Top menu

Μέσα στη "θεωρία του νηστικού αρκουδιού" με τον Ιωάννη Αθανασιάδη

Ένας εσωτερικός μονόλογος, μία βιοαναδραστική ψυχανάλυση, ένα σεμινάριο αυτογνωσίας, μία υπαρξιακή αναζήτηση, ένα φιλοσοφικό δοκίμιο, μία διατριβή επάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά και τα παραγωγικά της αίτια ή μία πολιτική πραγματεία; Ένα βιβλίο φιλόδοξο, ευφάνταστο, αιχμηρό και ριζοσπαστικό.

Πρόκειται για την Συμβολή στη θεωρία του νηστικού αρκουδιού του δρ. νομικών επιστημών Ιωάννη Αθανασιάδη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του, ο συγγραφέας μιλά στο Vakxikon.gr και δίνει τις δικές του απαντήσεις για το έργο του, τη ζωή, τη φιλοσοφία.

Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου

 

“Συμβολή στη θεωρία του νηστικού αρκουδιού”. Ένα φιλοσοφικό δοκίμιο που αφορά την εποχή μετά την οικονομική κρίση. Πώς “διαβάζετε” εσείς αυτήν την εποχή;

Η κρίση, μια έννοια προερχόμενη από το λεξιλόγιο της ιατρικής του Ιπποκράτη, εισέβαλε ως ξαφνική και βίαιη επιδείνωση μιας αρρώστιας στην επικράτεια του καθημερινού λόγου και άρχισε να εποικίζει σταδιακά διαφορετικά επιστημολογικά πεδία, μεταξύ αυτών κι εκείνο της οικονομίας. Κουβαλά μαζί της όρους όπως το σύμπτωμα, η πρόγνωση και η διάγνωση, οι οποίοι έχουν ήδη κατορθώσει να δημιουργήσουν βεβαιότητες και να συστήσουν αδιαπραγμάτευτες αλήθειες στο πεδίο των σκληρών επιστημών της βιολογίας και της ιατρικής. Μεταφέροντας αυτές τις αλήθειες στο πεδίο της οικονομίας, μορφοποιήθηκε σταδιακά μια καινούργια αίσθηση: μέσα από το πρίσμα της κρίσης, το μέλλον αρχίζει να γίνεται αντιληπτό ως κάτι το αδιόρατο, η πρόγνωση δυσκολεύει, ενώ η ίδια η στιγμή της κρίσης αναγορεύεται τελικά σε κρίσιμης σημασίας στιγμή. Η ιατρικοποίηση της οικονομίας αναδεικνύεται, επίσης, μέσα από την αποκατάσταση της ιστορικότητας ενός ακόμα όρου, της ευελιξίας. Ο εν λόγω όρος αναδείχθηκε με την αντίδραση του κόσμου -ήδη από τη δεκαετία του ’80- στους διάφορους ιούς και την συνεπακόλουθη αναθεώρηση των αντιλήψεων γύρω από την άμυνα και την ανοσία του ανθρώπινου οργανισμού. Σύντομα οι αναπαραστάσεις του ανοσοποιητικού συστήματος που συμπύκνωνε ο όρος ευελιξία εισήλθαν στο πεδίο της εργασιακής απασχόλησης. Τα ευέλικτα χαρακτηριστικά, σημείο επανερμηνείας σε τρία διαφορετικά πεδία (ανοσολογία, ψυχική υγεία και εργασιακή απασχόληση), κατέληξαν να εννοιολογούν μια κυρίαρχη αναπαράσταση ενός νέου είδους εαυτού. Στη συγκυρία του ύστερου καπιταλισμού, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον συναρμολογείται από τρία ισότιμα δομικά συστατικά: την επένδυση κεφαλαίου, τον ελεύθερο ανταγωνισμό και τις στοιχηματικές πράξεις. Δηλαδή, ελεύθερη οικονομία και κεφαλαιοκρατικό σύστημα που στηρίζεται στα ιδιωτικά funds συνυπάρχουν σε ενιαία δομή, χωρίς τούτο να είναι συστημικά αναγκαίο. Παράλληλα, παρατηρείται μία αλλαγή στην ιδεολογία του κέρδους και το ρίσκο μεταμορφώνεται από κίνδυνο σε πολύτιμο μετα-αγαθό. Έτσι, ο κίνδυνος κατανοείται ως μία σχεδόν οντολογική συνθήκη της νεώτερης οικονομίας, η οποία έρχεται είτε να διαχειριστεί είτε να απομειώσει την αβεβαιότητα που αυτή η οικονομία παράγει. Στα πλαίσια αυτά, αρχικά τα διάφορα χρηματιστηριακά παράγωγα και στη συνέχεια τα κρυπτονομίσματα, που συνιστούν έναν καινούργιο τρόπο δημιουργίας και εξόρυξης αξιών μέσω της εκμετάλλευσης των ψηφιακών δυνατοτήτων, ενσωματώνονται στον πυρήνα του κοινωνικού βίου μέσω της χρηματικοποίησης της καθημερινής ζωής, εξαφανίζοντας σταδιακά την έννοια του κινδύνου και μετατοπίζοντας το κρίσιμο ζητούμενο από την αποφυγή του ρίσκου στη διαρκή αναζήτηση και εκμετάλλευσή του. Έτσι, η επισφάλεια αποκαλύπτει έναν μηχανισμό αντίστασης και ελπίδας ακριβώς εξαιτίας της αβεβαιότητας που ενυπάρχει εντός αυτών των μετασχηματιστικών μηχανισμών. Ο παροντισμός, σε αντιδιαστολή με τον φουτουρισμό των προηγούμενων δεκαετιών, ο οποίος περιλάμβανε την παραγωγή ενός νοήματος που προκειμένου να συγκροτηθεί είχε ανάγκη από ένα μέλλον, αναφέρεται σε ένα παρόν που αναπαράγει το παρελθόν και το μέλλον μόνο για να αποδώσει αξία στο άμεσο, δημιουργώντας την αίσθηση ενός διαρκούς ενεστώτα.

