο παρελθόν και τα τεκταινόμενα  του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας και των εμπλεκόμενων μερών, που στοχεύουν δυστυχώς και επηρεάζοντας δυσμενώς το μέλλον των πρωταγωνιστών. Πως είναι δυνατόν αναρωτάται η αφηγήτρια να σου απαγορεύσουν τον πολιτισμό και τη γλώσσα, να κλείσουν την εφημερίδα και το ραδιόφωνο πολλών, και να φεύγουν κακήν κακώς από τον τόπο τους μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες και να απολύονται από τις εργασίες τους απλώς και μόνον γιατί ανήκουν σε συγκεκριμένη εθνότητα.

Κάποια στιγμή ο Αλούσι, μεταθέτει την ευθύνη στην ίδια πιστεύοντας ότι η ίδια συνέβαλε στη σύλληψή της, τη μισεί για την ξεροκεφαλιά της, για την έλλειψη ευαισθησίας και τον εγωισμό της που έβαλε την ευτυχία τους σε κίνδυνο, αλλά παρ’ όλα αυτά η θύμηση παραμένει ζωντανή. «…Το να σου λείπει κάποιος ή κάτι  είναι μια μορφή θύμησης… Είναι εξαρτημένο από την ποιότητα της μνήμης κάποιου. Όσο πιο εύκολα ξεχνάει, τόσο…  λείπουν πράγματα…». Όμως, ρωτώντας, διαβάζοντας, μαθαίνοντας και εξετάζοντας γεγονότα και καταστάσεις, η αφηγήτρια έρχεται σε επαφή με έναν άλλο πολιτισμό, ξένο από τον δικό της, και κυρίως με τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις ενός άλλου λαού, τελετές και λεπτομέρειες που αφορούν το γάμο, την καθημερινότητα και το σπουδαιότερο, ίσως εκείνο που την ενδιέφερε περισσότερο, τις τελετές ταφής των νεκρών ενός λαού που κατά κάποιο τρόπο διέφεραν από εκείνες που γνώριζε, τις σκέψεις και ακόμα περισσότερο τις αντιδράσεις όλων εκείνων που έμεναν πίσω μετά τη φυγή του νεκρού.  

Η αφήγηση εδώ περιπλέκεται ανάμεσα στο θάνατο της γυναίκας του Λουάν Αλούσι και την προσπάθεια των μελών της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού ανεύρεσης και ταυτοποίησης των νεκρών του πολέμου με τη μέθοδο της συλλογής στοιχείων και πληροφοριών απ’ όσους είδαν το θύμα τις τελευταίες του ώρες και τις επίπονες μελέτες των υπολειμμάτων των σορών, κυρίως των οστών,  από τις αρμόδιες ιατροδικαστικές υπηρεσίες. «… Μέσα από τους νεκρούς συνδεόμαστε με τους συγγενείς τους… Με τη δουλειά μας μπορούμε να εισχωρήσουμε στις ζωές αυτών των ανθρώπων και να τις αλλάξουμε με το να ανταλλάξουμε τις αναμνήσεις τους», άκουσε μια μέρα κάποιον η αφηγήτρια μέσα σε αίθουσα γεμάτη με φέρετρα που περιείχαν αγνοούμενους από τους συνηθισμένους την εποχή μαζικούς τάφους.  Το μυθιστόρημα  ετούτο της Άννα Κιμ, είναι χτισμένο πάνω σε ερείπια και νεκρούς του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου πολέμου, αφού όπως γνωρίζουμε καλά μόνον ένα μικρό ποσοστό των αγνοούμενων ανευρέθηκε και ταυτοποιήθηκε. Περισσότερο όμως αφορά όλους εκείνους που έμειναν πίσω με τις αναμνήσεις των απολεσθέντων δικών τους ανθρώπων σε ένα πόλεμο με κύριο θέμα και αιτία τους πολυποίκιλους εθνικισμούς της  περιοχής οι οποίοι αιώνες τώρα βρίσκονται συνεχώς σε πρώτη σελίδα.

Η Άννα Κιμ (10 Σεπτεμβρίου 1977- ) γεννήθηκε στην Νότια Κορέα αλλά ζει και δραστηριοποιείται στην Αυστρία στους συγγραφείς της οποίας και εντάσσεται σήμερα. Ο ‘Παγωμένος χρόνος’ (Die gefrorene Zeit), θεωρείται το πλέον γνωστό έργο της. Από τη γενέτειρά της μετακόμισε στη Γερμανία το 1979, ενώ  πραγματοποίησε στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης  σπουδές φιλοσοφίας και θεάτρου, με τους ανάλογους μεταπτυχιακούς τίτλους  σπουδών. Από το 1999 δημοσιεύει τακτικά σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ το 2012, η Κιμ ήταν η νικήτρια της Αυστρίας για το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το δεύτερο μυθιστόρημά της, το ‘Die gefrorene Zeit’ το οποίο μεταφράστηκε και στην αγγλική γλώσσα με τον τίτλο ‘Frozen Time’. Σήμερα ζει στη Βιέννη.