Top menu

Μιλάμε με την Βιβή Κοψιδά - Βρεττού για την ποιητική της συλλογή "Η αλαφροΐσκιωτη καρεκλα"

 

Η Βιβή Κοψιδά - Βρεττού επιστρέφει ποιητικά με την συλλογή της Η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα από τις εκδόσεις Βακχικόν. Αλλά γιατί αλαφροΐσκιωτη η καρέκλα; Γιατί είναι καμωμένη από την πρώτη ύλη των ποιητών, που μιλούν με σχήματα, με αλληγορίες, με λέξεις κανονικές, που κρύβουν όμως άλλα, κρυφά νοήματα, όπως μας λέει η ίδια στην συνέντευξη που παραχωρεί στο περιοδικό Vakxikon.gr. 

Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

 

Μετά την συλλογή χαϊκού «Χρηματιστήριον εποχών», παραδίδετε στο αναγνωστικό κοινό τη νέα σας ποιητική συλλογή «Η Αλαφροΐσκιωτη καρέκλα». Πρόκειται για κάποιου είδους ποιητική μετάβαση; Τι είδους ποίηση θα συναντήσουμε στις σελίδες της;

Πρόκειται πράγματι για μια μετάβαση, που δεν συντελείται ωστόσο σταδιακά ή με κάποιο κριτήριο προμελετημένης ποιητικής χειρονομίας. Είναι ένας αιφνιδιασμός από τον πυκνωμένο, πειθαρχημένο, σε 17 συλλαβές, στίχο των χαϊκού (Χρηματιστήριον εποχών, εκδ. Βακχικόν 2022), σε μια εκτεταμένη, πεζόμορφη, αλληγορική σύνθεση, που ολοκληρώνεται σε τρεις φάσεις. Επειδή άλλα είναι τα κριτήρια και οι ερμηνείες του κριτικού και άλλα, -υποκειμενικά και προσωπικά- του δημιουργού , μπορώ να ομολογήσω ότι και οι δύο, τόσο αντίθετες στη σύλληψη και την υλοποίησή τους ποιητικές συλλογές, βγήκαν απρόσμενα από ειδικές συνθήκες που μεταποιούνταν στη σκέψη σε σημαίνοντα νοητικά και ψυχικά γεγονότα. Το ασθματικό περιβάλλον της εμπειρίας του Covid-19 και η ανάγκη για μιαν ανάσα αισιοδοξίας και λυρισμού, έδωσε τα 280 περίπου χαϊκού στο Χρηματιστήριον εποχών. Και η συνείδηση ενός είδους αυτοθυσιαστικής πράξης που κρύβεται πίσω από την ποιητική δημιουργία, μαζί με μια αίσθηση κοινωνικής ευθύνης, έδωσαν, εν τω μέσω της νυκτός, τη βασική ιδέα και τα περιγράμματα για την «Αλαφροΐσκιωτη καρέκλα» (Βακχικόν, 2023). Εκλυτικό αίτιο, πράγματι μια ταπεινή, ταλαίπωρη, αφτιασίδωτη αλαφροΐσκιωτη καρέκλα…

 

Τι συμβολίζει «Η Αλαφροΐσκιωτη καρέκλα» γύρω από την οποία δένονται τα ποιήματα της συλλογής;

Μια κανονική, ταλαίπωρη καρέκλα που μεταμορφώνεται ξαφνικά σε παράξενη, προσωποποιημένη σουρεαλιστική καρέκλα. Που σκέφτεται, έχει βούληση, έχει κρίση, αισθάνεται, επιλέγει. Ποιον; Τον άνθρωπό της. Που κάποια φήμη τον φέρει νεκρό. Ποιος όμως είναι ο άνθρωπός της; Θα το μάθετε, στην τελευταία φάση του έργου... Αλλά γιατί αλαφροΐσκιωτη η καρέκλα; Γιατί είναι καμωμένη από την πρώτη ύλη των ποιητών, που μιλούν με σχήματα, με αλληγορίες, με λέξεις κανονικές, που κρύβουν όμως άλλα, κρυφά  νοήματα. Η καρέκλα ψάχνει μαζί με τον Εκλεκτό της την Αλήθεια, ανατέμνει σαθρές, αστείες ή δραματικές πραγματικότητες και ήθη ανθρώπων που την πολιορκούν. Κι εκείνη αντιστέκεται, αυτοδιαλύεται αν χρειαστεί και αναδύεται ανανεωμένη και προσφέρεται αυτοβούλως στον Άνθρωπό της. Μια σύνθεση ποιητικής; Ναι. Αλλά και κάτι περισσότερο: ένα κοινωνικό κάτοπτρο αυτοσυνειδησίας…

 

Μετά από τόσα χρόνια ενασχόλησης πώς "βλέπετε" την ποίηση, έχει διαφοροποιηθεί ο τρόπος;