Λέτε πως το βιβλίο γράφτηκε για να καλύψει τις δικές σας ανάγκες. Γράφοντάς το, τι επιδιώκατε σχετικά με τον αναγνώστη;

Οι άνθρωποι στις διαπροσωπικές τους σχέσεις παράγουν και αναπαράγουν αντιλήψεις για τον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας τους, αλλά ταυτόχρονα λειτουργούν και ως υποκείμενα των αντιλήψεων αυτών, δηλαδή ενεργούν ως δρώντα υποκείμενα, τα οποία έχουν επιθυμίες που εκφράζουν, υλοποιούν, μεταβάλλουν ή ακυρώνουν, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην αναπαραγωγή ή μεταβολή της κοινωνικής κατασκευής. Άρα η όποια προσωπική αντίληψη μπορεί να έχει σχηματίσει ο καθένας για τον κόσμο, τη φύση, τον εαυτό του, δεν μπορεί να παραμένει αποκλειστικά προσωπική, αλλά λειτουργώντας ως κοινοποιήσιμη διαδικασία αναμετράται με την προσδοκία της να γίνει δράση, ενώ τις περισσότερες φορές οι ίδιες οι σχηματοποιημένες αντιλήψεις προκύπτουν από προγενέστερη δράση, της οποίας αποτελούν μια ουσιαστική συμπύκνωση. Με την έννοια αυτή, δύο άνθρωποι που συνομιλούν ή και που μαλώνουν δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να κοινοποιούν ο ένας στον άλλον τις ιδιαίτερες ενορμήσεις και ανάγκες τους, δηλαδή το σύνολο των στοιχείων που συνθέτουν την ύπαρξή τους, όπως τουλάχιστον αυτή είναι δομημένη τη συγκεκριμένη στιγμή. Στα πλαίσια της προσπάθειας προσδιορισμού της σημασίας της έκφρασης, ο λογικός θετικισμός οδήγησε σε απόψεις οι οποίες δίνουν βαρύτητα άλλοτε στους διακριτούς και διαφοροποιημένους τρόπους με τους οποίους προσπαθεί να κατανοήσει την έκφρασή του ο ίδιος ο ομιλητής-συγγραφέας και άλλοτε στην ικανότητα του ακροατή-αναγνώστη να αναγνωρίσει την παρουσίαση της αλήθειας (αντικειμενικής ή υποκειμενικής), ενώ άλλες θεωρήσεις επικεντρώνονται στην ανάλυση των σημασιολογικών χαρακτηριστικών με βάση την ένταση και την έκταση μίας γραπτής ή προφορικής ομιλίας. Από την άλλη μεριά, ορισμένες απόψεις της μετασημασιολογίας κάνουν λόγο για μία εσωτερική γλώσσα του κάθε ατόμου, η οποία αντιτίθεται στην αναζήτηση της σηματοδότησης του γραπτού ή προφορικού λόγου με όρους κοινωνικών συμβάσεων. Έτσι, και το συγκεκριμένο έργο, όπως άλλωστε κάθε συγγραφικό έργο, περικλείει τη δική μου ατομικότητα. Όμως, κανένα λογοτεχνικό ή επιστημονικό κείμενο δεν είναι αύταρκες, καθώς πέρα από την οργάνωση της δομής του και το συνδυασμό των στοιχείων του, που εγκαθιδρύονται είτε στο προσκήνιο είτε στο παρασκήνιο, υπάρχουν πάντοτε κενά απροσδιοριστίας. Αυτό που προέχει στην παραγωγή των νοημάτων είναι η πράξη της ανάγνωσης και το πώς ο τελικός χρήστης ανταποκρίνεται σε αυτά. Ο κάθε αναγνώστης ανασυνθέτει το κείμενο ώστε να έχει εσωτερική αλληλουχία. Κατά τη διαδικασία της ανάγνωσης αλληλεπιδρά με το κείμενο για να οικοδομήσει το νόημα. Μάλιστα, η θεωρία της πρόσληψης απορρίπτει την αντικειμενικότητα και θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος το υποκείμενο, τον αναγνώστη. Σε τελική ανάλυση, η γνώση είναι μεταβαλλόμενη και οικοδομείται από τον καθένα χωριστά, γι' αυτό είναι υποκειμενική. Συνεπώς, δεν μπορεί να μεταδοθεί από τον συγγραφέα στους αναγνώστες, αλλά αποτελεί, κατά κανόνα, αποτέλεσμα της εννοιολογικής αλλαγής που επέρχεται στους τελευταίους λόγω της γνωστικής σύγκρουσης στην οποία υποβάλλονται.

“Κατανοώ ότι δεν βρίσκομαι εδώ για μένα, αλλά για να συνεισφέρω στην ανθρωπότητα. Όπως και αντίστροφα. Η ανθρωπότητα βρίσκεται εδώ για να συνεισφέρει σε μένα”. Συμβαίνει το τελευταίο;

Σύμφωνα με το μοντέλο της φυσικής, είμαστε όλοι κατασκευασμένοι από στοιχειώδη σωματίδια, χωρίς πρόσθετα συστατικά. Ως τέτοια σύνθετα συστήματα, δεν έχουμε πλήρη ελευθερία, επειδή όλα τα σωματίδια και οι αλληλεπιδράσεις μας ακολουθούν τους νόμους της φυσικής. Δεδομένης αυτής της προοπτικής, αυτό που ερμηνεύουμε ως ελεύθερη βούληση ενσωματώνει αβεβαιότητες που σχετίζονται με το περίπλοκο σύνολο περιστάσεων που επηρεάζουν τις ανθρώπινες ενέργειες. Αυτές οι αβεβαιότητες είναι σημαντικές στην κλίμακα ενός ατόμου, αλλά όχι τόσο σημαντικές για την αντιμετώπιση ενός μεγάλου δείγματος. Οι άνθρωποι και οι πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις τους δεν μπορούν να είναι πάντα προβλέψιμοι σε προσωπικό επίπεδο. Από την άλλη μεριά, ίσως, το πεπρωμένο του πολιτισμού μας στο σύνολό του διαμορφώνεται από το παρελθόν μας με μία αναπόφευκτη στατιστική έννοια.

Ποιος είναι ο ρόλος της μυθοπλασίας - λογοτεχνίας στο έργο σας;

Το συγκεκριμένο πόνημα, προς την αρχιτεκτονική δομή του, χωρίζεται σε τέσσερα στάσιμα και τρεις πράξεις. Τρεις πράξεις σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες απόψεις για τη θεατρολογία, που επιθυμεί τρία στάδια πλοκής σε μία σκηνική παράσταση. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, ανάμεσα στις πράξεις παρεμβάλλονται στάσιμα, όπου απαγγέλλει ο ποιητής-αφηγητής, όπως στην αρχαία τραγωδία όπου έβγαινε ο χορός για να απαγγείλει το άσμα. Από την άλλη μεριά, δεν έχει εξαντλητικούς διαλόγους, αλλά περισσότερο μονολόγους, αφηγήσεις και εγκιβωτισμούς, ώστε να συνιστά κατά βάση ένα πεζογράφημα. Επίσης, έχει τη δομή ενός επιστημονικού συγγράμματος με συντομογραφίες, βιβλιογραφία, αναφορές και επεξηγηματικές υποσημειώσεις, αλλά και αναλύσεις με λόγο-αντίλογο, έτσι ώστε να μπορεί να ενταχθεί και στην κατηγορία δοκίμιο, κάτι που άλλωστε διατυπώνεται και στον πρόλογο. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σκόπιμα συνδυάζει περισσότερα είδη, κατασκευάζοντας μία μικτή τεχνική. Η πρώτη πράξη είναι μικρότερη, αποτελείται από πέντε επεισόδια και συνιστά ένα βήμα μικρό και ανασφαλές. Η δεύτερη πράξη είναι μεγαλύτερη και αποτελείται από δεκατρία επεισόδια, ενώ η τρίτη πράξη αποτελείται από είκοσι επεισόδια και διαθέτει έναν όγκο πολύ μεγάλο, εκτενή και ανισοβαρή σε σχέση με τον όγκο του υπόλοιπου βιβλίου, έτσι ώστε να συνιστά ορατά μία ανοδική δράση που να οδηγεί στην όποια κορύφωση. Ένα βήμα τεράστιο στο παρόν, το παρελθόν, το μέλλον ή στο πουθενά. Στην δε τρίτη πράξη διακρίνονται ορατά δύο διαφορετικές προσωπικότητες: ο πρωταγωνιστής και η γυναίκα του, που λειτουργεί σε αυτόν ανταγωνιστικά και άλλοτε καθορίζει άλλοτε δεν καθορίζει τις επιλογές του. Σε αντίθεση με την πρώτη και δεύτερη πράξη, όπου οι διάλογοι δεν προωθούν τη δράση, στην τρίτη πράξη οι διάλογοι ενσωματώνουν τη δράση, αλλά και προσδιορίζουν το επιθυμητό ύφος του έργου, σε συνδυασμό με τους εκτενείς μονολόγους του ήρωα και την εσωτερική του αναζήτηση. Σε ότι αφορά το ύφος, το έργο είναι γραμμένο σε σύγχρονη γλώσσα με παρεμβολή πολλών ξενόφερτων λεκτικών στοιχείων και ξένων λέξεων στο λατινικό αλφάβητο, ενώ ο επιστημονικός λόγος εναλλάσσεται διαρκώς με δημώδεις ή καμιά φορά και χυδαίες εκφράσεις, που τελικά προσδίδουν σκωπτικό περιεχόμενο. Τα σκηνικά δεν είναι αφαιρετικά, αλλά οι εικόνες αλληλοδιαδέχονται διαρκώς στο μυαλό του ήρωα και προσφέρουν τις απαραίτητες διεξόδους διαφυγής σε ένα έργο που δεν έχει ιδιαίτερη πλοκή, αλλά επικεντρώνεται στις διάφορες ιδεολογικές συνειδητοποιήσεις. Οι φράσεις είναι κοφτές και επιλέγεται, ως επί το πλείστον, ο μικροπερίοδος λόγος, που προτιμά η νέα δημοτική, εκτός από τις περιπτώσεις που γίνεται στόχευση σε φιλοσοφικές αναλύσεις.