Υπάρχει σήμερα αίτημα για ποίηση. Ακόμα και οι πιο πραγματιστές, ακόμα και οι «αγορές» τη θέλουν την ποίηση. Η ανημπόρια των καιρών να βρούμε τον ρυθμό μας σ’αυτό το χαοτικό, μεταβαλλόμενο ολοένα σύμπαν των πολιτισμών μας, η ποίηση έρχεται να πληρώσει ό,τι η «αγορά» μάς έχει εξοστρακίσει. Με όποιο τρόπο κι αν έρχεται σήμερα η ποίηση, μπορεί και να βρει αυτή την ξεφτισμένη, ταπεινή καρέκλα, την αλαφροΐσκιωτη και αναγεννημένη να της παραδοθεί. Όσο για τους τρόπους της ποίησης; Συνυπάρχουν σήμερα όλα τα είδη και οι μορφές, -όπως και όλοι οι πολιτισμοί πάνω στον πλανήτη-ακόμα και η παραδοσιακή, έμμετρη ποίηση, που φαίνεται να κάνει ξανά την παρουσία της αισθητή, χωρίς ωστόσο να κυοφορεί κάτι νεωτερικό ή καινοτόμο. Η μεταμοντέρνα κατάσταση έδωσε και εξακολουθεί να δίνει  τρόπους ειδολογικών συνδέσεων και τολμηρών πειραματισμών. Ο τρόπος όμως είναι ένας: να είναι ποίηση. Και δυστυχώς, δεν είναι πάντα. Ή πιο ορθά, σπάνια είναι. Μια πράξη εμψύχωσης γεννιέται τότε. Με το κοινό νόημα αλλά προπάντων με την έννοια της έκλυσης αυτού που ονομάζουμε «ψυχή». Θα μας χρειαστεί πολύ περισσότερο στο εγγύς μέλλον ως διαφοροποιούν στοιχείο ενός εκμηχανισμένου πλήρως ανθρώπου.

 

Πώς «γεννιέται» το ποίημα (για εσάς);

«Αν υπάρχει κάποιος ανθρωπισμός στην ποίησή μου είναι ίσως γιατί καλλιεργεί τα φτωχά μου χωράφια μ’ένα λίπασμα δοκιμασμένο, τον πόνο». Πάντα σκέφτομαι και περισσότερο νιώθω τα λόγια του Jules Supervielle, όταν καθισμένη στο «πιλοτήριο» της αλαφροΐσκιωτης καρέκλας προσπαθώ να μαϊνάρω σκέψη και συναίσθημα, να εξημερώσω τις καθημερινές λέξεις και να τις οδηγήσω-ή καλύτερα, να με οδηγήσουν,  να αποκαλυφθούν στην ποίηση. Ο πόνος στην ποίηση μετουσιώνει και μεταγράφει τον ανθρώπινο πόνο. Και το αίσθημα πόνου στον ποιητή νομίζω ότι υπάρχει ως πρώτιστη δημιουργική ύλη στα κύτταρά του. Ό,τι γεννιέται, ό,τι πεθαίνει φέρει τον πόνο. Ο πόνος παραμονεύει, κάθε στιγμή την έχει στημένη στον ποιητή. Ακόμα και η χαρά -η δική του και του κόσμου- συλλαμβάνεται με το βίωμα του πόνου. Μήπως και η ηθική -όπως κι αν την εννοούμε-, και η ηθική της ποίησης δεν διαπραγματεύεται με τον πόνο; Άλλωστε τι είναι η συμπόνια; Η μέθεξη στον πόνο. Αυτό και η ποίηση. Και η ομορφιά και η λύτρωση απ’αυτόν μέσω της ποίησης. Ακόμα και η χαρά μέσω του πόνου και της λύπης αισθητοποιείται.

 

Τι πιστεύετε ότι μπορεί να μας προσφέρει η ποίηση σήμερα;

Το όραμα που δεν έχουμε, την πίστη που στερούμαστε, το πνεύμα που περιφρονημένο μας εγκατέλειψε, την ομορφιά αφότου προκρίναμε την ασχήμια,  την ίδια την κακοποιημένη και κακοποιούσα εικόνα μας και δίπλα της εκείνη που πρέπει να φτάσουμε…

 

Αν έπρεπε να κλείσουμε με ένα ποίημα, ένα απόσπασμα ή ένα στίχο από τη συγκεκριμένη συλλογή ποιο/ποιος θα ήταν αυτό/αυτός και γιατί;

«Η Αλαφροΐσκιωτη καρέκλα αίφνης αρχίζει να βυθίζεται. Τώρα αφυπνίζονται, τη βλέπουν να χάνεται στο απέραντο κενό. Αργά αργά, ταξίδι διαρκείας μέσα στον χρόνο. Αρχίζει τους τριγμούς, το ξέφτισμα στο ταλαίπωρο ψαθί της, το ροκάνισμα στη ράχη της, το βύθισμα με προορισμό στο μηδέν. Υποχωρεί μαζί με τον «Καθήμενον» εν δόξη. Που τώρα την αποτάσσεται ξέροντας πως ποτέ δεν υπήρξε δική του. Πως ποτέ δεν του ταίριαξε. Πως χρόνια εκείνη είχε βουβαθεί. Γιατί ο «Καθήμενος» ήταν φάντασμα, πλάσμα μιας μόδας περαστικής, ανόητο υποκατάστατο-σκιάχτρο σε στείρα χωράφια. Και η καρέκλα θύμωσε. Αρνήθηκε τη φιλοξενία της. Δεν γίνεται φάντασμα ο Ποιητής. Δεν ξεγελιέται η Αλήθεια. Δεν καίγεται με πρόσκαιρα πυροτεχνήματα του νου. Με ευφάνταστα παιχνίδια του.

Δεν είναι αήττητη η μωρία… όσο και αν βοά…
(Η Αλαφροΐσκιωτη καρέκλα, Βακχικόν 2023, σ. 64)

Γιατί κάποτε, δεν μπορεί, έρχεται, ακόμα κι αυτόκλητη, η ώρα της
Αλήθειας…