Θα λέγατε πώς το βιβλίο σας είναι ένα πολιτικό βιβλίο;

Στο βιβλίο προσεγγίζονται με λογοτεχνικό τρόπο, σε διάφορους τόπους του έργου, και με κριτική διάθεση η έννοια του κράτους, ορισμένες όψεις του κομματικού φαινομένου, οι βασικές αρχές του πολιτικού marketing, οι βασικές αρχές του ποινικού φαινομένου και του σωφρονιστικού συστήματος, όψεις της ιατρικής δεοντολογίας και της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, ορισμένες βασικές αρχές του μαθηματικού λογισμού και της μουσικής σύνθεσης, η θεωρία του χάους, η θεωρία των πάντων, οι βασικές αρχές του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, η έννοια του γεωσυστήματος, θεωρίες ανάγνωσης και δημιουργικής γραφής, θεωρίες μάθησης, η έννοια της υποκριτικής τέχνης, συστήματα ονοματοδοσίας προσώπων, οι βασικές αρχές της σύγχρονης ψυχανάλυσης, η έννοια της μετεμψύχωσης και της αιώνιας επιστροφής, όψεις του υπερβατικού διαλογισμού, όψεις της βουδιστικής διδασκαλίας, ορισμένες οριοθετήσεις του χριστιανικού δόγματος, η έννοια της έμφυλης ταυτότητας, η έννοια του χρήματος, η έννοια των κρυπτονομισμάτων, οι βασικές αρχές του management, η έννοια συνδεδεμένων επιχειρήσεων, του αθέμιτου ανταγωνισμού, του επιχειρηματικού marketing, του οικονομικού φιλελευθερισμού, η έννοια της αταξικής κοινωνίας και ορισμένοι προβληματισμοί σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, η έννοια του υπαρξισμού, η έννοια της κβαντικής απροσδιοριστίας, ορισμένες όψεις του φιλοσοφικού ντετερμινισμού, οι βασικές αρχές της θεωρίας συγκρούσεων, η έννοια της θεωρίας παιγνίων, η έννοια της ενσυναίσθησης. Όλα αυτά εκφράζονται, όχι με αφηρημένο επιστημονικό τρόπο σε τρίτο πρόσωπο, αλλά επάνω στο υποκείμενο που ενεργεί. Τελικά, προτείνεται μία νέα πολιτική γεωμετρία, η οποία αναζητά μία συμπληρωματική κοινωνική εξίσωση, όχι μέσα από τις αντιθέσεις, αλλά μέσα από τις υπερθέσεις, τις διανοητικές εκείνες καταστάσεις που εκκινούν από την αρχή της απροσδιοριστίας, όπως αυτή εφαρμόζεται στα πλαίσια ενός πολιτικού ντετερμινισμού και επιζητούν απάντηση στο ερώτημα του «είμαι ταυτόχρονα».

Νιώθετε πως η φιλοσοφία έχει τη θέση που της αξίζει στο σημερινό γίγνεσθαι;

Για τον Hegel, που αποτελεί τη φιλοσοφική αφετηρία όλων των σύγχρονων φιλοσοφικών κατευθύνσεων, προσανατολισμών και ρευμάτων, η ελευθερία αποτελεί μία απείρως πολύσημη λέξη, που προκαλεί αναρίθμητες παρανοήσεις, συγχύσεις και πλάνες. Αυτή η θεωρητική πολυσημία της έννοιας γεννά, όχι μόνο θεωρητικές παρεξηγήσεις και αντιμαχίες, αλλά και έναν ανησυχητικά επικίνδυνο φανατισμό σε πρακτικό επίπεδο. Στο δυτικό κόσμο, η ελευθερία αποτελεί τον κύριο άξονα της σύγχρονης πολιτικής γύρω από τον οποίο υφαίνονται δεοντολογικά οι αξίες, οι θεσμοί και οι πρακτικές της. Στη σύγχρονη, μάλιστα, εκδοχή της φέρει αρχικά τα ενδύματα της οντολογίας του ατομικού υποκειμένου, της επιστημολογίας ενός πανίσχυρου, αδιαμεσολάβητου και αδιαφανούς πεφωτισμένου σκεπτόμενου νου και του πρακτικού λόγου μίας εσωτερικής συνείδησης που στηρίζεται στην ικανότητά της να νομοθετεί η ίδια για τον εαυτό της. Ο Hegel βοήθησε στην κατανόηση της διάκρισης ανάμεσα στην ελευθερία ως μία αυτόνομη στοχαστική πράξη του ατομικού υποκειμένου (υποκειμενικές συνθήκες της ελευθερίας) και στην ανάγκη για ένα πολιτικό όραμα ελευθερίας, που θέτει την ανοικτή, ανεκτική και πολιτική κοινωνία ως συνθήκη για την πραγμάτωση της δυνατότητας για προσωπική αυτονομία και αξιοπρέπεια (αντικειμενικές συνθήκες της ελευθερίας). Στο σύγχρονο κόσμο, η ελευθερία παύει να αποτελεί μία αφηρημένη δυνατότητα του ατομικού υποκειμένου, που αποσύρεται στα γνωσιολογικά και πρακτικά προνόμια της ιδιωτικότητάς του, και κατέρχεται στην οδό της πολιτικής και των συγγενειών που η τελευταία δημιουργεί με την οικονομία, την εργασία, την εκπαίδευση, την τεχνολογία, τον πολιτισμό και κάθε σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η ελευθερία νοηματοδοτείται μέσα από τις ατομικές και συλλογικές δράσεις του ανθρώπου στην ιστορία, ή ακόμη και η ίδια η ιστορία αποτελεί την οδό πραγμάτωσης της έννοιας, της αξίας και του στόχου της ελευθερίας. Επίσης, ενώ, αναμφισβήτητα, συνεπάγεται ένα λογικά ευδιάκριτο, αναγκαίο και ατομικό χώρο που ονομάζεται «ελευθερία της πράξης» και εκφράζεται, κυρίως, μέσα από τις απεριόριστες ενεργοποιήσεις του φαντασιακού και την αρνητικότητα της συνείδησης, συγκροτείται, ωστόσο, στα δι-υποκειμενικά παίγνια συλλογικών μορφών ζωής και διενεργείται, κατεξοχήν, στην απουσία συστημικών στρεβλώσεων και στην αδιατάρακτη ροή επικοινωνίας και επικοινωνιακής δράσης σε έναν κοινωνικό βιόκοσμο. Δεν αποτελεί μία ουδέτερη προοπτική, αλλά εκφράζεται πολύ συγκεκριμένα μέσα στις αποκρίσεις της σύγχρονης έλλογης ατομικότητας και τους θεσμούς του σύγχρονου κόσμου, παρά το γεγονός ότι εκφράζεται ως κίνηση πλουραλισμού ενάντια σε κάθε μορφή πολιτικού μονισμού, δογματικού αστιγματισμού και ρητορικού και έμπρακτου φανατισμού. Σε μάλλον ακραίες διατυπώσεις της, προσδιορίστηκε ως απουσία εξωτερικών εξαναγκασμών είτε ως προς τον παροπλισμό ενός ισχυρού κράτους, είτε ως προς την έλλειψη κεντρικών σχεδιασμών σε μία οικονομία της αγοράς. Σε ηπιότερες και περισσότερο ωφέλιμες διατυπώσεις της, στηρίζεται εξαιρετικά στην άσκηση της πολιτειότητας και τη δημοκρατική εκπαίδευση που την καλλιεργεί και χρειάζεται πάντοτε τη δεοντολογική περιχαράκωση από τα αιτήματα της δικαιοσύνης και της κοινωνικής "συμπερίληψης" (μη αποκλεισμού). Διακυβεύεται και απειλείται, όταν η εξουσία και οι μηχανισμοί της, κυρίως μέσα από την αξιοποίηση της εμπλοκής της με τη γνώση και την τεχνολογία, επαναπροσδιορίζουν το υποκείμενο και τις επιθυμίες του, ενώ οι περισσότερο πρόσφατες αρθρώσεις της δημοκρατίας και της δημοκρατικής διακυβέρνησης επιτρέπουν, αν δεν επιβάλλουν, τον επαναπροσδιορισμό της ελευθερίας σε σχέση με επίκαιρες αναζητήσεις και διεκδικήσεις του σύγχρονου ατόμου ως προς τις σχέσεις του με την ετερότητα, τις δυσκολίες που εμπεριέχει ο θεσμός της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης και τα ελλείμματα που συνεπάγεται η υποδούλωση της σύγχρονης ατομικότητας στη νομισματική κυκλοφορία και τις συνακόλουθες προστακτικές της απόλαυσης. Με μία ουσιώδη επισήμανση, η φιλοσοφία των τελευταίων αιώνων μεταθέτει μεν το βάρος της στο υποκείμενο, την εποχή όμως της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας υποκείμενο δεν είναι μόνο το φυσικό πρόσωπο, αλλά και το νομικό πρόσωπο, είναι θα έλεγε κανείς κυρίως το νομικό πρόσωπο. Εξελικτική διαπίστωση είναι το κράτος πρόσωπο, το κράτος που αποτελεί το ίδιο υποκείμενο δικαίου και δρα παραπληρωματικά μέσα στην κοινωνική συνθήκη, τούτο δε όχι μόνο στο διεθνές στερέωμα αλλά και στην εσωτερική έννομη τάξη.

Τελικά, έχει την ικανότητα ο αναστοχασμός να αναμεταθέσει την πολιτική διεργασία; Η ευθύνη που αφορά τις πράξεις ενός δρώντος υποκειμένου (φυσικού ή νομικού) δεν θεμελιώνεται στην ελευθερία της βούλησής του, δεν συνιστά μία πραγματική επιλογή του υποκειμένου. Η πηγή και η προέλευση της ευθύνης είναι η ίδια η κοινωνική συγκρότηση και έτσι πηγάζει από μία σχέση απόλυτης ετερότητας. Από την άλλη μεριά, η κοινωνική αλληλεγγύη δεν υπάρχει έγκυρος τρόπος για να μπορέσει εκ των προτέρων να εξαναγκαστεί, καθώς το κοινωνικό υποκείμενο συγκροτείται με ψυχολογικούς όρους. Η ώριμη, η ανεπτυγμένη ανθρώπινη κοινωνία συνιστά ένα πολυεπίπεδο, ιεραρχημένο και διατεταγμένο σύστημα, μία ολότητα στοιχείων, σχέσεων και διαδικασιών οργανικά συνδεόμενων μεταξύ τους. Έτσι, η συνειδητή δραστηριότητα των προσώπων ως κοινωνικών υποκειμένων περιλαμβάνει και ορισμένη συνένωση, οργάνωση, καθώς και υλικά μέσα που συγκροτούν το εποικοδόμημα, το οποίο κατά βάση καθορίζεται από την οικονομική βάση χωρίς να ανάγεται στην τελευταία, θέτοντας στο επίκεντρο το ζήτημα της αρμονικής συνύπαρξης. Η διαστηματική σημασία της αρμονίας αναπτύχθηκε ήδη από την αρχαιοελληνική πυθαγόρεια σκέψη, ενώ και η αριστοτελική ιδανική πολιτεία προσανατολίζεται στην εσωτερική ισορροπία, που διασφαλίζει την ηθική τελειότητα και την ευτυχία των πολιτών, προκρίνοντας έναν συγκερασμό ανάμεσα στο κρατικό ιδεώδες και την ευδαιμονία. Στις δε ανατολικές ενοράσεις η εσωτερική ησυχία, η ανοχή-ανεκτικότητα και η εξάλειψη του πόνου και των επιθυμιών βρίσκονται στον πυρήνα πολλών ηθικοψυχολογικών αναζητήσεων. Με την έννοια αυτή, στις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη δημόσια δράση, αλλά μπορούν να επαληθεύονται και στον ιδιωτικό χώρο (δηλαδή αυτές της ισότητας, της προσφορότητας, της αναλογικότητας, της καλής πίστης, της αποτελεσματικότητας, της επικουρικότητας, της αναγκαιότητας, της επιείκειας και της εμπιστοσύνης) θα μπορούσαμε να προσθέσουμε μία ακόμη ερμηνευτική παράμετρο, την αρχή της κοινωνικής αρμονίας, ως αντίβαρο απέναντι στις ελευθερίες και τους περιορισμούς τους. Μία τέτοια προσέγγιση, μπορεί να οδηγήσει σε επαναπροσδιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων, όπως αρθρώνονται σε ατομικά (status negatives), σε πολιτικά (status actives) και σε κοινωνικά (status positives) και καταγράφονται στα συνταγματικά κείμενα των δυτικών δημοκρατιών, με γνώμονα την κοινωνική βιωσιμότητα, δηλαδή την ικανότητα ενός κοινωνικού συστήματος να λειτουργεί σε ορισμένο επίπεδο ευημερίας.